15. -(1) Κάθε κρατούμενος δικαιούται να αποστέλλει και παραλαμβάνει επιστολές ως ακολούθως:
(α) Προς και από το δικηγόρο του, χωρίς να ανοίγονται ή διαβάζονται αυτές από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες ο υπεύθυνος του κρατητηρίου πιστεύει για εύλογο λόγο ότι στο φάκελο εσωκλείεται παράνομο αντικείμενο και σε τέτοια περίπτωση η επιστολή ανοίγεται και ελέγχεται από μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής στην παρουσία του κρατουμένου χωρίς να διαβάζεται το περιεχόμενό της.
(β) Προς και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Επίτροπο Διοικήσεως και οποιαδήποτε διεθνή ή εθνική επιτροπή, οργανισμό ή αρχή ανθρώπινων δικαιωμάτων με αρμοδιότητα να εξετάζει και αποφασίζει για ισχυρισμούς για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων ή να εξετάζει παράπονα σε σχέση με την κράτηση προσώπων, χωρίς να ανοίγονται ή διαβάζονται οι εν λόγω επιστολές από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής.
(γ) Προς και από συγγενικά, φιλικά ή άλλα πρόσωπα με τα οποία είναι προς το νόμιμο συμφέρον του κρατουμένου να διατηρεί ή έρχεται σε επαφή, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενό τους θα ελέγχεται από μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής στην παρουσία του κρατουμένου και η επιστολή δυνατό να μη σταλεί ή παραδοθεί, σε περίπτωση που εξακριβώνεται ότι εσωκλείεται παράνομο αντικείμενο ή ότι το περιεχόμενό της θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του κρατητηρίου ή των κρατουμένων ή άλλων προσώπων ή είναι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο εγκληματικής φύσης ή ενδέχεται να παρεμποδίσει την ανίχνευση ή διερεύνηση αδικημάτων.
(2) Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και να μεριμνά ώστε να παρέχονται σε κάθε κρατούμενο οι αναγκαίες διευκολύνσεις και τα μέσα για άσκησή του.