Για σκοπούς πλήρους εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 89/105/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21ης Δεκεμβρίου 1988 σχετικά με τη διαφάνεια των μέτρων που ρυθμίζουν τον καθορισμό των τιμών των φαρμάκων για ανθρώπινη χρήση και την κάλυψη του κόστους των στα πλαίσια των εθνικών ασφαλιστικών συστημάτων υγείας».
ΕΠΕΙΔΗ υπάρχει η ανάγκη βελτίωσης της ποιότητας παροχής υπηρεσιών υγείας στην Κύπρο∙
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ το σύστημα, όπως προνοείται από τους περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμους του 2001 μέχρι 2005, πρέπει να καταστεί λειτουργικό και να ανταποκρίνεται καλύτερα στις διαχρονικές ανάγκες της κοινωνίας∙
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ υπάρχει ανάγκη το σύστημα να είναι καθολικό, οικονομικά βιώσιμο, να παρέχει ισότιμη μεταχείριση και να εξασφαλίζει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες φροντίδας υγείας∙
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ καθίσταται αναγκαίο να εξειδικευτούν θέματα τα οποία υπήρχαν σε γενικό πλαίσιο στους περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμους του 2001 μέχρι 2005, περιλαμβανομένων των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, θέματα που αφορούν στους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας, καθώς και του τρόπου χρηματοδότησης του συστήματος μέσω των εισφορών, συνεισφορών και συμπληρωμών∙
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η εφαρμογή του συστήματος για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας στους δικαιούχους καθίσταται απολύτως αναγκαία προς το συμφέρον της δημόσιας υγείας.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Γενικού Συστήματος Υγείας Νόμος του 2001.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:
«άλλοι επαγγελματίες υγείας» σημαίνει εγγεγραμμένους φυσιοθεραπευτές κατά την έννοια του περί Εγγραφής Φυσιοθεραπευτών Νόμου, εγγεγραμμένους επαγγελματίες εργοθεραπευτές κατά την έννοια του περί Εγγραφής Επαγγελματιών Εργοθεραπευτών Νόμου, εγγεγραμμένους λογοπαθολόγους κατά την έννοια του περί Εγγραφής Λογοπαθολόγων Νόμου, εγγεγραμμένους ψυχολόγους με ειδικότητα στην κλινική ψυχολογία κατά την έννοια του περί Εγγραφής Ψυχολόγων Νόμου, κλινικούς διαιτολόγους κατά την έννοια του περί Εγγραφής Επιστημόνων Τροφίμων και Διαιτολόγων Νόμου ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που ασκεί επάγγελμα στον τομέα της υγείας, σύμφωνα με όρους και προϋποθέσεις που καθορίζει ο Οργανισμός με Κανονισμούς∙
«ανακουφιστική φροντίδα υγείας» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε δικαιούχους με χρόνιες εξελικτικές ασθένειες, τον έλεγχο του πόνου και άλλων συμπτωμάτων με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των δικαιούχων, διά της παροχής σφαιρικής φροντίδας υγείας στο δικαιούχο μέχρι το θάνατο από παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας, η οποία δύναται να παραχωρείται σε συνδυασμό με τη θεραπευτική αγωγή∙
«αποδοχές»-
α) σε σχέση με μισθωτό, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, εξαιρουμένων των αποδοχών των ναυτικών οι οποίοι δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι της Δημοκρατίας:
(β) σε σχέση με αυτοτελώς εργαζόμενο σημαίνει-
(i) τις ασφαλιστέες αποδοχές κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού∙
(ii) το ποσό που προέρχεται κάθε έτος από τις πηγές που καθορίζονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 5 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου και είναι πέραν του ποσού που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) ανωτέρω∙
(γ) σε σχέση με πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα, σημαίνει το ποσό που προέρχεται κάθε έτος από τις πηγές που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 5 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
«αποζημίωση προέδρου και μελών» σημαίνει την αποζημίωση που καταβάλλεται στον πρόεδρο και στα μέλη δυνάμει του άρθρου 6∙
«Απόφαση» σημαίνει απόφαση του Οργανισμού που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«ασθενής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο πάσχει από οποιαδήποτε ασθένεια ή πάθηση ή κάθε πρόσωπο το οποίο ζητά ή στο οποίο παρέχονται υπηρεσίες φροντίδας υγείας∙
«ατύχημα» σημαίνει απρόβλεπτο περιστατικό το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε θάνατο ή τραυματισμό προσώπου, ανεξάρτητα από το εάν το πρόσωπο αυτό εμπλέκεται άμεσα ή έμμεσα στα αίτια του ατυχήματος·
«αυτοτελώς εργαζόμενος» έχει την έννοια που δίνει στον όρο ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος·
«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού·
«γενικός ιατρός» [Καταργήθηκε]·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δημόσιο νοσηλευτήριο» σημαίνει νοσηλευτήριο, το οποίο ανήκει ή ελέγχεται από τη Δημοκρατία ή από οποιοδήποτε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης∙
«δικαιούχος» σημαίνει πρόσωπο που δικαιούται υπηρεσίες φροντίδας υγείας δυνάμει του άρθρου 16∙
«δυσμενής διάκριση» σημαίνει άμεση ή έμμεση διάκριση στη βάση, μεταξύ άλλων, του φύλου, της θρησκείας, της φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής, του χρώματος, των φιλοσοφικών, πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ηλικίας, της κατάστασης της υγείας, της αναπηρίας και της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης∙
«ειδικός ιατρός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 23∙
«εισόδημα» σημαίνει το εισόδημα κάθε φυσικού προσώπου προερχόμενο από τις πηγές που καθορίζονται στο άρθρο 5 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου, εκτός από αποδοχές ή σύνταξη και περιλαμβάνει μερίσματα, όπως αυτά καθορίζονται στον περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο, εξαιρουμένου οποιουδήποτε εφάπαξ ποσού ή φιλοδωρήματος που καταβάλλεται σε εργαζομένους στον δημόσιο, ευρύτερο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, από Ταμεία Προνοίας, Σχέδια ή Ταμεία Συντάξεων, καθώς και οποιουδήποτε εισοδήματος προερχόμενου από τις πηγές που καθορίζονται στην παράγραφο (β) των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 5, αντίστοιχα, του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου σε σχέση με μισθωτές υπηρεσίες ναυτικών μη μόνιμων κατοίκων της Δημοκρατίας:
«εισοδηματίας» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο έχει εισόδημα∙
«εισφορά» σημαίνει εισφορά που καταβάλλεται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«εισφορέας» σημαίνει κάθε πρόσωπο το οποίο έχει υποχρέωση καταβολής εισφορών δυνάμει του άρθρου 19∙
«ενδονοσοκομειακή φροντίδα υγείας» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε δικαιούχο o οποίος εισάγεται σε νοσηλευτήριο διότι απαιτείται-
(α) τουλάχιστον μία διανυκτέρευση του δικαιούχου, ή/και
(β) η χρήση εξειδικευμένης ιατρικής υποδομής ή/και ιατρικού εξοπλισμού που βρίσκεται σε νοσηλευτήριο∙
«επείγον περιστατικό» σημαίνει περιστατικό το οποίο απειλεί πρόσωπο με άμεσο κίνδυνο για τη ζωή ή/και την υγεία του ή με σοβαρή, μη αναστρέψιμη ανικανότητα, σε περίπτωση που οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας δεν παρασχεθούν εγκαίρως∙
«Επίτροπος» σημαίνει τον Επίτροπο Εποπτείας ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 42·
«εργαστήριο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο “κλινικό εργαστήριο” από το άρθρο 2 του περί Εγγραφής και Λειτουργίας Κλινικών Εργαστηρίων Νόμου∙
«εργοδότης» περιλαμβάνει και την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας·
«εσωτερικοί κανονισμοί» σημαίνει κανονισμούς που εκδίδονται από τον Οργανισμό, εγκρίνονται από τον Υπουργό και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας∙
«εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμο∙
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου» σημαίνει το Συμβούλιο που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 3 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου∙
«Ιατροσυμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο το οποίο ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 59·
«ιατροτεχνολογικό προϊόν» έχει την έννοια που αποδίδεται στους όρους «ιατροτεχνολογικό προϊόν ή προϊόν» ή «ιατροτεχνολογικό προϊόν ή προϊόν που χρησιμοποιείται στη διάγνωση in vitro» από τους περί των Βασικών Απαιτήσεων (Ιατροτεχνολογικά Προϊόντα) Κανονισμούς∙
«ιδιωτικό νοσηλευτήριο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ιδιωτικών Νοσηλευτηρίων (Έλεγχος Ίδρυσης και Λειτουργίας) Νόμο, το οποίο χρησιμοποιείται για την εισδοχή και παραμονή δικαιούχων για σκοπούς παροχής σε αυτούς υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή ενδονοσοκομειακής φροντίδας υγείας∙
«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς, οι οποίοι κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για έγκριση δυνάμει των διατάξεων του περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμο∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (EK) αριθ. 987/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τον καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004∙
«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1231/2010» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1231/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 για την επέκταση της εφαρμογής του Κανονισμού ΕΚ αριθ. 883/2004 και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 987/2009 στους υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν διέπονται ήδη από τους κανονισμούς αυτούς μόνο λόγω της ιθαγένειάς τους∙
«κατάλογος ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών» σημαίνει τον κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων, υγειονομικών ειδών, ή/και κατηγοριών των πιο πάνω, των οποίων τη δαπάνη ή μέρος της δαπάνης καλύπτει ο Οργανισμός στα πλαίσια του Συστήματος∙
«κατάλογος φαρμακευτικών προϊόντων» σημαίνει τον κατάλογο των φαρμακευτικών προϊόντων ή /και κατηγοριών φαρμακευτικών προϊόντων, των οποίων τη δαπάνη ή μέρος της δαπάνης καλύπτει ο Οργανισμός στα πλαίσια του Συστήματος∙
«κοινωνική σύνταξη» έχει την έννοια που δίνει στον όρο αυτό ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος·
«κρατικές υπηρεσίες υγείας» σημαίνει υπηρεσίες φροντίδας υγείας, οι οποίες παρέχονται από φυσικά πρόσωπα τα οποία έχουν ως εργοδότη τη Δημοκρατία και/ή νομικά πρόσωπα τα οποία ανήκουν ή ελέγχονται από τη Δημοκρατία∙
«κρατικό νοσηλευτήριο» [Καταργήθηκε]·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο Συμβαλλόμενο μέρος της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και την Ελβετία∙
«μαία» σημαίνει εγγεγραμμένη μαία κατά την έννοια του περί Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Νόμου∙
«μεγάλος ημικρατικός οργανισμός» [Καταργήθηκε]
«μέγιστη συμπληρωμή» σημαίνει το μέγιστο συνολικό ποσό συμπληρωμών που δύναται να καταβάλει κάθε δικαιούχος σε παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας κατά τη διάρκεια ενός έτους ∙
«μισθωτός» έχει την έννοια που δίνει στον όρο ο περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμος·
«ναυτικός» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο εργάζεται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε πλοίο, περιλαμβανομένου και του πλοιάρχου∙
«νοσηλευτήριο» σημαίνει οποιαδήποτε υγειονομική μονάδα, η οποία χρησιμοποιείται ή προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την εισδοχή και παραμονή δικαιούχων για σκοπούς παροχής σε αυτούς υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
«νοσηλευτής» σημαίνει εγγεγραμμένο νοσηλευτή κατά την έννοια του περί Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Νόμου∙
«οδοντίατρος» σημαίνει εγγεγραμμένο οδοντίατρο, δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Οδοντιάτρων Νόμου∙
«Οργανισμός» σημαίνει τον Οργανισμό Ασφάλισης Υγείας που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 3·
«παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή τις ενώσεις αυτών ή τις κρατικές υπηρεσίες υγείας που συμβάλλονται με τον Οργανισμό για την παροχή προς τους δικαιούχους των υπηρεσιών φροντίδας υγείας που παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων∙
«πρόεδρος» σημαίνει τον πρόεδρο του Συμβουλίου∙
«προμηθευτής» [Καταργήθηκε]·
«προσωπικός ιατρός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 23∙
«πρωτόκολλο» σημαίνει οδηγίες του Συστήματος για την παροχή αποτελεσματικών και αποδοτικών υπηρεσιών φροντίδας υγείας, οι οποίες διατυπώθηκαν στη βάση υψηλού βαθμού τεκμηριωμένης επιστημονικής βιβλιογραφίας.
«Συμβουλευτική Επιτροπή» [Καταργήθηκε]·
«Συμβούλιο» σημαίνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού·
«Συμβούλιο Φαρμάκων» σημαίνει το συμβούλιο που εγκαθιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου∙
«συμπληρωμή» σημαίνει το ποσό που ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να καταβάλει στους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας για τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που λαμβάνει∙
«Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο» σημαίνει τη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφτηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαϊου 1992, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται·
«συνεισφορά» σημαίνει είτε τη συνεισφορά Ι είτε τη συνεισφορά ΙΙ∙
«συνεισφορά Ι» σημαίνει το ποσό που ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να καταβάλει στους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας για τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που λαμβάνει στις περιπτώσεις που καθορίζονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 20Α∙
«συνεισφορά II» σημαίνει το ποσό, επιπλέον της συμπληρωμής ή συνεισφοράς Ι, το οποίο ο δικαιούχος έχει υποχρέωση να καταβάλει στο φαρμακοποιό για τη λήψη φαρμακευτικών προϊόντων ή /και ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών πέραν της δαπάνης την οποία καλύπτει ο Οργανισμός∙
«συνταγή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμο∙
«σύνταξη» σημαίνει τη σύνταξη κάθε φυσικού προσώπου προερχόμενη από τις πηγές που καθορίζονται στο άρθρο 5 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου και ο όρος «συνταξιούχος» ερμηνεύεται ανάλογα∙
«Σύστημα» σημαίνει το Γενικό Σύστημα Υγείας που εγκαθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
«σύστημα πληροφορικής» σημαίνει το σύστημα πληροφορικής, το οποίο ο Οργανισμός αναπτύσσει και λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου.
«τέκνο» σημαίνει γόνο και περιλαμβάνει προγονό, εξώγαμο αναγνωρισμένο τέκνο και τέκνο που υιοθετήθηκε κατά τρόπο που αναγνωρίζεται από το δίκαιο και οι ορισμοί “γονείς”, “μητέρα” και “πατέρας” ερμηνεύονται ανάλογα∙
«Ταμείο» σημαίνει το Ταμείο Ασφάλισης Υγείας το οποίο ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 18·
«υγειονομικά είδη» σημαίνει αναλώσιμα υλικά, ορθοπεδικά και ορθωτικά είδη, τεχνητά μέλη και εμφυτεύματα∙
«υπηρεσίες» [Καταργήθηκε]·
«υπηρεσίες φροντίδας υγείας» σημαίνει τις υπηρεσίες που καθορίζονται στο Μέρος VII του παρόντος Νόμου∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Υγείας∙
«φαρμακείο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου∙
«φαρμακευτικό προϊόν» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμο∙
«φαρμακοποιός» σημαίνει εγγεγραμμένο φαρμακοποιό δυνάμει των διατάξεων του περί Φαρμακευτικής και Δηλητηρίων Νόμου.
2Α. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η εισαγωγή γενικού συστήματος υγείας στη Δημοκρατία ως σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για παροχές υγείας και η εγκαθίδρυση Οργανισμού Ασφάλισης Υγείας (“ο Οργανισμός”) για την εφαρμογή, παρακολούθηση και διαχείριση του Συστήματος, ώστε να προάγεται η κοινωνική αλληλεγγύη, η ισότιμη πρόσβαση και η αποδοτική χρήση των πόρων.
3. Ιδρύεται Οργανισμός με την επωνυμία «Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας», ο οποίος αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με συνεχή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και με την εξουσία να αποκτά, να κατέχει και να διαθέτει περιουσία, να συμβάλλεται, να ενάγει και να ενάγεται με την επωνυμία του και να πράττει οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
4.—(1) Σκοπός του Οργανισμού είναι η εφαρμογή γενικού συστήματος υγείας, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), ο Οργανισμός έχει αρμοδιότητα-
(α) Να διαχειρίζεται το Ταμείο·
(β) να εξασφαλίζει την ισότιμη πρόσβαση και την παροχή στους δικαιούχους, των προβλεπόμενων από τον παρόντα Νόμο υπηρεσιών φροντίδας υγείας, χωρίς οποιεσδήποτε διακρίσεις∙
(γ) να συμβάλλεται με τους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου∙
(δ) τηρουμένων των διατάξεων του περί Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου και κατόπιν σχετικής έγκρισης του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών, ιδρύει εταιρείες ή συμμετέχει σε εταιρείες ή επιχειρήσεις στις οποίες κατέχει άμεσα ή έμμεσα, μέσω εταιρειών των οποίων κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών ή όλες τις εκδομένες μετοχές, οποιοδήποτε ποσοστό μετοχών στο εκδομένο κεφάλαιό τους, για σκοπούς διεξαγωγής επιχείρησης είτε στη Δημοκρατία είτε στο εξωτερικό, σε περιπτώσεις που θεωρεί ότι αυτό εξυπηρετεί το σκοπό και την αποστολή του·
(ε) να διεξάγει ετήσιες αναλογιστικές ανασκοπήσεις της οικονομικής κατάστασης του Ταμείου σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις του από την εφαρμογή του παρόντος Νόμου·
(στ) να διαθέτει χρήματα του Ταμείου για σκοπούς έρευνας, διαφώτισης, επιμόρφωσης και εκπαίδευσης για την καλύτερη λειτουργία και αποδοτικότητα του συστήματος·
(ζ) να παρέχει κίνητρα και υποτροφίες για μεταπτυχιακές σπουδές σε εξειδικευμένα θέματα που ο Οργανισμός θεωρεί αναγκαία και σκόπιμα·
(η) να διαθέτει ποσοστό των χρημάτων του ετήσιου προϋπολογισμού το οποίο να μην υπερβαίνει το 5% για τη διαχείριση του ίδιου του Οργανισμού, εκτός αν με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου το ποσοστό αυτό αυξηθεί·
(θ) να τηρεί αρχεία·
(ι) να προβαίνει σε κάθε άλλη πράξη ή ενέργεια η οποία είναι συναφής με τις πιο πάνω αρμοδιότητες·
(ια) να ασκεί οποιεσδήποτε άλλες αρμοδιότητες προβλέπονται σε επιμέρους διατάξεις του παρόντος Νόμου και σε οποιουσδήποτε δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή εσωτερικούς κανονισμούς ή Αποφάσεις.
(3) Για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ο Οργανισμός αναπτύσσει και λειτουργεί σύστημα πληροφορικής.
5.—(1) Ο Οργανισμός διοικείται και ενεργεί μέσω του Διοικητικού Συμβουλίου, το οποίο διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους του Οργανισμού, τον οποίο εκπροσωπεί ενώπιον κάθε αρχής.
(2) Το Συμβούλιο απαρτίζεται από-
(α) Τον πρόεδρο∙
(β) δύο ως εκ της θέσης τους (ex-officio) μέλη που είναι-
(i) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας∙ και
(ii) ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών∙
(γ) δέκα διοριζόμενα μέλη από τα οποία-
(i) δύο αντιπροσωπεύουν την Κυβέρνηση∙
(ii) τρία αντιπροσωπεύουν τις εργοδοτικές οργανώσεις∙
(iii) τρία αντιπροσωπεύουν τις εργατικές οργανώσεις∙
(iv) ένα αντιπροσωπεύει τους ασθενείς∙ και
(v) ένα αντιπροσωπεύει τους αυτοτελώς εργαζόμενους.
(3) Τηρουμένων των προνοιών του νόμου, ο πρόεδρος και τα διοριζόμενα μέλη διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, με όρους που καθορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο στην πράξη του διορισμού τους:
(4) Ο πρόεδρος του Συμβουλίου είναι ανεξάρτητο πρόσωπο το οποίο διορίζεται για πενταετή θητεία, με δυνατότητα επαναδιορισμού.
(5) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει αναπληρωτές των ως εκ της θέσης τους (ex officio) μελών του Συμβουλίου.
(6) Η θητεία των διοριζόμενων μελών που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) είναι πενταετής με δικαίωμα επαναδιορισμού.
(7) Ο διορισμός των μελών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) γίνεται ύστερα από σύσταση του Υπουργού.
(8) Ο διορισμός των μελών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) γίνεται ύστερα από σύσταση του Υπουργού με βάση κατάλογο προσώπων που υποβάλλεται σε αυτόν από τις εργοδοτικές οργανώσεις.
(9) Ο διορισμός των μελών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) γίνεται ύστερα από σύσταση του Υπουργού με βάση κατάλογο προσώπων που υποβάλλεται σε αυτόν από τις εργατικές οργανώσεις.
(10) Ο διορισμός του μέλους που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (iv) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) γίνεται ύστερα από σύσταση του Υπουργού, με βάση κατάλογο προσώπων που υποβάλλεται σ΄αυτόν από την Παγκύπρια Ομοσπονδία Συνδέσμων Πασχόντων και Φίλων.
(11) Ο διορισμός του μέλους που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (v) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) γίνεται ύστερα από σύσταση του Υπουργού.
(12) Τα διοριζόμενα μέλη που καθορίζονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου, είναι ανωτάτου ηθικού και επαγγελματικού επιπέδου και κατέχουν γνώσεις και πείρα σε θέματα συναφή με τις αρμοδιότητες του Οργανισμού.
(13) Ο πρόεδρος και τα διοριζόμενα μέλη του Συμβουλίου που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (2) και είχαν διοριστεί πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Γενικού Συστήματος Υγείας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2017, διατηρούν το διορισμό τους μέχρι τη λήξη της θητείας τους.
6. Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου δύναται να λαμβάνουν αποζημίωση, όπως ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
7.-(1) Η θέση του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου, κενούται-
(α) Σε περίπτωση θανάτου∙
(β) σε περίπτωση παραίτησης, η οποία υποβάλλεται γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο∙
(γ) σε περίπτωση παύσης του από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 5 και του εδαφίου (1) του άρθρου 8, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του να παύει τον πρόεδρο ή μέλος του Συμβουλίου-
(α) Λόγω καταδίκης του κατόχου της θέσης για την τέλεση ποινικού αδικήματος, το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙
(β) λόγω επιβολής στον κάτοχο της θέσης της ποινής της φυλάκισης για την τέλεση ποινικού αδικήματος∙
(γ) λόγω ανικανότητας να εκπληρώνει επαρκώς τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες ή τα καθήκοντα της θέσης του για το υπόλοιπο της θητείας του∙
(δ) λόγω ανάκλησης της εξουσίας αντιπροσώπευσης μέλους του Συμβουλίου από τον αντιπροσωπευόμενο στο Συμβούλιο οργανισμό∙
(ε) λόγω κήρυξης του κατόχου της θέσης σε κατάσταση πτώχευσης, σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας∙
(στ) λόγω κήρυξης του κατόχου της θέσης σε κατάσταση φρενοβλάβιας ή άνοιας, σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας∙
(ζ) λόγω κατάχρησης της θέσης του κατά τρόπο ώστε η συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον∙
(η) ύστερα από εισήγηση του Συμβουλίου, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες του Συμβουλίου για τρεις συνεχόμενες φορές∙
(θ) για οποιοδήποτε λόγο, αναφορικά μόνο με τα μέλη του Συμβουλίου που εκπροσωπούν την Κυβέρνηση.
(3) Σε περίπτωση που η θέση του προέδρου ή μέλους του Συμβουλίου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, το Υπουργικό Συμβούλιο προβαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 5, στο διορισμό νέου προέδρου ή μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, για το υπόλοιπο της θητείας του απερχομένου.
7Α.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο πρόεδρος κωλύεται προσωρινά για οποιοδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, το Υπουργικό Συμβούλιο, δύναται να διορίσει προσωρινά ένα από τα μέλη του Συμβουλίου ως αντικαταστάτη του για την περίοδο της προσωρινής απουσίας, και ο διορισμός αυτός λήγει πάραυτα με την επιστροφή του προέδρου στην άσκηση των καθηκόντων του.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία μέλος του Συμβουλίου κωλύεται προσωρινά για οποιοδήποτε λόγο να ασκήσει τα καθήκοντά του, το Υπουργικό Συμβούλιο, δύναται να διορίσει προσωρινά άλλο πρόσωπο ως αντικαταστάτη του για την περίοδο της προσωρινής απουσίας του, και ο διορισμός αυτός λήγει πάραυτα με την επιστροφή του μέλους του Συμβουλίου στην άσκηση των καθηκόντων του.
(3) Σε περίπτωση που οποιοδήποτε από τα ex officio μέλη του Συμβουλίου αδυνατεί για οποιοδήποτε λόγο να εκτελέσει τα καθήκοντά του, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να διορίσει τον αναπληρωτή του ως προσωρινό μέλος του Συμβουλίου.
8.—(1) Πρόσωπο το οποίο είναι παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή έχει οποιοδήποτε συμφέρον, σε σχέση με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας που παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δε δύναται να διοριστεί ή να συνεχίσει να είναι πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου, τηρουμένων των διατάξεων του περί του Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Αξιωματούχων της Δημοκρατίας Ορισμένων Επαγγελματικών και Άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμου.
(2) (α) Αν ο πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε σύμβαση η οποία έχει συναφθεί ή θα συναφθεί από τον Οργανισμό για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οφείλει να γνωστοποιήσει τη φύση του εν λόγω συμφέροντος σε συνεδρίαση του Συμβουλίου και ακολούθως δε δύναται να μετέχει στις συζητήσεις ή στη λήψη απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύμβαση αυτή.
(β) Η γνωστοποίηση του συμφέροντος καταγράφεται στα πρακτικά.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), αν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου γίνει από τον πρόεδρο ή από μέλος του Συμβουλίου γενική δήλωση ότι μετέχει σε συγκεκριμένη εταιρεία ή οργανισμό, αυτή θεωρείται επαρκής γνωστοποίηση συμφέροντος σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται με την εν λόγω εταιρεία ή τον οργανισμό μετά την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η γενική δήλωση.
(4) Η γνωστοποίηση συμφέροντος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) δεν απαιτείται να γίνεται αυτοπροσώπως από τον πρόεδρο ή από το μέλος που έχει το συμφέρον, νοουμένου ότι η εν λόγω δήλωσή του περιέρχεται σε γνώση όλων των μελών του Συμβουλίου.
9.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο ρυθμίζει τα των συνεδριάσεών του, τον τρόπο και το χρόνο της σύγκλησής τους και την ακολουθούμενη σε αυτές διαδικασία.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), οι συνεδριάσεις του Συμβουλίου συγκαλούνται από τον πρόεδρο ή τον προεδρεύοντα αυτού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή αν δεν δύναται να συγκληθεί για οποιοδήποτε λόγο από τον πρόεδρο ή τον προεδρεύοντα, από το γηραιότερο μέλος του Συμβουλίου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), των συνεδριάσεων του Συμβουλίου προεδρεύει ο πρόεδρος και σε περίπτωση απουσίας του ή προσωρινού κωλύματος, το Συμβούλιο επιλέγει με απλή πλειοψηφία ένα από τα μέλη του ως προεδρεύοντα της συνεδρίας.
(3) Ο πρόεδρος και έξι άλλα μέλη ή, σε περίπτωση απουσίας του προέδρου, ο προεδρεύων και οκτώ άλλα μέλη αποτελούν απαρτία.
(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται κατά πλειοψηφία των παρόντων και ψηφιζόντων μελών και σε περίπτωση ισοψηφίας ο πρόεδρος ή ο προεδρεύων, ανάλογα με την περίπτωση, έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(5) Σε κάθε συνεδρίαση του Συμβουλίου τηρούνται πρακτικά των εργασιών τα οποία εφόσον επικυρωθούν από το Συμβούλιο υπογράφονται από τον πρόεδρο ή τον προεδρεύοντα της συνεδρίασης.
(6) Στις συνεδριάσεις του Συμβουλίου συμμετέχει ο Γενικός Διευθυντής ή εκπρόσωπός του και κάθε άλλος λειτουργός του Οργανισμού ή πρόσωπο που καλείται από το Συμβούλιο για να εκφράσει τις απόψεις του για οποιοδήποτε θέμα, χωρίς δικαίωμα ψήφου.
(7) Το Συμβούλιο ενεργεί νόμιμα και οι διαδικασίες του είναι καθ’ όλα έγκυρες ανεξαρτήτως της κένωσης οποιασδήποτε θέσης του ή οποιουδήποτε ελαττώματος στο διορισμό του προέδρου ή οποιουδήποτε μέλους του.
10.-(1) Το Συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να αναθέτει την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες και τις αρμοδιότητες που του παραχωρούνται από τον παρόντα Νόμο στον πρόεδρο ή σε οποιοδήποτε από τα μέλη του, περιλαμβανομένης της υπογραφής εκ μέρους του και της σφράγισης με τη σφραγίδα του Οργανισμού κάθε σύμβασης την οποία συνάπτει ή πράξης στην οποία προβαίνει ο Οργανισμός, υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που αυτό καθορίζει.
(2) Το Συμβούλιο δύναται, με απόφασή του, να μεταβιβάζει προσωρινά στο Γενικό Διευθυντή ή/και σε άλλους υπαλλήλους του Οργανισμού οποιεσδήποτε από τις αρμοδιότητές του, οι οποίες εκτελούνται εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτό και υπόκεινται στον έλεγχό του.
11. Η σύσταση επιτροπών και οι διαδικασίες που ακολουθούνται για την εξέταση παραπόνων που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου από οποιοδήποτε πρόσωπο καθορίζονται με Αποφάσεις.
11Α.-(1) Ο Υπουργός δύναται, να εκδίδει προς τον Οργανισμό οδηγίες γενικής φύσεως αναφορικά με τις δραστηριότητές του και ο Οργανισμός οφείλει να εφαρμόζει κάθε τέτοια οδηγία.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Δημοσιονομικής Ευθύνης και Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, ο Οργανισμός παρέχει στον Υπουργό Οικονομικών, κατόπιν αίτησής του, μέσω του Υπουργού εκθέσεις, λογαριασμούς και λοιπές πληροφορίες που σχετίζονται με την ιδιοκτησία και τις δραστηριότητες αυτού καθώς και κάθε διευκόλυνση για τον έλεγχο των πληροφοριών αυτών, κατά το χρόνο και τον τρόπο που αυτός ήθελε εύλογα απαιτήσει.
(3) (α) Ο Οργανισμός υποχρεούται ανά τρία (3) έτη να συντάσσει έκθεση αξιολόγησης της αποδοτικότητας και λειτουργικότητας του όλου συστήματος και την υποβάλλει στον Υπουργό για ενημέρωση του Υπουργικού Συμβουλίου και λήψη απόφασης για τυχόν τροποποίηση του πλαισίου για βελτίωση της αποδοτικότητας και της λειτουργικότητας του Συστήματος.
(β) Η έκθεση αξιολόγησης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ανωτέρω κοινοποιείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
12.-(1) Των υπηρεσιών του Οργανισμού προΐσταται ο Γενικός Διευθυντής, ο οποίος είναι το ανώτατο εκτελεστικό όργανο του Οργανισμού και τελεί υπό το διοικητικό έλεγχο του Συμβουλίου.
(2) Ο Γενικός Διευθυντής επιλέγεται και διορίζεται μετά από απόφαση του Συμβουλίου και σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Διορισμός Γενικών Διευθυντών) Νόμου.
(3) Τα γενικά καθήκοντα και οι ευθύνες, καθώς και τα προσόντα που απαιτούνται για τη θέση του Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, καθορίζονται σε σχέδιο υπηρεσίας που καταρτίζεται υπό τη μορφή Κανονισμών οι οποίοι εκδίδονται από το Συμβούλιο και εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
12Α.-(1) Οι υπάλληλοι του Οργανισμού διορίζονται από και τελούν υπό το διοικητικό έλεγχο του Συμβουλίου.
(2) Κανονισμοί οι οποίοι εκδίδονται από το Συμβούλιο και εγκρίνονται από το Υπουργικό Συμβούλιο και τη Βουλή των Αντιπροσώπων καθορίζουν-
(α) Τα σχέδια υπηρεσίας των υπαλλήλων του Οργανισμού∙
(β) τους γενικούς όρους υπηρεσίας και ιδιαίτερα τα θέματα σχετικά με τους διορισμούς, τις προαγωγές, τις μεταθέσεις, τις αξιολογήσεις και τα πειθαρχικά παραπτώματα υπαλλήλων∙
(γ) τη χορήγηση ωφελημάτων αφυπηρέτησης, άλλων επιδομάτων, αποζημιώσεων και οικονομικών ωφελημάτων∙(δ)οποιοδήποτε θέμα παρεμπίπτον, συμπληρωματικό και παρεμφερές προς αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ).
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), εσωτερικοί κανονισμοί καθορίζουν-
(α) Ειδικά κριτήρια για τη μισθοδοτική τοποθέτηση προσώπου που δεν απασχολείται στον Οργανισμό και διορίζεται σε θέση στον Οργανισμό σε ψηλότερο σημείο από την αρχική βαθμίδα της κλίμακας της θέσης στην οποία διορίζεται κατ’ αναλογίαν των εκάστοτε ισχυόντων κριτηρίων στη δημόσια υπηρεσία∙
(β) τον πειθαρχικό κώδικα των υπαλλήλων του Οργανισμού∙
(γ) οτιδήποτε αφορά στο ωρομίσθιο προσωπικό∙
(δ)οποιοδήποτε θέμα παρεμπίπτον, συμπληρωματικό και παρεμφερές προς αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ).
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), Αποφάσεις καθορίζουν-
(α) Τον τρόπο, τη διαδικασία ετοιμασίας, τον τύπο των εντύπων και την υποβολή των εκθέσεων αξιολόγησης∙
(β) το χρόνο εργασίας των υπαλλήλων, ανάλογα με τις ανάγκες του Οργανισμού∙
(γ)οποιοδήποτε θέμα παρεμπίπτον, συμπληρωματικό και παρεμφερές προς αυτά που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β).
(5) Για οποιοδήποτε θέμα που αφορά στους υπαλλήλους του Οργανισμού και δεν έχει γίνει ρύθμιση με Κανονισμούς, εσωτερικούς κανονισμούς ή Απόφαση ή/και μέχρι την έκδοση αυτών, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου και για το ωρομίσθιο προσωπικό οι πρόνοιες των Κανονισμών Όρων Απασχόλησης Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού.
(6) Για τους σκοπούς των εδαφίων (2), (3), (4) και (5), ο όρος «υπάλληλος» περιλαμβάνει και το Γενικό Διευθυντή, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 12.
13.-(1) Ο πρόεδρος και τα μέλη του Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής και οι υπάλληλοι του Οργανισμού θεωρούνται δημόσιοι λειτουργοί εντός της έννοιας του Ποινικού Κώδικα.
(2) Ο πρόεδρος, τα μέλη του Συμβουλίου, ο Γενικός Διευθυντής και οποιοσδήποτε άλλος υπάλληλος του Οργανισμού, που κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διαπιστώνει ή έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι έχει τελεστεί πράξη διαφθοράς ή δωροδοκίας από τον πρόεδρο, μέλος του Συμβουλίου, το Γενικό Διευθυντή ή οποιοδήποτε άλλο υπάλληλο του Οργανισμού, οφείλει να το αναφέρει εγγράφως στην ολομέλεια του Συμβουλίου, δίδοντας όλα τα αναγκαία στοιχεία προς τεκμηρίωση του ισχυρισμού του.
14.—(1) Το Συμβούλιο δύναται, για σκοπούς εφαρμογής των προνοιών του παρόντος Νόμου, να προβαίνει στη σύσταση εξειδικευμένων σωμάτων και επιτροπών, για να βοηθούν και να συμβουλεύουν το Συμβούλιο στην άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Συμβούλιο δύναται να προβαίνει στη σύσταση Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου, Επιτροπής Οικονομικής Διαχείρισης και Επιτροπής Βιωσιμότητας του Ταμείου.
(3) Το Συμβούλιο εκδίδει Αποφάσεις για τα καθήκοντα και τη λειτουργία των επιτροπών και σωμάτων που ιδρύονται δυνάμει του άρθρου αυτού.
16.-(1) Δικαιούχος υπηρεσιών φροντίδας υγείας είναι κάθε πρόσωπο που έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και το οποίο είναι-
(α) Πολίτης της Δημοκρατίας:
(β) πολίτης της Ένωσης που είναι, μισθωτός εργαζόμενος ή μη μισθωτός εργαζόμενος στη Δημοκρατία, ή διατηρεί αυτή την ιδιότητα, ή έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, δυνάμει των διατάξεων του περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και Νοείται ότι, όπου εφαρμόζονται, ισχύουν οι διατάξεις των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009∙να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου:
(γ) πολίτης τρίτης χώρας, ο οποίος έχει αποκτήσει νόμιμα το δικαίωμα μόνιμης διαμονής του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
(ε) αναγνωρισμένος πρόσφυγας ή πρόσωπο με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που παραχωρείται σε αυτό δυνάμει των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου∙
(στ) πρόσωπο το οποίο είναι μέλος της οικογένειας των προσώπων που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (δ):
(η) κάθε πρόσωπο το οποίο είναι μέλος της οικογένειας των προσώπων που καθορίζονται στη παράγραφο (γ) και έχει αποκτήσει νόμιμα το δικαίωμα μόνιμης διαμονής στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:
(2) Δικαιούχος υπηρεσιών φροντίδας υγείας είναι κάθε πολίτης της Δημοκρατίας ο οποίος έχει τη συνήθη διαμονή του στο έδαφος των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στην Κύπρο, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο είναι μέλος της οικογένειας αυτού το οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές ή στο έδαφος των κυρίαρχων περιοχών των βάσεων του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας στην Κύπρο∙
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), «μέλος της οικογένειας» σημαίνει-
(α) Το/τη σύζυγο δικαιούχου,
(β) τα τέκνα δικαιούχου ηλικίας κάτω των 21 ετών, και
(γ) τα τέκνα δικαιούχου ηλικίας άνω των 21 ετών, τα οποία είναι συντηρούμενα από αυτόν ή τον/τη σύζυγό του, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η συνήθης διαμονή εφόσον αμφισβητείται, αποδεικνύεται βάσει στοιχείων που καθορίζονται με Κανονισμούς.
(5) Αποφάσεις καθορίζουν τις διαδικασίες εγγραφής και διαγραφής των δικαιούχων στο Σύστημα, καθώς και τις διαδικασίες έναρξης, ανανέωσης και τερματισμού του δικαιώματος σε υπηρεσίες φροντίδας υγείας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.
18.—(1) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου ιδρύεται Ταμείο Ασφάλισης Υγείας.
(2) Τα έσοδα του Ταμείου είναι-
(α) Οι εισφορές που προνοούνται στο άρθρο 19∙
β) η συμπληρωμή και η συνεισφορά Ι∙
(γ) οι δωρεές και τα κληροδοτήματα∙
(δ) οι πρόσοδοι από περιουσιακά στοιχεία του Οργανισμού∙
(ε) κάθε άλλο έσοδο που προκύπτει από τις δραστηριότητες του Οργανισμού.
(3) Το Συμβούλιο δύναται να επενδύσει σε επενδύσεις τις οποίες εγκρίνει ο Υπουργός Οικονομικών χρήματα που ανήκουν στο Ταμείο και τα οποία υπολογίζει ότι δεν απαιτούνται για την κάλυψη των υποχρεώσεών του.
19.-(1) Υποχρέωση για καταβολή εισφορών δυνάμει του Νόμου αυτού έχει-
(α) Κάθε μισθωτός σε ποσοστό 2,65% επί των αποδοχών του∙
(β) κάθε εργοδότης σε ποσοστό 2,90% επί των αποδοχών κάθε μισθωτού του∙
(γ) κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος σε ποσοστό 4,00% επί των αποδοχών του∙
(δ) κάθε συνταξιούχος σε ποσοστό 2,65% επί του ποσού της σύνταξής του∙
(ε) κάθε πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα σε ποσοστό 2,65% επί των αποδοχών του∙
(στ) η Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή σε αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών, καταβάλλει εισφορά σε ποσοστό 2,90% επί των αποδοχών του∙(ζ)κάθε εισοδηματίας σε ποσοστό 2,65% επί του εισοδήματός του∙
(η) το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας σε ποσοστό 4,70% επί των αποδοχών και των συντάξεων των προσώπων που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ) και (ε).
(2) Για τους σκοπούς των παραγράφων (ε) και (στ) του εδαφίου (1), πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα σημαίνει πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί πολιτειακό ή δημοτικό ή άλλο αξίωμα, καθώς και κάθε επίτροπος ή ρυθμιστής που διορίζεται με βάση πρόνοια νόμου και οι αποδοχές του από το αξίωμα αυτό δεν υπάγονται στις αποδοχές των παραγράφων (α) ή (γ) ή (δ) ή (ζ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Το πρόσωπο που αναφέρεται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1) οφείλει να καταβάλει εισφορές ταυτόχρονα ή διαδοχικά επί των αποδοχών του, επί του ποσού της σύνταξής του και επί του εισοδήματός του.
(4)(α) Σε περίπτωση όπου το άθροισμα των αποδοχών, συντάξεων και εισοδημάτων του εισφορέα που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (γ), (δ), (ε) και (ζ) του εδαφίου (1), είναι πέραν των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000), εισφορά καταβάλλεται μόνο επί του ποσού των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000).
(β) Η σειρά του αθροίσματος για τον υπολογισμό των εκατόν ογδόντα χιλιάδων ευρώ (€180.000) είναι πρώτα οι αποδοχές με σειρά αναφοράς (α), (β), (γ) όπως καθορίζονται στον ορισμό «αποδοχές», ακολούθως οι συντάξεις και τέλος τα εισοδήματα:
(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, καμία εισφορά δεν καταβάλλεται μετά την πάροδο έξι (6) ετών από το τέλος της περιόδου εισφοράς για την οποία οφείλεται η εισφορά.
(β) Αν έχει απολεσθεί εισφορά ως αποτέλεσμα δόλου ή εσκεμμένης παράλειψης του υπόχρεου προσώπου, τότε μπορεί να εισπραχθεί εισφορά ως εάν η αναφορά σε έξι (6) έτη στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου ήταν αναφορά σε δώδεκα (12) έτη.
(6) Τουλάχιστον ανά τρία (3) έτη ο Οργανισμός υποβάλλει έκθεση αξιολόγησης για το Σύστημα στον Υπουργό, με εισηγήσεις για τυχόν τροποποιήσεις στη νομοθεσία που αφορά στις εισφορές, συμπληρωμές και συνεισφορές, καθώς και τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους δικαιούχους του Συστήματος, καθώς και οποιοδήποτε στοιχείο κρίνεται σκόπιμο, η οποία υποβάλλεται στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση, μετά από έγκριση του Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών.
[Σ.Σ.: βλ. άρθρο 68(β)]
20.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 είναι ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων:
(2) (α) Ευθύνη για την παρακράτηση και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο κάθε εργοδότης για οποιαδήποτε περίοδο κατά την οποία ή για τμήμα της οποίας πρόσωπο απασχολήθηκε από αυτόν ως μισθωτός.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), οι εισφορές που καταβλήθηκαν από τον εργοδότη για λογαριασμό του μισθωτού λογίζονται ως εισφορές που καταβλήθηκαν από το μισθωτό.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), στις περιπτώσεις μισθωτού απασχολούμενου σε περισσότερο από ένα (1) εργοδότες σε ιδιωτικά νοικοκυριά, για εργασίες οικιακής φύσεως μέσα στην ίδια περίοδο εισφοράς, την ευθύνη για την καταβολή των αναφερόμενων εισφορών στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 έχει ο μισθωτός.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οι εισφορές που καταβάλλονται από μισθωτούς που απασχολούνται από τη Δημοκρατία και οι αντίστοιχες εισφορές της Δημοκρατίας ως εργοδότη καταβάλλονται στο Ταμείο από το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του Νόμου, υπεύθυνος για την είσπραξη των εισφορών που καθορίζονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 επί των αποδοχών πέραν των ασφαλιστέων αποδοχών κατά την έννοια του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου είναι ο Έφορος Φορολογίας.
(6)(α) (i) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ταμείο που παρέχει οποιαδήποτε σύνταξη υποχρεούται να παρακρατεί την εισφορά την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 από το ποσό της σύνταξης κάθε συνταξιούχου.
(ii) Υπεύθυνος για την είσπραξη της αναφερόμενης στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εισφοράς, είναι ο Έφορος Φορολογίας, εξαιρουμένων των εισφορών που παρακρατεί ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση προσώπου που λαμβάνει σύνταξη από το εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων επί των οποίων εφαρμόζονται οι διατάξεις των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 883/2004 και (ΕΚ) αριθ. 987/2009, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, η αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά εισπράττεται από τον Έφορο Φορολογίας.
(γ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της κοινωνικής σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(δ) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας παρακρατεί την αναφερόμενη στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά, η οποία αφορά στο ποσό της σύνταξης, όπως αυτή παραχωρείται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(7) (α) Η παρακράτηση ή/και καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στις παραγράφους (ε) και (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, γίνεται από τη Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών.
(β) Υπεύθυνος για την είσπραξη των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή στον αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών, είναι ο Έφορος Φορολογίας.
(γ) Υπεύθυνος για την καταβολή στο Ταμείο των αναφερόμενων στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται ή/και καταβάλλονται από τη Δημοκρατία, είναι ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας.
(8) (α) Οι εισφορές που καταβάλλονται δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, εισπράττονται από τον Έφορο Φορολογίας.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο καταβάλλει μερίσματα ή τόκους ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πληρώνει ενοίκια, από πηγές εντός της Δημοκρατίας σε φυσικό πρόσωπο, οφείλει όπως παρακρατεί την προβλεπόμενη στην παράγραφο (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 19 εισφορά από οποιαδήποτε καταβολή ή/και πληρωμή γίνεται, την οποία καταβάλλει στον Έφορο Φορολογίας.
(γ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο καταβάλλει μερίσματα ή τόκους έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου και συμπεριλαμβάνει και τη Δημοκρατία.
(δ) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, «πρόσωπο» το οποίο πληρώνει ενοίκια έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την επιφύλαξη του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμου.
(ε) Οποιαδήποτε εισφορά η οποία απαιτείται όπως παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, θεωρείται ως εισφορά που επιβλήθηκε στο φυσικό πρόσωπο από το οποίο απαιτείται και δύναται να ανακτηθεί από αυτό.
(9) Η εισφορά του Πάγιου Ταμείου που αναφέρεται στην παράγραφο (η) του εδαφίου (1) του άρθρου 19, καταβάλλεται στο Ταμείο από το Υπουργείο Υγείας.
(10) Οι εισφορές οι οποίες εισπράττονται ή/και παρακρατούνται από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, τον Έφορο Φορολογίας και το Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας καταβάλλονται από αυτούς στο Ταμείο.
(11)(α) Ο Διευθυντής των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(β) Ο Έφορος Φορολογίας έχει, τηρουμένων των αναλογιών, όλες τις εξουσίες, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένης και της επιβολής διοικητικών προστίμων ή/και άλλων διοικητικών κυρώσεων, περιλαμβανομένων ποινών ή/και πρόσθετου τέλους, που καθορίζονται στον περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεων Φόρων Νόμο και στον περί Εκτάκτου Εισφοράς για την Άμυνα της Δημοκρατίας Νόμο για να ασκεί τα καθήκοντα που του ανατίθενται, καθώς και για την επίλυση οποιωνδήποτε ζητημάτων που μπορούν να προκύψουν, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(12) Το ποσό το οποίο υπολογίζει ο Υπουργός Οικονομικών σε διαβούλευση με τον Οργανισμό ως αντιπροσωπεύον τις δαπάνες που συνεπάγεται η είσπραξη των εισφορών από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τον Έφορο Φορολογίας καταβάλλεται από το Ταμείο στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
(13) Η είσπραξη ή/και η παρακράτηση ή/και η καταβολή των εισφορών που αναφέρονται στο παρόν άρθρο διενεργούνται σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με Κανονισμούς.
20Α.-(1)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β)(ii), ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συμπληρωμής από τους δικαιούχους για τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που λαμβάνουν, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(β)(i) Ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς Ι μετά από απευθείας πρόσβαση του δικαιούχου σε ειδικό ιατρό της επιλογής του, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου 2 του άρθρου 28, τόσο για την επίσκεψη, όσο και για οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες φροντίδας υγείας που προκύπτουν από την επίσκεψη, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(ii) Στην περίπτωση που ο δικαιούχος καταβάλει συνεισφορά Ι για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που έχει λάβει από παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεν υποχρεούται να καταβάλει συμπληρωμή για τις ίδιες υπηρεσίες φροντίδας υγείας.
(γ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (δ) του παρόντος εδαφίου, ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς ΙΙ, επιπλέον της συμπληρωμής ή της συνεισφοράς Ι, για τη λήψη φαρμακευτικών προϊόντων, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(δ) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων των παραγράφων (α), (β) και (γ) του παρόντος εδαφίου, ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί την καταβολή συνεισφοράς ΙΙ, επιπλέον της συμπληρωμής ή της συνεισφοράς Ι, για τη λήψη ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(2) Οι διαδικασίες καταβολής συμπληρωμής ή/και συνεισφοράς καθορίζονται με Κανονισμούς.
(3) Το ύψος της συνεισφοράς Ι και ΙΙ καθορίζεται με Κανονισμούς.
(4)(α) Η μέγιστη συμπληρωμή καθορίζεται με Κανονισμούς.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία κατά τη διάρκεια ενός έτους, δικαιούχος κατέβαλε συμπληρωμές το συνολικό ύψος των οποίων ισούται ή υπερβαίνει τη μέγιστη συμπληρωμή που ισχύει για την περίπτωσή του, τότε δεν υποχρεούται να καταβάλει οποιαδήποτε επιπρόσθετη συμπληρωμή για το υπόλοιπο του έτους:
(γ) Ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούται να ενημερώσει το δικαιούχο ότι έχει καταβάλει τη μέγιστη συμπληρωμή για το έτος και να μην εισπράξει οποιοδήποτε επιπρόσθετο ποσό συμπληρωμής.
21.—(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εξαιρούμενα πρόσωπα δύνανται να ενταχθούν στο γενικό σύστημα υγείας επί εθελοντικής βάσης, υπό όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται όταν ο Οργανισμός εξαγγείλει ειδικό σύστημα για εθελοντική ασφάλιση, στο οποίο η εισφορά, οι όροι και η παροχή των υπηρεσιών δυνατό να διαφέρουν από τους όρους της εισφοράς και της παροχής υπηρεσιών από το γενικό σύστημα υγείας.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2), ο Οργανισμός δεν υποχρεούται να συνάψει οποιαδήποτε συμφωνία δυνάμει του παρόντος άρθρου, ακόμη και αν πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για υποβολή της σχετικής αίτησης.
(4) Η εφαρμογή του παρόντος άρθρου ρυθμίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς.
22.-(1) Η παρεχόμενη από το Σύστημα φροντίδα υγείας περιλαμβάνει τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που αναφέρονται στο παρόν Μέρος, όπως αυτές καθορίζονται με Κανονισμούς ή/και πρωτόκολλα που υιοθετούνται από τον Οργανισμό, καθώς και κάθε άλλη υπηρεσία φροντίδας υγείας που δυνατό να καθορίζεται με Κανονισμούς. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας δύναται να περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων τις ακόλουθες υπηρεσίες φροντίδας υγείας - [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(α) φροντίδα υγείας από προσωπικούς ιατρούς:
(β) φροντίδα υγείας από ειδικούς ιατρούς∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019]. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(γ) εργαστηριακές εξετάσεις ∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(δ) τα αναγκαία φαρμακευτικά προϊόντα, ιατροτεχνολογικά προϊόντα και υγειονομικά είδη που χορηγούνται με βάση συνταγή που εκδίδει ιατρός ή οδοντίατρος και τα οποία περιλαμβάνονται στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων και στον κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών:
(ε) φροντίδα υγείας από νοσηλευτές και μαίες∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(στ) ανακουφιστική φροντίδα υγείας∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(ζ) φροντίδα υγείας από άλλους επαγγελματίες υγείας∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(η) ενδονοσοκομειακή φροντίδα υγείας∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(θ) προληπτική οδοντιατρική φροντίδα υγείας∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(ι) ιατρική αποκατάσταση, περιλαμβανομένης της προμήθειας, της συντήρησης και της ανανέωσης ορθοπεδικών και ορθωτικών ειδών και τεχνητών μελών∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(ια) κατ’ οίκον επισκέψεις∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(ιβ) μεταφορά δικαιούχου με ασθενοφόρο∙ [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(ιγ) φροντίδα υγείας, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς, σε περιπτώσεις ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2020].
(3) Η παρεχόμενη φροντίδα υγείας δεν περιλαμβάνει χρόνια ψυχιατρική ιδρυματική ή υποχρεωτική φροντίδα η οποία παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του περί Ψυχιατρικής Νοσηλείας Νόμου. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(4)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο δύναται, μετά από γνωμάτευση του Ιατροσυμβουλίου ή της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων, να απορρίπτει, με αιτιολογημένη απόφασή του, την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας περιορισμένης ή αμφιβόλου αποτελεσματικότητας ή υπηρεσιών φροντίδας υγείας των οποίων η δαπάνη είναι πολύ ψηλή με πιθανότητα να θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του Συστήματος. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(β) (i) Εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου για απόρριψη της παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας από το Σύστημα, δυνάμει της παραγράφου (α), επιτρέπεται η υποβολή ένστασης από το ενδιαφερόμενο μέρος με γραπτή αίτηση στο Συμβούλιο σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(ii) Το Συμβούλιο πριν την εξέταση της ένστασης παραπέμπει την υπόθεση για γνωμοδότηση στο Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο ή στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Φαρμάκων, ανάλογα με την περίπτωση. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(γ) Εσωτερικοί κανονισμοί καθορίζουν τις διαδικασίες και οποιοδήποτε συναφές με την εφαρμογή του παρόντος εδαφίου θέμα που χρήζει καθορισμού. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(5) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου υπηρεσίες φροντίδας υγείας παρέχονται μόνο από συμβεβλημένους με τον Οργανισμό παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας της επιλογής των δικαιούχων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
(6) Ο τρόπος παροχής και πρόσβασης των δικαιούχων στις δυνάμει του παρόντος άρθρου υπηρεσίες καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς. [Σ.Σ.: Το παρόν εδάφιο ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 74(Ι)/2017, έχει έναρξη ισχύος την 01/06/2019].
23.-(1) Για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας από ιατρούς, οι ιατροί διακρίνονται στις πιο κάτω κατηγορίες-
(α) Προσωπικούς ιατρούς∙ και
(β) ειδικούς ιατρούς.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
(α) ιατροί οι οποίοι επιλέγουν να γίνουν προσωπικοί ιατροί θα πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις μίας από τις πιο κάτω κατηγορίες:
(i) Ιατροί με ειδικότητα στη γενική ιατρική για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, ή
(ii) ιατροί με ειδικότητα στη γηριατρική για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 65ο έτος της ηλικίας τους, ή
(iii) ιατροί με ειδική εκπαίδευση στη γενική ιατρική αναγνωρισμένη από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου δυνάμει των διατάξεων του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, ή
(iv) ιατροί οι οποίοι κατέχουν πιστοποιητικό που βεβαιώνει το δικαίωμα άσκησης των δραστηριοτήτων του ιατρού γενικής ιατρικής στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (2) του Κανονισμού 8ΣΤ των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών ή ιατροί οι οποίοι έχουν αναγνωρισμένο πιστοποιητικό που εκδόθηκε από τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών σε υπηκόους τους, παρέχοντάς τους το δικαίωμα άσκησης των δραστηριοτήτων του ιατρού γενικής ιατρικής στη Δημοκρατία στο πλαίσιο του εθνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου (3) του Κανονισμού 8ΣΤ των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, ή
(v) ιατροί με ειδικότητα στην παθολογία για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους, ή
(vi) ιατροί με ειδικότητα στην παιδιατρική για δικαιούχους μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, ή
(vii) ιατροί οι οποίοι αποδεδειγμένα έχουν παρακολουθήσει προγράμματα επιμορφωτικών μαθημάτων για ειδική εκπαίδευση στη γενική ιατρική, τα οποία καταρτίζει ο Οργανισμός σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο και με την έγκριση του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, το περιεχόμενο, η διάρκεια και οι όροι παρακολούθησης των οποίων καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς και η διεξαγωγή των οποίων καθορίζεται με απόφαση του Οργανισμού που δημοσιεύεται με τη μορφή Γνωστοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για δικαιούχους που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της υποπαραγράφου (vii) της παραγράφου (α), για μια μόνο φορά πριν την ημερομηνία εφαρμογής του Συστήματος, ιατροί οι οποίοι δεν εμπίπτουν στις διατάξεις των υποπαραγράφων (i) έως (vi) της παραγράφου (α), έχουν το δικαίωμα να συμβληθούν με τον Οργανισμό ως προσωπικοί ιατροί κατόπιν παρακολούθησης ειδικού εκπαιδευτικού προγράμματος που δύναται να εισηγηθεί ο Οργανισμός προς το Υπουργείο Υγείας και το οποίο θα καταρτιστεί από το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο και τον Οργανισμό και με την έγκριση του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου.
(3)(α) Ειδικοί ιατροί είναι οι ιατροί με αναγνωρισμένη από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου ειδικότητα ή ειδικότητα και εξειδίκευση, δυνάμει των προνοιών των περί Ιατρών (Ειδικά Προσόντα) Κανονισμών, και οι οποίοι δεν επιλέγουν να συμβληθούν ως προσωπικοί ιατροί σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου:
(β) Για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας από ειδικούς ιατρούς ο Οργανισμός συμβάλλεται με ιατρούς με αναγνωρισμένη από το Ιατρικό Συμβούλιο Κύπρου ειδικότητα ή ειδικότητα και εξειδίκευση όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
24.-(1) Για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας κατά την έννοια της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 22, ο Οργανισμός συμβάλλεται με προσωπικούς ιατρούς.
(2) Ο Οργανισμός σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας δύναται, σε συνεννόηση με τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο, να καθορίζει πρότυπα αναφορικά με τις απαιτούμενες εγκαταστάσεις και τον εξοπλισμό για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε δικαιούχους από προσωπικούς ιατρούς.
(3) Ο συνολικός αριθμός δικαιούχων ο οποίος μπορεί να εγγράφεται στον κατάλογο προσωπικού ιατρού δεν μπορεί να υπερβαίνει ανά πάσα στιγμή τους δύο χιλιάδες πεντακοσίους δικαιούχους.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (3), για σκοπούς εύρυθμης λειτουργίας του Συστήματος, ο Οργανισμός δύναται με Απόφασή του να επιτρέψει την εγγραφή μεγαλύτερου συνολικού αριθμού δικαιούχων στον κατάλογο προσωπικού ιατρού.
(5) Όπου η παροχή των υπηρεσιών φροντίδας υγείας από παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας γίνεται μέσω περισσότερων από ένα προσωπικό ιατρό τότε ο συνολικός αριθμός δικαιούχων του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ισοδυναμεί με το γινόμενο των δύο χιλιάδων πεντακοσίων επί του αριθμού των προσωπικών ιατρών που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(6) Ο Οργανισμός δύναται να προνοεί με Κανονισμούς, γεωγραφικούς περιορισμούς στην εγγραφή των δικαιούχων στους καταλόγους των προσωπικών ιατρών για σκοπούς εύρυθμης λειτουργίας του Συστήματος.
25. Οι προσωπικοί ιατροί έχουν υποχρέωση-
(α) Να τηρούν σε τύπο που καθορίζεται από τον Οργανισμό, καταλόγους στους οποίους εγγράφουν τους δικαιούχους προς τους οποίους παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας∙
(β) να εξυπηρετούν τους δικαιούχους σε ωράριο που καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(γ) να εγγράφουν δικαιούχους στον κατάλογό τους μετά από παραπομπή τους από τον Οργανισμό δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26.
26.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (3), (5) και (6) του άρθρου 24, οι δικαιούχοι εγγράφονται υποχρεωτικά σε κατάλογο προσωπικού ιατρού της επιλογής τους.
(2) Δικαιούχοι, μέχρι τη συμπλήρωση του 15ου έτους της ηλικίας τους, εγγράφονται υποχρεωτικά σε κατάλογο ιατρού με ειδικότητα στην παιδιατρική, όπως αυτός καθορίζεται στην υποπαράγραφο (vi) της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 23 ή σε κατάλογο προσωπικού ιατρού που δεν έχει ειδικότητα στη γηριατρική, όπου δεν υπάρχει ιατρός με ειδικότητα στην παιδιατρική, της επιλογής των γονέων ή του κηδεμόνα τους, ενώ δικαιούχοι που έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας τους και μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εγγράφονται είτε σε κατάλογο ιατρού με ειδικότητα στην παιδιατρική είτε σε κατάλογο προσωπικού ιατρού που δεν έχει ειδικότητα στη γηριατρική της επιλογής των γονέων ή του κηδεμόνα τους:
(3) Δικαιούχοι μετά τη συμπλήρωση του 65ου έτους της ηλικίας τους εγγράφονται σε κατάλογο προσωπικού ιατρού με ειδικότητα στη γηριατρική ή σε κατάλογο άλλου προσωπικού ιατρού, εκτός από ιατρό με ειδικότητα στην παιδιατρική:
(4) Οι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα αλλαγής του προσωπικού ιατρού της επιλογής τους μια φορά κάθε έξι μήνες από την ημερομηνία εγγραφής στον κατάλογο προσωπικού ιατρού, σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με Αποφάσεις, οι οποίες μπορούν επίσης να προβλέπουν τη δυνατότητα του Οργανισμού να καθορίζει εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το δικαίωμα αλλαγής του προσωπικού ιατρού μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά την πάροδο ενός έτους κάθε φορά ή πριν τους έξι μήνες από την ημερομηνία εγγραφής σε κατάλογο προσωπικού ιατρού.
(5) Σε περίπτωση που προσωπικός ιατρός-
(α) Αρνείται να εγγράψει στον κατάλογό του δικαιούχο, ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο στον Οργανισμό εναντίον της απόφασης του προσωπικού ιατρού,
(β) επιθυμεί να διαγράψει από τον κατάλογό του δικαιούχο παρά τη θέλησή του, ενημερώνει τον Οργανισμό για την απόφαση του αυτή και ο δικαιούχος έχει δικαίωμα να υποβάλει παράπονο στον Οργανισμό εναντίον της απόφασης του προσωπικού ιατρού.
(6) Ο Οργανισμός δύναται να αναθέσει την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας δικαιούχου σε προσωπικό ιατρό που είναι συμβεβλημένος με τον Οργανισμό, ο οποίος υποχρεούται να εγγράψει το δικαιούχο στον κατάλογό του, είτε με επιφύλαξη είτε χωρίς επιφύλαξη, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Σε περίπτωση που δικαιούχος υποβάλει παράπονο στον Οργανισμό εναντίον της απόφασης του παροσωπικού ιατρού να τον διαγράψει από τον κατάλογό του και δεν έχει εγγραφεί στον κατάλογο άλλου προσωπικού ιατρού της επιλογής του, ή
(β) σε περιπτώσεις που καθορίζονται με Αποφάσεις στις οποίες δικαιούχος δεν έχει εγγραφεί στον κατάλογο προσωπικού ιατρού της επιλογής του εντός προκαθορισμένης χρονικής περιόδου η οποία καθορίζεται με Αποφάσεις:
(7) Οι διαδικασίες και οι λεπτομέρειες της εξέτασης παραπόνων από δικαιούχους ή των επιφυλάξεων ή αιτήσεων διαγραφής ή ανάθεσης δικαιούχων σε προσωπικούς ιατρούς από τον Οργανισμό, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, καθώς και οι προθεσμίες εντός των οποίων ο Οργανισμός οφείλει να λαμβάνει τις αποφάσεις του, καθορίζονται με Αποφάσεις.
27.-(1) Οι προσωπικοί ιατροί δύνανται, αν το επιθυμούν, να αποζημιώνουν άλλο προσωπικό ιατρό ο οποίος είναι συμβεβλημένος με τον Οργανισμό για την παροχή αναπληρωματικής υπηρεσίας. οι λόγοι και η διαδικασία ενημέρωσης και ελέγχου της αναπληρωματικής υπηρεσίας από τον Οργανισμό, καθορίζονται με Αποφάσεις.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 36, για τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που θα παρασχεθούν σε δικαιούχους κατά την αναπληρωματική υπηρεσία αμείβεται από τον Οργανισμό ο προσωπικός ιατρός που έχει εγγεγραμμένους τους δικαιούχους στον κατάλογό του.
(3) Ο Οργανισμός δεν θα καταβάλει οποιαδήποτε επιπρόσθετη αμοιβή στον προσωπικό ιατρό που παρέχει την αναπληρωματική υπηρεσία.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «αναπληρωματική υπηρεσία» σημαίνει την προσωρινή αντικατάσταση ενός προσωπικού ιατρού από άλλο συμβεβλημένο με τον Οργανισμό προσωπικό ιατρό για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 22.
28.-(1) Για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας κατά την έννοια της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 22 του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός συμβάλλεται με ειδικούς ιατρούς.
(2) Οι υπηρεσίες φροντίδας υγείας από ειδικούς ιατρούς παρέχονται σε δικαιούχους από ειδικούς ιατρούς της επιλογής τους-
(α) Μετά από παραπομπή από παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας, όπως καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς, ή
(β) μετά από απευθείας πρόσβαση του δικαιούχου σε ειδικό ιατρό με την καταβολή ποσού συνεισφοράς, ή
(γ) μετά από απευθείας πρόσβαση του δικαιούχου σε ειδικό ιατρό υπό ορισμένες προϋποθέσεις και χωρίς την καταβολή συνεισφοράς Ι, όπως καθορίζεται μετά από διαβουλεύσεις του Οργανισμού με τον Παγκύπριο Ιατρικό Σύλλογο και τη σύμφωνο γνώμη του Υπουργού.
(3) Απαγορεύεται η παραπομπή από παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) σε ειδικό ιατρό για την κάλυψη επισκέψεων που έγιναν απ΄ευθείας από το δικαιούχο σε ειδικό ιατρό πριν από την ημερομηνία της παραπομπής.
(4) Υπηρεσίες φροντίδας υγείας που παρασχέθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν καλύπτονται από τον Οργανισμό.
29.-(1) Για την παροχή υπηρεσιών οδοντιατρικής φροντίδας υγείας κατά την έννοια της παραγράφου (θ) του εδαφίου (2) του άρθρου 22, ο Οργανισμός συμβάλλεται με οδοντίατρους.
(2) Οι δικαιούχοι υπηρεσιών οδοντιατρικής φροντίδας υγείας έχουν απευθείας πρόσβαση στον οδοντίατρο της επιλογής τους ή της επιλογής των γονέων ή των κηδεμόνων τους, ανάλογα με την περίπτωση, νοουμένου ότι αυτός είναι συμβεβλημένος με τον Οργανισμό.
30. Για την παροχή των υπηρεσιών φροντίδας υγείας όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 22 του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός συμβάλλεται με-
(α) Άλλους επαγγελματίες υγείας∙
(β) φαρμακοποιούς που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας μέσω φαρμακείων∙
(γ)εργαστήρια ∙
(δ) νοσηλευτές και μαίες∙
(ε) οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο παρέχει υπηρεσίες φροντίδας υγείας που, κατά την κρίση του Οργανισμού, περιλαμβάνονται στις υπηρεσίες φροντίδας υγείας κατά την έννοια του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή/και εσωτερικών κανονισμών και τις οποίες ο Οργανισμός οφείλει να παρέχει σύμφωνα με όρους και προϋποθέσεις που ορίζει ο Οργανισμός.
31.-(1) Για την παροχή ενδονοσοκομειακής φροντίδας υγείας ο Οργανισμός συμβάλλεται με δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτήρια.
(2) Οι διαδικασίες αμοιβής των νοσηλευτηρίων που συμβάλλονται με τον Οργανισμό για την παροχή ενδονοσοκομειακής φροντίδας υγείας καθορίζονται με Κανονισμούς.
(3) Τα νοσηλευτήρια για την παροχή ενδονοσοκομειακής φροντίδας υγείας αμείβονται με βάση ομάδες συγγενών διαγνώσεων ή και άλλες μεθόδους, όπως θα καθοριστεί με Κανονισμούς, οι οποίοι δύναται να προνοούν και την αποστολή στοιχείων και πληροφοριών που έχουν σχέση με τις ομάδες συγγενών διαγνώσεων και την καλύτερη λειτουργία του Συστήματος.
(4) Το ύψος της αμοιβής των νοσηλευτηρίων που συμβάλλονται με τον Οργανισμό, καθορίζεται με Αποφάσεις ύστερα από διαβουλεύσεις του Οργανισμού με τους εκπροσώπους των νοσηλευτηρίων.
(5) Τα νοσηλευτήρια δεν επιτρέπεται να αμείβονται από δικαιούχους για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό στο πλαίσιο του Συστήματος, εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20 Α.
32.-(1) Για την παροχή σε δικαιούχους υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε περιπτώσεις ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών, ο Οργανισμός συμβάλλεται με δημόσια και ιδιωτικά νοσηλευτήρια.
(2) Εάν μετά από εξέταση σε νοσηλευτήριο κριθεί ότι η περίπτωση δεν είναι ατύχημα και/ή επείγον περιστατικό τότε το νοσηλευτήριο θα αμείβεται, μόνο για την εξέταση που έγινε για να διαπιστωθεί αν η περίπτωση είναι ατύχημα ή επείγον περιστατικό:
(3) Η μέθοδος και οι διαδικασίες αμοιβής των νοσηλευτηρίων που συμβάλλονται με τον Οργανισμό για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε περιπτώσεις ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών καθορίζονται με Κανονισμούς.
(4) Το ύψος της αμοιβής των νοσηλευτηρίων που συμβάλλονται με τον Οργανισμό, για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε περιπτώσεις ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών καθορίζεται με Αποφάσεις, ύστερα από διαβουλεύσεις του Οργανισμού με τους εκπροσώπους των νοσηλευτηρίων.
(5) Τα νοσηλευτήρια που συμβάλλονται με τον Οργανισμό, για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε περιπτώσεις ατυχημάτων και επειγόντων περιστατικών, απαγορεύεται να αμείβονται από δικαιούχους για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό στο πλαίσιο του Συστήματος, εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20Α.
32Α. Για τη μεταφορά δικαιούχου με ασθενοφόρο ο Οργανισμός συμβάλλεται μόνο με παροχείς υπηρεσιών ασθενοφόρου, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
32Β. Ο Οργανισμός δύναται να απαιτεί από όλους τους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας όπως αυτοί ή/και το προσωπικό τους-
(α) Διασφαλίζουν ότι παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα που αφορούν στην αποτελεσματική εφαρμογή και λειτουργία του Συστήματος, όπως καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς∙
(β) διασφαλίζουν ότι παρακολουθούν επιμορφωτικά σεμινάρια, τα οποία κατά καιρούς οργανώνονται από τον Οργανισμό ή το Υπουργείο Υγείας ή τους οικείους συνδέσμους/συλλόγους ή/και σε συνεργασία μεταξύ τους ή/και σε συνεργασία με εγκεκριμένα εκπαιδευτικά ιδρύματα∙
(γ) εφαρμόζουν εκείνες τις κλινικές κατευθυντήριες οδηγίες, τα πρότυπα ασφάλειας δικαιούχων ή και ποιότητας που υιοθετούνται από το Σύστημα∙
(δ) τηρούν αρχεία για τους δικαιούχους, όπως καθορίζεται στους νόμους που ρυθμίζουν το επάγγελμά τους, καθώς και οποιαδήποτε άλλα αρχεία καθορίζονται με Κανονισμούς∙
(ε) υποβάλλουν μαζί με τις απαιτήσεις τους για καταβολή αμοιβής για τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που έχουν παρασχεθεί, στοιχεία στον καθορισμένο από τον Οργανισμό τύπο∙
(στ) επιτρέπουν την είσοδο στις εγκαταστάσεις τους σε εξουσιοδοτημένα από τον Οργανισμό πρόσωπα για σκοπούς ελέγχου κατά πόσο τηρούνται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή εσωτερικών κανονισμών ή Αποφάσεων και κατά πόσο πληρούνται οι όροι και οι προϋποθέσεις της σύμβασης με τον Οργανισμό, και
(ζ) παρέχουν τις προβλεπόμενες από τον παρόντα Νόμο υπηρεσίες φροντίδας υγείας, χωρίς οποιεσδήποτε δυσμενείς διακρίσεις.
32Γ.-(1) Οι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας έχουν υποχρέωση να χρησιμοποιούν το σύστημα πληροφορικής για την έκδοση παραπεμπτικών και συνταγών, την υποβολή απαιτήσεων για αμοιβή, τη διαχείριση του καταλόγου των δικαιούχων και οποιεσδήποτε άλλες ενέργειες ή/και διεργασίες οι οποίες καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, εσωτερικούς κανονισμούς και Αποφάσεις:
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου όσο και οποιασδήποτε πολιτικής ή ποινικής διαδικασίας, ο Οργανισμός παρέχει στο πρόσωπο που έχει δικαίωμα χρήσης του συστήματος πληροφορικής κωδικούς ασφαλείας, οι οποίοι υπέχουν τη θέση χειρόγραφης υπογραφής που θα έφεραν οποιαδήποτε έγγραφα αν υποβάλλονταν χωρίς τη χρήση συστήματος πληροφορικής.
(3) Για τη χρήση του συστήματος πληροφορικής, ο Οργανισμός εκδίδει έγγραφο όρων και προϋποθέσεων το οποίο περιλαμβάνει τους όρους και τις προϋποθέσεις οι οποίες πρέπει να τηρούνται από οποιοδήποτε πρόσωπο χρησιμοποιεί το σύστημα πληροφορικής.
(4) Ο χρήστης του συστήματος πληροφορικής αναλαμβάνει να συμμορφώνεται πλήρως με τους κανόνες ασφαλείας όπως περιγράφονται στους όρους και στις προϋποθέσεις του συστήματος πληροφορικής, όπως και με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.
(5) Οι δικαιούχοι έχουν δικαίωμα χρήσης του συστήματος πληροφορικής, νοουμένου ότι τηρούν τις διατάξεις των εδαφίων (2), (3) και (4):
Νοείται ότι, η γενικότητα των διατάξεων των άρθρων 54, 54Α και 54Β δεν επηρεάζεται.
33.-(1) Υπηρεσίες φροντίδας υγείας οι οποίες δεν προσφέρονται στη Δημοκρατία ή των οποίων η προσφορά δεν αρκεί για την κάλυψη όλων των αναγκών των δικαιούχων στη Δημοκρατία και για τις οποίες δεν εφαρμόζονται οι πρόνοιες του περί Εφαρμογής των Δικαιωμάτων των Ασθενών στο πλαίσιο της Διασυνοριακής Υγειονομικής Περίθαλψης Νόμου, δυνατό να παρέχονται από νοσηλευτήρια στο εξωτερικό τα οποία καθορίζονται από τον Οργανισμό.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 59, οι διαδικασίες για την αναγκαιότητα μετάβασης των δικαιούχων στο εξωτερικό καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδονται για το σκοπό αυτό.
(3) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, ο Οργανισμός δύναται να προβεί στη σύσταση ειδικού λογαριασμού του Ταμείου στον οποίο κατατίθενται κρατικές χορηγίες, δωρεές ή άλλες εισφορές που είναι δυνατό να γίνονται από οποιοδήποτε πρόσωπο για σκοπούς ενίσχυσης του Ταμείου για την κάλυψη παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε δικαιούχους στο εξωτερικό, σύμφωνα με τις διαδικασίες και υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς.
34.-(1) Ο Οργανισμός δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να απευθύνεται στο Υπουργείο Υγείας για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας συγκεκριμένων φαρμακευτικών προϊόντων που είναι απαραίτητα για τη δημόσια υγεία.
(2)(α) Ο Οργανισμός συντάσσει κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων κατά τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(β) Ο Οργανισμός δύναται να καθορίσει με Κανονισμούς μεθόδους ελέγχου και περιορισμού της δαπάνης οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και συμβάσεις με τους κατόχους αδειών κυκλοφορίας ή παράλληλης εισαγωγής των φαρμακευτικών προϊόντων.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν σύστασης του Υπουργού, διορίζει Συμβουλευτική Επιτροπή Φαρμάκων και Αναθεωρητικό Συμβούλιο Φαρμάκων, η σύνθεση, ο τρόπος λειτουργίας και οι διαδικασίες των οποίων καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(4) Οι αρμοδιότητες της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων-
(α) Την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο-
(i) Για τη συμπερίληψη φαρμακευτικών προϊόντων στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, κατόπιν αιτήσεων που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 35,
(ii) κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου ή αυτεπάγγελτα, για τη συμπερίληψη φαρμακευτικών προϊόντων ή την αφαίρεσή τους από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων,
(iii) κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου ή αυτεπάγγελτα, για τη χορήγηση δαπανηρών φαρμακευτικών προϊόντων ή φαρμακευτικών προϊόντων περιορισμένης ή αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, τα οποία δυνατόν να περιλαμβάνονται ή να μην περιλαμβάνονται στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων.
(β) την άσκηση των αρμοδιοτήτων που καθορίζονται στο άρθρο 35Α αναφορικά με τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και υγειονομικά είδη, και
(γ) την άσκηση οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας που δύναται να της ανατεθεί από το Συμβούλιο.
(5) Οι αρμοδιότητες του Αναθεωρητικού Συμβουλίου Φαρμάκων περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων-
(α) Τη γνωμοδότηση προς το Συμβούλιο για ενστάσεις κατά αποφάσεων του Συμβουλίου, και
(β) την άσκηση οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας που δύναται να του ανατεθεί από τον Υπουργό.
(6) Το Συμβούλιο διορίζει Συμβουλευτική Επιτροπή Αποζημίωσης Φαρμάκων, η σύνθεση, ο τρόπος λειτουργίας και οι διαδικασίες της οποίας καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς, για να συμβουλεύει το Συμβούλιο σχετικά με την αποζημίωση φαρμακευτικών προϊόντων που έχουν συμπεριληφθεί ή θα συμπεριληφθούν στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς και για να ασκεί οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα δυνατό να της ανατεθεί από το Συμβούλιο.
(7) Ο τρόπος και οι διαδικασίες καταρτισμού του καταλόγου φαρμακευτικών προϊόντων και της δαπάνης την οποία θα καλύπτει ο Οργανισμός, καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(8) Ο κατάλογος φαρμακευτικών προϊόντων, καθώς και οποιαδήποτε Παραρτήματα αυτού, τυγχάνουν της έγκρισης του Συμβουλίου πριν από τη δημοσίευσή τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και την κοινοποίησή τους στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(9)(α) Ο Υπουργός δύναται να ζητήσει από το Συμβούλιο να επανεξετάσει τη συμπερίληψη ή μη φαρμακευτικών προϊόντων ή/και την αφαίρεση φαρμακευτικών προϊόντων από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων.
(β) Σε περίπτωση που το Συμβούλιο διαφωνεί με οποιαδήποτε εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων για συμπερίληψη ή μη φαρμακευτικού προϊόντος ή/και κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, ο Υπουργός δύναται, μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο, να ζητήσει τη συμπερίληψη ή μη φαρμακευτικού προϊόντος ή/και κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων του οποίου/ της οποίας τη συμπερίληψη ή μη στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων εισηγήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή Φαρμάκων.
(γ) Σε περίπτωση που το Συμβούλιο διαφωνεί με οποιαδήποτε εισήγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων για την αφαίρεση φαρμακευτικού προϊόντος ή/και κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, ο Υπουργός δύναται, μετά από διαβούλευση με το Συμβούλιο, να ζητήσει την αφαίρεση φαρμακευτικού προϊόντος ή/και κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων του οποίου/της οποίας την αφαίρεση από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων εισηγήθηκε η Συμβουλευτική Επιτροπή Φαρμάκων.
(10) Πριν την έναρξη της λειτουργίας του Συστήματος, ο Οργανισμός δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα κριτήρια που λαμβάνει υπόψη του προκειμένου να αποφασίσει τη συμπερίληψη ή μη ορισμένων φαρμακευτικών προϊόντων ή κατηγοριών φαρμακευτικών προϊόντων στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων.
(11) Πριν την έναρξη της λειτουργίας του Συστήματος, ο Οργανισμός κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τα κριτήρια για τη θεραπευτική ταξινόμηση των φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία χρησιμοποιούνται από τον Οργανισμό για το Σύστημα.
(12) (α) Κάθε απόφαση του Συμβουλίου για την αφαίρεση ενός φαρμακευτικού προϊόντος από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων πρέπει να αιτιολογείται με βάση αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και να κοινοποιείται, περιλαμβανομένων των ενδεχόμενων γνωμών ή συστάσεων των εμπειρογνωμόνων στις οποίες βασίζονται οι αποφάσεις, στον υπεύθυνο κατά περίπτωση πρόσωπο μαζί με τα ένδικα μέσα που διαθέτει για προσβολή της εν λόγω απόφασης και τις προθεσμίες άσκησής τους.
(β) (i) Εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου για την αφαίρεση ενός φαρμακευτικού προϊόντος από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων επιτρέπεται η υποβολή ένστασης, από το υπεύθυνο κατά περίπτωση πρόσωπο, με γραπτή αίτηση στο Συμβούλιο σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτό της απόφασης σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(ii) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της ένστασης αφορά στη γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων, το Συμβούλιο πριν την εξέταση της ένστασης παραπέμπει την υπόθεση για γνωμοδότηση στο Αναθεωρητικό Συμβούλιο Φαρμάκων, σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(13) Κάθε απόφαση του Συμβουλίου για την αφαίρεση μιας κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων από τον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, πρέπει να αιτιολογείται με βάση αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
35.-(1) Για κάθε φαρμακευτικό προϊόν, το οποίο παρασκευάζεται ή εισάγεται στη Δημοκρατία για το οποίο βρίσκεται σε ισχύ άδεια κυκλοφορίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου, ο κάτοχος άδειας κυκλοφορίας ή παράλληλης εισαγωγής δύναται να υποβάλει αίτηση, σε τύπο και μορφή που καθορίζεται από τον Οργανισμό για τη συμπερίληψη στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, εφόσον έχει τιμολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω Νόμου.
(2) Κατ’ εξαίρεση, και υπό όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς, οι ιατροί που συμβάλλονται με τον Οργανισμό, έχουν δικαίωμα υποβολής αίτησης στον Οργανισμό, σε τύπο που καθορίζεται από τον Οργανισμό, για συμπερίληψη φαρμακευτικού προϊόντος στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων.
(3) Ο Οργανισμός έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει την απόφαση του Συμβουλίου στον αιτούντα για συμπερίληψη φαρμακευτικού προϊόντος στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
(4) Ο αιτών έχει υποχρέωση να παρέχει στο Συμβούλιο όλες τις αναγκαίες πληροφορίες αναφορικά με το φαρμακευτικό προϊόν και σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές είναι ανεπαρκείς, το Συμβούλιο γνωστοποιεί αμέσως στον αιτούντα ποιες πρόσθετες λεπτομερείς πληροφορίες απαιτούνται:
(5) (α) Κάθε απόφαση του Συμβουλίου για τη μη συμπερίληψη ενός φαρμακευτικού προϊόντος στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, πρέπει να αιτιολογείται με βάση αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και να κοινοποιείται μαζί με τις ενδεχόμενες γνώμες ή συστάσεις εμπειρογνωμόνων επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση, στον αιτητή, γνωστοποιώντας του ταυτόχρονα τα ένδικα μέσα που έχει στη διάθεσή του και τις προθεσμίες εντός των οποίων έχει δικαίωμα να τα ασκήσει.
(β) (i) Εναντίον της απόφασης του Συμβουλίου για τη μη συμπερίληψη ενός φαρμακευτικού προϊόντος στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων επιτρέπεται η υποβολή ένστασης από τον αιτητή, με γραπτή αίτηση στο Συμβούλιο, σε τριάντα (30) ημέρες από την κοινοποίηση σε αυτόν της απόφασης σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(ii) Όταν ο λόγος ή ένας από τους λόγους της ένστασης αφορά στη γνωμάτευση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων, το Συμβούλιο πριν την εξέταση της ένστασης παραπέμπει την υπόθεση για γνωμοδότηση από το Αναθεωρητικό Συμβούλιο Φαρμάκων, σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 34, το Συμβούλιο δύναται μετά από σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής Φαρμάκων να εγκρίνει την κάλυψη της δαπάνης ή μέρους της δαπάνης φαρμακευτικών προϊόντων στα πλαίσια του Συστήματος, για τα οποία το Συμβούλιο Φαρμάκων έχει εκδώσει άδεια εισαγωγής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6) του άρθρου 3 του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου.
(7) Κάθε απόφαση του Συμβουλίου, για τη μη συμπερίληψη μιας κατηγορίας φαρμακευτικών προϊόντων στον κατάλογο φαρμακευτικών προϊόντων, πρέπει να αιτιολογείται με βάση αντικειμενικά και επαληθεύσιμα κριτήρια και να δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
35Α.-(1) Ο Οργανισμός δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να απευθύνεται στον Υπουργό για τη διασφάλιση της διαθεσιμότητας συγκεκριμένων ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών, που είναι απαραίτητα για τη δημόσια υγεία.
(2) Ο Οργανισμός συντάσσει κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών τη δαπάνη ή μέρος της δαπάνης των οποίων καλύπτει στο πλαίσιο του Συστήματος. Ο Οργανισμός δύναται να καθορίσει με Κανονισμούς μεθόδους ελέγχου και περιορισμού της δαπάνης, οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων και συμβάσεις με τους κατασκευαστές και προμηθευτές ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών.
(3) Η Συμβουλευτική Επιτροπή Φαρμάκων που διορίζεται δυνάμει του εδαφίου (3) του άρθρου 34 εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλονται από ιατρούς, να συμβουλεύει το Συμβούλιο για τη συμπερίληψη ή την αφαίρεση ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών από τον κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών ή για τη χορήγηση δαπανηρών ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών περιορισμένης ή αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, τα οποία δυνατόν να περιλαμβάνονται ή να μην περιλαμβάνονται στον κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών.
(4) Για τη συμπερίληψη ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών στον κατάλογο ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών, υποβάλλονται στον Οργανισμό αιτήσεις από ιατρούς σε τύπο που καθορίζεται από τον Οργανισμό.
(5) Ο τρόπος και οι διαδικασίες καταρτισμού του καταλόγου ιατροτεχνολογικών προϊόντων και υγειονομικών ειδών και της δαπάνης την οποία θα καλύπτει ο Οργανισμός, καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς.
36.-(1) Οι προσωπικοί ιατροί δεν επιτρέπεται να αμείβονται από δικαιούχους για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό στο πλαίσιο του Συστήματος, εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20Α.
(2) Οι προσωπικοί ιατροί αμείβονται για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας κατά εγγεγραμμένο δικαιούχο, ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα του ή/και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο που καθορίζεται με Κανονισμούς:
37.-(1) Οι ειδικοί ιατροί αμείβονται για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας με διαδικασίες που καθορίζονται με Κανονισμούς:
(2) Οι διαδικασίες αμοιβής των οδοντιάτρων καθορίζονται με Κανονισμούς:
(3) Οι διαδικασίες αμοιβής των φαρμακοποιών καθορίζονται με Κανονισμούς:
(4) Οι διαδικασίες αμοιβής των νοσηλευτών και μαιών, των άλλων επαγγελματιών υγείας, των εργαστηρίων, των παροχέων υπηρεσιών ασθενοφόρων, καθώς και κάθε άλλου παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας που συμβάλλεται με τον Οργανισμό καθορίζονται με Κανονισμούς:
(5) Οι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2), (3) και (4) δεν επιτρέπεται να αμείβονται από δικαιούχους για υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό στο πλαίσιο του Συστήματος, εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 20Α.
38.-(1) Για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας, ο Οργανισμός συμβάλλεται με φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή τις ενώσεις αυτών ή τις κρατικές υπηρεσίες υγείας, τα οποία πληρούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(2) Όπου η παροχή των υπηρεσιών φροντίδας υγείας στους δικαιούχους γίνεται από φυσικά πρόσωπα εκ μέρους των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας αυτά πρέπει να πληρούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων και οι υποχρεώσεις των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεσμεύουν και τα φυσικά πρόσωπα που τις παρέχουν.
(3) Ο Οργανισμός πριν τη σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας εγγράφει στο Σύστημα τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή τις ενώσεις αυτών ή τις κρατικές υπηρεσίες υγείας που επιθυμούν να παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας υγείας, για σκοπούς ελέγχου της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων.
(4) Οποιαδήποτε απόφαση του Οργανισμού να μην εγγράψει στο Σύστημα ή να μην συμβληθεί με οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου ή τις ενώσεις αυτών ή τις κρατικές υπηρεσίες υγείας πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
39.-(1) Ο Οργανισμός παρακολουθεί και ελέγχει την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της σύμβασης και την απόδοση των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αναγκαίο και αποτελεσματικό.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), ο Οργανισμός ελέγχει την τήρηση των όρων και προϋποθέσεων της σύμβασης και την απόδοση των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας-
(α) Με έλεγχο της έκδοσης συνταγών και παραπομπών με οποιοδήποτε τρόπο και μεταξύ άλλων μέσω του συστήματος πληροφορικής, που τηρείται από τον Οργανισμό∙
(β) με έλεγχο του βαθμού τήρησης των τεχνικών προδιαγραφών, των ποιοτικών κριτηρίων και άλλων όρων που καθορίζονται στη σύμβαση των κλινικών προγραμμάτων διαχείρισης της ποιότητας κλινικής πρακτικής και κλινικού ελέγχου που καθορίζονται κατά καιρούς από τον Οργανισμό σε συνεργασία με το Υπουργείο Υγείας και τους αντίστοιχους επαγγελματικούς συνδέσμους/συλλόγους/ φορείς δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, της εφαρμογής των κλινικών κατευθυντήριων οδηγιών που υιοθετούνται από το Σύστημα με οποιοδήποτε τρόπο και μεταξύ άλλων μέσω του συστήματος πληροφορικής που τηρείται από τον Οργανισμό, όπου αυτό είναι δυνατό∙
(γ) με επιθεώρηση των αρχείων των δικαιούχων και με επιτόπιες επισκέψεις για επιθεώρηση στις εγκαταστάσεις των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
40.-(1) Ο Οργανισμός δύναται να αναστείλει ή να τερματίσει τη σύμβαση παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας που συνάπτει με οποιοδήποτε παροχέα φροντίδας υγείας για τους λόγους που καθορίζονται στη σύμβαση, οι οποίοι μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν την περίπτωση κατά την οποία-
(α) Διενεργούνται πράξεις που συνιστούν απάτη ή ενέχουν το στοιχείο του δόλου ή της έλλειψης ηθικής και οδηγούν σε εκμετάλλευση του συστήματος∙
(β) ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας εξασφάλισε την υπογραφή σύμβασης παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας με τον Οργανισμό στη βάση ψευδών ή παραπλανητικών στοιχείων που υποβλήθηκαν στον Οργανισμό∙
(γ) ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεν πληρεί μετά την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης τους όρους και τις προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου και της σύμβασης∙
(δ) ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε από τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, εσωτερικούς κανονισμούς και Αποφάσεις και στη σύμβαση∙
(ε) ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας αρνείται ή παραλείπει συστηματικά και αδικαιολόγητα να προσφέρει για οποιοδήποτε λόγο τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, εσωτερικούς κανονισμούς και Αποφάσεις και στη σύμβαση υπηρεσίες φροντίδας υγείας σε δικαιούχους και ιδιαίτερα σε περίπτωση κατά την οποία προβαίνει σε δυσμενείς διακρίσεις εναντίον οποιουδήποτε δικαιούχου.
(2) Οποιαδήποτε απόφαση του Οργανισμού για την αναστολή ή τον τερματισμό της σύμβασης με παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας πρέπει να είναι δεόντως αιτιολογημένη και να κοινοποιείται στον παροχέα.
42.—(1) Διορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν σύστασης του Υπουργού, Επίτροπος Εποπτείας, σύμφωνα με όρους εντολής που καθορίζονται στην πράξη του διορισμού του, για να εκτελεί τις αρμοδιότητες και τα καθήκοντα που αναφέρονται στο άρθρο 43.
(2) O Eπίτροπος κατέχει ακαδημαϊκά προσόντα, τουλάχιστο μεταπτυχιακού επιπέδου, σε ένα ή περισσότερους από τους τομείς της Νομικής, των Οικονομικών ή των Χρηματοοικονομικών, των βασικών επιστημών του τομέα της υγείας, της Δημόσιας Διοίκησης ή Διοίκησης Επιχειρήσεων και πείρα τουλάχιστον εφτά χρόνων στον τομέα του.
(3) Η θητεία του Επιτρόπου είναι εξαετής και αφυπηρετεί στο τέλος του μήνα που έχει συμπληρώσει το εξηκοστό όγδοο έτος της ηλικίας του.
(4) Ο Επίτροπος είναι ανεξάρτητος αξιωματούχος, υπόλογος μόνο στο Υπουργικό Συμβούλιο.
(5) (α) Δεν διορίζεται ούτε διατηρεί τη θέση του ως Επίτροπος, πρόσωπο που, είτε το ίδιο είτε ο/η σύζυγός του ή πρώτου βαθμού συγγενής του ασχολείται επαγγελματικά ή κατέχει μετοχές, σε ποσοστό πέραν του 1% του μετοχικού κεφαλαίου ή έχει οποιοδήποτε άλλο άμεσο, έμμεσο ή συγκρουόμενο συμφέρον σε επιχειρήσεις ή οποιαδήποτε άλλη σχέση με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας που παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(β) Πρόσωπο εκπίπτει από την ιδιότητα του ως Επίτροπος, εάν μετά το διορισμό του-
(i) Αποκτά μία από τις ιδιότητες που συνιστούν κώλυμα διορισμού δυνάμει της παραγράφου (α)∙
(ii) προβαίνει σε πράξεις ή αναλαμβάνει οποιαδήποτε εργασία ή έργο ή αποκτά άλλη ιδιότητα που δε συμβιβάζεται με τα καθήκοντά του ως Επιτρόπου∙
(iii) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα, το οποίο ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα∙
(iv) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα για το οποίο του επιβάλλεται η ποινή της φυλάκισης∙
(v) καταδικάζεται για ποινικό αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 44∙
(vi) λόγω ανικανότητας να εκπληρώνει επαρκώς τις αρμοδιότητες, εξουσίες ή καθήκοντα της θέσης του για το υπόλοιπο της θητείας του.
(γ) Το Υπουργικό Συμβούλιο, ευθύς αμέσως όταν εξακριβώσει ότι έχει συμβεί οποιοδήποτε από τα γεγονότα που αναφέρονται στην παράγραφο (β), δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας γνωστοποίηση στην οποία αναφέρεται ότι ο Επίτροπος από συγκεκριμένη ημερομηνία που καθορίζεται σ' αυτήν, δεν κατέχει πλέον το αξίωμά του.
(6) (α) Στον Επίτροπο καταβάλλεται αποζημίωση το ύψος της οποίας καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(β) Ο Επίτροπος δεν δύναται να κατέχει οποιαδήποτε άλλη θέση ή αξίωμα στη Δημοκρατία ή να απασχολείται σε οποιαδήποτε άλλη εργασία με αμοιβή.
(7) (α) Ο Επίτροπος κατά την ενάσκηση του έργου του έχει Γραφείο, το προσωπικό του οποίου θα αποτελείται από λειτουργούς που θα έχουν τέτοια προσόντα και θα υπηρετούν κάτω από τέτοιους όρους όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), για σκοπούς αποτελεσματικότερης λειτουργίας του Γραφείου του Επιτρόπου είναι δυνατή η στελέχωση αυτού με δημόσιους υπαλλήλους ή με ωρομίσθιο προσωπικό της δημόσιας υπηρεσίας, ανάλογα με την περίπτωση, το οποίο υπηρετεί ή μετακινείται ή αποσπάται στο Υπουργείο Υγείας και παραχωρείται για απασχόληση στο Γραφείο του Επιτρόπου:
(γ) Ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, διαφυλασσομένης της αρχής της ιεραρχίας στο προσωπικό του Γραφείου του, εξουσιοδοτήσει γραπτά οποιοδήποτε λειτουργό του Γραφείου του που κατέχει υπεύθυνη θέση όπως ενασκεί εκ μέρους του τέτοιες από τις εξουσίες του και κάτω από τέτοιους όρους, εξαιρέσεις και επιφυλάξεις, όπως ο Επίτροπος θα καθορίσει στην εξουσιοδότησή του:
43.-(1) Ο Επίτροπος έχει αρμοδιότητα να εξετάζει παράπονα που υποβάλλονται από οποιοδήποτε πρόσωπο που καθορίζεται στο άρθρο 45 σχετικά με-
(α) Οποιαδήποτε απόφαση, πράξη ή παράλειψη του Οργανισμού αναφορικά με τις υπηρεσίες φροντίδας υγείας που καλύπτονται από τον Οργανισμό∙
(β) οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας στο πλαίσιο εφαρμογής της σύμβασης που υπογράφουν με τον Οργανισμό∙
(γ) οποιαδήποτε απόφαση, πράξη ή παράλειψη του Οργανισμού σε σχέση με τους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
(2) Ο Επίτροπος δύναται να εξετάζει αυτεπάγγελτα οποιοδήποτε θέμα γενικότερου ενδιαφέροντος που αφορά στην αποτελεσματική εφαρμογή και λειτουργία του Συστήματος.
(3) Ο Επίτροπος διερευνά, μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, οποιοδήποτε θέμα αφορά στη λειτουργία και εφαρμογή του Συστήματος.
(4) Δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Επιτρόπου και αυτός δεν δύναται να εξετάσει οποιοδήποτε παράπονο ή ενέργεια ή θέμα, αναφορικά με το οποίο εκκρεμεί οποιαδήποτε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή ενώπιον του Οργανισμού ή ενώπιον οποιασδήποτε άλλης διοικητικής ή ανεξάρτητης αρχής που λειτουργεί δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.
44.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος και κάθε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του Επιτρόπου θεωρεί και χειρίζεται ως απόρρητο κάθε ζήτημα, έγγραφο ή πληροφορία που περιέρχεται σε γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του, όπως και κάθε έκθεση που έχει υποβληθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και δεν αποκαλύπτει ή μεταδίδει οποιοδήποτε τέτοιο ζήτημα, έγγραφο ή πληροφορία, εκτός μόνο για τους σκοπούς έρευνας ή έκθεσης σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Ο Επίτροπος και κάθε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του που κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου γνωστοποιεί οποιεσδήποτε πληροφορίες ή στοιχεία κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) πιο πάνω, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση μέχρι τριών ετών ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
45.—(1) Παράπονο, δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να υποβάλλεται από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει έννομο συμφέρον από τη διερεύνηση του παραπόνου.
(2) Το παράπονο δύναται να υποβληθεί είτε προσωπικά από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε μέσω δεόντως εξουσιοδοτημένου από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο εκπροσώπου, είτε από τους νόμιμους κληρονόμους του και σε περίπτωση ανήλικου προσώπου, από τον κηδεμόνα του.
(3) [Καταργήθηκε].
(4) [Καταργήθηκε].
46.—(1) Ο Επίτροπος, προτού προβεί στη διερεύνηση παραπόνου, οφείλει να βεβαιωθεί ότι το παράπονο έγινε πρώτα στο πρόσωπο ή το σώμα εναντίον του οποίου στρέφεται και ότι δόθηκε σε αυτό κάθε εύλογη ευκαιρία να ερευνήσει και απαντήσει στο παράπονο.
(2) Δε διερευνάται παράπονο, δυνάμει του Μέρους αυτού, εκτός αν το παράπονο διατυπώθηκε γραπτώς από ή για λογαριασμό του παραπονουμένου, απευθύνεται στον Επίτροπο και η πράξη αναφορικά προς την οποία υποβάλλεται το παράπονο δεν έχει επισυμβεί σε χρόνο που υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες από την ημέρα κατά την οποία ο παραπονούμενος για πρώτη φορά έλαβε γνώση, εκτός αν ο Επίτροπος κρίνει εύλογο να προβεί στη διερεύνηση παραπόνου σχετικά με πράξη η οποία περιήλθε στη γνώση του παραπονουμένου σε χρονική περίοδο που υπερβαίνει την προαναφερόμενη περίοδο των δώδεκα μηνών.
(3) Ο Επίτροπος αποφασίζει κατά την κρίση του, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αν θα προβεί σε έρευνα ή αν θα συνεχίσει, θα αναστείλει ή διακόψει έρευνα, αναφορικά με παράπονο που υποβλήθηκε δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους και ενημερώνει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, με αιτιολογημένη απόφασή του, σε περίπτωση μη συνέχισης, αναστολής ή διακοπής της έρευνας.
46Α.-(1) Όταν ο Επίτροπος διεξάγει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αυτό παρέχει την ευκαιρία στον Οργανισμό ή στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρεται ότι έχει ενεργήσει ή εξουσιοδοτήσει τη σχετική ενέργεια, να σχολιάσει οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με την ενέργεια αυτή.
(2) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Επίτροπος κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υποβολή εκθέσεως ή συστάσεως από αυτόν η οποία δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς τον Οργανισμό ή τον παροχέα ή οποιοδήποτε αξιωματούχο ή λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να παράσχει σ’ αυτούς την ευκαιρία να ακουστούν.
(3) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ύστερα από αυτή ο Επίτροπος κρίνει ότι δυνατό να έχει διαπραχθεί ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα από οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα αυτό στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην αρμόδια αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
(4) Οι διεξαγόμενες από τον Επίτροπο έρευνες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν είναι δημόσιες.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η διαδικασία που τηρείται κατά τη διεξαγωγή έρευνας είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί ως πρέπουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και, άνευ βλάβης της γενικότητας της διατάξεως αυτής, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό, δύναται δε να αποφασίσει αν ένα πρόσωπο δικαιούται να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο ή διαφορετικά.
(6) Η διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζει οποιαδήποτε ενέργεια που έχει γίνει από τον Οργανισμό ή τον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιαδήποτε εξουσία ή καθήκον τους να ερευνήσουν περαιτέρω οποιοδήποτε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός και οι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί τούτο από τον Επίτροπο, παρέχουν κάθε συνδρομή στο επιτελούμενο από αυτόν έργο.
(8) Ο Επίτροπος δύναται, μετά την άρνηση ή την παράλειψη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας, να παράσχει την απαιτούμενη συνδρομή στο έργο που επιτελείται από αυτόν, να παράσχει σε αυτήν ενόψει των περιστάσεων, εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας να τον καλεί να συνεργαστεί· σε περίπτωση που η παρασχεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η μη σύμπραξη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας στη διεξαγωγή της έρευνας αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης του Επιτρόπου προς τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος μεριμνά για την παροχή της απαιτούμενης συνδρομής στο έργο του Επιτρόπου.
(9) Άρνηση οποιουδήποτε αξιωματούχου, λειτουργού ή υπαλλήλου να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως εκ των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα παράβασης καθήκοντος.
(10) Άρνηση οποιουδήποτε παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, συνιστά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
46Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, κατά τις έρευνες που διεξάγονται από τον Επίτροπο δεν επιτρέπεται η επίκληση από τον Οργανισμό ή από λειτουργούς του καθήκοντος της εχεμύθειας, εκτός εάν πρόκειται για την παροχή πληροφορίας ή την απάντηση σε ερώτηση ή την παρουσίαση εγγράφου ή μέρους εγγράφου που αναφέρονται στις σχέσεις μεταξύ της Δημοκρατίας και οποιουδήποτε άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού ή στην άμυνα ή την ασφάλεια ή την εξωτερική πολιτική της Δημοκρατίας ή που, σύμφωνα με πιστοποίηση της Γραμματείας του Υπουργικού Συμβουλίου, σχετίζονται με τη διαδικασία, τις διαβουλεύσεις ή τις αποφάσεις του Υπουργικού Συμβουλίου ή Υπουργικής ή άλλης Επιτροπής που έχει οριστεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται να δώσει γραπτή ειδοποίηση στον Επίτροπο ότι, κατά τη γνώμη του, η αποκάλυψη ενός συγκεκριμένου εγγράφου ή μιας συγκεκριμένης πληροφορίας θα επηρεάσει δυσμενώς την άμυνα ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας ή θα παραβλάψει το δημόσιο συμφέρον. όταν δίδεται τέτοια ειδοποίηση, ο Επίτροπος δεν κοινοποιεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο το έγγραφο αυτό ή την πληροφορία αυτή.
(3) Κατά τη διεξαγωγή μιας έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος έχει εξουσία να καλέσει οποιοδήποτε λειτουργό ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία ή να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή να προσαγάγει οποιαδήποτε έγγραφα που, κατά τη γνώμη του Επιτρόπου, σχετίζονται με την έρευνα και ο λειτουργός αυτός ή το πρόσωπο αυτό οφείλουν να εμφανιστούν ενώπιον του Επιτρόπου κατά το χρόνο που καθορίζεται από τον Επίτροπο.
(4) Με εξαίρεση τις περιπτώσεις για τις οποίες προνοείται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο, κανένα πρόσωπο δεν υποχρεούται, για τους σκοπούς έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία ή να απαντήσει σε οποιαδήποτε ερώτηση ή να προσαγάγει οποιοδήποτε έγγραφο που αυτός δε θα υποχρεούτο να παράσχει ή να απαντήσει ή να προσαγάγει σε διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου.
(5) Καμιά μαρτυρία ή απάντηση σε ερώτηση ή δήλωση που δίδεται ή γίνεται από οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας από τον Επίτροπο δεν γίνεται δεκτή ως μαρτυρία εναντίον οποιουδήποτε προσώπου ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε άλλη έρευνα ή άλλη διαδικασία.
46Γ. Ο Επίτροπος δύναται να διατάξει την καταβολή σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εμφανίζεται ενώπιον του για να δώσει μαρτυρία ή να παράσχει πληροφορία ή να προσαγάγει έγγραφα-
(α) Οποιουδήποτε ποσού για τα έξοδα ταξιδιού, διαμονής και διατροφής στα οποία υποβλήθηκε∙ και
(β)οποιουδήποτε επιδόματος ως αποζημίωσης για την ημεραργία.
46Δ. Πρόσωπο το οποίο-
(α) Χωρίς νόμιμη δικαιολογία παραλείπει να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία που γνωρίζει και η οποία σχετίζεται με έρευνα που διενεργεί ο Επίτροπος∙
(β) χωρίς νόμιμη δικαιολογία αρνείται να εμφανιστεί ενώπιον του Επιτρόπου ή να παράσχει τα αιτούμενα από τον Επίτροπο στοιχεία ή ηθελημένα παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο την παροχή τους∙
(γ) παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία ή στοιχεία, γνωρίζοντας ότι αυτά είναι ανακριβή ή τα οποία έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι δεν είναι ακριβή∙
(δ) χωρίς νόμιμη δικαιολογία παρακωλύει με οποιοδήποτε τρόπο την έρευνα που διεξάγεται από τον Επίτροπο∙
(ε) εξυβρίζει, παρεμποδίζει ή παρενοχλεί τον Επίτροπο ή οποιοδήποτε πρόσωπο που συμμετέχει σε οποιαδήποτε έρευνα∙
(στ) αρνείται να εργοδοτήσει, απολύει ή απειλεί πως θα απολύσει από την εργασία του, επηρεάζει ή απειλεί πως θα επηρεάσει, εκφοβίζει ή εξαναγκάζει, οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, ή επιβάλλει οποιαδήποτε χρηματική ή άλλη τιμωρία σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, λόγω του γεγονότος ότι το πρόσωπο αυτό-
(i) υπέβαλε ή προτίθεται να υποβάλει οποιοδήποτε παράπονο, για να εξεταστεί από τον Επίτροπο∙
(ii) χορήγησε ή παρουσίασε ή προτίθεται να χορηγήσει ή να παρουσιάσει οποιαδήποτε πληροφορία ή έγγραφα στον Επίτροπο∙
(iii) έδωσε ή προτίθεται να δώσει μαρτυρία ενώπιον του Επιτρόπου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
46Ε.-(1) Δεν μπορεί να εγερθεί αγωγή εναντίον του Επιτρόπου για οποιαδήποτε πράξη του ή οποιαδήποτε γνώμη εξέφρασε ή έκθεση που υπέβαλε κατά την καλόπιστη ενάσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και μέσα στα όρια αυτών.
(2) Ο Επίτροπος ή οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού του Γραφείου του Επιτρόπου δε δύναται να κληθεί να δώσει μαρτυρία ενώπιον δικαστηρίου ή σε οποιαδήποτε διαδικασία δικαστικής φύσης, αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα το οποίο περιέρχεται σε γνώση του κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
46ΣΤ.- Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζουν οποιοδήποτε θέμα συναφές με το Μέρος VII του παρόντος Νόμου το οποίο πρέπει ή δύναται να καθοριστεί και για την καθοδήγηση του Επιτρόπου κατά την ενάσκηση των καθηκόντων του.
46Ζ.-(1) Οι διατάξεις του Μέρους VII του παρόντος Νόμου, δεν επηρεάζουν τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή διοικητικής πράξης ή οποιωνδήποτε κανόνων δικαίου, σύμφωνα με τις οποίες προβλέπεται η άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου ή ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον οποιασδήποτε διοικητικής αρχής ή η διεξαγωγή έρευνας από ερευνητική επιτροπή ή οποιαδήποτε άλλη διαδικασία και καμιά διάταξη στον παρόντα Νόμο δεν περιορίζει και δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο οποιαδήποτε τέτοια θεραπεία ή δικαίωμα ή διαδικασία.
(2) Οι διενεργούμενες από τον Επίτροπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, έρευνες δεν αναστέλλουν τη διαδικασία που σχετίζεται με την ενέργεια που αφορά η έρευνα που διεξάγεται ή οποιαδήποτε προθεσμία για την άσκηση οποιουδήποτε ένδικου μέσου ή οποιασδήποτε ιεραρχικής προσφυγής.
47.—(1) Σε κάθε διερευνώμενη υπόθεση, δυνάμει του παρόντος Μέρους, ο Επίτροπος κοινοποιεί έκθεση των αποτελεσμάτων της έρευνας—
(α) Στον παραπονούμενο·
(β) στο πρόσωπο ή σώμα εναντίον του οποίου έγινε το παράπονο·
(γ) στο πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τον ισχυρισμό εξουσιοδότησε την πράξη για την οποία έγινε το παράπονο·
(δ) στον Οργανισμό·
(ε) σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή σώμα το οποίο, κατά την κρίση του Επιτρόπου, επηρεάζεται από το αποτέλεσμα της έρευνας.
(2) Σε περίπτωση που ο Επίτροπος αποφασίσει να μην προβεί στη διερεύνηση παραπόνου, κοινοποιεί στον παραπονούμενο και στο επηρεαζόμενο από την έρευνα πρόσωπο ή σώμα τους λόγους της απόφασής του.
(3) Οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο άρθρο αυτό θεωρούνται, σε αγωγές δυσφήμισης, απόλυτα προνομιούχες δημοσιεύσεις επιπροσθέτως αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 20 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
(4) Οι εκθέσεις του Επιτρόπου κοινοποιούνται-
(α) Στην περίπτωση που η διερεύνηση έγινε μετά την υποβολή παραπόνου, στον παραπονούμενο ή στον εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπό του ή στους νόμιμους κληρονόμους του, στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο εναντίον του οποίου έγινε το παράπονο, καθώς και στον Οργανισμό, ανεξάρτητα του κατά πόσο το παράπονο στρέφεται εναντίον του ή μη∙
(β) στην περίπτωση που η διερεύνηση έγινε μετά από αυτεπάγγελτη ενέργεια του Επιτρόπου ή μετά από εντολή του Υπουργικού Συμβουλίου, στο Υπουργικό Συμβούλιο και στον Οργανισμό.
(5) Όταν, μετά τη συμπλήρωση έρευνας ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι προξενήθηκε οποιαδήποτε βλάβη ή αδικία σε βάρος του ενδιαφερόμενου προσώπου, στην έκθεσή του υποβάλλει και εισήγηση ή σύσταση προς τον Οργανισμό ή/και στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας για την επανόρθωση της βλάβης ή της αδικίας, δύναται δε, κατά την κρίση του, να καθορίσει και το χρόνο εντός του οποίου η εν λόγω βλάβη ή αδικία πρέπει να επανορθωθεί.
(6) O Eπίτροπος, μετά την υποβολή της έκθεσής του, δύναται να διαβουλεύεται με κάθε πρόσφορο τρόπο για την υλοποίηση των εισηγήσεών του και για την επίλυση του προβλήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου· σε περίπτωση που ο Οργανισμός ή/και ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας δεν ενημερώσει εντός της ταχθείσας προθεσμίας ως προς τις ενέργειές του αναφορικά με την εφαρμογή των προτάσεων, εισηγήσεων ή συστάσεων του Επιτρόπου ή δεν αποδέχεται την εφαρμογή τους και εφόσον ο Επίτροπος κρίνει ότι οι προβληθέντες εκ μέρους του Οργανισμού ή/και του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας λόγοι σχετικά με τη μη αποδοχή τους δεν αιτιολογούνται επαρκώς, υποβάλλει το αποτέλεσμα των διαβουλεύσεών του στο Υπουργικό Συμβούλιο, έχοντας τη δυνατότητα να δημοσιοποιήσει την άρνηση ή την παράλειψη συμμόρφωσης του Οργανισμού και του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας με τις προτάσεις του.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε περίπτωση που μετά τη συμπλήρωση της έρευνας ο Επίτροπος καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ενέργεια εναντίον της οποίας στρέφεται το παράπονο δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα, αντίγραφο της έκθεσης, που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, κοινοποιείται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(8) Οι κοινοποιήσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο θεωρούνται, σε αγωγές δυσφήμησης, απόλυτα προνομιούχες δημοσιεύσεις επιπροσθέτως αυτών που απαριθμούνται στο άρθρο 20 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
48.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Μέρους, οποιαδήποτε δημοσιονομικά θέματα εμπίπτουν στις διατάξεις του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου στην έκταση που αυτός εφαρμόζεται στον Οργανισμό τυγχάνουν χειρισμού με βάση τις πρόνοιες του εν λόγω νόμου.
(2) Σε οποιοδήποτε οικονομικό έτος η αμοιβή για οποιαδήποτε υπηρεσία φροντίδας υγείας προσαρμόζεται ανάλογα, έτσι ώστε η πραγματική δαπάνη να μην υπερβεί την προϋπολογισθείσα δαπάνη που καθορίστηκε στο σφαιρικό προϋπολογισμό για την ομάδα υπηρεσιών φροντίδας υγείας στην οποία αντιστοιχεί, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
(3) Οι δαπάνες του Οργανισμού δεν θα υπερβαίνουν τα έσοδά του.
(4) Σε έκτακτες ανάγκες, όπως επιδημίες, σεισμούς, πλημμύρες, συρράξεις, πολεμικές επιχειρήσεις και άλλα παρόμοια περιστατικά, το κράτος αναλαμβάνει τις επιπλέον δαπάνες, για να διατηρήσει ο Οργανισμός τη βιωσιμότητά του.
(5) Για τους σκοπούς του άρθρου αυτού, «σφαιρικός προϋπολογισμός» σημαίνει τη δαπάνη που καθορίστηκε από τον Οργανισμό μετά από διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, που θα δαπανηθεί το επόμενο έτος.
49.-(1) Ο Οργανισμός καταρτίζει οικονομικές καταστάσεις σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα και τις υποβάλλει στον Υπουργό και τον Υπουργό Οικονομικών, καθώς και στο Γενικό Ελεγκτή για έλεγχο, εντός τεσσάρων (4) μηνών, μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους.
(2) Οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις μαζί με την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή δημοσιοποιούνται.
50.-(1) Ο Οργανισμός, αμέσως μετά το τέλος του οικονομικού έτους, συντάσσει δημοσιονομική έκθεση, στην οποία περιλαμβάνεται ο τελικός απολογισμός του προϋπολογισμού του λήξαντος οικονομικού έτους, όπως προνοείται στον περί Δημοσιονομικής Ευθύνης και Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου.
(2) Ο Οργανισμός υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο, μέσω του Υπουργού, τον απολογισμό του λήξαντος οικονομικού έτους μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου του επόμενου έτους.
51.-(1) Οι λογαριασμοί του Οργανισμού ελέγχονται ετησίως από το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας.
(2)(α) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται, κατά την κρίση του, να αναθέτει τον έλεγχο ή να υποδεικνύει την ανάθεση του ελέγχου των λογαριασμών του Οργανισμού σε ελεγκτές ή ελεγκτικά γραφεία που έχουν εξασφαλίσει άδεια και έχουν εγγραφεί στο σχετικό μητρώο που τηρείται δυνάμει των διατάξεων του περί Ελεγκτών και Υποχρεωτικών Ελέγχων των Ετήσιων και των Ενοποιημένων Λογαριασμών Νόμου.
(β) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται καθ’ οιονδήποτε χρόνο να διεξάγει, κατά την κρίση του, επιπρόσθετο διαχειριστικό ή άλλο έλεγχο.
(3) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται να καλέσει οποιοδήποτε μέλος του Συμβουλίου ή υπάλληλο του Οργανισμού για την παροχή πληροφορίας ή επεξήγησης ή για την προσκόμιση οποιουδήποτε βιβλίου, συμβολαίου, σύμβασης, λογαριασμού, τιμολογίου ή άλλου εγγράφου αναγκαίου για τον ασκούμενο έλεγχο.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), το Συμβούλιο δύναται να αναθέτει τον έλεγχο των λογαριασμών του Οργανισμού σε ανεξάρτητους, αναγνωρισμένους ελεγκτές.
53.—(1) Το ταχύτερο δυνατό μετά τη λήξη κάθε έτους και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 30 Σεπτεμβρίου, ο Οργανισμός οφείλει να υποβάλει στον Υπουργό ετήσια έκθεση η οποία αφορά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του κατά το έτος που έχει περάσει, καθώς επίσης και την πολιτική που ασκήθηκε και το πρόγραμμα που εφαρμόστηκε από τον Οργανισμό.
(2) Στην ετήσια έκθεση πρέπει να περιλαμβάνονται αντίγραφα των ελεγμένων λογαριασμών και της έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας.
(3) Μετά την υποβολή της ετήσιας έκθεσης του Οργανισμού στον Υπουργό αντίγραφο της κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ενημέρωση αυτής.
54. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είτε από τον Οργανισμό είτε από οποιοδήποτε παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας επιτρέπεται μόνο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.
54Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, οποιοσδήποτε αξιωματούχος, λειτουργός ή υπάλληλος του Οργανισμού, υπόκειται στο καθήκον εχεμύθειας για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρούνται από τον Οργανισμό. το καθήκον εχεμυθείας υφίσταται και μετά τη με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή του από τον Οργανισμό.
(2) Ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι μόνο ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό του έχει πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και διατηρεί μητρώο εξουσιοδοτημένου προσωπικού και εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει οποιαδήποτε πρόσβαση στα δεδομένα.(3) (α) Ο Οργανισμός έχει υποχρέωση να διατηρεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα μέχρι το τέλος του χρονικού διαστήματος διατήρησης το οποίο θα καθοριστεί με Αποφάσεις.
(β) Ο Οργανισμός διασφαλίζει ότι τα διατηρούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καταστρέφονται στο τέλος του χρονικού διαστήματος διατήρησης, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία έχει διαταχθεί από το δικαστήριο πρόσβαση και τα οποία έχει υποχρέωση να διατηρεί ξεχωριστά.
(4) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε (5) ετών ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
54Β.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, οποιοσδήποτε παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας, αξιωματούχος, λειτουργός ή υπάλληλός του υπόκειται σε καθήκον εχεμύθειας για τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου. το καθήκον εχεμυθείας του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας υφίσταται και μετά τη με οποιοδήποτε τρόπο λήξη της σύμβασής του με τον Οργανισμό ή τον τερματισμό με οποιοδήποτε τρόπο της πρόσβασής του στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου. το καθήκον εχεμύθειας των αξιωματούχων, λειτουργών ή υπαλλήλων υφίσταται και μετά τη με οποιοδήποτε τρόπο αποχώρησή τους από τον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
(2) Ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας διασφαλίζει ότι μόνο ειδικά εξουσιοδοτημένο προσωπικό του έχει πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων και διατηρεί μητρώο εξουσιοδοτημένου προσωπικού και εφαρμόζει τα κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα προκειμένου να διασφαλίζει και να μπορεί να αποδεικνύει οποιαδήποτε πρόσβαση στα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα.
(3) (α) Ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας έχει υποχρέωση να διατηρεί τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων μέχρι το τέλος του χρονικού διαστήματος διατήρησης, το οποίο θα καθοριστεί με Αποφάσεις.
(β) Ο παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας διασφαλίζει ότι τα διατηρούμενα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τηρεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων καταστρέφονται στο τέλος του χρονικού διαστήματος διατήρησης, εξαιρουμένων εκείνων για τα οποία έχει διαταχθεί από το δικαστήριο πρόσβαση και τα οποία έχει υποχρέωση να διατηρεί ξεχωριστά.
(4) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι πέντε έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
54Γ. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών και Αποφάσεων και για σκοπούς δημιουργίας και επικαιροποίησης ενός ολοκληρωμένου μητρώου δικαιούχων, ο Οργανισμός έχει δικαίωμα να λαμβάνει και να επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα από τα αρχεία που τηρεί η Δημοκρατία και οι αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 89(I)/2001
- 74(I)/2017
56. Oι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας οφείλουν να καλύπτονται από ασφαλιστική κάλυψη έναντι αμέλειας αναφορικά με την παροχή των υπηρεσιών φροντίδας υγείας από ανεξάρτητο ασφαλιστικό ίδρυμα ή οργανισμό σε ύψος και περιεχόμενο που κατά καιρούς κρίνεται από το Συμβούλιο ως επαρκές.
57. Ο Οργανισμός δύναται να παρέχει κίνητρα για τη σύσταση και λειτουργία κοινοπραξιών μεταξύ παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, όπως καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς.
59.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, το Συμβούλιο διορίζει Ιατροσυμβούλιο και ο Υπουργός διορίζει Δευτεροβάθμιο Ιατροσυμβούλιο, η σύνθεση, ο τρόπος λειτουργίας και οι διαδικασίες των οποίων καθορίζονται με Κανονισμούς.
(2) Οι αρμοδιότητες του Ιατροσυμβουλίου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων-
(α) Την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο αναφορικά με την αναγκαιότητα μετάβασης δικαιούχων στο εξωτερικό για την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
(β) την παροχή συμβουλών για τη διασφάλιση της συνεχούς παροχής υπηρεσιών φροντίδας υγείας και την παρακολούθηση των δικαιούχων τόσο πριν όσο και μετά τη μετάβασή τους στο εξωτερικό∙
(γ) την παροχή συμβουλών στο Συμβούλιο αναφορικά με τη σκοπιμότητα παροχής δαπανηρών ή περιορισμένης ή αμφιβόλου αποτελεσματικότητας υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
(δ) την άσκηση οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας που δύναται να του ανατεθεί από το Συμβούλιο.
(3) Οι αρμοδιότητες του Δευτεροβάθμιου Ιατροσυμβουλίου περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων-
(α) Τη γνωμοδότηση στο Συμβούλιο για ενστάσεις κατά αποφάσεων του Συμβουλίου, και
(β) την άσκηση οποιασδήποτε άλλης αρμοδιότητας που δύναται να του ανατεθεί από τον Υπουργό.
60.-(1) Ο Υπουργός διορίζει Επιτροπή Ελέγχου η οποία έχει σκοπό τη διασφάλιση της παροχής υψηλού επιπέδου υπηρεσιών φροντίδας υγείας και τη λήψη των κατάλληλων μέτρων σχετικά με συγκεκριμένα περιστατικά μη άσκησης εύλογης επιδεξιότητας ή προσοχής από μέρους του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας.
(2) Στην Επιτροπή Ελέγχου συμμετέχουν, ανάλογα με το υπό εξέταση θέμα, και εκπρόσωποι της οικείας ιατρικής εταιρείας ή/και άλλου οικείου επιστημονικού ή/και επαγγελματικού φορέα, καθώς και εκπρόσωπος των ασθενών με ειδική εκπαίδευση και κατάρτιση, όπως καθορίζεται με Κανονισμούς.
61.—(1) Πρόσωπο το οποίο εσκεμμένως προβαίνει σε ψευδή ή ανακριβή δήλωση για σκοπούς εγγραφής σε κατάλογο προσωπικού ιατρού διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια ευρώ.
(2)(α) Στις περιπτώσεις όπου πρόσωπο παρέχει εσκεμμένως ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις για σκοπούς εγγραφής σε κατάλογο προσωπικού ιατρού, με αποτέλεσμα να γίνει η εγγραφή η οποία δε θα γινόταν με βάση τα αληθή ή ακριβή γεγονότα, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες πεντακόσια ευρώ.
(β) σε περίπτωση καταδίκης, η εγγραφή θεωρείται άκυρη εξυπαρχής και η αξία κάθε υπηρεσίας που παρασχέθηκε στο πρόσωπο αυτό, δυνάμει της εν λόγω εγγραφής, δύναται να απαιτηθεί από τον Οργανισμό.
(3)(α) Οποιοσδήποτε παροχέας υπηρεσιών φροντίδας υγείας προβαίνει εσκεμμένως σε ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή καταχωρίσεις στα αρχεία ή άλλα έγγραφα και βιβλία που χρησιμοποιούνται για υποβολή απαιτήσεων από τον Οργανισμό, με σκοπό να εξαπατήσει τον Οργανισμό και να εισπράξει αμοιβή για υπηρεσίες ή προμήθειες που δεν παρέσχε ή μεγαλύτερα ποσά από εκείνα που κανονικά θα εδικαιούτο, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση τριών ετών ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(β) σε περίπτωση καταδίκης, η σύμβαση του παροχέα υπηρεσιών υγείας με τον Οργανισμό θεωρείται ως να είχε τερματιστεί από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ποσά τα οποία καταβλήθηκαν στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας, με βάση τις ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις και καταχωρίσεις, καθίστανται επιστρεπτέα στον Οργανισμό.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο παρέχει εσκεμμένως ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού,, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), διαπράττει ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση τριών ετών ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(5) Οποιαδήποτε παράλειψη, πράξη ή ενέργεια γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δύο ετών ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για το οποίο δε γίνεται πρόνοια για ποινή.
(6) Στις περιπτώσεις όπου ποσά καθίστανται επιστρεπτέα στον Οργανισμό από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε, δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3) πιο πάνω, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την καταβολή των ποσών αυτών προς τον Οργανισμό, αν αυτά είναι υπολογισμένα ή αποδεκτά από τον κατηγορούμενο, και ακολούθως εισπράττονται ως χρηματική ποινή, τηρουμένης οποιασδήποτε οδηγίας δώσει το δικαστήριο σχετικά με το χρόνο και τρόπο καταβολής.
(7) Οποιοσδήποτε παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει εισφορά ή πρόσθετο τέλος που είναι καταβλητέα, δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρείς χιλιάδες τετρακόσια ευρώ ή φυλάκιση ενός έτους ή φυλάκιση έξι μηνών και, σε περίπτωση δεύτερης ή κατ' επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες τετρακόσια ευρώ ή σε φυλάκιση δύο ετών ή και στις δύο αυτές ποινές.
(8) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου που αρνήθηκε ή παράλειψε ή αμέλησε να καταβάλει εισφορά, το πρόσωπο αυτό, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με την εν λόγω εισφορά και επιπλέον ποσό ίσο με ποσοστό μη υπερβαίνον το 50% του ποσού της εισφοράς, όπως το δικαστήριο διατάζει.
(9) Κάθε εργοδότης ο οποίος αρνείται ή αμελεί ή παραλείπει να καταβάλει στο Ταμείο εισφορά την οποία παρακράτησε από τις αποδοχές οποιουδήποτε μισθωτού τον οποίο απασχολεί είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες τετρακόσια ευρώ ή σε φυλάκιση δύο ετών ή και στις δύο αυτές ποινές.
(10) Καμιά από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δε δύναται να ερμηνευθεί ότι παρεμποδίζει το Συμβούλιο να διεκδικεί οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο στο Ταμείο με πολιτική αγωγή.
62. Οι χρηματικές ποινές, τα τέλη και τα έξοδα που εισπράττονται, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, καταβάλλονται στο Ταμείο.
63.-(1) Ο Οργανισμός έχει καθήκον να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή καταγγελίας ή και αυτεπάγγελτα, παραβάσεις οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών ή Αποφάσεων.
(2) Όταν ο Οργανισμός κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου διερεύνηση, διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, εσωτερικών κανονισμών ή Αποφάσεων έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παράβασης-
(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει την επανάληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης του Οργανισμού, να βεβαιώσει με απόφασή του την παράβαση, ή/και
(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το ύψος του οποίου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ ή/και
(γ) να αποφασίσει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται διοικητικό πρόστιμο από τριακόσια σαράντα μέχρι τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, ο Οργανισμός δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη του οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντί του από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Ο Οργανισμός οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή του σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
(5) Τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο επιβαλλόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση του Οργανισμού, αφού προηγουμένως δοθεί το δικαίωμα στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο ή εκπρόσωπό του να ακουστεί.
(6) Κατά της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου από τον Οργανισμό επιτρέπεται η υποβολή ένστασης ενώπιον του Οργανισμού, σύμφωνα με διαδικασίες που καθορίζονται με Κανονισμούς και οι οποίες διασφαλίζουν την αντικειμενικότητα και αμεροληψία στη λήψη αποφάσεων του Οργανισμού σε δεύτερο βαθμό.
(7) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από τον Οργανισμό όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης για την επιβολή διοικητικού προστίμου ή σε περίπτωση που υποβάλλεται ένσταση ενώπιον του Οργανισμού από την κοινοποίησή της επί της προσφυγής απόφασης του Οργανισμού.
63Α.(α) Η ποινική δίωξη για οποιοδήποτε αδίκημα που προβλέπεται από τα εδάφια (7), (8) και (9) του άρθρου 61 ασκείται, ανάλογα με την περίπτωση, από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή από τον Έφορο Φορολογίας.
(β) Κάθε επιθεωρητής ή άλλος λειτουργός που εξουσιοδοτείται από το Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή από τον Έφορο Φορολογίας, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, μπορεί να ασκήσει δίωξη, να εμφανιστεί και παραστεί ενώπιον δικαστηρίου και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου για τα αδικήματα που προβλέπονται από τα εδάφια (7), (8) και (9) του άρθρου 61.
63Β.-(1) Όταν διαπράττεται ποινικό αδίκημα το οποίο προνοείται στον παρόντα Νόμο από νομικό πρόσωπο με τη συναίνεση ή συνέργεια ή από αμέλεια συμβούλου, διευθυντού, γραμματέα ή άλλου παρόμοιου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή από πρόσωπο φερόμενο ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα ή από φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες φροντίδας υγείας εκ μέρους του νομικού προσώπου, αυτός μαζί με το νομικό πρόσωπο λογίζονται ένοχοι του ποινικού αδικήματος αυτού και υπόκειται ωσαύτως σε ποινική δίωξη και ανάλογη ποινή.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο όρος «σύμβουλος» σε σχέση με νομικό πρόσωπο ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, η διαχείριση του οποίου είναι εμπεπιστευμένη στα μέλη του, σημαίνει μέλος του νομικού αυτού προσώπου ή οργανισμού.
(3) Πρόσωπο που σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) υπέχει ποινική ευθύνη για τελούμενο από νομικό πρόσωπο αδίκημα, ευθύνεται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή κεχωρισμένως σε οποιαδήποτε αστική διαδικασία.
64.—(1) Ο Οργανισμός, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, οι οποίοι υπόκεινται σε έγκριση από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1) και με την επιφύλαξη των διατάξεων του Νόμου που παραπέμπουν στον καθορισμό θεμάτων με εσωτερικούς κανονισμούς, ο Οργανισμός δύναται να ρυθμίζει με Κανονισμούς οποιοδήποτε από τα πιο κάτω θέματα:
(α) Σύναψη συμβάσεων με τους παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
(β) διαδικασίες εξέτασης των αιτήσεων των παροχέων υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
(γ) καθορισμό προτύπων κτιριακών και άλλων εγκαταστάσεων, εξοπλισμού και οποιουδήποτε άλλου θέματος σχετικού με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας που καλύπτεται από το Σύστημα∙
(δ) τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών φροντίδας υγείας σε ειδικές περιπτώσεις∙
(ε) τον καθορισμό προδιαγραφών για τα ιατροτεχνολογικά προϊόντα και υγειονομικά είδη που καλύπτονται από το Σύστημα∙
(στ) οτιδήποτε σχετικό με τις διατάξεις του Μέρους VIII του Νόμου, περιλαμβανομένης και της διαδικασίας υποβολής παραπόνων και εξέτασής τους από τον Επίτροπο∙
(ζ) τον καθορισμό επιπέδων και προδιαγραφών των παρεχόμενων από το Σύστημα υπηρεσιών φροντίδας υγείας∙
(η) τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος σχετικά με τη λειτουργία της Επιτροπής Ελέγχου∙
(θ) την τήρηση αρχείων, καθώς και την προστασία, εμπιστευτικότητα και επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τον Οργανισμό∙
(ι) οτιδήποτε σχετίζεται με ασφαλιστική κάλυψη για αποζημίωση λόγω αμέλειας καθώς και άλλες αναγκαίες ασφαλιστικές καλύψεις∙
(ια) τη διάθεση χρημάτων δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4∙
(ιβ) τον καθορισμό συμπληρωμής ή/και συνεισφοράς από του δικαιούχους για οποιαδήποτε από τις παρεχόμενες υπηρεσίες φροντίδας υγείας στο πλαίσιο του Συστήματος.
(3)(α) Η εφαρμογή του παρόντος Νόμου δεν εξαρτάται από την εκ των προτέρων έκδοση κανονισμών για όλα ή για μερικά από τα ζητήματα που αναγράφονται στο εδάφιο (2), αλλά, μέχρις ότου εκδοθούν κανονισμοί, ο Οργανισμός οφείλει να εκδίδει για κάθε εφαρμοζόμενη πρακτική εγκυκλίους για ενημέρωση όλων των ενδιαφερομένων.
(β) Οι εγκύκλιοι εκδίδονται εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την καθιέρωση της εφαρμοζόμενης πρακτικής.
(4) Κανονισμοί που εκδίδονται με βάση το παρόν άρθρο δύναται να προβλέπουν-
(α) Τη δημιουργία αδικημάτων για την παράβαση των διατάξεών τους και την πρόβλεψη για ποινές, ανάλογα με τη φύση της παράβασης, οι οποίες δε δύναται να υπερβαίνουν χρηματική ποινή ύψους πέντε χιλιάδων ευρώ.
(β) την επιβολή διοικητικών κυρώσεων για παράβαση των διατάξεών τους.
(5) Τα Παραρτήματα του Νόμου ή των Κανονισμών μπορούν να τροποποιούνται με Διάταγμα του Υπουργού.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 89(I)/2001
- 74(I)/2017
66.—(1) Τα δημόσια νοσηλευτήρια παραμένουν ιδιοκτησία του κράτους και η εισαγωγή του γενικού συστήματος υγείας δεν επηρεάζει το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς.
(2) Το κράτος έχει την υποχρέωση να λαμβάνει όλες τις πρόνοιες, ούτως ώστε τα νοσηλευτήρια αυτά να εκσυγχρονίζονται στους τομείς της οργάνωσης, διαχείρισης, διοίκησης και εξοπλισμού και να αξιοποιούν με τη μέγιστη δυνατή ωφελιμότητα και αποδοτικότητα τους διαθέσιμους σ' αυτά πόρους.
68.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1)-
(α) Η ισχύς των άρθρων 34, 35 και 35Α αρχίζει την 1η Ιανουαρίου 2019,
(β) η ισχύς του άρθρου 19 αρχίζει την 1η Μαρτίου 2019 και για την περίοδο από 1η Μαρτίου 2019 και μέχρι την 1η Μαρτίου 2020 και από την 1η Απριλίου 2020 μέχρι και την 30ή Ιουνίου 2020 τα ποσοστά εισφορών που αναφέρονται στο άρθρο 19 τροποποιούνται ως ακολούθως:
(i) Κάθε μισθωτός σε ποσοστό 1,70% επί των αποδοχών του∙
(ii) κάθε εργοδότης σε ποσοστό 1,85% επί των αποδοχών κάθε μισθωτού του∙
(iii) κάθε αυτοτελώς εργαζόμενος σε ποσοστό 2,55% επί των αποδοχών του∙
(iv) κάθε συνταξιούχος σε ποσοστό 1,70% επί του ποσού της σύνταξής του∙
(v) κάθε πρόσωπο που κατέχει ή ασκεί οποιοδήποτε αξίωμα σε ποσοστό 1,70% επί των αποδοχών του∙
(vi) η Δημοκρατία ή κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την καταβολή σε αξιωματούχο των προβλεπόμενων από το διορισμό ή την εκλογή του αποδοχών, καταβάλλει εισφορά σε ποσοστό 1,85% επί των αποδοχών του∙
(vii) κάθε εισοδηματίας σε ποσοστό 1,70% επί του εισοδήματός του∙
(viii) το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας σε ποσοστό 1,65% επί των αποδοχών και των συντάξεων των προσώπων που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i), (iii), (iv) και (v),
(γ) η ισχύς των άρθρων 42 και 60 αρχίζει την 1η Μαρτίου 2019,
(δ) η ισχύς του εδαφίου (1), των υποπαραγράφων (α), (β), (γ), (δ) και (ια) του εδαφίου (2) και των εδαφίων (3), (4), (5) και (6) του άρθρου 22, αρχίζει την 1η Ιουνίου 2019, και
(ε) η ισχύς των υποπαραγράφων (ε), (στ), (ζ), (η), (θ), (ι), (ιβ) και (ιγ) του εδαφίου (2) του άρθρου 22 και του άρθρου 33, αρχίζει την 1η Ιουνίου 2020.
(3) Ο Υπουργός Οικονομικών έχει εξουσία να αποφασίζει για την άρση ανωμαλιών και την επίλυση προβλημάτων που δυνατόν να προκύψουν από την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
69.-(1) Η ισχύς των διατάξεων του άρθρου 2, ως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του περί Γενικού Συστήματος Υγείας (Τροποποιητικού) νόμου του 2022, λογίζεται ότι άρχισε την 1η Μαρτίου 2019.
(2) Υποχρεώσεις επιβαλλόμενες δυνάμει του παρόντος Νόμου σε σχέση με ναυτικούς μη μόνιμους κατοίκους της Δημοκρατίας δημιουργηθείσες πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Γενικού Συστήματος Υγείας (Τροποποιητικού) Νόμου του 2022 λογίζονται ως μη γενόμενες και εισφορές οι οποίες ενδεχομένως καταβλήθηκαν στο Ταμείο σε σχέση με τους εν λόγω ναυτικούς επιστρέφονται στα πρόσωπα τα οποία τις έχουν καταβάλει.
Ο τροποποιητικός Νόμος 62(Ι)/2005, ο οποίος τροποποιεί το άρθρο 12 του βασικού Νόμου, μετά την προσθήκη νέου εδαφίου (7), δεν αναφέρει την αναρίθμηση του υφιστάμενου εδαφίου (7) στο άρθρο 12, με αποτέλεσμα να υπάρχουν δύο εδάφια (7).