35. (1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου θα εφαρμόζονται όταν, με βάση σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34, Ο φόρος πληρωτέος σε εισόδημα στη χώρα με την Κυβέρνηση της οποίας έγινε η σύμβαση, θα εκπίπτει υπό μορφή πίστωσης έναντι του φόρου του πληρωτέου στη Δημοκρατία αναφορικά με το εισόδημα αυτό, στο παρόν δε άρθρο ο όρος «αλλοδαπός φόρος» σημαίνει κάθε φόρο που είναι πληρωτέος στη χώρα με την οποία έγινε η σύμβαση, ο οποίος δυνάμει της σύμβασης θα εκπίπτει υπό μορφή πίστωσης.
(2) Το ποσόν του φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα θα μειώνεται με το ποσό της πίστωσης.
(3) Το ποσό της πίστωσης δεν θα υπερβαίνει το ποσό το οποίο θα εξευρίσκετο αν το εισόδημα υπολογιζόταν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και φορολογείτο με φορολογικό συντελεστή ο οποίος εξευρίσκεται αν διαιρεθεί ο φόρος ο επιβλητέος (πριν να χορηγηθούν εκπτώσεις για πιστώσεις με βάση τη σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34 του παρόντος Νόμου) επί του συνολικού εισοδήματος του προσώπου το οποίο δικαιούται το εισόδημα με το ποσό του συνολικού εισοδήματος του προσώπου αυτού, του φόρου που αναλογεί στο εισόδημα από τη χώρα του εξωτερικού που περιλαμβάνεται στο φορολογητέο εισόδημα.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), το συνολικό ποσό πίστωσης το οποίο θα μπορεί να επιτραπεί ως έκπτωση σε οποιοδήποτε φορολογικό έτος αναφορικά με αλλοδαπό φόρο με βάση σύμβαση που έγινε δυνάμει του άρθρου 34 δεν θα υπερβαίνει το συνολικό φόρο τον καταβλητέο από αυτόν για το υπό εξέταση φορολογικό έτος.
(5) Κατά τον υπολογισμό του ποσού του εισοδήματος -
(α) δεν θα επιτρέπεται έκπτωση αναφορικά με αλλοδαπό φόρο είτε τέτοιος φόρος αναφέρεται στο ίδιο είτε σε οποιοδήποτε άλλο εισόδημα·
(β) σε περιπτώσεις στις οποίες ο επιβλητέος φόρος εξαρτάται από το ποσό που λήφθηκε στη Δημοκρατία, τέτοιο ποσό θα επαυξάνεται με το ανάλογο ποσό του αλλοδαπού φόρου αναφορικά με το εισόδημα αυτό·
(γ) σε περιπτώσεις στις οποίες το εισόδημα περιλαμβάνει μερίσματα εταιρειών και δυνάμει της σύμβασης αλλοδαπός φόρος μη επιβλητέος άμεσα ή με παρακράτηση πάνω στα μερίσματα πρέπει να ληφθεί υπόψη για να αποφασισθεί κατά πόσο θα χορηγηθεί οποιαδήποτε πίστωση έναντι του φόρου αναφορικά με τα μερίσματα αυτά, το ποσό του εισοδήματος θα επαυξάνεται με το ποσό του αλλοδαπού φόρου που δεν επιβάλλεται με αυτό τον τρόπο, ο οποίος πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον προσδιορισμό του ποσού της πίστωσης:
Νοείται ότι ανεξάρτητα από οτιδήποτε διαλαμβάνεται στις προηγούμενες διατάξεις του παρόντος εδαφίου, θα αφαιρείται από το θεωρητικό ποσό του αλλοδαπού εισοδήματος κάθε ποσό κατά το οποίο ο αλλοδαπός φόρος υπερβαίνει την αντίστοιχη πίστωση.
(6) Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (5) θα εφαρμόζονται για τον υπολογισμό του θεωρητικού συνολικού εισοδήματος με σκοπό όπως καθορισθεί ο συντελεστής που αναφέρεται στο εδάφιο (3)· θα εφαρμόζονται δε με τον ίδιο τρόπο σε τέτοιους υπολογισμούς αναφορικά με κάθε εισόδημα στην περίπτωση του οποίου δέον να χορηγηθεί πίστωση για αλλοδαπό φόρο δυνάμει της εκάστοτε σε ισχύ σύμβασης που έγινε δυνάμει του άρθρου 34.
(7) Οσάκις-
(α) η σύμβαση προβλέπει, αναφορικά με μερίσματα ορισμένων τάξεων, όχι όμως με μερίσματα άλλων τάξεων, ότι αλλοδαπός φόρος, που δεν επιβάλλεται άμεσα ή με παρακράτηση πάνω σε μερίσματα, θα λαμβάνεται υπόψη για να αποφασισθεί κατά πόσο θα χορηγηθεί πίστωση έναντι του φόρου αναφορικά με τα μερίσματα αυτά· και
(β) πληρώνονται μερίσματα που δεν εμπίπτουν σε κάποια τάξη για την οποία έγινε τέτοια πρόβλεψη στη σύμβαση, τότε, αν τα μερίσματα πληρώνονται σε εταιρεία η οποία ελέγχει, άμεσα ή έμμεσα, όχι ολιγότερο του πενήντα τοις εκατόν των μετοχών με δικαίωμα ψήφου της εταιρείας που καταβάλλει τα μερίσματα, θα χορηγείται πίστωση ως εάν τα μερίσματα ενέπιπταν σε κάποια τάξη για την οποία έχει γίνει τέτοια πρόβλεψη στη σύμβαση.
(8) Η πίστωση που χορηγείται δυνάμει τέτοιας σύμβασης έναντι του φόρου που επιβάλλεται στο εισόδημα οποιουδήποτε προσώπου για οποιοδήποτε φορολογικό έτος δεν θα παρέχεται αν το πρόσωπο αυτό ήθελε επιλέξει έτσι για το υπό εξέταση έτος.
(9) Απαιτήσεις για έκπτωση υπό μορφή πίστωσης θα υποβάλλονται το αργότερο μέσα σε έξι έτη από το τέλος του οικείου φορολογικού έτους, σε περίπτωση δε διαφοράς ως προς το ποσό που εκπίπτει, η απαίτηση θα υπόκειται σε ένσταση και προσφυγή με τον ίδιο τρόπο όπως και η φορολογία.
(10) Όταν το ποσό οποιασδήποτε πίστωσης που χορηγείται δυνάμει σύμβασης καθίσταται υπέρμετρο ή ανεπαρκές ως αποτέλεσμα της τροποποίησης του ποσού του φόρου του πληρωτέου στη Δημοκρατία ή αλλού, οι διατάξεις του παρόντος Νόμου οι οποίες περιορίζουν το χρόνο μέσα στον οποίο μπορεί να επιβληθεί φορολογία ή να υποβληθούν αιτήσεις για έκπτωση, δεν θα εφαρμόζονται σε φορολογίες ή απαιτήσεις οι οποίες αποτελούν αναγκαίο επακόλουθο της τροποποίησης που έγινε, εφόσον οι φορολογίες αυτές και απαιτήσεις γίνονται πριν την παρέλευση έξι ετών από το χρόνο στον οποίο είχαν γίνει, στη Δημοκρατία ή αλλού, όλες οι φορολογίες, τροποποιήσεις ή άλλες επιλύσεις οι οποίες ήταν ουσιώδεις για να αποφασισθεί κατά πόσο πρέπει να χορηγηθεί κάποια πίστωση.