48. (1) Μετά την ολοκλήρωση του ορισμού των σχετικών αγορών σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στα Άρθρα 46(5) και 47, ο Επίτροπος υποχρεούται να διεξάγει ανάλυση της αποτελεσματικότητας του ανταγωνισμού σύμφωνα με το Κοινοτικό δίκαιο.
(2) Όπου, ως αποτέλεσμα της ανάλυσης του ανταγωνισμού σε μια συγκεκριμένη αγορά, ο Επίτροπος διαπιστώνει ότι η αγορά δεν είναι επαρκώς ανταγωνιστική, ο Επίτροπος θα ορίζει πρόσωπο ή πρόσωπα ως έχουσες Σημαντική Ισχύ στην αγορά αυτή.
(3) Πρόσωπο θεωρείται ότι κατέχει σημαντική ισχύ στην αγορά εφόσον, είτε ατομικά είτε σε συνεργασία με άλλα πρόσωπα, ευρίσκεται σε θέση ισοδύναμη προς δεσπόζουσα θέση σύμφωνα με την Κοινοτική νομολογία. Η δεσπόζουσα θέση νοείται ως θέση οικονομικής ισχύος που επιτρέπει σε πρόσωπο ή σε πρόσωπα να συμπεριφέρεται, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές, τους πελάτες και, τελικά, τους καταναλωτές.
(4) Εάν ένα πρόσωπο έχει σημαντική ισχύ σε μια συγκεκριμένη αγορά, είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι κατέχει σημαντική ισχύ και σε μια στενά συνδεδεμένη με αυτήν αγορά, εάν οι δεσμοί μεταξύ των δύο αγορών είναι τέτοιοι ώστε να είναι δυνατή η εκμετάλλευση της ισχύος στη μία αγορά από την άλλη στενά συνδεδεμένη αγορά, ενισχύοντας έτσι τη θέση ισχύος του προσώπου στην αγορά.
(5) Όπου, ως αποτέλεσμα της ανάλυσης του επιπέδου του ανταγωνισμού σε μια συγκεκριμένη αγορά, ο Επίτροπος διαπιστώνει ότι η αγορά είναι επαρκώς ανταγωνιστική, δεν πρέπει να επιβάλλει ή να διατηρεί οποιαδήποτε από τις τομεακές κανονιστικές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 49 και πρέπει να αίρουν τις υπάρχουσες υποχρεώσεις σε παροχείς με Σημαντική Ισχύ στη σχετική αγορά. Ο Επίτροπος θα διασφαλίσει ότι παρέχεται κατάλληλος χρόνος ειδοποίησης στα μέρη που επηρεάζονται από αυτή την άρση κανονιστικών υποχρεώσεων.
(6) Οι αναλύσεις αγορών που διεξάγονται από τον Επίτροπο θα λαμβάνουν υπόψη τις μελλοντικές εξελίξεις, με σκοπό ο Επίτροπος να λαμβάνει υπόψη τις αναμενόμενες ή προβλεπόμενες τεχνολογικές ή οικονομικές εξελίξεις για την περίοδο μέχρι την επόμενη εξέταση της αγοράς.