17.—(1) Προσωπικός αντιπρόσωπος ασθενούς είναι ο κηδεμόνας του ή ο πλησιέστερος συγγενής του.
(2) Οτιδήποτε απαιτείται δυνάμει του παρόντος Νόμου να γίνει από τον ασθενή δύναται να γίνει από τον προσωπικό αντιπρόσωπο του ο οποίος τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), έχει τις ακόλουθες υποχρεώσεις κατά αποκλειστικότητα έναντι άλλων προσώπων:
(α) Να μεριμνά για τη διαμονή και την ευημερία του ασθενούς γενικά·
(β) να απαιτεί από τον ασθενή να παρουσιάζεται σε ορισμένο τόπο και χρόνο για σκοπούς ιατρικής παρακολούθησης, απασχόλησης και εκπαίδευσης·
(γ) να ενημερώνει τη διεπαγγελματική ομάδα του κέντρου για την κατάσταση του ασθενούς γενικά·
(δ) να συμμορφώνεται με ανάκληση άδειας εξόδου·
(ε) να υποβάλλει εκ μέρους του ασθενούς οποιεσδήποτε αιτήσεις αφορούν κρατικές παροχές, ωφελήματα ή διευκολύνσεις.
(3) Οι διατάξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) είναι οι πιο κάτω:
(α) Όπου ο ασθενής έχει κηδεμόνα δυνάμει του άρθρου 19 ο εν λόγω κηδεμόνας έχει αποκλειστικό δικαίωμα να ενεργεί εκ μέρους του ασθενούς·
(β) όπου ο ασθενής δεν έχει κηδεμόνα, κανένας δεν μπορεί να ενεργεί εκ μέρους του εκτός μόνο ο πλησιέστερος συγγενής του και μόνο σε περίπτωση όπου ο ασθενής λόγω της ψυχικής διαταραχής του δεν είναι σε θέση να ασκήσει ελεύθερα βούληση.