4.—(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο πληρώνει μερίσματα ή τόκους ή ενοίκια, οφείλει όπως παρακρατεί έκτακτη εισφορά σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 3 από οποιαδήποτε πληρωμή γίνεται ή θα γίνει και καταβάλλει αυτή στο Διευθυντή μαζί με κατάσταση η οποία παρέχει πλήρη στοιχεία των συνθηκών συνεπεία των οποίων έγινε η παρακράτηση και πώς υπολογίστηκε η έκτακτη εισφορά που παρακρατήθηκε:
(2) Οποιαδήποτε έκτακτη εισφορά, η οποία απαιτείται όπως παρακρατηθεί δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), θεωρείται ως έκτακτη εισφορά που επιβλήθηκε στο πρόσωπο από το οποίο απαιτείται όπως η εν λόγω έκτακτη εισφορά παρακρατηθεί και δύναται να ανακτηθεί από αυτό:
(3) Αν οποιαδήποτε τέτοια έκτακτη εισφορά δεν παρακρατηθεί ή αν, αφού παρακρατήθηκε, δεν καταβληθεί στο Διευθυντή μέσα στο μήνα ο οποίος έπεται του μήνα κατά τον οποίο έπρεπε να εγίνετο ή έγινε η παρακράτηση, προστίθεται σε αυτή τόκος με ποσοστό εννέα τοις εκατόν ετησίως.
(4) Η εισφορά επί των ενοικίων και των μερισμάτων ή τόκων από πηγές εκτός της Δημοκρατίας καταβάλλεται σε δύο εξαμηνιαίες δόσεις, δηλαδή μέχρι τις 30 Ιουνίου και τις 31 Δεκεμβρίου του κάθε έτους αντίστοιχα. Στην περίπτωση που η εισφορά δεν καταβληθεί εντός της προθεσμίας αυτής προστίθεται σ' αυτή τόκος σε ποσοστό εννέα τοις εκατόν (9%) ετησίως.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, η βεβαίωση, καταβολή, είσπραξη και παρακράτηση οποιουδήποτε ποσού έκτακτης εισφοράς καθώς και οποιουδήποτε τόκου επ' αυτής διενεργείται σύμφωνα με τις ανάλογες διατάξεις των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων και του περί Εισπράξεως Φόρων Νόμου.