7. (1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου-
(α) Λογίζονται ως έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες όλες οι πληρωμές οι οποίες καταβλήθηκαν σ’ αυτόν ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο είτε πριν είτε μετά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού σε σχέση με παράνομες δραστηριότητες ή με αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτό έχει διαπραχθεί από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή από άλλο πρόσωπο˙
(β) τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι το σύνολο των πληρωμών ή αμοιβών οι οποίες έχουν καταβληθεί σ’ αυτόν ή το προϊόν παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή έσοδα όπως ο όρος αυτός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του παρόντος Νόμου.
(2) Το Δικαστήριο, για να διαπιστώσει κατά πόσο ο κατηγορούμενος απεκόμισε έσοδα από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για να υπολογίσει το ύψος των εσόδων του, δύναται, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση καταδειχθεί το αντίθετο, να υποθέσει ότι—
(α) Οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος μετά τη διάπραξη της εν λόγω παράνομης δραστηριότητας ή του εν λόγω αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή απέκτησε ή μεταβιβάστηκε σε αυτόν οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια των τελευταίων έξι ετών πριν από την έναρξη της ποινικής διαδικασίας εναντίον του αποτελεί έσοδο, πληρωμή ή αμοιβή από παράνομες δραστηριότητες ή από τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙
(β) κάθε δαπάνη του κατηγορουμένου κατά τη διάρκεια της πιο πάνω περιόδου έχει γίνει από τα έσοδα του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή πληρωμές ή αμοιβές οι οποίες καταβλήθηκαν σε αυτόν σε σχέση με τη διάπραξη από τον ίδιο παράνομων δραστηριοτήτων ή αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες˙
(γ) οποιαδήποτε περιουσία απέκτησε ο κατηγορούμενος σύμφωνα με την παράγραφο (α) την παρέλαβε ελεύθερη από επιβαρύνσεις και συμφέροντα άλλων προσώπων για σκοπούς υπολογισμού της αξίας της:
(3) Οι πρόνοιες του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται αν-
(α) Αποδειχθεί ότι δεν ισχύουν στην περίπτωση του κατηγορουμένου ή
(β) το δικαστήριο κρίνει ότι θα υπήρχε σοβαρός κίνδυνος αδικίας εις βάρος του κατηγορουμένου αν εφαρμόζονταν.
(4) Σε περίπτωση κατά την οποία το δικαστήριο δεν εφαρμόζει τις πρόνοιες του εδαφίου (2), εκθέτει τους λόγους του για την απόφασή του αυτή.
(5) Για σκοπούς υπολογισμού των εσόδων του κατηγορουμένου από παράνομες δραστηριότητες ή τη διάπραξη αδικήματος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, αν σε προηγούμενη περίπτωση εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα δήμευσης, το δικαστήριο δε θεωρεί έσοδα από διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος τα έσοδα τα οποία θα καταδειχθεί ότι λήφθηκαν υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού το οποίο αναφέρεται στο προηγούμενο διάταγμα.