109. (1) Εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος μετά τη θέση σε ισχύ του παρόντος Νόμου, ο Επίτροπος καθορίζει, με Απόφαση, ένα ή περισσότερα πρόσωπα που θα υπέχει(ουν) την υποχρέωση να παρέχουν Καθολική Υπηρεσία για ορισμένη περίοδο που θα καθορισθεί από τον Επίτροπο, σύμφωνα με τους όρους που τίθενται στο παρόν Μέρος του Νόμου, ούτως ώστε η Καθολική Υπηρεσία να διατίθεται στο σύνολο της γεωγραφικής επικράτειας της Κύπρου.
(2) Ο Επίτροπος δύναται να καθορίσει διαφορετικά πρόσωπα ή ομάδες προσώπων οι οποίες θα συμμορφώνονται με μία ή περισσότερες υποχρεώσεις εξ αυτών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος Άρθρου, ή θα καλύπτουν διαφορετικά τμήματα της γεωγραφικής επικράτειας της Κύπρου.
(3) Ο Επίτροπος, με υιοθέτηση απόφασης, καθορίζει τα κριτήρια επιλογής προσώπου ή προσώπων που πρόκειται να παράσχουν την Καθολική Υπηρεσία σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.
(4) Κατά τον καθορισμό προσώπου ή προσώπων βάσει του εδαφίου (1) του παρόντος Άρθρου, ο Επίτροπος θα πρέπει να υιοθετήσει ένα μηχανισμό καθορισμού, ο οποίος είναι αποτελεσματικός, αντικειμενικός, διαφανής και αμερόληπτος, σύμφωνα με τον οποίο κανένα πρόσωπο δεν εξαιρείται εκ των προτέρων από τον καθορισμό της ως παροχέα Καθολικής Υπηρεσίας. Ο εν λόγω μηχανισμός καθορισμού εξασφαλίζει ότι, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στο Άρθρο 108 του παρόντος Νόμου εκπληρώνονται με τρόπο οικονομικά αποδοτικό και μπορεί να χρησιμοποιείται για να προσδιορίζεται από τον Επίτροπο το καθαρό κόστος της υποχρέωσης παροχής καθολικής υπηρεσίας.
(5) Ο Επίτροπος κοινοποιεί στην Επιτροπή, εφόσον επέλθει οποιαδήποτε αλλαγή, τις επωνυμίες των καθορισμένων προσώπων για την εκπλήρωση υποχρεώσεων καθολικής υπηρεσίας δυνάμει του εδαφίου (2) του παρόντος Άρθρου του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του Άρθρου 36 της οδηγίας 2002/22ΕΚ.