97. (1) (α) Απαγορεύεται σε οποιοδήποτε πρόσωπο να αγοράζει από οποιοδήποτε καπνοπαραγωγό, καπνό ο οποίος παράχθηκε στη Δημοκρατία, εκτός αν κατέχει άδεια εμπορίας εγχώριου καπνού σε εγκεκριμένο από το Διευθυντή υποστατικό. Κάθε υποστατικό για το οποίο παρέχεται άδεια αναφέρεται ως "αποθήκη εγχώριου καπνού".
(β) Η ισχύς της άδειας αυτής εκπνέει την πρώτη ημέρα του αμέσως επόμενου της έκδοσης της μηνός Ιουνίου.
(2) Ο Διευθυντής δύναται να αρνηθεί την παροχή άδειας, αναφορικά με οποιοδήποτε υποστατικό εφόσον:
(α) ένεκα του μεγέθους, κατασκευής, θέσης ή για άλλη εύλογη αιτία, ήθελε κρίνει ότι αντενδείκνυται η διενέργεια σε αυτό εμπορίας εγχώριου καπνού ή
(β) εφόσον δεν κατατεθεί ικανοποιητική εγγύηση αναφορικά με τον τυχόν πληρωτέο φόρο κατανάλωσης στον καπνό, ο οποίος είναι εναποθηκευμένος και υπόκειται σε επεξεργασία, υφίσταται συσκευασία ή με άλλο τρόπο εμπορία σύμφωνα με την άδεια.
(3) Εκτός αν ο Διευθυντής ήθελε επιτρέψει διαφορετικά, ο κάτοχος άδειας σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δύναται να αγοράζει καπνό ο οποίος παράχθηκε στη Δημοκρατία, μόνο από καπνοπαραγωγό ο οποίος κατέχει για αυτό το σκοπό άδεια, ή από άλλο αδειούχο έμπορο εγχώριου καπνού και μόνο ο αγοραζόμενος με τον τρόπο αυτό καπνός δυνατό να παραληφθεί, υποστεί οποιαδήποτε επεξεργασία, συσκευαστεί, αποθηκευτεί ή με άλλο τρόπο αποτελέσει το αντικείμενο εμπορίας, σε οποιαδήποτε αποθήκη εγχώριου καπνού.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο αγοράζει καπνό ο οποίος παράχθηκε στη Δημοκρατία χωρίς να κατέχει άδεια ή κατά παράβαση των όρων της άδειας, υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει τις διακόσιες πενήντα λίρες και ο καπνός υπόκειται σε δήμευση.
(5) Αν σε οποιοδήποτε χρόνο μετά τον έλεγχο των αποθεμάτων καπνού σε αποθήκη εγχώριου καπνού από εξουσιοδοτημένο λειτουργό προκύπτει ότι το βάρος του εναπομένοντος σε αυτή καπνού είναι λιγότερο της ποσότητας η οποία έπρεπε να βρισκόταν σε αυτή και δεν δοθούν εξηγήσεις που να ικανοποιούν το Διευθυντή για τη διαφορά αυτή ή οποιοδήποτε μέρος της, τότε αυτή λογίζεται ως βιομηχανοποιημένος καπνός και υπόκειται σε ειδικό φόρο κατανάλωσης, σύμφωνα με τον εκάστοτε σε ισχύ μεγαλύτερο συντελεστή ο οποίος επιβάλλεται στα βιομηχανοποιημένα καπνά, όπως αυτός καθορίζεται στο Τρίτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου και ο έμπορος υπόκειται σε χρηματική ποινή η οποία δεν υπερβαίνει το τριπλάσιο ποσό των αναλογούντων ειδικών φόρων κατανάλωσης ή τις επτακόσιες πενήντα λίρες ή σε κάθε περίπτωση το μεγαλύτερο των πιο πάνω ποσών.