46Α.-(1) Όταν ο Επίτροπος διεξάγει έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αυτό παρέχει την ευκαιρία στον Οργανισμό ή στον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, το οποίο φέρεται ότι έχει ενεργήσει ή εξουσιοδοτήσει τη σχετική ενέργεια, να σχολιάσει οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με την ενέργεια αυτή.
(2) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ο Επίτροπος κρίνει ότι υπάρχουν επαρκή στοιχεία που δικαιολογούν την υποβολή εκθέσεως ή συστάσεως από αυτόν η οποία δυνατό να επηρεάσει δυσμενώς τον Οργανισμό ή τον παροχέα ή οποιοδήποτε αξιωματούχο ή λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να παράσχει σ’ αυτούς την ευκαιρία να ακουστούν.
(3) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο κατά τη διάρκεια της έρευνας ή ύστερα από αυτή ο Επίτροπος κρίνει ότι δυνατό να έχει διαπραχθεί ποινικό ή πειθαρχικό αδίκημα από οποιοδήποτε αξιωματούχο, λειτουργό ή υπάλληλό τους ή άλλο πρόσωπο, ο Επίτροπος οφείλει να αναφέρει το ζήτημα αυτό στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή στην αρμόδια αρχή, ανάλογα με την περίπτωση, για τη λήψη των ενδεδειγμένων μέτρων.
(4) Οι διεξαγόμενες από τον Επίτροπο έρευνες, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν είναι δημόσιες.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η διαδικασία που τηρείται κατά τη διεξαγωγή έρευνας είναι αυτή που ο Επίτροπος θεωρεί ως πρέπουσα σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης και, άνευ βλάβης της γενικότητας της διατάξεως αυτής, ο Επίτροπος έχει εξουσία όπως, τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, λαμβάνει πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο και με οποιοδήποτε τρόπο κρίνει αυτός ορθό, δύναται δε να αποφασίσει αν ένα πρόσωπο δικαιούται να εκπροσωπηθεί με δικηγόρο ή διαφορετικά.
(6) Η διεξαγωγή έρευνας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζει οποιαδήποτε ενέργεια που έχει γίνει από τον Οργανισμό ή τον παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας ή οποιαδήποτε εξουσία ή καθήκον τους να ερευνήσουν περαιτέρω οποιοδήποτε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο Οργανισμός και οι παροχείς υπηρεσιών φροντίδας υγείας υποχρεούνται όπως, αν τους ζητηθεί τούτο από τον Επίτροπο, παρέχουν κάθε συνδρομή στο επιτελούμενο από αυτόν έργο.
(8) Ο Επίτροπος δύναται, μετά την άρνηση ή την παράλειψη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας, να παράσχει την απαιτούμενη συνδρομή στο έργο που επιτελείται από αυτόν, να παράσχει σε αυτήν ενόψει των περιστάσεων, εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας να τον καλεί να συνεργαστεί· σε περίπτωση που η παρασχεθείσα προθεσμία παρέλθει άπρακτη, η μη σύμπραξη του Οργανισμού ή του παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας στη διεξαγωγή της έρευνας αποτελεί αντικείμενο ειδικής έκθεσης του Επιτρόπου προς τον καθ’ ύλην αρμόδιο Υπουργό, ο οποίος μεριμνά για την παροχή της απαιτούμενης συνδρομής στο έργο του Επιτρόπου.
(9) Άρνηση οποιουδήποτε αξιωματούχου, λειτουργού ή υπαλλήλου να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως εκ των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων του, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα παράβασης καθήκοντος.
(10) Άρνηση οποιουδήποτε παροχέα υπηρεσιών φροντίδας υγείας να συνεργαστεί με τον Επίτροπο κατά τη διεξαγωγή έρευνας εκ μέρους αυτού με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν η εν λόγω συνεργασία απαιτείται ως των παρεχόμενων υπηρεσιών φροντίδας υγείας, συνιστά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.