2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αγαθό» σημαίνει οποιοδήποτε πράγμα αποτιμητό σε χρήμα και ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής·
«΄Αρθρο 81 ΕΚ» σημαίνει το άρθρο 81 της Συνθήκης·
«Άρθρο 82 ΕΚ» σημαίνει το ΄Αρθρο 82 της Συνθήκης·
«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού, και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του ΄Αρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«δεσπόζουσα θέση», αναφορικά με επιχείρηση, σημαίνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Δημόσιο» σημαίνει το Κράτος, τους δήμους ή τις κοινότητες·
«δημοσιονομικό μονοπώλιο» σημαίνει επιχείρηση που έχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της παρέχει το Κράτος με σκοπό την αύξηση των εσόδων του Κράτους.
«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριοֹ·
«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την προμήθεια αγαθών και την προμήθεια υπηρεσιών·
«εναρμονισμένη πρακτική» σημαίνει το συντονισμό μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να έχουν φθάσει στο στάδιο σύναψης συμφωνίας, αντικατέστησαν συνειδητά τους κινδύνους ανταγωνισμού με μια πρακτική συνεργασίας μεταξύ τους·
«ένωση επιχειρήσεων» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα αυτόνομων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή συνάπτει συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 8·
«επιχείρηση» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομικής ή εμπορικής φύσεως δραστηριότητες, ανεξάρτητα εάν οι δραστηριότητες αυτές είναι κερδοσκοπικές ή όχι, περιλαμβάνει δε κάθε επιχείρηση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκήσει, άμεσα ή έμμεσα, λόγω κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή δυνάμει διατάξεων που τη διέπουν, αποφασιστική επιρροή· τεκμαίρεται ότι ασκείται αποφασιστική επιρροή, όταν το Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα -
(α) διαθέτει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης, ή
(β) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μερίδια της επιχείρησης, ή
(γ) δύναται να ορίζει άνω του ημίσεως του αριθμού των μελών των οργάνων της διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας της επιχείρησης.
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα ΄Αρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού» σημαίνει τα ΄Αρθρα 81 έως 89 της Συνθήκης και το δυνάμει αυτών θεσπιζόμενο παράγωγο δίκαιο·
«κύκλος εργασιών» σημαίνει τον κύκλο εργασιών μιας επιχείρησης όπως αυτός υπολογίζεται βάσει των σχετικών διατάξεων του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου·
«Πρόεδρος» σημαίνει -
(α) τον Πρόεδρο της Επιτροπής· και
(β) για τους σκοπούς διατάξεων άλλων από τα άρθρα 9, 10, 11, 12, 13, 16 και 53, το μέλος της Επιτροπής το οποίο αναπληρεί τον Πρόεδρο·
«προμήθεια» περιλαμβάνει την πώληση, την ανταλλαγή, την εκμίσθωση, την ενοικιαγορά και την προσφορά προς οποιοδήποτε από τα προαναφερόμενα·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων» σημαίνει την Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του ΄Αρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«Συνθήκη» σημαίνει την Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
«σύμπραξη» σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία δυο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική -
(α) μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, εάν -
(i) αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική ενότητα μέσα στην οποία η θυγατρική εταιρεία δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας, και
(ii) η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά τον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας·
(β) δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών, εφόσον αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα με τη μητρική εταιρεία·
«συμφωνία» σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ τουλάχιστον δύο επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, δυνάμει της οποίας το ένα από τα μέρη εκουσίως αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά με ένα άλλο από τα μέρη·
«Υπηρεσία» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19(1) Υπηρεσία της Επιτροπής·
«υπηρεσίες» σημαίνει την ανάληψη και εκτέλεση, επί κέρδει ή επ’ αμοιβή, κάθε φύσης υποχρεώσεων, με εξαίρεση την παραγωγή και την προμήθεια αγαθών, και περιλαμβάνει τις επαγγελματικές υπηρεσίες, όχι όμως τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εργοδότη δυνάμει σύμβασης μισθώσεως εργασίας· και
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.