34. (1) Σε περίπτωση που ανακύψει διαφορά μεταξύ οργανισμών, ο Επίτροπος, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δύναται να ξεκινήσει έρευνα προς το σκοπό της επίλυσης της διαφοράς.
(2) Κατόπιν γνωστοποίησης του αιτήματος ενός οργανισμού για επίλυση διαφοράς, ο Επίτροπος λαμβάνει απόφαση, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία γνωστοποίησης σε αυτόν της διαφοράς, από οποιοδήποτε από τα μέρη, και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατή υπέρβαση αυτής της περιόδου. Κατά την επίλυση της διαφοράς, η απόφαση του Επιτρόπου αποσκοπεί στη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις του παρόντος Νόμου και των εκδιδόμενων δυνάμει του παρόντος Νόμου διαταγμάτων.
(3) Ο Επίτροπος δύναται να αποφασίζει την μη έναρξη της έρευνας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο όπου διαβεβαιούται ότι τα μέρη έχουν στη διάθεσή τους άλλους μηχανισμούς έγκαιρης επίλυσης της διαφοράς, ή εάν έχουν κινηθεί από οποιοδήποτε από τα μέρη σχετικές διαδικασίες ενώπιον Δικαστηρίου.
(4) Για τις περιπτώσεις εκείνες όπου ο Επίτροπος αποφασίζει την μη έναρξη έρευνας επί τη βάσει του παρόντος άρθρου, θα ενημερώνει τα μέρη για την απόφασή του αυτή το συντομότερο δυνατόν, καθώς και για την αιτιολογία της σχετικής απόφασής του.
(5) Κατά την λήψη απόφασης σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ο Επίτροπος θα λαμβάνει υπόψη τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.
(6) Πρόσωπο που αποτυγχάνει να συνεργαστεί σε έρευνα που διενεργείται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, ή που αποτυγχάνει να συμμορφωθεί με απόφαση που εκδίδεται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, κρίνεται ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το ποσό των χιλίων επτακοσίων ευρώ (€1700) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) [Καταργήθηκε].
(8) [Καταργήθηκε].
(9) [Καταργήθηκε].