Ποινικά αδικήματα και συναφείς εξουσίες Δικαστηρίου

5.-(1) Πρόσωπο που διενεργεί πράξη ή τελεί σε παράλειψη, κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης -

(α) η οποία αναφέρεται ή περιγράφεται στην Πρώτη Στήλη του Πρώτου Παραρτήματος, και

(β) αναφορικά με την οποία καθορίζεται αντίστοιχα κλίμακα ποινών στη Δεύτερη Στήλη του ίδιου Παραρτήματος,

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε οποιαδήποτε από τις ποινές οι οποίες εμπίπτουν σε τέτοια κλίμακα ποινών, με την επιφύλαξη τυχόν σχετικών διατάξεων της προαναφερόμενης Δεύτερης Στήλης.

(2) Έκαστη κλίμακα ποινών η οποία αναφέρεται στην Πρώτη Στήλη του Δεύτερου Παραρτήματος περιλαμβάνει τις ποινές που καθορίζονται αντίστοιχα στην Δεύτερη Στήλη του ίδιου Παραρτήματος.

(3) Σε περίπτωση που άλλη νομική διάταξη δεν προβλέπει διαφορετικά, πρόσωπο που εν γνώσει του παρέχει πληροφορίες ή υποβάλλει αίτηση-

(α) σε αρχή της Δημοκρατίας ή σε όργανο ή αρχή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας ή της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας ή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δυνάμει διάταξης του παρόντος Νόμου ή εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή Κοινοτικού Κανονισμού ή Κοινοτικής Απόφασης, και

(β) οι πληροφορίες είναι ψευδείς, ελλιπείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές ή, κατά περίπτωση, η αίτηση περιέχει πληροφορίες ή στοιχεία που είναι ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητικά,

είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(4) Πρόσωπο που εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει αρμόδια αρχή, επιθεωρητή, Κυβερνητικό Αναλυτή ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, κατά την άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών ή που με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του, βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(5) Δικαστήριο που εκδικάζει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο έχει εξουσία να εκδίδει οποιοδήποτε ενδιάμεσο ή τελικό διάταγμα, απαγορευτικό ή αποτρεπτικό ή προστακτικό ή ανασταλτικό, με σκοπό τον τερματισμό ή την αναστολή ή τη μη επανάληψη της πράξης ή της παράλειψης, η οποία συνιστά το ποινικό αδίκημα.