20.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 είναι ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων:
(2) (α) Ευθύνη για την παρακράτηση και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο κάθε εργοδότης για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ή για τμήμα της οποίας πρόσωπο απασχολήθηκε από αυτόν ως μισθωτός.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), οι εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργοδότη για λογαριασμό του μισθωτού λογίζονται ως εισφορές που καταβλήθηκαν από το μισθωτό.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), στις περιπτώσεις μισθωτού απασχολούμενου σε περισσότερο από ένα (1) εργοδότες σε ιδιωτικά νοικοκυριά, για εργασίες οικιακής φύσεως μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς, την ευθύνη για την καταβολή των αναφερόμενων εισφορών στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο μισθωτός.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι εισφορές που καταβάλλονται από μισθωτούς που απασχολούνται από τη Δημοκρατία και οι αντίστοιχες εισφορές της Δημοκρατίας ως εργοδότη καταβάλλονται στο Ταμείο από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 επί των αποδοχών πέραν των ασφαλιστέων αποδοχών κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι ο Έφορος Φορολογίας.
(6)(α) (i) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ταμείο που παρέχει οποιαδήποτε σύνταξη υποχρεούται να παρακρατεί την εισφορά την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 από το ποσό της σύνταξης κάθε συνταξιούχου.
(ii) Υπεύθυνος για την είσπραξη της αναφερόμενης στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εισφοράς, είναι ο Έφορος Φορολογίας, εξαιρουμένων των εισφορών που παρακρατεί ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση προσώπου που λαμβάνει σύνταξη από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά εισπράττεται από τον Έφορο Φορολογίας.
(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της κοινωνικής σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(7) (α) Η παρακράτηση ή/και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στις παραγράφους (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, γίνεται από τη Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών.
(β) Υπεύθυνος για την είσπραξη των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών, είναι ο Έφορος Φορολογίας.
(γ) Υπεύθυνος για την καταβολή στο Ταμείο των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από τη Δημοκρατία, είναι ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.
(8) (α) Οι εισφορές που καταβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, εισπράττονται από τον Έφορο Φορολογίας.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο καταβάλλει μερίσματα ή τόκους ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πληρώνει ενοίκια, από πηγές εντός της Δημοκρατίας σε φυσικό πρόσωπο, οφείλει όπως παρακρατεί την προβλεπόμενη στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά από οποιαδήποτε καταβολή ή/και πληρωμή γίνεται, την οποία καταβάλλει στον Έφορο Φορολογίας.
(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο καταβάλλει μερίσματα ή τόκους έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου και συμπεριλαμβάνει και τη Δημοκρατία.
(δ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο πληρώνει ενοίκια έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου.
(ε) Οποιαδήποτε εισφορά η οποία απαιτείται όπως παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, θεωρείται ως εισφορά που επιβλήθηκε στο φυσικό πρόσωπο από το οποίο απαιτείται και δύναται να ανακτηθεί από αυτό.
(9) Η εισφορά του Πάγιου Ταμείου που αναφέρεται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, καταβάλλεται στο Ταμείο από το Υπουργείο Υγείας.
(10) Οι εισφορές οι οποίες εισπράττονται ή/και παρακρατούνται από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Έφορο Φορολογίας και το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας καταβάλλονται από αυτούς στο Ταμείο.
(11)(α) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(β) Ο Έφορος Φορολογίας έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμο και στον περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(12) Το ποσό το οποίο υπολογίζει ο Υπουργός Οικονομικών σε διαβούλευση με τον Οργανισμό ως αντιπροσωπεύον τις δαπάνες που συνεπάγεται η είσπραξη των εισφορών από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Έφορο Φορολογίας καταβάλλεται από το Ταμείο στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(13) Η είσπραξη ή/και η παρακράτηση ή/και η καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διενεργούνται σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με Κανονισμούς.