Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο:
«Οδηγία 2000/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2000 για ορισμένες νομικές πτυχές των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως του ηλεκτρονικού εμπορίου, στην εσωτερική αγορά («οδηγία για το ηλεκτρονικό εμπόριο») (ΕΕ L 178 της 17/07/2000 σ. 0001 - 0016)»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως-
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ορισμένων Πτυχών των Υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας και ειδικά του Ηλεκτρονικού Εμπορίου καθώς και για Συναφή Θέματα Νόμος του 2004.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αποδέκτης της υπηρεσίας» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο χρησιμοποιεί, επαγγελματικώς ή άλλως, μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, ιδίως για να αναζητήσει πληροφορίες ή για να προσφέρει πρόσβαση σε αυτές·
«Αρμόδια Αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού·
«εγκατεστημένος φορέας παροχής υπηρεσιών» σημαίνει τον φορέα παροχής υπηρεσιών που έχει την εθνικότητα κράτους μέλους ή εταιρεία όπως καθορίζεται στις διατάξεις του Άρθρου 48 της Συνθήκης, οι οποίοι ασκούν ουσιαστικώς μια οικονομική δραστηριότητα μέσω μιας μόνιμης εγκατάστασης σε κράτος μέλος για αόριστη χρονική διάρκεια:
Νοείται ότι η παρουσία και η χρήση των τεχνικών μέσων και των τεχνολογιών που απαιτούνται για την παροχή της υπηρεσίας δεν συνιστούν καθεαυτώ εγκατάσταση του φορέα:
Νοείται περαιτέρω, ότι στις περιπτώσεις που δεν είναι δυνατό να προσδιορισθεί ο συγκεκριμένος τόπος εγκατάστασης από τον οποίο παρέχεται η υπηρεσία, η υπηρεσία θεωρείται ότι παρέχεται από την εγκατάσταση στην οποία ο φορέας παροχής υπηρεσιών έχει το κέντρο των δραστηριοτήτων του ως προς την συγκεκριμένη δραστηριότητα·
«εξ’ αποστάσεως» σημαίνει, σε σχέση με υπηρεσία, ότι η υπηρεσία προσφέρεται χωρίς τα μέρη να είναι ταυτόχρονα παρόντα·
«εμπορικές επικοινωνίες» σημαίνει όλες τις μορφές επικοινωνίας που αποσκοπούν να προωθήσουν, άμεσα ή έμμεσα, αγαθά, υπηρεσίες ή την εικόνα μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού ή ενός προσώπου που ασκεί εμπορική, βιομηχανική ή βιοτεχνική δραστηριότητα ή νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα. Δεν συνιστούν καθ' εαυτό εμπορική επικοινωνία:
(α) Tα στοιχεία που επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στη δραστηριότητα της εν λόγω επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου, ιδίως το όνομα του διαδικτυακού τομέα (domain name) ή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,
(β) οι επικοινωνίες που αφορούν αγαθά, υπηρεσίες ή την εικόνα της εν λόγω επιχείρησης, του οργανισμού ή του προσώπου οι οποίες πραγματοποιούνται κατά τρόπο ανεξάρτητο από τη θέλησή τους, ιδίως χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«καταναλωτής» σημαίνει κάθε φυσικό πρόσωπο που επιδιώκει στόχους μη εντασσόμενους στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην έννοια αυτή περιλαμβάνεται κάθε κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στην Συμφωνία ΕΟΧ·
«νομοθετικώς κατοχυρωμένο επάγγελμα» σημαίνει κάθε επάγγελμα, σύμφωνα είτε με την έννοια του όρου «κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» όπως αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 των περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμων του 2002 και 2003, είτε με την έννοια του όρου «κατοχυρωμένη επαγγελματική δραστηριότητα» όπως αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του περί του Δεύτερου Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2003·
«Συμφωνία ΕΟΧ» σημαίνει την Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο που υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαϊου 1992, όπως. Αυτή τροποποιήθηκε με το Πρωτόκολλο που υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαρτίου 1993·
«Συνθήκη» σημαίνει την Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
«συντονισμένος τομέας» σημαίνει τις προϋποθέσεις που ισχύουν στα νομικά συστήματα των κρατών μελών, περιλαμβανομένης της Δημοκρατίας, προκειμένου για φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας ή υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας, ανεξαρτήτως εάν πρόκειται για γενικές διατάξεις ή για διατάξεις σχεδιασμένες ειδικά για τον τομέα αυτό:
Νοείται ότι:
(α) Ο συντονισμένος τομέας αφορά απαιτήσεις προς τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται ο φορέας παροχής υπηρεσιών σχετικά με:
(i) την ανάληψη δραστηριότητας παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως προϋποθέσεις σχετικά με τα προσόντα, την έγκριση ή την κοινοποίηση,
(ii) την άσκηση δραστηριότητας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, όπως απαιτήσεις σχετικά με τη συμπεριφορά του φορέα παροχής υπηρεσιών, σχετικά με την ποιότητα ή το περιεχόμενο της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τη διαφήμιση και τη σύναψη συμβάσεων, ή απαιτήσεις σχετικά με την ευθύνη του φορέα παροχής υπηρεσιών,
(β) ο συντονισμένος τομέας δεν καλύπτει απαιτήσεις όπως:
(i) προϋποθέσεις σχετικά με τα ίδια τα αγαθά,
(ii) προϋποθέσεις σχετικά με την παράδοση αγαθών,
(iii) προϋποθέσεις σχετικά με υπηρεσίες που δεν παρέχονται με ηλεκτρονικά μέσα.
«υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας» σημαίνει υπηρεσία όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 2 του περί της Διαδικασίας Πληροφόρησης Ορισμένων Τεχνικών Κανόνων Νόμου του 2003·
«φορέας παροχής υπηρεσιών» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που παρέχει μια υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας.
3.-(1) Ο παρών Νόμος έχει ως στόχο να διασφαλίσει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας μεταξύ της Δημοκρατίας και των κρατών μελών, που αφορούν την εγκατάσταση των φορέων παροχής υπηρεσιών, τις εμπορικές επικοινωνίες, τη σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα, την ευθύνη των μεσαζόντων, τους κώδικες δεοντολογίας, τον εξώδικο διακανονισμό των διαφορών, τα μέσα έννομης προστασίας και τη συνεργασία μεταξύ κρατών μελών.
(2) Ο παρόν Νόμος δεν θίγει το επίπεδο προστασίας, ιδίως της δημόσιας υγείας και των συμφερόντων του καταναλωτή, όπως θεσπίζονται σε κοινοτικές πράξεις και στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που εναρμονίζεται με αυτές, στο μέτρο, που δεν περιορίζεται έτσι η ελευθερία παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
(3) Ο παρόν Νόμος, δεν θεσπίζει πρόσθετους κανόνες στον τομέα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ούτε επηρεάζει τους κανόνες θεμελίωσης της δικαιοδοσίας των δικαστηρίων.
(4) Ο παρόν Νόμος δεν εφαρμόζεται:
(α) Στο φορολογικό τομέα·
(β) σε θέματα σχετικά με τις υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας που καλύπτονται ήδη από τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001 και του περί Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·
(γ) σε θέματα αφορώντα συμφωνίες εναρμονισμένης πρακτικής που κατακερματίζουν την αγορά ή καθορίζουν τις τιμές ή άλλες πρακτικές διεπόμενες από τις διατάξεις του περί Προστασίας τους Ανταγωνισμού Νόμου του 1987 όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(δ) στις ακόλουθες δραστηριότητες των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας:
(i) τις δραστηριότητες επαγγελμάτων στο βαθμό που συνεπάγονται άμεση και ειδική σύνδεση με την άσκηση δημόσιας εξουσίας,
(ii) την εκπροσώπηση πελάτη και την υπεράσπιση των συμφερόντων του ενώπιον των δικαστηρίων,
(iii) τη συμμετοχή σε τυχερά παιχνίδια στα οποία ο παίκτης στοιχηματίζει νομισματική αξία, συμπεριλαμβανομένων των λαχείων και των στοιχημάτων.
(5) Ο παρών Νόμος δεν θίγει μέτρα που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο, τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, με σκοπό την προώθηση της πολιτιστικής και γλωσσικής πολυμορφίας και την προάσπιση του πλουραλισμού.
4. Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία και αρμοδιότητα να μεριμνά για:-
(α) Τον έλεγχο και την έρευνα της αποτελεσματικής εφαρμογής του παρόντος Νόμου·
(β) τον καθορισμό σημείων επαφής από στα οποία δύνανται να απευθύνονται με ηλεκτρονικά μέσα, τόσο οι αποδέκτες, όσο και οι φορείς παροχής υπηρεσιών·
(γ) την παροχή, με ηλεκτρονικά μέσα, συνδρομής και πληροφοριών όταν ζητείται από τις αρμόδιες αρχές άλλου κράτους μέλους και την Επιτροπή·
(δ) την κοινοποίηση στην Επιτροπή όλων των σημαντικών διοικητικών και δικαστικών αποφάσεων για την επίλυση διαφορών στο πλαίσιο των υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας, καθώς και για πληροφοριών σχετικά με τις πρακτικές, τα συναλλακτικά ήθη και έθιμα που αφορούν το ηλεκτρονικό εμπόριο στη Δημοκρατία.
(ε) την δημοσίευση των Κωδίκων Πρακτικής που αναφέρονται στα άρθρα 11 και 19.
(2) Για σκοπούς συντονισμού και ενημέρωσης, η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών και ορίζει προς τούτο ένα ή περισσότερα σημεία επαφής των οποίων τα στοιχεία κοινοποιεί στα άλλα κράτη μέλη και την Επιτροπή.
(3) Στα σημεία επαφής δύνανται να απευθύνονται με ηλεκτρονικά μέσα, τόσο οι αποδέκτες, όσο και οι φορείς παροχής υπηρεσιών, προκειμένου:
(α) Να λαμβάνουν γενικές πληροφορίες όσον αφορά το ισχύον δίκαιο πάνω σε θέματα σχετικά με το ηλεκτρονικό εμπόριο, και ειδικότερα για τα συμβατικά τους δικαιώματα και υποχρεώσεις, καθώς και για τους υφιστάμενους μηχανισμούς υποβολής καταγγελιών και επανόρθωσης σε περίπτωση διαφορών, καθώς και για την πρακτική πτυχή της χρήσης των μηχανισμών αυτών·
(β) να λαμβάνουν τα στοιχεία των αρχών, οργανισμών, ενώσεων ή και άλλων φορέων που βρίσκονται στη Δημοκρατία, στα οποία οι αποδέκτες μπορούν να απευθύνονται για περισσότερες πληροφορίες ή πρακτική βοήθεια.
(3) Η Αρμόδια Αρχή διαθέτει τα απαιτούμενα μέσα ελέγχου και έρευνας και ειδικότερα τον απαραίτητο τεχνικό εξοπλισμό και καταρτισμένο προσωπικό, ώστε να επιτυγχάνεται η αποτελεσματική εφαρμογή του παρόντος Νόμου.
5.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (3) , κάθε προϋπόθεση που εμπίπτει στο συντονισμένο τομέα θα εφαρμόζεται κατά την παροχή υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας, από ένα φορέα παροχής υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα του εάν η συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας παρέχεται εντός της Δημοκρατίας ή σε άλλο κράτος μέλος.
(2) Η παροχή υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας που παρέχεται από φορέα που είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, εκτός της Δημοκρατίας, δεν υπόκειται σε κανένα όρο για λόγους που εμπίπτουν στον συντονισμένο τομέα, εάν κάτι τέτοιο περιορίζει την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται στις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα.
6.-(1) Κατά παρέκκλιση από το εδάφιο (2) του άρθρου 5, και τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 20 και 21, δύνανται να λαμβάνονται με διάταγμα, περιοριστικά μέτρα για συγκεκριμένη υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας, που προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(α) Τα μέτρα πρέπει να είναι αναγκαία για λόγους:
(i) δημόσιας τάξης, ιδίως πρόληψης, έρευνας, διαπίστωσης και δίωξης εγκλημάτων, στα οποία περιλαμβάνονται η προστασία των ανηλίκων και η καταπολέμηση της πρόκλησης μίσους λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή εθνικότητας, καθώς και οι παραβιάσεις της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που αφορούν μεμονωμένα πρόσωπα ή,
(ii) προστασίας της δημόσιας υγείας ή,
(iii) δημόσιας ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένης της προάσπισης της εθνικής ασφάλειας και άμυνας ή,
(iv) προστασίας του καταναλωτή, περιλαμβανομένου και του επενδυτή·
(β) τα μέτρα πρέπει να στρέφονται κατά μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία βλάπτει τους στόχους που αναφέρονται στην παράγραφο (α) ή συνιστά σοβαρό κίνδυνο που απειλεί να βλάψει τους προαναφερόμενους στόχους· και
(γ) τα μέτρα λαμβάνονται τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ως προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς.
(2) Λαμβάνονται τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) , μόνο εάν:
(α) Έχει ήδη ζητηθεί από το κράτος μέλος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) , να λάβει μέτρα και το τελευταίο δεν έλαβε μέτρα ή τα μέτρα ήταν ανεπαρκή· και
(β) έχει κοινοποιηθεί στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) , η πρόθεσή της να λάβει τέτοια μέτρα:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος άρθρου, δεν επηρεάζουν τυχόν δικαστικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των προκαταρκτικών διαδικασιών και ενεργειών που αναλαμβάνονται στο πλαίσιο ποινικών ερευνών.
(5) Σε έκτακτες περιπτώσεις η Αρμόδια Αρχή δύναται να παρεκκλίνει από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (2) και να ζητήσει τη λήψη περιοριστικών μέτρων χωρίς να τηρηθούν οι σχετικές προϋποθέσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, τα μέτρα κοινοποιούνται το συντομότερο δυνατό στην Επιτροπή και στο κράτος μέλος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και αναφέρονται οι λόγους για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή κρίνει ότι πρόκειται για κατεπείγουσα περίπτωση.
7.-(1) Η ανάληψη και η άσκηση δραστηριότητας φορέα παροχής υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας δεν υπόκειται σε καθεστώς προηγούμενης παροχής άδειας ή σε οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση ισοδυνάμου αποτελέσματος, με την επιφύλαξη του πλαισίου εξουσιοδοτήσεων που δεν αφορά ειδικά και αποκλειστικά υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ή που καλύπτονται στο πλαίσιο εξουσιοδοτήσεων που προβλέπονται στον τομέα των τηλεπικοινωνιών και ειδικότερα από τις διατάξεις του περί Ρυθμίσεως Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
8.-(1) Ο φορέας παροχής υπηρεσιών, εκτός από άλλες προϋποθέσεις πληροφόρησης που προβλέπει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και, αναλόγως, η συναφής ισχύουσα νομοθεσία προσφέρει στους αποδέκτες του και στην Αρμόδια Αρχή εύκολη, άμεση και συνεχή πρόσβαση στις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Την επωνυμία του φορέα παροχής της υπηρεσίας·
(β) την γεωγραφική διεύθυνση στην οποία ο φορέας είναι εγκατεστημένος·
(γ) στοιχεία που να επιτρέπουν την ταχεία επαφή και την άμεση και ουσιαστική επικοινωνία με τον φορέα παροχής της υπηρεσίας, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής του διεύθυνσης, του αριθμού τηλεφώνου και τηλεμοιοτύπου·
(δ) εφόσον ο φορέας είναι εγγεγραμμένος σε εμπορικό μητρώο ή άλλο παρόμοιο δημόσιο μητρώο, το οικείο μητρώο και τον αριθμό εγγραφής του σε αυτό, ή ισοδύναμο τρόπο αναγνώρισης στο μητρώο αυτό·
(ε) εφόσον η δραστηριότητα υπόκειται σε καθεστώς έγκρισης, τα στοιχεία της σχετικής εποπτικής αρχής·
(στ) όσον αφορά τα νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα:
(i) την επαγγελματική ένωση ή παρόμοιο όργανο στο οποίο είναι εγγεγραμμένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών,
(ii) τον επαγγελματικό τίτλο και το κράτος μέλος που τον έχει χορηγήσει,
(iii) μνεία των επαγγελματικών κανόνων που ισχύουν στο κράτος μέλος εγκατάστασης, καθώς και του τρόπου πρόσβασης σ' αυτούς·
(ζ) εφόσον η δραστηριότητα που ασκεί ο φορέας υπόκειται σε ΦΠΑ, τον αριθμό αναγνώρισης που αναφέρεται στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία περί φόρου προστιθέμενης αξίας που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο 22 παράγραφος 1, της Έκτης Οδηγίας 77/388/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 17ης Μαΐου 1977, «περί εναρμονίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τους φόρους κύκλου εργασιών - Κοινό σύστημα φόρου προστιθεμένης αξίας: ομοιόμορφη φορολογική βάση» (ΕΕ.. L 145, 13/06/1977 σ.1) .
(2) Στη περίπτωση που οι υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας αναφέρονται σε τιμές, αυτές πρέπει να αναγράφονται σαφώς και επακριβώς και, ειδικότερα, να αναφέρουν εάν περιλαμβάνουν φόρο και έξοδα αποστολής.
9.Τηρουμένης του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διέπει την παροχή πληροφοριών, σε αποδέκτες υπηρεσίας, οι εμπορικές επικοινωνίες που συνιστούν υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας ή αποτελούν μέρος της πληρούν τους ακόλουθους όρους:
(α) Η εμπορική επικοινωνία πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμη·
(β) το φυσικό ή νομικό πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου γίνεται η εμπορική επικοινωνία πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμο από τον αναγνώστη στον τίτλο του μηνύματος·
(γ) οι προσφορές όπως είναι οι εκπτώσεις, τα ειδικά βραβεία και τα δώρα, εφόσον επιτρέπονται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, πρέπει να είναι σαφώς αναγνωρίσιμες, η πρόσβαση στους όρους υπό τους οποίους μπορεί κανείς να επωφεληθεί από τις προσφορές πρέπει να είναι εύκολη, οι δε όροι να παρουσιάζονται σαφώς και επακριβώς·
(δ) οι διαφημιστικοί διαγωνισμοί ή παιχνίδια, εφόσον επιτρέπονται από το κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας παροχής υπηρεσιών, οφείλουν να είναι σαφώς αναγνωρίσιμα, η πρόσβαση στους όρους συμμετοχής πρέπει να είναι εύκολη, οι δε όροι να παρουσιάζονται σαφώς και επακριβώς.
10.-(1) Η εμπορική επικοινωνία από φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο στο έδαφός της Δημοκρατίας, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, με παραλήπτη που δεν την έχει ζητήσει πρέπει να είναι σαφώς και επακριβώς αναγνωρίσιμη, ευθύς ως περιέλθει στον παραλήπτη.
(2) Με την επιφύλαξη διατάξεων του περί Ρύθμισης Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμου του 2002 όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, η Αρμόδια Αρχή λαμβάνει μέτρα για να εξασφαλίζεται ότι οι φορείς παροχής υπηρεσιών, που αναλαμβάνουν δραστηριότητες μη ζητηθεισών εμπορικών επικοινωνιών μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου συμβουλεύονται τακτικά και τηρούν τα μητρώα "επιλογών", στα οποία μπορούν να εγγράφονται τα φυσικά πρόσωπα που επιλέγουν να μην λαμβάνουν τέτοιες εμπορικές επικοινωνίες.
11.-(1) Η χρήση εμπορικών επικοινωνιών που συνιστούν υπηρεσία της κοινωνίας της πληροφορίας ή αποτελούν μέρος της, η οποία παρέχεται από μέλος νομοθετικώς κατοχυρωμένου επαγγέλματος, επιτρέπεται εφόσον τηρεί τους επαγγελματικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν την ανεξαρτησία, την αξιοπρέπεια και το ήθος του επαγγέλματος, καθώς και το επαγγελματικό απόρρητο και την πίστη προς τους πελάτες και τους συναδέλφους.
(2) Με την επιφύλαξη της αυτονομίας των επαγγελματικών οργανισμών και ενώσεων, η Αρμόδια Αρχή ενθαρρύνει τις επαγγελματικές ενώσεις και οργανισμούς να καταρτίζουν κώδικες δεοντολογίας σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο προκειμένου να προσδιορίζουν ποιες πληροφορίες μπορούν να δοθούν στα πλαίσια της εμπορικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τους κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 19.
(3) Το εδάφιο (2) , εφαρμόζεται επιπλέον της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας και της κοινοτικής νομοθεσίας που αφορούν την πρόσβαση σε νομοθετικώς κατοχυρωμένα επαγγέλματα καθώς και την άσκησή τους.
12.-(1) Τηρουμένου του εδαφίου (2) , επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων με ηλεκτρονικά μέσα.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες συμβάσεις:
(α) Στις συμβάσεις που θεμελιώνουν ή μεταβιβάζουν δικαιώματα επί ακινήτου περιουσίας, εκτός από τα δικαιώματα μίσθωσης·
(β) στις συμβάσεις που απαιτούν εκ του νόμου τη διεξαγωγή διαδικασίας στην οποία εμπλέκονται δικαστήρια ή άλλες αρχές που ασκούν δημόσια εξουσία·».(γ) στις συμβάσεις εγγυοδοσίας και συναφούς ασφαλείας από πρόσωπα που επιδιώκουν στόχους μη εντασσόμενους στο πλαίσιο της εμπορικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας·
(δ) στις συμβάσεις οι οποίες εμπίπτουν στο οικογενειακό ή κληρονομικό δίκαιο.
13.-(1) Εκτός από άλλες απαιτήσεις παροχής πληροφοριών που προβλέπονται από τον παρόντα Νόμο και εφόσον δεν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν είναι καταναλωτές, ο φορέας παροχής υπηρεσιών παρέχει τις ακόλουθες πληροφορίες κατά τρόπο σαφή, κατανοητό και αδιαφιλονίκητο, πριν από την ανάθεση της παραγγελίας από τον αποδέκτη της υπηρεσίας:
(α) Τα διάφορα τεχνικά στάδια έως τη σύναψη της σύμβασης·
(β) εάν ο φορέας παροχής υπηρεσιών θα αρχειοθετήσει ή όχι τη σύμβαση μετά τη σύναψή της και εάν προβλέπεται δυνατότητα πρόσβασης σε αυτήν·
(γ) τα τεχνικά μέσα που θα επιτρέπουν τον εντοπισμό και τη διόρθωση σφαλμάτων ηλεκτρονικού χειρισμού πριν από την ανάθεση της παραγγελίας·
(δ) τις γλώσσες στις οποίες μπορεί να συναφθεί η σύμβαση·
(ε) τους σχετικούς κώδικες δεοντολογίας στους οποίους υπόκειται, καθώς και τα στοιχεία που επιτρέπουν την άμεση πρόσβαση στους εν λόγω κώδικες με ηλεκτρονικά μέσα· και
(στ) το εφαρμοστέο δίκαιο που διέπει την συναλλαγή.
(2) Συμβατικοί όροι και γενικοί όροι συναλλαγών που παρέχονται στον αποδέκτη πρέπει να διατίθενται κατά τρόπο επιτρέποντα την αποθήκευση και την αναπαραγωγή τους.
(3) Τα εδάφια (1) και (2) δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις που συνάπτονται αποκλειστικά μέσω ανταλλαγής μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλων ισοδύναμων ατομικών επικοινωνιών.
14.-(1) Όταν ένας αποδέκτης υπηρεσίας αναθέτει παραγγελία με τεχνολογικά μέσα, εκτός εάν έχουν συμφωνήσει διαφορετικά τα συμβαλλόμενα μέρη που δεν είναι καταναλωτές, ισχύουν τα ακόλουθα:
(α) Ο φορέας παροχής υπηρεσιών αποστέλλει αποδεικτικό παραλαβής της παραγγελίας του αποδέκτη, χωρίς περιττή καθυστέρηση και με ηλεκτρονικά μέσα·
(β) η παραγγελία και το αποδεικτικό παραλαβής θεωρείται ότι έχουν παραληφθεί όταν τα μέρη στα οποία απευθύνονται έχουν πρόσβαση σε αυτά·
(γ) ο φορέας παροχής θέτει στη διάθεση του αποδέκτη της υπηρεσίας κατάλληλα, αποτελεσματικά και προσιτά μέσα που θα του επιτρέψουν να επισημάνει και να διορθώσει τα λάθη του κατά τον ηλεκτρονικό χειρισμό πριν από την ανάθεση της παραγγελίας.
(3) Οι παράγραφοι (α) και (γ) του εδαφίου (1) , δεν εφαρμόζονται σε συμβάσεις που συνάπτονται αποκλειστικά με την ανταλλαγή μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή μέσω άλλων ισοδύναμων ατομικών μέσων επικοινωνίας.
15.-(1) O φορέας παροχής υπηρεσιών δεν υπέχει ευθύνη όσον αφορά τις μεταδιδόμενες πληροφορίες, στην περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ο αποδέκτης της υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών ή στην παροχή πρόσβασης στο δίκτυο επικοινωνιών, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:
(α) Δεν αποτελεί την αφετηρία της μετάδοσης των πληροφοριών·
(β) δεν επιλέγει τον αποδέκτη της μετάδοσης· και
(γ) δεν επιλέγει και δεν τροποποιεί τις μεταδιδόμενες πληροφορίες.
(2) Οι δραστηριότητες μετάδοσης και παροχής πρόσβασης που αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των μεταδιδόμενων πληροφοριών, στο βαθμό που η αποθήκευση εξυπηρετεί αποκλειστικά την πραγματοποίηση της μετάδοσης στο δίκτυο επικοινωνιών και η διάρκειά της δεν υπερβαίνει το χρόνο που είναι ευλόγως απαραίτητος για τη μετάδοση.
(3) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά, στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή μέτρα που στοχεύουν στην πρόληψη παράβασης.
16.-(1) O φορέας παροχής υπηρεσιών δεν υπέχει ευθύνη όσον αφορά την αυτόματη, ενδιάμεση και προσωρινή αποθήκευση των πληροφοριών η οποία γίνεται με αποκλειστικό σκοπό να καταστεί αποτελεσματικότερη η μεταγενέστερη μετάδοση των πληροφοριών, μετά από αίτηση άλλων αποδεκτών της υπηρεσίας, στην περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας, η οποία συνίσταται στη μετάδοση πληροφοριών που παρέχει ένας αποδέκτης υπηρεσίας σε ένα δίκτυο επικοινωνιών, υπό τον όρο ότι ο φορέας παροχής υπηρεσιών:
(α) Δεν τροποποιεί τις πληροφορίες·
(β) τηρεί τους όρους πρόσβασης στις πληροφορίες·
(γ) τηρεί τους κανόνες που αφορούν την ενημέρωση των πληροφοριών, οι οποίοι καθορίζονται κατά ευρέως αναγνωρισμένο τρόπο και χρησιμοποιούνται από τον κλάδο·
(δ) δεν παρεμποδίζει τη νόμιμη χρήση της τεχνολογίας, η οποία αναγνωρίζεται ευρέως και χρησιμοποιείται από τον κλάδο, προκειμένου να αποκτήσει δεδομένα σχετικά με τη χρησιμοποίηση των πληροφοριών· και
(ε) ενεργεί άμεσα προκειμένου να αποσύρει τις πληροφορίες που αποθήκευσε ή να καταστήσει την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη, μόλις αντιληφθεί ότι οι πληροφορίες έχουν αποσυρθεί από το σημείο του δικτύου στο οποίο βρίσκονταν αρχικά ή η πρόσβαση στις πληροφορίες κατέστη αδύνατη ή μια δικαστική ή διοικητική αρχή διέταξε την απόσυρση των πληροφοριών ή απαγόρευσε την πρόσβαση σε αυτές.
(2) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά, στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η λήψη μέτρων που να στοχεύουν στην πρόληψη παράβασης.
(3) [Διαγράφηκε]
17.-(1) O φορέας παροχής υπηρεσιών δεν υπέχει ευθύνη όσον αφορά την παροχή υπηρεσίας για τις πληροφορίες που αποθηκεύονται μετά από αίτημα του αποδέκτη της υπηρεσίας, στην περίπτωση παροχής μιας υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας η οποία συνίσταται στην αποθήκευση πληροφοριών παρεχομένων από έναν αποδέκτη υπηρεσίας, υπό τον όρο ότι:
(α) Ο φορέας παροχής της υπηρεσίας δεν γνωρίζει πραγματικά ότι πρόκειται για παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία και ότι, σε ό,τι αφορά αξιώσεις αποζημιώσεως, δεν γνωρίζει τα γεγονότα ή τις περιστάσεις από τις οποίες προκύπτει η παράνομη δραστηριότητα ή πληροφορία, ή
(β) ο φορέας παροχής της υπηρεσίας, μόλις αντιληφθεί τα προαναφερθέντα, αποσύρει ταχέως τις πληροφορίες ή καθιστά την πρόσβαση σε αυτές αδύνατη.
(2) Το εδάφιο (1) δεν εφαρμόζεται, όταν ο αποδέκτης της υπηρεσίας ενεργεί υπό την εξουσία ή υπό τον έλεγχο του φορέα παροχής της υπηρεσίας.
(3) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τη δυνατότητα να επιβληθεί δικαστικά ή διοικητικά, στο φορέα παροχής υπηρεσιών η παύση ή η πρόληψη παράβασης.
18.-(1) Οι φορείς παροχής υπηρεσιών, δεν υπέχουν γενική υποχρέωση ελέγχου των διακινούμενων πληροφοριών, ούτε γενική υποχρέωση δραστήριας αναζήτησης γεγονότων ή περιστάσεων που δείχνουν ότι πρόκειται για παράνομες δραστηριότητες, για την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στα άρθρα 15, 16 και 17.
(2) Οι φορείς παροχής υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας οφείλουν να ενημερώνουν πάραυτα την Αρμόδια Αρχή για τυχόν υπόνοιες περί χορηγουμένων παρανόμων πληροφοριών ή δραστηριοτήτων που επιχειρούν αποδέκτες των υπηρεσιών τους που έχουν πέσει στην αντίληψή τους και ανακοινώνουν στις αρμόδιες αρχές, κατ' αίτησή τους, πληροφορίες που διευκολύνουν την εντόπιση αποδεκτών των υπηρεσιών τους με τους οποίους έχουν συμφωνίες αποθήκευσης.
19. Κώδικες Δεοντολογίας συντασσόμενοι από τις ενδιαφερόμενες ενώσεις επαγγελματιών και καταναλωτών και εγκρίνονται και δημοσιεύονται από την Αρμόδια Αρχή στην Επίσημη Εφημερίδα. Στους παραπάνω κώδικες, θα πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη η προστασία των ανηλίκων και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, και για να ληφθούν υπόψη οι ειδικές τους ανάγκες, θα πρέπει να ζητείται η γνώμη ενώσεων που εκπροσωπούν άτομα με προβλήματα οράσεως και άτομα με ειδικές ανάγκες γενικώς.
20.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει καθήκον να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβιάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένων των περιπτώσεων που ρυθμίζονται εξειδικευμένα κατά τρόπο ανάλογο από ειδική νομοθεσία.
(2) Όταν ύστερα από εξέταση που διενεργείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) , η Αρμόδια Αρχή θεωρήσει ότι υπήρξε παράβαση, δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να ζητήσει με αίτησή της προς το Δικαστήριο την έκδοση διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο κατά την κρίση της ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή.
(3) Κατά την εξέταση αυτή η Αρμόδια Αρχή δύναται, αν το θεωρεί σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται σε αυτή από οποιοδήποτε πρόσωπου ή εκ μέρους οποιουδήποτε πρόσωπο που αναφορικά με τη γενομένη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κατά την άσκηση των εξουσιών που παρέχονται σε αυτή τη δυνάμει του παρόντος Νόμου, οφείλει να έχει υπόψη της-
(α) ΄Oλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον,
(β) ότι είναι επιθυμητή η ενθάρρυνση του εκούσιου ελέγχου των συμβάσεων που διέπονται από τον παρόντα Νόμο από αυτόνομους οργανισμούς, επαγγελματικούς συνδέσμους και ενώσεις και άλλους φορείς που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών της Κοινωνίας της Πληροφορίας.
21. Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει του εδαφίου 2 του άρθρου 20 έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, να εκδώσει απαγορευτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης· και/ή
(β) την εντός της ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η περί ής η αίτηση παράβαση· και/ή
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την εξάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της περί ής η αίτηση παράβασης· και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο που ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
22. Η Αρμόδια Αρχή, προς εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20, τηρουμένου του άρθρου 4, με την επιφύλαξη της νομοθεσίας για την προστασία του απορρήτου και των προσωπικών δεδομένων, έχει δικαίωμα να ζητεί κάθε πληροφορία που θεωρεί απαραίτητη, από τους φορείς παροχής υπηρεσιών.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρο 4)
ΕΙΔΙΚΟΙ ΤΟΜΕΙΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗΣ ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ
ΕΞΑΙΡΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΟΥ ΔΙΕΠΟΥΝ ΤΟ ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ
Οι όροι που αφορούν την διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και καθορίζονται στο άρθρο 5 του Νόμου, δεν εφαρμόζονται:
(α)Στα συγγραφικά δικαιώματα, τα συγγενικά δικαιώματα, τα δικαιώματα που προβλέπει η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με την Οδηγία 87/54/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 1986, «σχετικά με τη νομική προστασία των τοπογραφιών προϊόντων ημιαγωγών» (Ε.Ε. L024, 27/01/1987 σ. 36) και η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με την Οδηγία 96/9/ΕΟΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαρτίου 1996, «σχετικά με τη νομική προστασία των βάσεων δεδομένων» (Ε.Ε. L077, 27/03/1996 σ.20), καθώς και τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας·
(β)στην έκδοση ηλεκτρονικού νομίσματος από τα ιδρύματα για τα οποία τα κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει μια από τις παρεκκλίσεις που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο 8 παράγραφος 1, της Οδηγίας 2000/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 18ης Σεπτεμβρίου 2000, «για την ανάληψη, την άσκηση και την προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος» (ΕΕ. L 275, 27/10/2000 σ.39)·
(γ)εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο 44 παράγραφος 2 της Οδηγίας 85/611/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 20ής Δεκεμβρίου 1985, «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)» (ΕΕ. L 375, 31/12/1985 σ.3)·
(δ)εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο στο άρθρο 30 και στον τίτλο IV της Οδηγία 92/49/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 1992, «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής και για την τροποποίηση των οδηγιών 73/239/ΕΟΚ και 88/357/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία για την πρωτασφάλιση εκτός της ασφάλειας ζωής)» (ΕΕ L 311, 14/11/1997 σ.35), εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο στον τίτλο 1 της Οδηγίας 92/96/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Νοεμβρίου 1992, «για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων που αφορούν την πρωτασφάλιση ζωής, και για την τροποποίηση των οδηγιών 79/267/ΕΟΚ και 90/619/ΕΟΚ (τρίτη οδηγία σχετικά με την ασφάλεια ζωής)» (ΕΕ. L311, 14/11/1997 σ.35), η εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με τα άρθρα 7 και 8 της Οδηγίας 88/357/ΕΟΚ, του Συμβουλίου της 22ας Ιουνίου 1988, «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση, εκτός της ασφάλειας ζωής, και τη θέσπιση των διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 73/239/ΕΟΚ»
(ΕΕ. L166, 16/06/1989 σ.68) και στην εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία που στοχεύει στην εναρμόνιση με το άρθρο 4 της Οδηγίας 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 1990, «για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με την πρωτασφάλιση ζωής και τη θέσπιση διατάξεων που σκοπό έχουν να διευκολύνουν την πραγματική άσκηση της ελεύθερης παροχής των υπηρεσιών καθώς και για την τροποποίηση της οδηγίας 79/267/ΕΟΚ» (ΕΕ. L 330, 29/11/1990 σ.50)·
(ε)στην ελευθερία των μερών να επιλέξουν την εφαρμοστέα στις συμβάσεις τους νομοθεσία·
(στ)στις συμβατικές υποχρεώσεις που αφορούν τις συμβάσεις που συνάπτουν οι καταναλωτές·
(ζ)στην τυπική ισχύ συμβάσεων που γεννούν ή μεταβιβάζουν δικαιώματα επί ακινήτου, εφόσον οι συμβάσεις αυτές υπόκεινται στις υποχρεωτικές τυπικές προϋποθέσεις της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο κείται το ακίνητο·
(η)στη νομιμότητα μη ζητηθείσας εμπορικής επικοινωνίας μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.