Εξουσίες για λήψη προληπτικών μέτρων

134.-(1) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους που παρέχει υπηρεσίες ή/και ασκεί δραστηριότητες ελεύθερα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, ή ότι μια ΕΠΕΥ κράτους μέλους που έχει ιδρύσει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες παρέμβασης στην Επιτροπή, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η εν λόγω ΕΠΕΥ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών στην Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στη Δημοκρατία, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών στη Δημοκρατία. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην αναφερόμενη στο παρόν εδάφιο ΕΠΕΥ να διενεργεί συναλλαγές στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως για τα μέτρα αυτά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

(2) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ άλλου κράτους μέλους, η οποία ίδρυσε υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα απαιτούμενα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η Επιτροπή, η ΕΠΕΥ συνεχίζει να παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, η Επιτροπή δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής, να λάβει τα απαραίτητα μέτρα για να εμποδίσει ή να τιμωρήσει περαιτέρω αντικανονική συμπεριφορά και, εφόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει την ΕΠΕΥ να διενεργήσει τυχόν περαιτέρω συναλλαγές στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μέτρα αυτά.

(3) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1287/2006, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς ή του ΠΜΔ.

Εάν, παρά τα μέτρα που λαμβάνει η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή εφόσον τα μέτρα αυτά αποδειχθούν ανεπαρκή, η ρυθμιζόμενη αγορά ή ο ΠΜΔ συνεχίζει να ενεργεί με τρόπο που είναι σαφώς επιζήμιος για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατίας ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που είναι αναγκαία για να προστατεύσει τους επενδυτές και να διασφαλίσει την εύρυθμη λειτουργία των αγορών. Στα μέτρα αυτά περιλαμβάνεται και η δυνατότητα να απαγορεύεται στις ρυθμιζόμενες αγορές ή στους ΠΜΔ να παρέχουν πρόσβαση στους μηχανισμούς τους σε μέλη εξ’ αποστάσεως ή σε συμμετέχοντες εγκατεστημένους στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα μέτρα αυτά.

(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) και (3) ή τα οποία συνεπάγονται ποινές ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ κράτους μέλους ή ρυθμιζόμενης αγοράς κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ κράτους μέλους ή στην ρυθμιζόμενη αγορά.