59A.-(1) Πρόσωπο, το οποίο εργάζεται ή έχει εργαστεί σε Εποπτική Αρχή, η οποία εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς αναφορικά με τη συμμόρφωσή τους με τον παρόντα Νόμο, καθώς και ελεγκτής ή εμπειρογνώμονας, ο οποίος ενεργεί εκ μέρους τέτοιας Εποπτικής Αρχής, υπόκειται σε υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου:
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση επαγγελματικού απορρήτου δεν εμποδίζει την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ-
(α) Εποπτικών Αρχών, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς εντός της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλων Νόμων, οι οποίοι αφορούν την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων και οργανισμών·
(β) αρμόδιων αρχών που εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς σε διαφορετικά κράτη μέλη, σύμφωνα με την Οδηγία της Ε.Ε. ή άλλα νομοθετήματα που αφορούν την εποπτεία των εν λόγω ιδρυμάτων και οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας όταν αυτή ενεργεί σύμφωνα με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» και η εν λόγω ανταλλαγή πληροφοριών υπόκειται στους όρους του επαγγελματικού απορρήτου όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς και λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες όπως αναφέρεται στο εδάφιο (1), χρησιμοποιούν τις πληροφορίες αυτές μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή σύμφωνα με τις διατάξεις άλλων Νόμων στους τομείς της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, καθώς και της προληπτικής ρύθμισης και εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων και χρηματοπιστωτικών οργανισμών, συμπεριλαμβανομένης της επιβολής κυρώσεων·
(β) κατά την άσκηση προσφυγής εναντίον απόφασης Εποπτικής Αρχής, η οποία εποπτεύει πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, συμπεριλαμβανομένης δικαστικής διαδικασίας·
(γ) στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας η οποία έχει αρχίσει δυνάμει ειδικών διατάξεων που προβλέπονται από ευρωπαϊκή νομοθεσία, η οποία εκδόθηκε στον τομέα της Οδηγίας της Ε.Ε. ή στον τομέα της προληπτικής ρύθμισης και της εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των χρηματοπιστωτικών οργανισμών.
(4) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, οφείλουν να συνεργάζονται στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό μεταξύ τους για τους σκοπούς της Οδηγίας της Ε.Ε., ανεξάρτητα από την αντίστοιχη φύση ή καθεστώς τους:
(5)(α) Οι Εποπτικές Αρχές, οι οποίες εποπτεύουν πιστωτικά ιδρύματα και χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν συνεργασία και ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με αντίστοιχες αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.
(β) Οι αναφερόμενες στο παρόν εδάφιο συμφωνίες συνεργασίας συνάπτονται στη βάση της αμοιβαιότητας και μόνο εφόσον οι πληροφορίες οι οποίες ανταλλάσσονται καλύπτονται από τις απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου, οι οποίες είναι ισοδύναμες τουλάχιστον με αυτές που αναφέρονται στο εδάφιο (1).
(γ) Οι εμπιστευτικές πληροφορίες που καθίστανται αντικείμενο ανταλλαγής σύμφωνα με τις αναφερόμενες στο παρόν εδάφιο συμφωνίες συνεργασίας-
(i) χρησιμοποιούνται για την εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων των εν λόγω αρχών, και
(ii) όταν προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιούνται μόνο μετά από τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις γνωστοποίησε στις Εποπτικές Αρχές και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η αρχή αυτή.
(6) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3) του παρόντος άρθρου και της παραγράφου (ε) του άρθρου 69, οι Εποπτικές Αρχές δύνανται να ανταλλάζουν πληροφορίες τόσο μεταξύ τους, όσο και με αντίστοιχες αρχές άλλων κρατών μελών:
(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (1) και (3), επιτρέπεται η γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών δυνάμει διατάξεων άλλων Νόμων προς αρχές της Δημοκρατίας, οι οποίες είναι κατά νόμον αρμόδιες επί θεμάτων εποπτείας των χρηματοπιστωτικών αγορών, ή έχουν καθορισμένες αρμοδιότητες στο πεδίο της διερεύνησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, των συναφών βασικών αδικημάτων και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας:
(8) Η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου δύναται να επιτρέψει γνωστοποίηση ορισμένων πληροφοριών για την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων όσον αφορά τη συμμόρφωση προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, προς κοινοβουλευτικές επιτροπές, εθνικά ελεγκτικά συνέδρια και άλλες οντότητες στη Δημοκρατία που αναλαμβάνουν τη διενέργεια ερευνών, υπό τις εξής προϋποθέσεις:
(α) Οι οντότητες έχουν ακριβή εντολή βάσει του εθνικού δικαίου να ερευνούν ή να ελέγχουν τις ενέργειες των αρχών που είναι επιφορτισμένες με την εποπτεία αυτών των πιστωτικών ιδρυμάτων ή με τη θέσπιση νόμων σχετικά με την εν λόγω εποπτεία·
(β) οι πληροφορίες είναι απολύτως αναγκαίες για την εκπλήρωση των απαιτήσεων της παραγράφου (α)·
(γ) τα πρόσωπα τα οποία έχουν πρόσβαση στις πληροφορίες υπόκεινται σε απαιτήσεις επαγγελματικού απορρήτου βάσει του εθνικού δικαίου τουλάχιστον ισοδύναμες με τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1)·
(δ) όταν η πληροφορία προέρχεται από άλλο κράτος μέλος, γνωστοποιείται μόνο με τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τη γνωστοποίησε και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους έδωσε τη συγκατάθεσή της η εν λόγω αρχή.