4. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο ενώ (α) γνωρίζει ή (β) όφειλε να γνωρίζει ότι οποιασδήποτε μορφής περιουσία αποτελεί έσοδο από παράνομες δραστηριότητες, προβαίνει σε οποιασδήποτε από τις πιο κάτω ενέργειες:
(i) Μετατρέπει, μεταβιβάζει, ή μετακινεί τέτοια περιουσία με σκοπό να αποκρύψει ή, να συγκαλύψει την παράνομη προέλευσή της ή να παράσχει με οποιοδήποτε τρόπο βοήθεια σε πρόσωπο το οποίο είναι αναμιγμένο στη διάπραξη του γενεσιουργού αδικήματος για να προβεί το πρόσωπο αυτό σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πράξεις και ενέργειες ή άλλως ενεργεί για να αποφύγει τις νομικές συνέπειες των πράξεων και ενεργειών του˙
(ii) αποκρύπτει ή συγκαλύπτει την αληθή φύση, την πηγή, τον τόπο, τη διάθεση, την κίνηση, τα δικαιώματα σε σχέση με περιουσία ή με την κυριότητα αυτή˙
(iii) αποκτά, κατέχει ή χρησιμοποιεί τέτοια περιουσία˙
(iv) συμμετέχει, συμπράττει, συνεργάζεται, συνωμοτεί για να διαπραχθεί, ή αποπειράται να διαπράξει και παρέχει συνδρομή και βοήθεια, καθοδήγηση ή συμβουλή στη διάπραξη οποιωνδήποτε από τα αδικήματα που αναφέρονται πιο πάνω˙
(v) παρέχει πληροφορίες σχετικά με έρευνες που γίνονται για νομιμοποίηση εσόδων γενεσιουργού αδικήματος με σκοπό να δυνηθεί το πρόσωπο που αποκόμισε όφελος από τη διάπραξη γενεσιουργού αδικήματος να διατηρήσει τα έσοδα ή τον έλεγχο των εσόδων από τη διάπραξη του εν λόγω αδικήματος,
διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δεκατεσσάρων ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (500000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (α) πιο πάνω, και με φυλάκιση πέντε ετών ή με χρηματική ποινή μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (50000) ή και με τις δύο αυτές ποινές στην περίπτωση (β) πιο πάνω.
(2) Για σκοπούς του εδαφίου (1):
(α) Δεν έχει καμιά σημασία κατά πόσο οι παράνομες δραστηριότητες υπόκεινται ή όχι στη δικαιοδοσία των Κυπριακών Δικαστηρίων·
(β) τα αδικήματα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες δύνανται να διαπραχθούν και από τους δράστες γενεσιουργών αδικημάτων·
(γ) η γνώση, πρόθεση ή σκοπός που απαιτούνται ως στοιχεία αδικημάτων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να συναχθούν από αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις·
(δ) δεν απαιτείται προηγούμενη ή ταυτόχρονη καταδίκη για γενεσιουργό αδίκημα, από το οποίο προήλθαν έσοδα·
(ε) δεν απαιτείται να αποδειχθεί η ταυτότητα του προσώπου που διέπραξε τις παράνομες δραστηριότητες από τις οποίες προήλθαν τα έσοδα·
(στ) καταδίκη για τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα είναι δυνατή σε περίπτωση που με βάση αντικειμενικές πραγματικές περιστάσεις στοιχειοθετείται ότι η περιουσία προήλθε από παράνομες δραστηριότητες, χωρίς να απαιτείται η στοιχειοθέτηση όλων των πραγματικών στοιχείων ή όλων των περιστάσεων που σχετίζονται με τις εν λόγω παράνομες δραστηριότητες.
(3)(α) Νομικό πρόσωπο δύναται να υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αδικημάτων, το οποίο τελείται προς όφελός του από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο ενεργεί ατομικά ή ως μέλος οργάνου του νομικού προσώπου και κατέχει διευθυντική θέση εντός αυτού, βάσει-
(i) εξουσίας εκπροσώπησης του νομικού προσώπου,
(ii) εξουσίας λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου, ή
(iii) εξουσίας άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(β) Νομικό πρόσωπο υπέχει ευθύνη για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αδικημάτων σε περίπτωση που η απουσία εποπτείας ή ελέγχου από πρόσωπο που καθορίζεται στην παράγραφο (α) κατέστησε δυνατή τη διάπραξη του αδικήματος προς όφελος του εν λόγω νομικού προσώπου από πρόσωπο το οποίο τελεί υπό την εξουσία του.
(γ) Η δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) ευθύνη νομικού προσώπου δεν αποκλείει την ποινική δίωξη φυσικού προσώπου το οποίο είναι αυτουργός, ηθικός αυτουργός ή συνεργός στη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αδικημάτων.
(4) Σε περίπτωση καταδίκης για αδίκημα που προβλέπεται στην παράγραφο (i), (ii) ή (iii) του εδαφίου (1), οι ακόλουθες περιστάσεις θεωρούνται επιβαρυντικές:
(α) Το αδίκημα διαπράχθηκε στο πλαίσιο εγκληματικής οργάνωσης:
(β) το πρόσωπο είναι υπόχρεη οντότητα και έχει διαπράξει το αδίκημα κατά την άσκηση της επαγγελματικής του δραστηριότητας· και
(γ) η περιουσία που είναι αντικείμενο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι σημαντικής αξίας.
(5) Σε περίπτωση που η διάπραξη οποιουδήποτε εκ των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) αδικημάτων υπόκειται στη δικαιοδοσία περισσότερων του ενός κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και οποιοδήποτε από τα εν λόγω κράτη μέλη δύναται εγκύρως να ασκήσει ποινική δίωξη βάσει των ίδιων πραγματικών περιστατικών, τα εν λόγω κράτη μέλη συνεργάζονται, προκειμένου να αποφασίσουν ποιο από αυτά θα προβεί στην ποινική δίωξη του υπόπτου, με σκοπό να συγκεντρωθεί η διαδικασία σε ένα και μόνο κράτος μέλος:
(α) Το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου διαπράχθηκε το αδίκημα·
(β) η υπηκοότητα ή ο τόπος διαμονής του υπόπτου·
(γ) η χώρα καταγωγής του θύματος ή των θυμάτων· και
(δ) το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου εντοπίστηκε ο ύποπτος:
(6) Το Δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα από τη χρηματική ποινή που προβλέπεται στο εδάφιο (1), να επιβάλει σε νομικό πρόσωπο το οποίο καταδικάζεται για τη διάπραξη οποιουδήποτε εκ των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) αδικημάτων-
(α) αποκλεισμό από δημόσιες παροχές ή ενισχύσεις·
(β) προσωρινό ή μόνιμο αποκλεισμό από την πρόσβαση σε δημόσια χρημα-τοδότηση, συμπεριλαμβανομένων διαγωνισμών, επιχορηγήσεων και συμβάσεων παραχώρησης·
(γ) προσωρινή ή οριστική απαγόρευση της άσκησης εμπορικής δραστηριότητας·
(δ) δικαστική εκκαθάριση· και
(ε) προσωρινό ή οριστικό κλείσιμο των εγκαταστάσεων που χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη του αδικήματος.