Για σκοπούς, μεταξύ άλλων, εναρμόνισης με τις πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο -
(α) «Οδηγία 2012/13/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2012 σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών»,
(β) «Οδηγία 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Οκτωβρίου 2013 σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας»,
Για σκοπούς εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2016/343 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Μαρτίου 2016 για την ενίσχυση ορισμένων πτυχών του τεκμηρίου αθωότητας και του δικαιώματος παράστασης του κατηγορουμένου στη δίκη του στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας»,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί των Δικαιωμάτων Υπόπτων Προσώπων, Προσώπων που Συλλαμβάνονται και Προσώπων που Τελούν υπό Κράτηση Νόμος του 2005.
2. Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου:
«Αστυνομία Κύπρου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον περί Αστυνομίας Νόμο,
«αστυνομικός σταθμός» έχει την έννοια που αποδίδεται στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο και περιλαμβάνει οποιοδήποτε τόπο παραλαβής συλληφθέντων,
«καταληπτή γλώσσα» περιλαμβάνει οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο επικοινωνίας σε δεδομένη περίπτωση είναι καταληπτό σε πρόσωπο το οποίο έχει πνευματική ανεπάρκεια ή σωματική αναπηρία,
«κελί» σημαίνει τον ξεχωριστό χώρο σε κρατητήριο όπου διαβιεί κρατούμενος,
«κρατητήριο» σημαίνει κτίριο και υποστατικό που έχει καθιδρυθεί ως αστυνομικό κρατητήριο δυνάμει των περί Φυλακών Νόμων και περιλαμβάνει κτίριο και υποστατικό που έχει καθιδρυθεί ως φυλακή δυνάμει των εν λόγω νόμων,
«κρατούμενος» σημαίνει πρόσωπο που συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας και τελεί υπό κράτηση σε κρατητήριο σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις επιτρεπόμενης στέρησης της ελευθερίας του ατόμου προβλέπεται στις υποπαραγράφους (β), (γ) και (στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και περιλαμβάνει υπόδικο και πρόσωπο που κρατείται για σκοπούς επιβολής ποινής,
«μέλος της Αστυνομίας» σημαίνει κάθε μέλος της Αστυνομίας Κύπρου.
«νομική αρωγή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.
3.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας, πληροφορείται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε γλώσσα που είναι κατανοητή σε αυτό για-
(α) τους λόγους της σύλληψης ή κράτησής του καθώς και για την αξιόποινη πράξη την οποία φέρεται ή κατηγορείται ότι διέπραξε,
(β) το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο,
(γ) τυχόν δικαίωμα για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής και τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για την παροχή τέτοιας αρωγής,
(δ) το δικαίωμα διερμηνείας και μετάφρασης,
(ε) το δικαίωμα σιωπής,
(ε1) το δικαίωμα της μη αυτοενοχοποίησης, ως το δικαίωμα αυτό αναφέρεται στο άρθρο 3Γ του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(στ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), για τα δικαιώματα που προβλέπονται στο εδάφιο (2),
(ζ) το χώρο κράτησής ή προτιθέμενης κράτησής του:
(2) Πρόσωπο, το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας δικαιούται αμέσως μετά τη σύλληψή του και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά-
(α) με δικηγόρο της δικής του επιλογής χωρίς την παρουσία οποιουδήποτε άλλου προσώπου,
(β) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας, με οποιοδήποτε συγγενικό πρόσωπο ή με τον εργοδότη του ή με άλλο πρόσωπο της επιλογής του και στην περίπτωση προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών με οποιοδήποτε από τους γονείς ή κηδεμόνες του, για να τους ενημερώσει για τη σύλληψη ή κράτησή του και για τον αστυνομικό σταθμό ή χώρο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του, ανάλογα με την περίπτωση.
(2Α) Πρόσωπο το οποίο συλλαμβάνεται από μέλος της Αστυνομίας ως ύποπτος ή ως κατηγορούμενος έχει πρόσβαση σε δικηγόρο κατά τις ακόλουθες χρονικές στιγμές, ανάλογα με το ποιά προκύπτει πρώτη:
(α) Προτού ανακριθεί από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(β) εγκαίρως προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(γ) κατά τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή·
(δ) μετά τη στέρηση της ελευθερίας του, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(2Β) Το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο δικαίωμα υπόπτου ή κατηγορουμένου για πρόσβαση σε δικηγόρο περιλαμβάνει το δικαίωμά του-
(α) Να έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση και επικοινωνία με το δικηγόρο που τον εκπροσωπεί, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή, περιλαμβανομένων, πριν από την ανάκρισή του από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλη αρμόδια αρχή ή προτού προσαχθεί ενώπιον δικαστηρίου·
(β) να ζητήσει την παρουσία και τη συμμετοχή του δικηγόρου του κατά την ανάκρισή του:
(γ) να ζητά την παράσταση του δικηγόρου του κατά τη διάρκεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων, εφόσον ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος, δικαιούται να παραστεί στη συγκεκριμένη ανακριτική πράξη, σύμφωνα με τις διατάξεις της εκάστοτε ισχύουσας νομοθεσίας.
(2Γ) Η Αστυνομία Κύπρου τηρεί το απόρρητο της επικοινωνίας μεταξύ του υπόπτου ή του κατηγορουμένου και του δικηγόρου του κατά την άσκηση του προβλεπόμενου στον παρόντα Νόμο δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο:
(2Δ)(α) Προσωρινή παρέκκλιση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά τη στέρηση της ελευθερίας επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, όταν για λόγους γεωγραφικής απομόνωσης του υπόπτου ή κατηγορουμένου, είναι αδύνατη η διασφάλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο.
(β) Προσωρινή παρέκκλιση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικηγόρο επιτρέπεται, σε εξαιρετικές περιστάσεις και μόνο κατά το στάδιο της προανάκρισης, στο βαθμό που αυτό δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(i) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου·
(ii) υπάρχει επιτακτική ανάγκη ανάληψης άμεσης δράσης από την Αστυνομία Κύπρου προς αποτροπή σοβαρού κινδύνου για την ποινική διαδικασία.
(γ) Προσωρινή παρέκκλιση που εφαρμόζεται δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων, (α) και (β) του παρόντος εδαφίου-
(i) Είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και
(iv) δεν προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(δ) Οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (α) και (β) προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (2Α) και στις παραγράφους (α), (β) και (γ) του εδαφίου (2Β) δικαιώματα, αυτός δύναται, είτε κατά την πρώτη εμφάνισή του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης, είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον:
(3)(α) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου δικαίωμα επικοινωνίας και το προβλεπόμενο στο άρθρο 6 δικαίωμα ενημέρωσης, δεν παρέχεται σε πρόσωπο που συλλαμβάνεται αμέσως μετά τη σύλληψή του, όταν αυτό δικαιολογείται από τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης, για έναν από τους ακόλουθους επιτακτικούς λόγους:
(αα) Υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπούν σοβαρές συνέπειες για τη ζωή, την ελευθερία ή τη σωματική ακεραιότητα προσώπου· ή
(ββ) υπάρχει επείγουσα ανάγκη να αποτραπεί μια κατάσταση κατά την οποία μπορεί να παρουσιαστεί σημαντικός κίνδυνος για την ποινική διαδικασία,
και υπό την προϋπόθεση ότι η παρέκκλιση -
(i) είναι αναλογική και δεν υπερβαίνει τα όρια του αναγκαίου·
(ii) είναι αυστηρά χρονικά καθορισμένη·
(iii) δεν βασίζεται αποκλειστικά στον τύπο ή τη σοβαρότητα του καταγγελλόμενου αδικήματος· και
(iv) δεν προσβάλλει τον καθολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.
(β) Οι προβλεπόμενες στο παρόν εδάφιο προσωρινές παρεκκλίσεις εφαρμόζονται με προσηκόντως αιτιολογημένη κατά περίπτωση απόφαση, που λαμβάνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων βάσει των σχετικών Αστυνομικών Διατάξεων που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του περί Αστυνομίας Νόμου και, σε περίπτωση που δεν επιτραπεί στον ύποπτο ή στον κατηγορούμενο να ασκήσει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 6 δικαιώματα, αυτός δύναται είτε κατά την πρώτη εμφάνιση του ως ύποπτος ενώπιον δικαστηρίου που εξετάζει τις προϋποθέσεις προσωποκράτησης είτε κατά την πρώτη δικάσιμο της υπόθεσής του ως κατηγορούμενος, να ζητήσει από το εκδικάζον δικαστήριο να εξετάσει τους λόγους της άρνησης αυτής και να εκδώσει οποιοδήποτε διάταγμα ήθελε υπό τις περιστάσεις κρίνει πρέπον.
(γ) Σε περίπτωση που οι διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) ή (ββ) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου εφαρμόζονται σε πρόσωπο ηλικίας κάτω των δεκαοκτώ (18) ετών, ενημερώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναφορικά με τη στέρηση της ελευθερίας του, οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, η Επίτροπος Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού και οποιαδήποτε άλλη αρμόδια αρχή για την προστασία και την ευημερία παιδιών.
(3Α) Το προβλεπόμενο στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτο πρόσωπο αμέσως μετά τη σύλληψη προσώπου, δεν παρέχεται σε συλληφθέντα όταν η μη παροχή του εν λόγω δικαιώματος δικαιολογείται από επιτακτικές ανάγκες ή ανάλογες επιχειρησιακές απαιτήσεις.
(4) Σε περίπτωση σύλληψης προσώπου, το οποίο εμφανώς δεν δύναται λόγω οποιασδήποτε πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας να ασκήσει, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς βοήθεια τα δικαιώματα επικοινωνίας που προβλέπονται στο εδάφιο (2), αυτό δικαιούται να τα ασκήσει με τη βοήθεια ή και στην παρουσία λειτουργού των ιατρικών ή και κοινωνικών υπηρεσιών του κράτους, η οποία πρέπει να τίθεται στη διάθεσή του, αμέσως μετά τη σύλληψή του και εν πάση περιπτώσει μόλις αυτό καταστεί πρακτικά δυνατό.
3Α.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο θεωρείται ύποπτο και το οποίο έχει συλληφθεί και στερείται της ελευθερίας του, ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αναφέρει αυτό στο μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων.
(2)(α) Το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων, αφού καλέσει τον ύποπτο να υπογράψει τον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) ισχυρισμό του, ο οποίος καταγράφεται στον ανακριτικό φάκελο, παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον ύποπτο τον κατάλογο των δικηγόρων που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, προκειμένου ο ύποπτος να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά το ανακριτικό στάδιο.
(β) Ο ύποπτος, με την παραλαβή του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) καταλόγου υπογράφει σχετική δήλωση παραλαβής.
(3) Ο δικηγόρος της επιλογής του υπόπτου ενημερώνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων για το αίτημα του υπόπτου για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.
(4) Η νομική αρωγή παρέχεται στον ύποπτο αμελλητί και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση-
(α) Εφόσον έχει στερηθεί της ελευθερίας του, ή
(β) προτού ανακριθεί από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, ή
(γ) προτού προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, ή
(δ) πριν τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή.
(5) Η παροχή νομικής αρωγής κατά το ανακριτικό στάδιο τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης του αιτήματος από το αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, στο οποίο προσάγεται ο ύποπτος το αργότερο εντός εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από τη σύλληψή του:
4. Αμέσως μετά τη σύλληψη προσώπου που λόγω οποιασδήποτε πνευματικής ανεπάρκειας εμφανώς δεν είναι δυνατό να αντιληφθεί ή να πληροφορηθεί ότι έχει τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 δικαιώματα επικοινωνίας ή να αντιληφθεί πλήρως το δικαίωμα άσκησης αυτών δικαιούται όπως συγγενικό του πρόσωπο τύχει τηλεφωνικής ενημέρωσης σε καταληπτή γλώσσα, από μέλος της Αστυνομίας, αναφορικά με τη σύλληψη και το σταθμό ή κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του.
5.- (1) Σε περίπτωση σύλληψης αλλοδαπού, αυτός έχει επιπροσθέτως των δικαιωμάτων των άρθρων 3 και 4, το δικαίωμα:
(α) το συντομότερο πρακτικά δυνατό μετά τη σύλληψη να επικοινωνήσει αυτοπροσώπως τηλεφωνικά και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας, με την προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, για να την ενημερώσει για τη σύλληψη ή κράτηση και για τον αστυνομικό σταθμό ή το κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησής του και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία, με το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως ή τον Εθνικό Οργανισμό Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Δημοκρατίας:
(β1) να επικοινωνεί, εφόσον το επιθυμεί, με την προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος, να δέχεται επισκέψεις από τις αρχές αυτές, να συνομιλεί και αλληλογραφεί μαζί τους, καθώς επίσης να διευθετείται η νομική εκπροσώπησή του από αυτές, εφόσον ο ίδιος το επιθυμεί και οι εν λόγω αρχές δεν έχουν αντίρρηση, και
(β) αμέσως μετά τη σύλληψη να πληροφορηθεί τα πιο πάνω δικαιώματά του σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα.
(2) Σε περίπτωση που λόγω πνευματικής ανεπάρκειας αλλοδαπός συλληφθείς εμφανώς δεν είναι δυνατό να αντιληφθεί ή να πληροφορηθεί ότι έχει το δικαίωμα επικοινωνίας της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) ή να αντιληφθεί πλήρως το δικαίωμα άσκησής του δικαιούται όπως η ενημέρωση της προξενικής ή διπλωματικής αποστολής ή του Γραφείου του Επιτρόπου Διοικήσεως ή του Εθνικού Οργανισμού Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ανάλογα με την περίπτωση, που αναφέρεται στο εν λόγω εδάφιο, διενεργηθεί από μέλος της Αστυνομίας.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 3.
6.-(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 3 σε περίπτωση σύλληψης προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών, οι ασκούντες τη γονική μέριμνα του συλληφθέντος δικαιούνται να ενημερωθούν σε καταληπτή σ’ αυτούς γλώσσα, αμέσως μετά τη σύλληψη ή εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, ανάλογα με τη περίπτωση, από μέλος της Αστυνομίας, για τη σύλληψη ή κράτηση και τους λόγους της, καθώς και για τον αστυνομικό σταθμό ή το κρατητήριο κράτησης ή προτιθέμενης κράτησης του συλληφθέντος, ανάλογα με την περίπτωση, από μέλος της Αστυνομίας, ανεξαρτήτως του δικαιώματος του συλληφθέντος να τους ενημερώσει κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 3.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση σύλληψης προσώπου κάτω των δεκαοκτώ ετών δυνατόν να ενημερωθούν από μέλος της Αστυνομίας για τη σύλληψη ή κράτηση και οι Κοινωνικές Υπηρεσίες του κράτους, όταν τούτο κρίνεται αναγκαίο προς το συμφέρον του συλληφθέντος.
(γ) Σε περίπτωση που η ενημέρωση των ασκούντων τη γονική μέριμνα του συλληφθέντος δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) αντιβαίνει στο βέλτιστο συμφέρον αυτού, τότε ενημερώνεται άλλος ενδεδειγμένος ενήλικας.
7. -(1) Η πληροφόρηση συλληφθέντος για τα δικαιώματά του, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 3 και στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και η ενημέρωση συγγενών και άλλων, η οποία αναφέρεται στο άρθρο 4, στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 και στο άρθρο 6, αποτελούν υποχρέωση κάθε μέλους της Αστυνομίας που διενεργεί σύλληψη.
(1Α)(α) Κάθε μέλος της Αστυνομίας, το οποίο προβαίνει σε σύλληψη προσώπου, παρέχει σε αυτό, αμέσως μετά τη σύλληψή του, έγγραφο δικαιωμάτων συνταχθέν σε κατανοητή σε αυτό γλώσσα, με το οποίο αυτό ενημερώνεται αναφορικά με τις πληροφορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και στην παράγραφο (β) του παρόντος εδαφίου:
(β) Εκτός από τις πληροφορίες που καθορίζονται στις παραγράφους (α) έως (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, το έγγραφο δικαιωμάτων περιλαμβάνει πληροφορίες για-
(i) το δικαίωμα πρόσβασης στο υλικό της δικογραφίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου,
(ii) το δικαίωμα ενημέρωσης των προξενικών αρχών και άλλων προσώπων,
(iii) το δικαίωμα πρόσβασης σε επείγουσα ιατρική περίθαλψη,
(iv) το ανώτατο χρονικό διάστημα που ο κατηγορούμενος δύναται να αποστερηθεί της ελευθερίας του σε αριθμό ωρών ή ημερών, προτού αυτός προσαχθεί ενώπιον δικαστικής αρχής,
(v) το δικαίωμα προσβολής της νομιμότητας της σύλληψης και της κράτησής του· και
(vi) το δικαίωμα επανεξέτασης της κράτησης και υποβολής αίτησης για προσωρινή απόλυση.
(γ) Όταν το έγγραφο δικαιωμάτων δεν είναι διαθέσιμο σε κατανοητή στο συλληφθέν πρόσωπο, γλώσσα, αυτό ενημερώνεται για τα δικαιώματά του προφορικά σε γλώσσα που το ίδιο κατανοεί. το έγγραφο δικαιωμάτων παρέχεται ακολούθως σε αυτό, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση σε κατανοητή σε αυτό γλώσσα.
(2) Σε περίπτωση που διενεργείται σύλληψη εκτός αστυνομικού σταθμού και το μέλος της Αστυνομίας που τη διενεργεί δε γνωρίζει γλώσσα που να είναι καταληπτή στο συλληφθέντα ή στα άλλα σχετικά πρόσωπα, για να προβεί στην πληροφόρηση ή ενημέρωση που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ή δεν έχει τα αναγκαία μέσα, για να πράξει αυτό εκτός σταθμού, οφείλει αμέσως μετά την εισδοχή στο σταθμό να ενημερώσει για το γεγονός τον υπεύθυνο των ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε η σύλληψη και ο τελευταίος υποχρεούται να προβεί αμέσως και, εν πάση περιπτώσει, προτού αρχίσει η ανάκριση του συλληφθέντος, σε όλες τις διευθετήσεις που είναι αναγκαίες για την εν λόγω πληροφόρηση ή ενημέρωση και να προβεί ακολούθως ο ίδιος σ’ αυτή.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), θεωρούνται αναγκαίες διευθετήσεις για την πληροφόρηση ή ενημέρωση του συλληφθέντος ή και άλλων προσώπων σε καταληπτή γλώσσα οι διευθετήσεις με τις οποίες εξασφαλίζονται οι υπηρεσίες προσώπου που μπορεί να τους μεταφέρει σε καταληπτή σε αυτούς γλώσσα την πληροφόρηση και ενημέρωση που γίνεται από τον υπεύθυνο ανακρίσεων.
(4) Στην περίπτωση προσώπου που έχει οποιαδήποτε πνευματική ανεπάρκεια ή σωματική αναπηρία, οι διευθετήσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (3) περιλαμβάνουν τις διευθετήσεις με τις οποίες εξασφαλίζονται οι υπηρεσίες προσώπου το οποίο μπορεί να μεταφέρει στο συλληφθέντα ή στα σχετικά άλλα πρόσωπα τις σχετικές πληροφορίες, με τρόπο ή μέσο επικοινωνίας που είναι καταληπτό σε αυτούς, δεδομένης της ανεπάρκειας ή αναπηρίας τους.
8. -(1) Αποτελεί υποχρέωση κάθε μέλους της Αστυνομίας που διενεργεί σύλληψη να παρέχει στο συλληφθέντα κάθε διευκόλυνση και μέσο που είναι πρακτικά αναγκαίο, για να μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα επικοινωνίας που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (4) του άρθρου 3 και στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 5, και να μεριμνά και διευθετεί, ώστε, όταν του ζητηθεί, να μπορούν να ασκηθούν τα δικαιώματα αμέσως ή σε περιπτώσεις που εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 3 να μπορούν να ασκηθούν εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο.
(2) Σε περίπτωση που διενεργείται σύλληψη εκτός αστυνομικού σταθμού και το μέλος της Αστυνομίας που τη διενεργεί δεν έχει στη διάθεσή του τα αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων μέσα ή διευκολύνσεις, οφείλει αμέσως μετά την εισδοχή στο σταθμό να ενημερώσει για το γεγονός αυτό τον υπεύθυνο των ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε η σύλληψη και ο τελευταίος υποχρεούται αμέσως ή εντός του χρόνου που προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3, ανάλογα με την περίπτωση, και, εν πάση περιπτώσει, προτού αρχίσει η ανάκριση του συλληφθέντος, να μεριμνήσει και διευθετήσει, ώστε να παρασχεθεί σ’ αυτόν κάθε διευκόλυνση και μέσο που είναι πρακτικά αναγκαίο για την άσκηση των δικαιωμάτων του.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, οι διευκολύνσεις και τα μέσα που πρέπει να τίθενται πρακτικά στη διάθεση του συλληφθέντος, ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του, είναι εκείνα με τα οποία είναι εύλογα δυνατό να ασκηθούν τα δικαιώματα αυτά, δεδομένης και της φύσης και του βαθμού οποιασδήποτε τυχόν πνευματικής ανεπάρκειας ή σωματικής αναπηρίας, και περιλαμβάνουν:
(α) στην περίπτωση προσώπου που εμπίπτει στις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 3 τη διάθεση στο εν λόγω πρόσωπο άμεσης βοήθειας από τις Ιατρικές ή και Κοινωνικές Υπηρεσίες του κράτους, ώστε να ασκηθούν τα δικαιώματα με τη βοήθεια άλλου, όπως προβλέπεται στο εν λόγω εδάφιο και στο εδάφιο (3) του άρθρου 5, και
(β) σε κάθε περίπτωση τη διάθεση στο συλληφθέντα, αμέσως μετά τη σύλληψη ή στην περίπτωση που η σύλληψη διενεργείται εκτός αστυνομικού σταθμού αμέσως μετά την εισδοχή του στο σταθμό, καταλόγου στον οποίο καταγράφεται το όνομα και ο αριθμός τηλεφώνου όλων των δικηγόρων που είναι εγγεγραμμένοι στο «Μητρώο των Δικηγόρων που Ασκούν το Επάγγελμα». Ο εν λόγω κατάλογος καταρτίζεται για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και αναθεωρείται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου.
9. Αποτελεί υποχρέωση κάθε ανακριτή ή υπευθύνου ανακρίσεων σε σχέση με τις οποίες διενεργήθηκε σύλληψη να μεριμνά, ώστε να μην αρχίζει η ανάκριση του συλληφθέντος πριν από την πληροφόρηση ή και ενημέρωση που αναφέρονται στο άρθρο 7 και προτού ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωμα επικοινωνίας το οποίο έχει ζητήσει να ασκήσει.
10. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, αν ο συλληφθείς είναι πρόσωπο κάτω των δεκαοκτώ χρονών ή είναι πρόσωπο που λόγω πνευματικής ανεπάρκειας εμπίπτει στις διατάξεις του άρθρου 4 του παρόντος Νόμου, η ανάκριση διεξάγεται στην παρουσία του δικηγόρου του εν λόγω συλληφθέντος.
11.-(1) Σε κάθε περίπτωση κατά την οποία παρέχεται πληροφόρηση σε συλληφθέν πρόσωπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία η πληροφόρηση έλαβε χώραν.
(2)(α) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο ζητά να ασκήσει οποιοδήποτε δικαίωµα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, το γεγονός αυτό καταγράφεται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο μαζί με την ημερομηνία και ώρα κατά την οποία ασκήθηκε το εν λόγω δικαίωμα.
(β) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο αποφασίζει να μην ασκήσει τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο δικαιώματα, το γεγονός αυτό καθώς και οι περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο καταγράφονται στο σχετικό ανακριτικό φάκελο από τον υπεύθυνο των ανακρίσεων και προσυπογράφεται από το συλληφθέν πρόσωπο:
(γ) Σε περίπτωση κατά την οποία συλληφθέν πρόσωπο, κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α), δεν ζητά να ασκήσει τα προβλεπόμενα από τον παρόντα Νόμο δικαιώματά του, δεν αποστερείται του δικαιώµατος να τα ασκήσει ακολούθως σε οποιοδήποτε άλλο χρόνο κατά τη διάρκεια της κράτησής του:
(3) Στην προβλεπόμενη στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2) περίπτωση, σε σχέση με παραίτηση από το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 3, το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με την προξενική ή διπλωματική αποστολή, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 5, και το δικαίωμα ενημέρωσης και επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 6 εξασφαλίζεται ότι-
(α) Ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος έχει λάβει προφορικά ή εγγράφως σαφή και επαρκή ενημέρωση σε απλή και κατανοητή γλώσσα σχετικά με το περιεχόμενο του συγκεκριμένου δικαιώματος και τις ενδεχόμενες συνέπειες της παραίτησής του από αυτό· και
(β) η παραίτησή του από το δικαίωμα αυτό είναι αναμφισβήτητη και οικειοθελής.
12. -(1) Κάθε κρατούμενος δικαιούται να έχει για την υπεράσπισή του εμπιστευτικές συνεντεύξεις με το δικηγόρο του στο κρατητήριο όπου κρατείται, σε ιδιαίτερο χώρο εκτός οπτικού και ακουστικού πεδίου οποιουδήποτε μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, ανάλογα με την περίπτωση, και να του παραδίδει και να παραλαμβάνει από αυτόν κατά τη συνέντευξη εμπιστευτικές οδηγίες, γραπτές ή προφορικές.
(2) Το δικαίωμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να ασκείται οποιαδήποτε μέρα και ώρα και κάθε υπεύθυνος του κρατητηρίου ή μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής έχει υποχρέωση να μη θέτει προσκόμματα ή κωλύματα ή να περιορίζει ή να παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την άσκησή του.
(3) Σε περίπτωση κρατουμένου κάτω των δεκαοκτώ ετών δικαιούνται να παρευρίσκονται στις συνεντεύξεις με το δικηγόρο οι γονείς ή κηδεμόνες του κρατουμένου.
(4) Σε περίπτωση κρατουμένου που είναι αλλοδαπός ή κρατουμένου που για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν μπορεί να επικοινωνήσει ο δικηγόρος μαζί του σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα, δύναται επίσης να παρευρίσκεται στις συνεντεύξεις, κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου, διερμηνέας ή άλλο πρόσωπο το οποίο πρέπει να θέτει στη διάθεση του κρατουμένου ο υπεύθυνος του κρατητηρίου, για να μπορεί να επικοινωνήσει ο δικηγόρος με τον κρατούμενο σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα.
13. Το δικαίωμα συνεντεύξεων με δικηγόρο, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 12, παρέχεται και για τους σκοπούς οποιασδήποτε δικαστικής διαδικασίας στην οποία ο κρατούμενος είναι ήδη διάδικος ή ενδεχομένως να καταστεί διάδικος και αναφορικά με την άσκησή του εφαρμόζονται επίσης οι διατάξεις του εδαφίου (2) του πιο πάνω άρθρου.
14. -(1) Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων στα άρθρα 12 και 13.
(2) Η πρόσβαση δικηγόρου σε κρατούμενο, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο, δύναται να μην επιτραπεί σε περίπτωση που ο τελευταίος έχει δηλώσει στο δικηγόρο του ότι δεν επιθυμεί πλέον τις υπηρεσίες του και έχει ειδοποιήσει περί τούτου γραπτώς τον υπεύθυνο του κρατητηρίου.
15. -(1) Κάθε κρατούμενος δικαιούται να αποστέλλει και παραλαμβάνει επιστολές ως ακολούθως:
(α) Προς και από το δικηγόρο του, χωρίς να ανοίγονται ή διαβάζονται αυτές από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στις οποίες ο υπεύθυνος του κρατητηρίου πιστεύει για εύλογο λόγο ότι στο φάκελο εσωκλείεται παράνομο αντικείμενο και σε τέτοια περίπτωση η επιστολή ανοίγεται και ελέγχεται από μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής στην παρουσία του κρατουμένου χωρίς να διαβάζεται το περιεχόμενό της.
(β) Προς και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Επίτροπο Διοικήσεως, την Ανεξάρτητη Αρχή Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας και οποιαδήποτε διεθνή ή εθνική επιτροπή, οργανισμό ή αρχή ανθρώπινων δικαιωμάτων με αρμοδιότητα να εξετάζει και αποφασίζει για ισχυρισμούς για παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων ή να εξετάζει παράπονα σε σχέση με την κράτηση προσώπων, χωρίς να ανοίγονται ή διαβάζονται οι εν λόγω επιστολές από οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής.
(γ) Προς και από συγγενικά, φιλικά ή άλλα πρόσωπα με τα οποία είναι προς το νόμιμο συμφέρον του κρατουμένου να διατηρεί ή έρχεται σε επαφή, υπό τον όρο ότι το περιεχόμενό τους θα ελέγχεται από μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής στην παρουσία του κρατουμένου και η επιστολή δυνατό να μη σταλεί ή παραδοθεί, σε περίπτωση που εξακριβώνεται ότι εσωκλείεται παράνομο αντικείμενο ή ότι το περιεχόμενό της θέτει σε κίνδυνο την ασφάλεια του κρατητηρίου ή των κρατουμένων ή άλλων προσώπων ή είναι με οποιοδήποτε άλλο τρόπο εγκληματικής φύσης ή ενδέχεται να παρεμποδίσει την ανίχνευση ή διερεύνηση αδικημάτων.
(2) Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για την άσκηση του δικαιώματος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και να μεριμνά ώστε να παρέχονται σε κάθε κρατούμενο οι αναγκαίες διευκολύνσεις και τα μέσα για άσκησή του.
16. -(1) Κάθε κρατούμενος και οποιοδήποτε συγγενικό ή άλλο πρόσωπο της επιλογής αυτού και, στην περίπτωση κρατουμένου κάτω των δεκαοκτώ ετών, οι γονείς ή κηδεμόνες αυτού δικαιούνται να συναντώνται καθημερινά μέχρι μία ώρα συνολικά σε ιδιαίτερο χώρο του κρατητηρίου, στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής.
(2) Στην περίπτωση αλλοδαπού κρατουμένου το δικαίωμα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) παρέχεται και σε σχέση με αντιπροσώπους της προξενικής ή διπλωματικής αποστολής στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία, σε σχέση με τους αντιπροσώπους οποιασδήποτε διεθνούς ή εθνικής οργάνωσης ή οργανισμού ή αρχής ανθρώπινων δικαιωμάτων.
(3) Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων στα εδάφια (1) και (2) και να μεριμνά ώστε να παρέχονται οι αναγκαίες διευκολύνσεις για άσκησή τους.
17. -(1) Κάθε κρατούμενος πληροφορείται σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα το συντομότερο δυνατό μετά που τίθεται υπό κράτηση για τα δικαιώματά του στα άρθρα 12 μέχρι και 16.
(2) Έχουν επίσης δικαίωμα στην πληροφόρηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1):
(α) οι συγγενείς του κρατουμένου και, όταν ο κρατούμενος είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών, οι γονείς ή κηδεμόνες του, και
(β) όταν ο κρατούμενος είναι αλλοδαπός, η προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία του κράτους του οποίου είναι υπήκοος και, σε περίπτωση που δεν υπάρχει προξενική ή διπλωματική αποστολή στη Δημοκρατία, το Γραφείο του Επιτρόπου Διοικήσεως ή ο Εθνικός Οργανισμός Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Δημοκρατίας.
18. -(1) Η πληροφόρηση που αναφέρεται στο άρθρο 17 αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου του κρατητηρίου, ο οποίος οφείλει να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για να γίνεται η πληροφόρηση σε καταληπτή στον κρατούμενο και στα άλλα πρόσωπα που δικαιούνται αυτής γλώσσα.
(2) Αποτελεί επίσης υποχρέωση κάθε υπευθύνου κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις, ώστε κάθε σημαντική επικοινωνία μεταξύ κρατουμένου και μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής να γίνεται σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα.
(3) Για τους σκοπούς των εδαφίων (1) και (2) εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 7.
19. -(1) Κάθε κρατούμενος δικαιούται:
(α) σεβασμού του δικαιώματός του να μην υποβάλλεται σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική τιμωρία ή μεταχείριση ή σε οποιασδήποτε σωματική ή ψυχολογική ή διανοητική βία,
(β) αξιοπρεπούς μεταχείρισης, συμπεριφοράς, και διαβίωσης,
(γ) να διαβιεί σε κελί λογικού μεγέθους, στο οποίο παρέχονται οι στοιχειώδεις ανέσεις και συνθήκες υγιεινής, επαρκής φωτισμός και εξαερισμός και κατάλληλος εξοπλισμός ξεκούρασης.
(2) Αποτελεί υποχρέωση του κράτους να διασφαλίζει τα δικαιώματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(3) Αποτελεί υποχρέωση κάθε υπευθύνου κρατητηρίου να μεριμνά για την επαρκή και κατάλληλη διατροφή, σωματική και διανοητική υγεία, υγιεινή, ασφάλεια και σωματική ακεραιότητα του κρατουμένου.
20. Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να μεριμνά ώστε:
(α) οι κρατούμενοι κάτω των δεκαοκτώ ετών να διαβιούν σε ξεχωριστά κελιά από τα κελιά των υπόλοιπων κρατουμένων. και
(β) οι κρατούμενοι να διαβιούν σε ξεχωριστά κελιά από τα κελιά κρατουμένων του άλλου φύλου.
21. Κάθε γυναίκα κρατούμενη δικαιούται μεταχείρισης και συμπεριφοράς που δε συνιστά άμεση ή έμμεση σεξουαλική παρενόχληση ή προσβολή της ηθικής της αξιοπρέπειας.
22. Σε κάθε περίπτωση γυναίκας κρατουμένης, ο υπεύθυνος του κρατητηρίου υποχρεούται:
(α)αν η γυναίκα θηλάζει, να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις, ώστε να μπορεί να συνεχίσει να θηλάζει σε ιδιαίτερο χώρο στο κρατητήριο, ενόσω κρατείται, και, αν το επιθυμεί, να μπορεί να παραμένει το βρέφος μαζί της, με δικές της δαπάνες, στο κελί όπου διαβιεί αυτή,
(β)να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις, ώστε να της παρέχονται τα απαραίτητα είδη προσωπικής υγιεινής ή να μπορεί να προμηθευτεί αυτή, με δικά της έξοδα, απαραίτητα είδη προσωπικής υγιεινής της δικής της επιλογής,
(γ)αν η γυναίκα είναι έγκυος, να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις, ώστε να μην επηρεάζεται δυσμενώς η εγκυμοσύνη ή η υγεία αυτής ή του εμβρύου.
23.- (1) Κάθε κρατούμενος δικαιούται οποτεδήποτε, ενόσω τελεί υπό κράτηση, να τυγχάνει ιατρικής εξέτασης ή και περίθαλψης ή και παρακολούθησης από ιατρό της δικής του επιλογής και να επικοινωνεί για το σκοπό αυτό αυτοπροσώπως τηλεφωνικά μαζί του στην παρουσία μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, ανάλογα με την περίπτωση, ή, σε περίπτωση που δεν επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμα δικής του επιλογής ιατρού, να τυγχάνει ιατρικής εξέτασης ή και περίθαλψης ή και παρακολούθησης που διευθετείται από τον υπεύθυνο του κρατητηρίου από κυβερνητικό ιατρό.
(2) Τα έξοδα ιατρικής εξέτασης, περίθαλψης και παρακολούθησης από ιατρό της επιλογής του κρατουμένου, δυνάμει του εδαφίου (1), καταβάλλονται από τον κρατούμενο.
24.- (1) Για τους σκοπούς του άρθρου 23, παραδίδεται σε κάθε κρατούμενο, αμέσως μετά που τίθεται υπό κράτηση, έντυπο στο οποίο καταγράφονται σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα τα δικαιώματά του που αναφέρονται στο πιο πάνω άρθρο.
(2) Ο κρατούμενος υπογράφει ότι παρέλαβε το έντυπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και, σε περίπτωση που αρνείται να το πράξει, καταγράφεται το γεγονός της άρνησής του.
(3) Κατά την παράδοση του εντύπου που αναφέρεται στο εδάφιο (1), το μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής που παραδίδει το έντυπο, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει τον κρατούμενο σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα ότι οποτεδήποτε επιθυμεί να ασκήσει το δικαίωμά του που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 23 μπορεί να το πράξει συμπληρώνοντας και υπογράφοντας το σχετικά διατυπωμένο για το σκοπό αυτό μέρος του εντύπου και παραδίδοντάς το σε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής. Ο κρατούμενος δικαιούται να κρατήσει αντίγραφο του μέρους του εντύπου που υπογράφει σε κάθε περίπτωση αιτήματός του για άσκηση του δικαιώματος και ενημερώνεται επίσης γι’ αυτό του το δικαίωμα.
(4) Κάθε μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής το οποίο παραλαμβάνει μέρος εντύπου που έχει συμπληρώσει και υπογράψει κρατούμενος για ιατρική του εξέταση ή και περίθαλψη ή και παρακολούθηση, κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (3), υποχρεούται να βεβαιώσει ότι το παρέλαβε υπογράφοντας αυτό και το αντίγραφο του κρατουμένου και καταγράφοντας την ημερομηνία και ώρα παραλαβής.
25. Κάθε επικοινωνία μεταξύ κρατουμένου και μέλους της Αστυνομίας ή προσωπικού της φυλακής η οποία διεξάγεται για τους σκοπούς των άρθρων 23 και 24 θεωρείται σημαντική επικοινωνία, με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 18, και αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου του κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις, ώστε να γίνεται σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα, όπως απαιτεί το εν λόγω εδάφιο και το εδάφιο (3) του ίδιου άρθρου.
26.- (1) Σε περίπτωση που κρατούμενος επιλέγει να εξεταστεί ή και να τύχει περίθαλψης ή και παρακολούθησης από κυβερνητικό ιατρό, αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου του κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις για πραγματοποίηση των πιο πάνω το συντομότερο δυνατό είτε στο κρατητήριο είτε σε κρατικό νοσοκομείο, ανάλογα με το τι απαιτεί η κατάσταση υγείας του κρατουμένου.
(2) Σε περίπτωση που κρατούμενος επιλέγει να εξεταστεί ή και να τύχει περίθαλψης ή και παρακολούθησης από μη κυβερνητικό ιατρό, αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου του κρατητηρίου να παρέχει κάθε διευκόλυνση για πραγματοποίηση των πιο πάνω το συντομότερο δυνατό στο κρατητήριο ή, αν το απαιτεί η κατάσταση υγείας του κρατουμένου, για πραγματοποίησή τους σε κρατικό νοσοκομείο από τον εν λόγω ιατρό.
27.- (1) Κάθε ιατρική εξέταση, περίθαλψη και παρακολούθηση, δυνάμει του παρόντος Νόμου, πραγματοποιείται σε ιδιαίτερο χώρο, εκτός του οπτικού και ακουστικού πεδίου οποιουδήποτε μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, ανάλογα με την περίπτωση:
Νοείται ότι κάθε ιατρική εξέταση, περίθαλψη και παρακολούθηση δύναται να πραγματοποιηθεί εντός οπτικού, αλλά όχι και ακουστικού, πεδίου μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, ανάλογα με την περίπτωση, που έχει το ίδιο φύλο με τον κρατούμενο, όταν ο υπεύθυνος κρατητηρίου έχει εύλογο λόγο να πιστεύει ότι σε αντίθετη περίπτωση διατρέχει κίνδυνο η σωματική ακεραιότητα του εξετάζοντος ιατρού.
(2) Σε περίπτωση κρατουμένου κάτω των δεκαοκτώ ετών, δικαιούνται να παρευρίσκονται σε κάθε ιατρική εξέταση, περίθαλψη και παρακολούθηση οι γονείς ή κηδεμόνες του.
(3) Σε περίπτωση κρατουμένου που είναι αλλοδαπός ή κρατουμένου με τον οποίο για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν μπορεί να επικοινωνήσει ιατρός σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα, δύναται επίσης να παρευρίσκεται κατά την ιατρική εξέταση, περίθαλψη και παρακολούθηση, κατόπιν αιτήματος του ιατρού, διερμηνέας ή άλλο πρόσωπο το οποίο πρέπει να θέτει στη διάθεση του κρατουμένου ο υπεύθυνος του κρατητηρίου, για να μπορεί να επικοινωνήσει ο ιατρός με τον κρατούμενο σε καταληπτή στον κρατούμενο γλώσσα.
(4) Τα ευρήματα κάθε ιατρικής εξέτασης καταγράφονται από τον εξετάζοντα ιατρό, όπως και οτιδήποτε του έχει λεχθεί από τον εξεταζόμενο κρατούμενο και αφορά θέμα άσκησης σωματικής ή ψυχολογικής βίας εναντίον του από μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής ή από κρατούμενο ή εν πάση περιπτώσει από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.
28.- (1) Κάθε υπεύθυνος κρατητηρίου ή μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής, ανάλογα με την περίπτωση, έχει υποχρέωση να μη θέτει προσκόμματα ή κωλύματα ή να περιορίζει ή να παρεμποδίζει με οποιοδήποτε τρόπο την άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 23 μέχρι και 27.
(2) Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να προβαίνει στις αναγκαίες διευθετήσεις και ρυθμίσεις για την άσκηση των δικαιωμάτων που αναφέρονται στα άρθρα 23 μέχρι και 27.
29. Αποτελεί υποχρέωση του υπευθύνου κάθε κρατητηρίου να μεριμνά, ώστε:
(α) σε κάθε κελί να υπάρχει αναρτημένος κατάλογος με ευανάγνωστα τα δικαιώματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και τους κανόνες του κρατητηρίου στην ελληνική, τουρκική και αγγλική και σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα κρίνεται κατά περίπτωση αναγκαία από τον υπεύθυνο του κρατητηρίου, και
(β) να ενημερώνεται κάθε κρατούμενος σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα το συντομότερο δυνατό, μετά που τίθεται υπό κράτηση, για τους κανόνες του κρατητηρίου.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 163(I)/2005
- 141(I)/2021
31. Μέλος της Αστυνομίας είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη, σε οποιαδήποτε των πιο κάτω περιπτώσεων στέρησης της ελευθερίας ατόμου:
(α) Σε περίπτωση που συλλαμβάνει, κρατεί ή περιορίζει άτομο και η σύλληψη, η κράτηση ή ο περιορισμός, ανάλογα με την περίπτωση, δεν εμπίπτουν σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις επιτρεπόμενης σύλληψης, κράτησης ή περιορισμού ατόμου που προβλέπονται στις υποπαραγράφους (α), (β), (γ), (δ), (ε), και (στ) της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας και στον περί Ποινικής Δικονομίας Νόμο,
(β) σε περίπτωση που χωρίς να έχει εκδοθεί σχετικό δικαστικό ένταλμα, συλλαμβάνει άτομο σε περίπτωση άλλη από εκείνη του αυτόφωρου αδικήματος του τιμωρούμενου με φυλάκιση.
32. Μέλος της Αστυνομίας είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους δώδεκα μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση που κατά παράβαση της υποπαραγράφου 4 της παραγράφου 2 του άρθρου 11 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας αμελεί ή παραλείπει να πληροφορήσει συλληφθέντα κατά τη στιγμή της σύλληψής του για τους λόγους της σύλληψής του σε καταληπτή στον ίδιο γλώσσα.
33. Μέλος της Αστυνομίας που παραβιάζει το δικαίωμα ενημέρωσης των δικονομικών δικαιωμάτων του υπόπτου ή του κατηγορουμένου που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 ή που παραλείπει ή αμελεί ή δεν τηρεί υποχρέωση που θέτει το άρθρο 26, σε περίπτωση που η ιατρική εξέταση σχετίζεται με τη μεταχείριση του συλληφθέντος κατά τη σύλληψη και/ή την κράτησή του, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.
34.- (1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής ή υπεύθυνος κρατητηρίου, ανάλογα με την περίπτωση, που δεν τηρεί υποχρέωσή του δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή παραβιάζει δικαίωμα που παρέχεται δυνάμει αυτού ή παραλείπει να συμμορφωθεί προς οποιαδήποτε διάταξή του είναι ένοχο πειθαρχικού αδικήματος.
(2) Σε σχέση με πειθαρχικά αδικήματα δυνάμει του εδαφίου (1) εφαρμόζονται οι πειθαρχικές διαδικασίες που προβλέπονται στον εκάστοτε σε ισχύ οικείο νόμο και τους κανονισμούς που εκδίδονται με βάση αυτόν.
35. Οι διατάξεις των άρθρων 33 και 34 δεν επηρεάζουν ή περιορίζουν με οποιοδήποτε τρόπο την ποινική ευθύνη και τιμωρία που προβλέπεται στον περί της Σύμβασης κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (Κυρωτικό) Νόμο για υποβολή σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία και, σε περίπτωση που η παραβίαση δικαιώματος από υπεύθυνο κρατητηρίου ή άλλο μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής συνιστά υποβολή σε βασανιστήρια ή σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, σύμφωνα με την έννοια και κατά παράβαση του υπό αναφορά νόμου, ο υπεύθυνος κρατητηρίου ή άλλο μέλος της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκεινται σε τιμωρία κατά τα διαλαμβανόμενα στον υπό αναφορά Νόμο.
36. -(1) Πρόσωπο του οποίου παραβιάζεται δικαίωμα που του παρέχει ο παρών Νόμος έχει αγώγιμο δικαίωμα σε αποζημιώσεις για την παραβίαση αυτή εναντίον του κράτους και του μέλους της Αστυνομίας ή του προσωπικού της φυλακής ή υπευθύνου του κρατητηρίου που ευθύνεται για την παραβίαση του δικαιώματός του και δικαιούται για την παραβίαση δίκαιη αποζημίωση, ανεξάρτητα από το κατά πόσο έχει υποστεί οποιαδήποτε πραγματική βλάβη ή ζημιά ή χρηματική ή άλλη απώλεια ως αποτέλεσμα αυτής.
(2) Πρόσωπο που έχει αγώγιμο δικαίωμα δυνάμει του εδαφίου (1) δεν παρεμποδίζεται από το να διεκδικήσει αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία για την παραβίαση στη βάση αγώγιμου δικαιώματος που του παρέχεται ή αναγνωρίζεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή και να διεκδικήσει ταυτόχρονα θεραπεία στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος του πιο πάνω εδαφίου και οποιουδήποτε άλλου αγώγιμου δικαιώματος.
37. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται επίσης:
(α) όταν η σύλληψη γίνεται από πρόσωπο άλλο από μέλος της Αστυνομίας το οποίο είναι ειδικά εξουσιοδοτημένο με νόμο να ασκεί εξουσίες σύλληψης προσώπων,
(β) σε κρατούμενο σύμφωνα με την έννοια του άρθρου 2 ο οποίος συνελήφθη από πρόσωπο που αναφέρεται στην παράγραφο (α) και σε συγγενικά αυτού πρόσωπα,
(γ) τηρουμένων των αναλογιών, σε πρόσωπο που ενώ αρχικά δεν είναι ύποπτος ή κατηγορούμενος, κατά τη διάρκεια της ανάκρισής του από την Αστυνομία Κύπρου ή άλλο αρμόδιο πρόσωπο, καθίσταται ύποπτος ή κατηγορούμενος,
(δ) τηρουμένων των αναλογιών, σε οποιοδήποτε πρόσωπο καλείται από τον ανακριτή ως ύποπτος ή κατηγορούμενος για την τέλεση αξιόποινης πράξης, με σκοπό την ανάκριση και τη λήψη κατάθεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.
38.(1) Κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες ανάγκες ύποπτου ή κατηγορούμενου προσώπου που είναι ευάλωτο πρόσωπο.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «ευάλωτο πρόσωπο» θεωρείται ύποπτος ή κατηγορούμενος που δεν είναι σε θέση να κατανοήσει ή να συμμετάσχει ουσιαστικά στην ποινική διαδικασία λόγω της ηλικίας, της διανοητικής ή της σωματικής του κατάστασης ή λόγω αναπηρίας.
39. Η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου δεν περιορίζει και επιτρέπει απόκλιση από τα δικαιώματα και τις δικονομικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται από-
(α) Το Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος κυρώθηκε από τον περί της Συνθήκης της Λισσαβόνας για την τροποποίηση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (Κυρωτικό) Νόμο·
(β) την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε από τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισην των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962,
(γ) άλλες διατάξεις του διεθνούς ή ημεδαπού δικαίου που παρέχουν σε ύποπτο ή κατηγορούμενο ευρύτερα δικαιώματα από αυτά που παρέχει ο παρών Νόμος.