21. (1) Το δικαστήριο, αν κατόπιν αίτησης του κατηγορουμένου ή του παραλήπτη που έχει διοριστεί δυνάμει του άρθρου 17 ή κατόπιν αίτησης για έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος, ικανοποιηθεί ότι η ρευστοποιήσιμη περιουσία δεν επαρκεί για την εξόφληση οποιουδήποτε ποσού το οποίο οφείλεται δυνάμει διατάγματος δήμευσης, δύναται, τηρουμένων των προνοιών του εδαφίου (2), να τροποποιήσει το διάταγμα δήμευσης-
(α) Με την αντικατάσταση του ποσού του διατάγματος δήμευσης με οποιοδήποτε μικρότερο ποσό το οποίο κρίνει δίκαιο˙ και
(β) με την αντικατάσταση των περιόδων φυλάκισης, όπως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 126 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου και στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου, σχετικά με το ποσό το οποίο θα έπρεπε να εισπραχθεί με βάση το διάταγμα δήμευσης, με οποιαδήποτε άλλη μικρότερη περίοδο ανάλογη, σύμφωνα με τις πιο πάνω πρόνοιες, με το μικρότερο ποσό το οποίο θα εισπραχθεί.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1)-
(α) Σε περίπτωση κατά την οποία ρευστοποιήσιμη περιουσία ανήκει σε πτωχεύσαντα, αυτή λογίζεται ως περιουσία της οποίας το μέρος το οποίο θα ήταν δυνατό να διανεμηθεί μεταξύ των πιστωτών του πτωχεύσαντος δεν μπορεί να ανακτηθεί, αλλά
(β) δε λογίζεται ως περιουσία που δεν μπορεί να ανακτηθεί οποιαδήποτε ανεπάρκεια στη ρευστοποιήσιμη περιουσία η οποία, κατά την άποψη του δικαστηρίου, οφείλεται εξ ολοκλήρου ή μερικώς σε πράξεις του κατηγορουμένου οι οποίες σκοπό είχαν την προστασία περιουσίας προσώπου στο οποίο ο κατηγορούμενος άμεσα ή έμμεσα προέβη σε απαγορευμένη δωρεά από τους κινδύνους ρευστοποίησης της δυνάμει των προνοιών του παρόντος Νόμου.
(3) Η αίτηση για τροποποίηση του διατάγματος δήμευσης υποβάλλεται γραπτώς, συνοδεύεται από ένορκη δήλωση προς επιβεβαίωση των γεγονότων στα οποία στηρίζεται και επιδίδεται στην κατηγορούσα αρχή και σε άλλα πρόσωπα που επηρεάζονται, όπως διατάσσει το δικαστήριο.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου "δικαστήριο" σημαίνει το δικαστήριο το οποίο εξέδωσε το διάταγμα δήμευσης ή άλλο δικαστήριο με την ίδια καθ’ ύλην δικαιοδοσία.