35. (1). Στην περίπτωση διασυνοριακής διαφοράς που προκύπτει αναφορικά με δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο, ή το Κοινοτικό Δίκαιο, η οποία σωρευτικά:
(α) έχει διασυνοριακό χαρακτήρα, καθόσον αφορά μέρη (είτε παροχείς δικτύων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή υπηρεσιών, ή/και χρήστες συμπεριλαμβανομένων τελικών χρηστών, είτε παροχείς ταχυδρομικών υπηρεσιών) σε διαφορετικά Κράτη Μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και
(β) εμπίπτει ταυτόχρονα στην αρμοδιότητα του Επιτρόπου και την αρμοδιότητα ενός ή περισσοτέρων άλλων Ρυθμιστικών Αρχών στα Κράτη Μέλη,
θα εφαρμόζεται επακριβώς η διαδικασία που περιγράφεται στο Άρθρο 34.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου:
(α) Μια διαφορά θεωρείται ότι εμπίπτει ταυτόχρονα στην αρμοδιότητα ενός ή περισσοτέρων Ρυθμιστικών Αρχών στα Κράτη Μέλη, όταν σχετίζεται άμεσα με τη διενέργεια δραστηριοτήτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών από ένα ή και τα δύο από τα εμπλεκόμενα στη διαφορά μέρη, σε περισσότερα του ενός Κράτους Μέλους, ή με τη διενέργεια δραστηριοτήτων ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή ταχυδρομικών υπηρεσιών που λαμβάνουν χώρα σε διαφορετικά Κράτη Μέλη από διαφορετικά μέρη στη διαφορά.
(β) Μια δραστηριότητα ηλεκτρονικών επικοινωνιών θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα σε ένα Κράτος Μέλος όταν σχετίζεται με ένα δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είναι εγκατεστημένο σε αυτό το Κράτος Μέλος.
(γ) Μια δραστηριότητα ταχυδρομικών υπηρεσιών θεωρείται ότι λαμβάνει χώρα σε ένα Κράτος Μέλος όταν σχετίζεται με παροχή ταχυδρομικών υπηρεσιών που παρέχονται σε αυτό το Κράτος Μέλος.
(3) Ο Επίτροπος έχει αρμοδιότητα προς επιδίκαση μιας διαφοράς κατόπιν αιτήσεως ενός μέρους, είτε παροχέα, είτε χρήστη, είτε συνδρομητή, το οποίο θεμελιώνει ότι έχει έννομο συμφέρον προς την επίλυση της διαφοράς. Για την επίλυση της διαφοράς θα ακολουθείται η διαδικασία επίλυσης διαφορών του άρθρου 34, όπως αυτή προβλέπεται αναλυτικά στο σχετικό Διάταγμα αναφορικά με τις διαδικασίες ακροάσεων και επιβολής διοικητικών προστίμων/άλλων κυρώσεων αναφορικά με την επίλυση διαφορών, με την επιφύλαξη των περιορισμών που επιβάλλονται στα εδάφια (4) έως (6) πιο κάτω.
(4) Πριν ο Επίτροπος προβεί σε οποιοδήποτε μέτρο για την επίλυση της διαφοράς, οφείλει να ενημερώσει τις συναρμόδιες Ρυθμιστικές Αρχές των άλλων Κρατών Μελών που εμπλέκονται στη διαφορά ενώπιόν του, και να συνεργαστεί με αυτές προς το σκοπό της κοινής επίλυσης της διαφοράς, σύμφωνα με τους σκοπούς του Άρθρου 2, και υπό την επιφύλαξη των προϋποθέσεων του Μέρους 8 και του Άρθρου 25 του παρόντος Νόμου. Ο Επίτροπος δύναται να συμβουλευτεί τον BEREC, προκειμένου να καταλήξει σε μια συνεκτική επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τους σκοπούς του άρθρου 18 καθώς και να ζητήσει από αυτόν να εκδώσει γνώμη ως προς τη δράση που πρέπει να αναληφθεί. Σε περίπτωση που υποβάλει τέτοιο αίτημα, ο Επίτροπος αναμένει τη γνώμη του BEREC, προτού αναλάβει δράση για την επίλυση της διαφοράς, με την επιφύλαξη της εξουσίας του να λάβει επείγοντα μέτρα, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.
(5) Τα μέτρα που πρόκειται να υιοθετηθούν από τον Επίτροπο ή/και τις άλλες συναρμόδιες Ρυθμιστικές Αρχές από τα άλλα Κράτη Μέλη θα είναι σύμφωνα, στο μεγαλύτερο δυνατό μέτρο, με τη συμφωνία περί συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων Εθνικών Ρυθμιστικών Αρχών και θα λαμβάνουν ιδιαιτέρως υπόψη τη γνώμη που εκδίδει ο BEREC.
(6) Ο Επίτροπος δύναται, κατόπιν της κοινής απόφασης των συναρμόδιων Ρυθμιστικών Αρχών των άλλων Κρατών Μελών, να αρνηθεί να επιλύσει μια διαφορά όταν υφίστανται άλλοι μηχανισμοί, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης ή/και της διαιτησίας, που θα συνέβαλαν στην έγκαιρη επίλυση της διαφοράς, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του Άρθρου 33 του παρόντος Νόμου. Η απόφαση του Επιτρόπου, η οποία θα ληφθεί σε συμφωνία με τις συναρμόδιες Ρυθμιστικές Αρχές, θα γνωστοποιείται στα μέρη και στον BEREC.
(7) Ο Επίτροπος θα προβεί σε μια κοινή επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τα εδάφια (3) έως (6), κατόπιν αιτήματος ενός από τα μέρη, εάν ύστερα από τέσσερις (4) μήνες από την υποβολή της διαφοράς στον Επίτροπο, η διαφορά δεν έχει επιλυθεί, και εάν στο μεσοδιάστημα κανένα από τα μέρη δεν έχει φέρει την διαφορά ενώπιον Δικαστηρίου.
(8) Η διαδικασία που περιγράφεται στα εδάφια (3) έως (7) δεν εμποδίζει κανένα από τα μέρη να προβούν σε δικαστηριακή επίλυση της διαφοράς.