38. (1) Εκτός από τις περιπτώσεις που καθορίζουν το απαιτητό του φόρου κατανάλωσης σύμφωνα με το άρθρο 5, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης για τα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια καθίσταται απαιτητός και:
(α) κατά την επέλευση μιας εκ των γενεσιουργών αιτιών που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του άρθρου 36.
(β) στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται ή δεν πληρούται πλέον κάποιος όρος τελικής χρήσης που προβλέπεται για την απαλλαγή ή την εφαρμογή μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης ή οποιωνδήποτε όρων και προϋποθέσεων που απαιτούνται για την παραχώρηση της απαλλαγής ή του μειωμένου συντελεστή ειδικού φόρου κατανάλωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Η κατανάλωση ενεργειακών προϊόντων μέσα στις εγκαταστάσεις παραγωγής τους δεν θεωρείται ως γενεσιουργός αιτία επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης, αν η κατανάλωση συνίσταται σε ενεργειακά προϊόντα που παράγονται εντός των εγκαταστάσεων:
Νοείται ότι σε περίπτωση που η κατανάλωση αυτή γίνεται για σκοπούς ξένους προς την παραγωγή ενεργειακών προϊόντων και ειδικότερα για την προώθηση οχημάτων, θεωρείται ως γενεσιουργός αιτία επιβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης.
(3) Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί της ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου καθίσταται απαιτητός κατά τη στιγμή της προμήθειας από το διανομέα ή αναδιανομέα:
Νοείται ότι μια οντότητα η οποία παράγει ηλεκτρική ενέργεια για δική της χρήση θεωρείται ως διανομέας.
(4) Για την εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 του παρόντος Νόμου ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επί του άνθρακα, οπτάνθρακα και λιγνίτη καθίσταται απαιτητός, κατά τη στιγμή της παράδοσής τους από επιχειρήσεις οι οποίες υποχρεούνται να εγγραφούν σε μητρώο που τηρεί για το σκοπό αυτό ο Διευθυντής:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται να επιτρέψει στον παραγωγό, τον έμπορο, τον εισαγωγέα ή το φορολογικό εκπρόσωπο, να υποκαταστήσουν την επιχείρηση που έχει καταγραφεί στο εν λόγω Μητρώο για τις φορολογικές υποχρεώσεις οι οποίες προκύπτουν με βάση τον παρόντα Νόμο.