20.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει καθήκον να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που ρυθμίζονται εξειδικευμένα κατά τρόπο ανάλογο από ειδική νομοθεσία.
(2) Όταν ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) , η Αρμόδια Αρχή θεωρήσει ότι υπήρξε παράβαση, δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ζητήσει με αίτησή της προς το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο κατά την κρίση της ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή.
(3) Κατά την εξέταση αυτή η Αρμόδια Αρχή δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται σε αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπου ή εκ μέρους οποιουδήποτε πρόσωπο που αναφορικά με τη γενομένη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κατά την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται σε αυτή τη δυνάμει του παρόντος Νόμου, οφείλει να έχει υπόψη της-
(α) ΄Oλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον,
(β) ότι είναι επιθυμητή η ενθάρρυνση του εκούσιου ελέγχου των συμβάσεων που διέπονται από τον παρόντα Νόμο από αυτόνομους οργανισμούς, επαγγελματικούς συνδέσμους και ενώσεις και άλλους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας.