8.—(1) Πρόσωπο το οποίο είναι προμηθευτής ή έχει οποιοδήποτε συμφέρον, σε σχέση με την προμήθεια υπηρεσιών ή προμηθειών που παρέχονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, δε δύναται να διορισθεί ή να συνεχίσει να είναι πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου.
(2) (α) Αν ο πρόεδρος ή μέλος του Συμβουλίου έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον σε σύμβαση η οποία έχει συναφθεί ή θα συναφθεί από τον Οργανισμό για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οφείλει να γνωστοποιήσει τη φύση του εν λόγω συμφέροντος σε συνεδρίαση του Συμβουλίου και ακολούθως δε δύναται να μετέχει στις συζητήσεις ή στη λήψη απόφασης του Συμβουλίου σχετικά με τη σύμβαση αυτή.
(β) Η γνωστοποίηση του συμφέροντος καταγράφεται στα πρακτικά.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), αν σε συνεδρίαση του Συμβουλίου γίνει από τον πρόεδρο ή από μέλος του Συμβουλίου γενική δήλωση ότι μετέχει σε συγκεκριμένη εταιρεία ή οργανισμό, αυτή θεωρείται επαρκής γνωστοποίηση συμφέροντος σχετικά με οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται με την εν λόγω εταιρεία ή τον οργανισμό μετά την ημερομηνία κατά την οποία έγινε η γενική δήλωση.
(4) Η γνωστοποίηση συμφέροντος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) δεν απαιτείται να γίνεται αυτοπροσώπως από τον πρόεδρο ή από το μέλος που έχει το συμφέρον, νοουμένου ότι η εν λόγω δήλωσή του περιέρχεται σε γνώση όλων των μελών του Συμβουλίου.