61. (1) Οι διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
(α) Την εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη βάσει εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών που εκδίδονται ή λαμβάνονται από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή συμπεριλαμβανομένων, όπου υπάρχουν, μέσων ηλεκτρονικής ταυτοποίησης, σχετικών υπηρεσιών εμπιστοσύνης, όπως ορίζονται στην πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 2014 , σχετικά με την ηλεκτρονική ταυτοποίηση και τις υπηρεσίες εμπιστοσύνης για τις ηλεκτρονικές συναλλαγές στην εσωτερική αγορά και την κατάργηση της οδηγίας 1999/93/ΕΚ» και στον περί της Εφαρμογής του Κανονισμού (Ε.Ε.) αριθμ. 910/2014 σχετικά με την Ηλεκτρονική Ταυτοποίηση και τις Υπηρεσίες Εμπιστοσύνης για τις Ηλεκτρονικές Συναλλαγές στην Εσωτερική Αγορά Νόμο ή οποιασδήποτε άλλης ασφαλούς εξ αποστάσεως ή ηλεκτρονικής, διαδικασίας ταυτοποίησης που ρυθμίζεται, αναγνωρίζεται, εγκρίνεται ή γίνεται δεκτή από αρμόδια Αρχή της Δημοκρατίας·
(β) την εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση της ταυτότητάς του, ώστε να διασφαλίζεται ότι η υπόχρεη οντότητα γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο και όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα εμπιστεύματα, τις εταιρείες, τα ιδρύματα και τις παρεμφερείς νομικές διευθετήσεις, τη λήψη εύλογων μέτρων, για να γίνει κατανοητή η διάρθρωση του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και του ελέγχου του πελάτη:
(γ) την αξιολόγηση και, ανάλογα με την περίπτωση, τη συλλογή πληροφοριών για το σκοπό και τη σκοπούμενη φύση της επιχειρηματικής σχέσης·
(δ) την άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής της σχέσης, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές που διενεργούνται συνάδουν με τα στοιχεία και πληροφορίες που κατέχει η υπόχρεη οντότητα σχετικά με τον πελάτη, την επιχείρηση και το προφίλ του κινδύνου του πελάτη, και, εφόσον απαιτείται, σχετικά με την προέλευση των χρηματικών ποσών, καθώς και τη διασφάλιση της τήρησης ενημερωμένων εγγράφων, στοιχείων ή πληροφοριών:
(2) Υπόχρεες οντότητες εφαρμόζουν τις διαδικασίες προσδιορισμού ταυτότητας και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, κατά το εδάφιο (1) αλλά μπορούν να καθορίζουν την έκταση των μέτρων αυτών ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου λαμβάνοντας υπόψη τουλάχιστον τις μεταβλητές που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του παρόντος Νόμου. Οι υπόχρεες οντότητες πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξουν στις αρμόδιες Εποπτικές Αρχές ότι η έκταση των μέτρων είναι ανάλογη με τους κινδύνους νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας που αντιμετωπίζουν.
(3) Για σκοπούς των διατάξεων που αφορούν τους τρόπους προσδιορισμού ταυτότητας, και τα μέτρα δέουσας επιμέλειας η απόδειξη ταυτότητας είναι επαρκής αν-
(α) Είναι εύλογα δυνατό να διαπιστωθεί ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι. και
(β) το πρόσωπο το οποίο εξετάζει τα αποδεικτικά στοιχεία του πελάτη ικανοποιείται, σύμφωνα με τις διαδικασίες οι οποίες ακολουθούνται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ότι ο πελάτης είναι πράγματι το πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι.
(4) Όσον αφορά ασφάλεια ζωής ή άλλων ασφαλειών με επενδυτικό σκοπό, επιπλέον των μέτρων δέουσας επιμέλειας που απαιτούνται για τον πελάτη και τον πραγματικό δικαιούχο, μόλις ταυτοποιηθούν ή προσδιοριστούν οι δικαιούχοι, τα πιστωτικά ιδρύματα και οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί λαμβάνουν τα ακόλουθα μέτρα δέουσας επιμέλειας για τους δικαιούχους ασφαλιστήριου συμβολαίου ζωής και άλλων ασφαλιστήριων συμβολαίων με επενδυτικό σκοπό:
(α) Στην περίπτωση δικαιούχων που ταυτοποιούνται ως συγκεκριμένα κατονομαζόμενα πρόσωπα ή νομικές διευθετήσεις, λαμβάνουν το όνομά τους· και
(β) στην περίπτωση δικαιούχων που προσδιορίζονται ανάλογα με τα χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία ή με άλλα μέσα, λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους εν λόγω δικαιούχους, ώστε να βεβαιωθούν ότι είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου το αργότερο κατά τον χρόνο της πληρωμής του προϊόντος του ασφαλιστήριου συμβολαίου.
(5) Όσον αφορά δικαιούχους εμπιστευμάτων ή παρεμφερών νομικών διευθετήσεων, οι οποίοι προσδιορίζονται ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά τους ή ανά κατηγορία, οι υπόχρεες οντότητες λαμβάνουν επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τον δικαιούχο, ώστε να βεβαιωθούν ότι θα είναι σε θέση να προσδιορίσουν την ταυτότητα του δικαιούχου κατά τον χρόνο της πληρωμής ή τη στιγμή που ο δικαιούχος ασκεί τα κεκτημένα του δικαιώματα.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, κατά παρέκκλιση από τις διατάξεις των παραγράφων (α), (β) και (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και του άρθρου 62 και με βάση κατάλληλη αξιολόγηση κινδύνων που δείχνει ότι ο κίνδυνος νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας είναι μικρός, υπόχρεη οντότητα δύναται να μην εφαρμόσει ορισμένα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη σε ό,τι αφορά το ηλεκτρονικό χρήμα, αν πληρούνται όλες οι ακόλουθες προϋποθέσεις μετριασμού του κινδύνου:
(i) Το μέσο πληρωμής δεν διαθέτει δυνατότητα επαναφόρτισης ή έχει ανώτατο μηνιαίο όριο πράξεων πληρωμής εκατόν πενήντα ευρώ (€150) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πράξεις πληρωμής μόνο εντός της Δημοκρατίας·
(iii) το ανώτατο ποσό που αποθηκεύεται ηλεκτρονικά δεν υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα ευρώ (€150)·
(iv) το μέσο πληρωμής χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών·
(v) το μέσο πληρωμής δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί με ανώνυμο ηλεκτρονικό χρήμα·
(vi) ο εκδότης διαθέτει κατάλληλα και επαρκή συστήματα και διαδικασίες για την παρακολούθηση των συναλλαγών ή των επιχειρηματικών σχέσεων ώστε να είναι δυνατός ο εντοπισμός ασυνήθιστων ή ύποπτων συναλλαγών.
(β) Οι διατάξεις της παραγράφου (α) δεν εφαρμόζονται σε περίπτωση που γίνει εξόφληση σε μετρητά ή ανάληψη σε μετρητά της νομισματικής αξίας του ηλεκτρονικού χρήματος και το σχετικό ποσό υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ (€50) ή, σε περίπτωση εξ αποστάσεως συναλλαγών πληρωμής όπως ορίζονται στην παράγραφο 6 του άρθρου 4 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, την τροποποίηση των οδηγιών 2002/65/ΕΚ, 2009/110/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και την κατάργηση της οδηγίας 2007/64/ΕΚ», όταν το καταβαλλόμενο ποσό υπερβαίνει τα πενήντα ευρώ (€50) ανά συναλλαγή.
(β1) Σε περίπτωση που πιστωτικό ίδρυμα και χρηματοπιστωτικός οργανισμός ενεργεί ως αγοραστής, μπορεί να δέχεται πληρωμές που πραγματοποιούνται με ανώνυμες προπληρωμένες κάρτες που έχουν εκδοθεί σε τρίτες χώρες μόνον εφόσον οι εν λόγω κάρτες πληρούν απαιτήσεις ισοδύναμες με τις αναφερόμενες στις παραγράφους (α) και (β).
(γ) Η εξαίρεση από την εφαρμογή ορισμένων μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που αναφέρεται στην παράγραφο (α) δεν περιλαμβάνει την υποχρέωση διενέργειας ελέγχου των συναλλαγών και της επιχειρηματικής σχέσης επί συνεχούς βάσης ως επίσης και την υποχρέωση εντοπισμού και αναφοράς ύποπτων συναλλαγών.
(7) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), υπόχρεη οντότητα δύναται να μην ολοκληρώσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας σε περίπτωση που η ολοκλήρωσή τους ενδέχεται να συνιστά αδίκημα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 48:
Νοείται ότι, σε τέτοια περίπτωση, οι υπόχρεες οντότητες ενημερώνουν αμέσως τη Μονάδα.