17. (1) Στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης επιδιδομένης σε ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, τα κέρδη ή οφέλη εκ των εργασιών αυτών επί των οποίων είναι καταβλητέος φόρος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 εξακριβώνονται με τον ακόλουθο τρόπο-
(α) αθροίζονται όλα τα ποσά των ακαθαρίστων ασφαλίστρων και του καθαρού εισοδήματος από επενδύσεις,
(β) από το άθροισμα του (α) αφαιρούνται τα ποσά οποιωνδήποτε ασφαλίστρων για αντασφαλίσεις, καθαρών απαιτήσεων, των εξαγορών, των δαπανών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων εκπτώσεων δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου, και
(γ) από το ποσό που εξευρίσκεται στο (β) αφαιρούνται τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις αναφορικά με όλες τις εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων στη Δημοκρατία κατά το τέλος του φορολογικού έτους και προστίθενται στο ποσό τούτο τα ποσά των αποθεμάτων για υποχρεώσεις που εκκρεμούν κατά την έναρξη του φορολογικού έτους.
(2) Όταν δεν προκύπτει φόρος ή ο καταβλητέος φόρος επί των κερδών ή οφελών από ασφαλιστικές εργασίες μακροπροθέσμων κλάδων, δεν υπερβαίνει το ενάμιση τοις εκατόν (1.5%) του ακαθαρίστου ποσού ασφαλίστρων, εξαιρουμένων των συνεισφορών σε οποιοδήποτε εγκεκριμένο Ταμείο Συντάξεων ή Προνοίας ή άλλο Ταμείο, το οποίο διαχειρίζεται προς όφελος των μελών αυτού, η ασφαλιστική επιχείρηση θα καταβάλλει τη διαφορά υπό μορφή προκαταβολής φόρου εισοδήματος.
(3) Στην περίπτωση των εισοδημάτων της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές, συμπεριλαμβανομένων και των εισοδημάτων από τη διαχείριση οποιουδήποτε εγκεκριμένου Ταμείου Συντάξεως ή Προνοίας ή άλλου Ταμείου εφαρμόζονται οι σχετικές διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Όταν το ποσό της ζημιάς το οποίο, αν ήταν κέρδος ή όφελος θα φορολογείτο δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι τόσο που να μην μπορεί να συμψηφισθεί ολόκληρο με το εισόδημα της ασφαλιστικής επιχείρησης από άλλες πηγές για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να συμψηφιστεί, μεταφέρεται και συμψηφίζεται με το κατά τα επόμενα έτη εισόδημα ασφαλιστικής επιχείρησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου-
«απαιτήσεις» σημαίνει το ποσό το οποίο προκύπτει όταν στο ποσό των αποζημιώσεων οι οποίες καταβλήθηκαν δυνάμει ασφαλιστηρίων συμβολαίων κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους προστεθεί ή αφαιρεθεί, ανάλογα, το ποσό της αύξησης ή της μείωσης των πληρωτέων αποζημιώσεων κατά τη διάρκεια του ιδίου φορολογικού έτους·
«ασφαλιστική επιχείρηση», «αναλογιστής», «εργασίες γενικού κλάδου» και «Έφορος Ασφαλίσεων» έχουν την ίδια έννοια η οποία αποδίδεται στους όρους αυτούς περί Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«δαπάνες» περιλαμβάνουν προμήθειες και, στην περίπτωση ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας η έδρα βρίσκεται εκτός της Δημοκρατίας, δίκαιη αναλογία των δαπανών της έδρας της ασφαλιστικής επιχείρησης οι οποίες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το δυο τοις εκατόν (2%) του ποσού των ασφαλίστρων στη Δημοκρατία μετά την αφαίρεση του ποσού του καταβληθέντος για αντασφαλίσεις·
«καθαρές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις μειωμένες κατά το ποσό το οποίο ανακτήθηκε κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους σε σχέση με αυτές δυνάμει αντασφαλίσεως ·
«καθαρό εισόδημα από επενδύσεις» περιλαμβάνει οποιοδήποτε κέρδος ή ζημιά από τη διάθεση επενδύσεων του αποθέματος μακροπροθέσμων κλάδων καθώς και αύξηση ή μείωση στην αξία των επενδύσεων καθόσον αφορά ασφάλειες συνδεδεμένες με συγκεκριμένες επενδύσεις (unit linked policies)· και
«υποχρεώσεις» περιλαμβάνουν και ωφελήματα προς τους ασφαλισμένους και εξακριβώνονται μετά από ετήσια έρευνα από αναλογιστή, η οποία εγκρίνεται από τον Έφορο Ασφαλίσεων. Τόσο οι υποχρεώσεις, όσο και τα οποιαδήποτε αποθεματικά τα οποία αφορούν στις υποχρεώσεις μακροπροθέσμων κλάδων, θα εξακριβώνονται δια της αναλογιστικής μεθόδου την οποίαν ήθελε υιοθετήσει η ασφαλιστική επιχείρηση. Η μέθοδος αυτή, ως επίσης και οι συντελεστές προεξόφλησης ή άλλοι συντελεστές οι οποίοι δεν αφορούν προεξοφλήσεις, θα εφαρμόζονται από έτος σε έτος με συνέπεια, εκτός αν υπάρχει επαρκής δικαιολογία για μεταβολή τούτων από την ασφαλιστική επιχείρηση και προς τούτο θα ικανοποιείται ο Έφορος:
Νοείται ότι ο Έφορος μπορεί να μην αποδεχθεί οποιαδήποτε μέθοδο ή μεταβολή της μεθόδου που ακολουθείται από την ασφαλιστική επιχείρηση, αν αποδεδειγμένα δεν συνάδει με γενικώς παραδεκτές ασφαλιστικές και λογιστικές αρχές. Για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής μπορεί να απαιτήσει από την ασφαλιστική επιχείρηση την υποβολή τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία.