45.—(1) Παράπονο, δυνάμει του παρόντος Μέρους, υποβάλλεται από πρόσωπο φυσικό ή νομικό το οποίο δεν είναι κυβερνητικό τμήμα ή υπηρεσία ή αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή σώμα το οποίο συστάθηκε για σκοπούς της δημόσιας υπηρεσίας ή άλλο σώμα ή οργανισμός οι πόροι του οποίου καταβάλλονται ή συμπληρώνονται από κρατικές χορηγίες.
(2) Παράπονο δύναται να υποβληθεί—
(α) Από τους προσωπικούς αντιπροσώπους παραπονουμένου ο οποίος απεβίωσε προτού υποβάλει το παράπονο,
(β) από το διαχειριστή της περιουσίας ανίκανου προσώπου,
(γ) από τον κηδεμόνα ανήλικου προσώπου,
(δ) από τον πλησιέστερο συγγενή προσώπου το οποίο λόγω οποιασδήποτε πάθησης δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί την περιουσία του και τις υποθέσεις του, όταν το παράπονο αφορά παράλειψη ή πράξη που έλαβε χώρα προτού ο παραπονούμενος καταστεί ανίκανος.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο Επίτροπος προβαίνει στη διερεύνηση παραπόνου μόνο στις περιπτώσεις όπου ο παραπονούμενος είναι το πρόσωπο το οποίο έχει επηρεαστεί άμεσα από την πράξη ή παράλειψη αναφορικά προς την οποία υποβάλλεται το παράπονο.
(4) Για σκοπούς του άρθρου αυτού «ανίκανο πρόσωπο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Διαχείρισης Περιουσίας Ανίκανων Προσώπων Νόμο του 1996 και «διαχειριστής περιουσίας ανίκανου προσώπου» σημαίνει το διαχειριστή που διορίζεται δυνάμει του πιο πάνω Νόμου και «προσωπικός αντιπρόσωπος» έχει την έννοια που αποδίδεται σ' αυτόν από τον περί Διαχείρισης Κληρονομιών Νόμο.