Ιεραρχική προσφυγή

9.-(1) Μέσα σε τριάντα ημέρες από την πληροφόρηση, δυνάμει του άρθρου 6(4) -

(α) Για κατακράτηση ή δέσμευση σχετικού μεταφορικού μέσου ή σχετικού προϊόντος από Επιθεωρητή, ή

(β) για απόφαση Επιθεωρητή για καταστροφή σχετικού προϊόντος, πρόσωπο που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να προσβάλει τη σχετική πράξη ή απόφαση, με γραπτή και αιτιολογημένη προσφυγή στο Διευθυντή.

(2) Σε περίπτωση υποβολής προσφυγής δυνάμει του εδαφίου (1), ο Διευθυντής την εξετάζει χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, δυνάμενος κατά την κρίση του να ακούσει τον προσφεύγοντα ή να δώσει σε αυτόν την ευκαιρία να υποστηρίξει γραπτώς περαιτέρω τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή.

(3) Ο Διευθυντής έχει εξουσία να αναθέτει σε έναν ή περισσότερους λειτουργούς, που υπόκεινται σε αυτόν, την εξέταση θεμάτων που αφορούν την προαναφερόμενη προσφυγή και να απαιτεί από αυτούς να του υποβάλουν το πόρισμα τέτοιας εξέτασης πριν από την έκδοση της απόφασής του επί της προσφυγής.

(4) Ο Διευθυντής, σε χρόνο ο οποίος, λαμβάνοντας υπόψη τις επιπτώσεις της προσβαλλόμενης πράξης ή απόφασης επί του προσφεύγοντα, είναι εύλογος, εκδίδει και διαβιβάζει γραπτώς την απόφασή του επί της προσφυγής στον προσφεύγοντα, διά της οποίας απόφασης αποδέχεται εν όλω ή εν μέρει ή απορρίπτει την προσφυγή και ακυρώνει ή τροποποιεί ή επικυρώνει, αντίστοιχα, την προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση.

(5) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο το οποίο -

(α) Υποβάλλει προσφυγή, δυνάμει του εδαφίου (1), η οποία περιέχει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία, ή

(β) υποβάλλει πληροφορία, βάσει του εδαφίου (2), η οποία είναι ψευδής ή παραπλανητική, και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.