Όριο συναλλαγών μεγάλων ποσών σε ρευστά διαθέσιμα έναντι αγαθών ή υπηρεσιών

2Β.(1) Πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά ή παρέχουν υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της αγοράς και πώλησης ακινήτων, δύνανται να εισπράττουν ή να καταβάλλουν πληρωμή σε ρευστά διαθέσιμα μόνο έως του ποσού των δέκα χιλιάδων ευρώ (€10.000) ή του ισόποσου σε εθνικό ή ξένο νόμισμα, ανεξαρτήτως εάν η συναλλαγή διενεργείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους.

(2) Το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) όριο δεν ισχύει για-

(α) πληρωμή μεταξύ φυσικών προσώπων τα οποία δεν ενεργούν υπό επαγγελματική ιδιότητα· και

(β) πληρωμή ή κατάθεση ή εξόφληση δανειακών οφειλών που πραγματοποιείται στους χώρους πιστωτικών ιδρυμάτων, εκδοτών ηλεκτρονικού χρήματος, όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου, και παρόχων υπηρεσιών πληρωμών, όπως αυτοί ορίζονται στις διατάξεις του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου.

(3) Πρόσωπο που εμπορεύεται αγαθά ή παρέχει υπηρεσίες, περιλαμβανομένης της αγοράς και πώλησης ακινήτων, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του ποσού που εισπράχθηκε σε ρευστά διαθέσιμα και/ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή/και στις δύο αυτές ποινές.

(4) Η εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) αναστέλλεται για λόγους ανωτέρας βίας σε περίπτωση που καθίστανται μη διαθέσιμα στη δημοκρατία τα μέσα πληρωμής με χρηματικά ποσά, όπως αυτά ορίζονται στις διατάξεις του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου, εκτός από τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα.