3Α.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο θεωρείται ύποπτο και το οποίο έχει συλληφθεί και στερείται της ελευθερίας του, ισχυρίζεται ότι δεν διαθέτει επαρκείς πόρους προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, αναφέρει αυτό στο μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων.
(2)(α) Το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων, αφού καλέσει τον ύποπτο να υπογράψει τον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) ισχυρισμό του, ο οποίος καταγράφεται στον ανακριτικό φάκελο, παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον ύποπτο τον κατάλογο των δικηγόρων που καταρτίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, προκειμένου ο ύποπτος να ασκήσει το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο κατά το ανακριτικό στάδιο.
(β) Ο ύποπτος, με την παραλαβή του αναφερόμενου στην παράγραφο (α) καταλόγου υπογράφει σχετική δήλωση παραλαβής.
(3) Ο δικηγόρος της επιλογής του υπόπτου ενημερώνεται από το μέλος της Αστυνομίας που έχει την ευθύνη των ανακρίσεων για το αίτημα του υπόπτου για παροχή δωρεάν νομικής αρωγής.
(4) Η νομική αρωγή παρέχεται στον ύποπτο αμελλητί και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση-
(α) Εφόσον έχει στερηθεί της ελευθερίας του, ή
(β) προτού ανακριθεί από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή, ή
(γ) προτού προσαχθεί ενώπιον του δικαστηρίου, ή
(δ) πριν τη διενέργεια έρευνας ή συλλογής αποδεικτικών στοιχείων από την Αστυνομία ή άλλη αρμόδια αρχή.
(5) Η παροχή νομικής αρωγής κατά το ανακριτικό στάδιο τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης του αιτήματος από το αρμόδιο Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμου, στο οποίο προσάγεται ο ύποπτος το αργότερο εντός εικοσιτεσσάρων (24) ωρών από τη σύλληψή του: