Για σκοπούς ρύθμισης και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στη Δημοκρατία και εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα ΄Αρθρα 81 και 82 της Συνθήκης», όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2008.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αγαθό» σημαίνει οποιοδήποτε πράγμα αποτιμητό σε χρήμα και ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής·
«Άρθρο 101 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Άρθρο 102 ΣΛΕΕ» σημαίνει το Άρθρο 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των κρατών μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού, και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του ΄Αρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«δεσπόζουσα θέση», αναφορικά με επιχείρηση, περιλαμβάνει τη θέση οικονομικής δύναμης που απολαμβάνει η επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και σε τελική ανάλυση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Δημόσιο» σημαίνει το Κράτος, τους δήμους ή τις κοινότητες·
«δημοσιονομικό μονοπώλιο» σημαίνει επιχείρηση που έχει μονοπωλιακή θέση στην αγορά λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της παρέχει το Κράτος με σκοπό την αύξηση των εσόδων του Κράτους.
«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριοֹ·
«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα και περιλαμβάνει την προμήθεια αγαθών και την προμήθεια υπηρεσιών·
«εναρμονισμένη πρακτική» σημαίνει το συντονισμό μεταξύ επιχειρήσεων οι οποίες, χωρίς να έχουν φθάσει στο στάδιο σύναψης συμφωνίας, αντικατέστησαν συνειδητά τους κινδύνους ανταγωνισμού με μια πρακτική συνεργασίας μεταξύ τους·
«ένωση επιχειρήσεων» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με νομική προσωπικότητα ή όχι, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα αυτόνομων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή συνάπτει συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών·
«ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού» σημαίνει τα Άρθρα 101 έως 109 της ΣΛΕΕ και το δυνάμει αυτών θεσπιζόμενο παράγωγο δίκαιο∙
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 8·
«επιχείρηση» περιλαμβάνει, κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του∙
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου της 16ης Δεκεμβρίου 2002 για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα ΄Αρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1419/2006 του Συμβουλίου, της 25ης Σεπτεμβρίου 2006, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού» [Διαγράφηκε]·
«κύκλος εργασιών» [Διαγράφηκε]·
«Πρόεδρος» σημαίνει -
(α) τον Πρόεδρο της Επιτροπής· και
(β) για τους σκοπούς διατάξεων άλλων από τα άρθρα 9, 10, 11, 12, 13, 16 και 53, το μέλος της Επιτροπής το οποίο αναπληρεί τον Πρόεδρο·
«προμήθεια» [Διαγράφηκε]·
«ΣΛΕΕ» σημαίνει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων» σημαίνει την Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του ΄Αρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«Συνθήκη» [Διαγράφηκε]·
«σύμπραξη» σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία δυο ή περισσοτέρων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική -
(α) μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, εάν -
(i) αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική ενότητα μέσα στην οποία η θυγατρική εταιρεία δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας, και
(ii) η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά τον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας·
(β) δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών, εφόσον αυτές αποτελούν μια ενιαία οικονομική οντότητα με τη μητρική εταιρεία·
«συμφωνία» σημαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση μεταξύ τουλάχιστον δύο επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, δυνάμει της οποίας το ένα από τα μέρη εκουσίως αναλαμβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά με ένα άλλο από τα μέρη·
«Υπηρεσία» σημαίνει την προβλεπόμενη στο άρθρο 19(1) Υπηρεσία της Επιτροπής·
«υπηρεσίες» σημαίνει την ανάληψη και εκτέλεση, επί κέρδει ή επ’ αμοιβή, κάθε φύσης υποχρεώσεων, με εξαίρεση την παραγωγή και την προμήθεια αγαθών, και περιλαμβάνει τις επαγγελματικές υπηρεσίες, όχι όμως τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εργοδότη δυνάμει σύμβασης μισθώσεως εργασίας· και
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5, απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται -
(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων·
(γ) στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειας·
(δ) στην εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση·
(ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή από μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, κατά τη φύση τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δε συνδέονται με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5, οι συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες αναφέρονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, καθίστανται άκυρες εξ’ υπαρχής, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής.
4.-(1) Κάθε συμφωνία, απόφαση και εναρμονισμένη πρακτική, η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του εδαφίου (1) του άρθρου 3, επιτρέπεται και είναι έγκυρη χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής, εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο τμήμα από το όφελος που προκύπτει·
(β) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και
(γ) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της σχετικής αγοράς του προϊόντος.
(2) Το βάρος απόδειξης ότι μία σύμπραξη είναι επιτρεπτή και έγκυρη δυνάμει του εδαφίου (1), βαραίνει την εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω εδάφιο.
(3) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση του εδαφίου (1), δεν πληροί τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το εν λόγω εδάφιο. Ενόσω υφίσταται τέτοια απόφαση της Επιτροπής σε ισχύ, η σχετική συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέουν από το άρθρο 3.
5.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, Διατάγματα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τα οποία το άρθρο 3 κηρύσσεται ανεφάρμοστο σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπράξεων.
(2) Στις συμπράξεις για τις οποίες τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και όχι οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν οι διατάξεις των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ στο βαθμό που δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη σε Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου· σε τέτοια περίπτωση, οι συμπράξεις τεκμαίρονται επιτρεπτές και έγκυρες δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος ρυθμίζει την ίδια κατηγορία συμπράξεων στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(3)(α) Το βάρος απόδειξης ότι μια σύμπραξη εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 3, δυνάμει Διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, βαραίνει την εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω Διάταγμα.
(β) Το βάρος απόδειξης ότι μια κατηγορία συμπράξεων είναι επιτρεπτή και έγκυρη δυνάμει Ευρωπαϊκού Κανονισμού που αναφέρεται στο εδάφιο (2), βαραίνει τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που επικαλούνται τον εν λόγω Ευρωπαϊκό Κανονισμό.
(4)(α) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, δεν εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κυρήσσει ανεφάρμοστο το άρθρο 3. Ενόσω υφίσταται τέτοια απόφαση της Επιτροπής σε ισχύ, η σχετική σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο.
(β) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Ευρωπαϊκού Κανονισμού κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δεν εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού. Ενόσω υφίσταται τέτοια απόφαση της Επιτροπής σε ισχύ, η σχετική σύμπραξη εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 και υπόκειται στην απαγόρευση και ακυρότητα που απορρέουν από το εν λόγω άρθρο.
(5) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά.
6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης μιας ή περισσότερων επιχειρήσεων, που κατέχει ή κατέχουν δεσπόζουσα θέση στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, ιδιαίτερα εάν η πράξη αυτή έχει ως αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα -
(α) τον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών υπό τις περιστάσεις όρων συναλλαγής·
(β) τον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών·
(γ) την εφαρμογή ανόμοιων όρων για ισοδύναμες συναλλαγές, με συνέπεια ορισμένες επιχειρήσεις να τίθενται σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση·
(δ) την εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους, ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών, και δε διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδιαίτερα στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
7.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται -
(α) σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας·
(β) σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των αναφερόμενων επιχειρήσεων όταν δεν υπάρχει οικονομικός ή τεχνικός τρόπος στη διάθεση αυτών των επιχειρήσεων, ο οποίος να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να επιτρέπει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις από το Δημόσιο.
(3) Το βάρος απόδειξης ότι συμφωνίες ή επιχειρήσεις εκπίπτουν του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου δυνάμει του εδαφίου (1) βαραίνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που επικαλούνται το εν λόγω εδάφιο.
(4) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι συμφωνία ή επιχείρηση, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση του εδαφίου (1), δεν πληρεί τις προϋποθέσεις τις οποίες προβλέπει το εν λόγω εδάφιο. Ενόσω υφίσταται τέτοια απόφαση της Επιτροπής σε ισχύ, η σχετική συμφωνία ή επιχείρηση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου.
8. Ιδρύεται ανεξάρτητη Επιτροπή, καλούμενη «Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού», η οποία έχει τη συγκρότηση, τη λειτουργία, τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται από ή δυνάμει του παρόντος Νόμου.
9.-(1) Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και τέσσερα άλλα μέλη, οι οποίοι διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από πρόταση του Υπουργού. Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει και τέσσερα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7).
(2)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ως Πρόεδρο της Επιτροπής, προτεινόμενο από τον Υπουργό, πρόσωπο εγνωσμένου κύρους και ήθους το οποίο έχει ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά και είναι ικανό να συμβάλει στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου.
(β) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής, προτεινόμενα από τον Υπουργό, πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά ή τα οικονομικά ή τον ανταγωνισμό ή τη λογιστική ή το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου.
(γ) Ο Πρόεδρος και τα τέσσερα άλλα μέλη της Επιτροπής υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
(3) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο, στα άλλα τέσσερα μέλη ή στα αναπληρωματικά μέλη να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής.
(4) Η θητεία του Προέδρου και των άλλων τεσσάρων μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί μόνο μία φορά, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2).
(5)(α) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού, προβαίνει στο διορισμό νέου Προέδρου ή άλλου μέλους για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του Προέδρου ή άλλου μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, του οποίου η θέση έχει κενωθεί, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2). Η θητεία του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής που διορίζεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, δύναται να ανανεωθεί δύο φορές, νοουμένου ότι κατά τον πρώτο του διορισμό ο Πρόεδρος ή το άλλο μέλος καλείται να υπηρετήσει για περίοδο μικρότερη των δύο ετών και έξι μηνών.
(β) Η τυχόν κενή θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότησή της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
(γ)(i) Σε περίπτωση που η θέση μέλους της Επιτροπής, πλην του Προέδρου, κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, μέχρι το διορισμό νέου μέλους κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου (α), στην Επιτροπή συμμετέχει το αναπληρωματικό μέλος, το οποίο διορίζεται δυνάμει του εδαφίου (7) για το μέλος του οποίου η θέση έχει κενωθεί.
(ii) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, μέχρι το διορισμό νέου Προέδρου κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου (α), η Επιτροπή συνεχίζει να λειτουργεί με τα λοιπά μέλη της, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (7).
(6) Σε περίπτωση που -
(α) ο Πρόεδρος κωλύεται προσωρινά στην άσκηση των καθηκόντων του από οποιαδήποτε αιτία, ή
(β) η θέση του Προέδρου είναι κενή, μέχρι το διορισμό νέου Προέδρου,
ο Πρόεδρος αναπληρείται από μέλος της Επιτροπής που εκλέγεται μεταξύ των μελών που συμμετέχουν στη συνεδρία. Σε περίπτωση ισοψηφίας, χρέη προεδρεύοντος εκτελεί το πρεσβύτερο μέλος.
(7)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού, διορίζει ως αναπληρωματικό μέλος, για κάθε μέλος της Επιτροπής, πλην του Προέδρου, πρόσωπα με ειδικευμένη γνώση και πείρα περί τα νομικά ή τα οικονομικά ή τον ανταγωνισμό ή τη λογιστική ή το εμπόριο ή τη βιομηχανία, ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του παρόντος Νόμου. Το αναπληρωματικό μέλος αναπληρεί το μέλος της Επιτροπής στην άσκηση των καθηκόντων του -
(i) όταν το μέλος της Επιτροπής κωλύεται προσωρινά από οποιαδήποτε αιτίαֹ ή
(ii) κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ).
(β) Η θητεία των αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεώνεται.
(γ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή σε συνεδρία της (στο εξής «η τρέχουσα συνεδρία») απασχολείται με θέμα το οποίο την απασχόλησε σε προηγούμενη συνεδρία (στο εξής «η προηγούμενη συνεδρία») και στην τρέχουσα συνεδρία συμμετέχει -
(i) κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου ή την υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5), αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής το οποίο δε συμμετείχε στην προηγούμενη συνεδρία, ή
(ii) μέλος της Επιτροπής το οποίο δε συμμετείχε στην προηγούμενη συνεδρία, είτε στην προηγούμενη συνεδρία συμμετείχε αντ’ αυτού το αναπληρωματικό του μέλος είτε όχι,
δεν επαναλαμβάνεται η διαδικασία και συζήτηση που προηγήθηκε στην προηγούμενη συνεδρία, χωρίς να επηρεάζεται η εγκυρότητα οποιασδήποτε απόφασης της Επιτροπής επί του θέματος, υπό την προϋπόθεση ότι το μέλος ή, κατά περίπτωση, το αναπληρωματικό μέλος ενημερώνεται για τα πρακτικά και τα λοιπά στοιχεία της προηγούμενης συνεδρίας και αυτή του η ενημέρωση αναφέρεται στα πρακτικά της τρέχουσας συνεδρίας.
(δ) Σε περίπτωση που, κατά τα οριζόμενα στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής συμμετέχει σε συνεδρία της Επιτροπής κατά την οποία συζητείται ορισμένο θέμα, η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει όπως το αναπληρωματικό μέλος συνεχίσει να αναπληρεί το αναπληρωθέν μέλος της Επιτροπής σε οποιαδήποτε ή όλες τις επόμενες συνεδρίες στις οποίες η Επιτροπή απασχολείται με το ίδιο θέμα.
(8) Ελάττωμα αναφορικά με το διορισμό του Προέδρου, άλλου μέλους ή αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότισή της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
10.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα του Προέδρου, των λοιπών μελών της Επιτροπής και των αναπληρωματικών μελών της Επιτροπής.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τροποποιεί κατά δυσμενή τρόπο τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα που καθορίζονται βάσει του εδαφίου (1), κατά τη διάρκεια της θητείας μέλους ή αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής, για το οποίο οι εν λόγω όροι εργασίας, η αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα είχαν ούτως καθοριστεί.
11. Ο Πρόεδρος και τα άλλα τέσσερα μέλη της Επιτροπής εφαρμόζουν το ωράριο εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους που καθορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.
12. Ο Πρόεδρος και τα άλλα τέσσερα μέλη της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους, παρά μόνο με την άδεια του Υπουργικού Συμβουλίου.
13.-(1) Η θέση του Προέδρου, άλλου μέλους ή αναπληρωματικού μέλους της Επιτροπής κενούται -
(α) σε περίπτωση λήξης της θητείας του· ή
(β) σε περίπτωση θανάτου του· ή
(γ) σε περίπτωση παραίτησής του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2)· ή
(δ) σε περίπτωση κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για περίοδο πέραν των έξι μηνών· ή
(ε) σε περίπτωση έκπτωσής του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).
(2) Ο Πρόεδρος, άλλο μέλος ή αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του από τη θέση του αυτή· η προαναφερόμενη παραίτηση δεν υπόκειται σε ανάκληση, επενεργεί δε αμέσως χωρίς να προαπαιτείται αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(3)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Πρόεδρο, άλλο μέλος ή αναπληρωματικό μέλος της Επιτροπής, εάν συντρέχει οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή εάν εκδόθηκε κατ’ αυτού διάταγμα διορισμού συνδίκου ή αν ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) εάν κατά τους κρατούντες στη Δημοκρατία νόμους κηρύχτηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) εάν καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα·
(iv) εάν λόγω φυσικής αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκτελέσει τα καθήκοντά του·
(v) εάν διατήρησε ή απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον δυνάμενο να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτησή του·
(vi) εάν καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·
(vii) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις συνεχείς φορές.
(β) Πριν κηρύξει έκπτωτο οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να του υποβάλει τις απόψεις του.
Στην προκειμένη περίπτωση, εφαρμόζονται τα εδάφια (3), (4) και (6) του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999.
14. Ο Πρόεδρος προεδρεύει της Επιτροπής, συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 15, και υπογράφει τα πρακτικά και κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.
15.-(1) Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία όποτε κρίνει τούτο αναγκαίο, οφείλει όμως να συγκαλέσει συνεδρία το ενωρίτερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση σε προθεσμία επτά ημερών, εάν το ζητήσουν γραπτώς τουλάχιστον τρία μέλη της Επιτροπής που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται στα μέλη της Επιτροπής εικοσιτέσσερις τουλάχιστον ώρες πριν από την ορισμένη για τη συνεδρία ημερομηνία. κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες περιπτώσεις, συνεδρία της Επιτροπής συγκαλείται με πρόσκληση που κυκλοφορεί μεταξύ των μελών αμέσως πριν από τη συνεδρίαση.
(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί με την πρόσκληση σε συνεδρία. Κατ’ εξαίρεση, σε έκτακτες και δικαιολογημένες περιπτώσεις, μετά από απόφαση της Επιτροπής μπορεί να εισαχθεί προς συζήτηση θέμα εκτός ημερήσιας διάταξης, τόσο από τον Πρόεδρο όσο και από άλλο μέλος της Επιτροπής.
16.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (5)(γ), (6) και (7) του άρθρου 9, η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως εάν στη συνεδρία παρίστανται τουλάχιστον τρία μέλη.
(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του προεδρεύοντος.
17.-(1) Η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης μιας παράβασης, εφόσον ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, η Επιτροπή διαπιστώσει πιθανολογούμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ.
(2) Η Επιτροπή καταρτίζει γραπτή έκθεση προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, περί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους. Η εν λόγω έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται προς αυτές ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο των εν λόγω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο γίνεται κλήτευση σύμφωνα με το άρθρο 45.
(3) Σε περίπτωση που μεταβληθούν τα υφιστάμενα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής ή προκύψουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε τροποποίηση των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και στην κατάρτιση και κοινοποίηση τροποποιημένης έκθεσης αιτιάσεων προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων.
(4) Κατά των ενώπιον της Επιτροπής διαδικασιών για εξέταση παραβάσεων, ή για εξέταση καταγγελιών υποβαλλόμενων δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προβλέπεται στο παρόντα Νόμο και/ή στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς, δύνανται να παρίστανται -
(α) κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής-
(i) τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία, αυτοπροσώπως, διά πληρεξούσιου δικηγόρου ή αυτοπροσώπως μαζί με πληρεξούσιο δικηγόρο,
(ii) τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία ή/και καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής,
(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης και/ή της καταγγελίας.
(β) οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία:
(5) Στους κατά τα ανωτέρω καλουμένους να παραστούν, τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.
(6) Σε όλους τους κατά τα ανωτέρω παριστάμενους στην ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων επί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί. Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες υποβλήθησαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας:
(7) Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, προς την οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων, παραλείψει και/ή αρνηθεί να υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις αναφορικά με τις αιτιάσεις που διατυπώνονται σε βάρος της εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τις κατ’ισχυρισμόν παραβάσεις που περιέχονται στην έκθεση αιτιάσεων.
(8) Οι ανωτέρω καλούμενοι έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης από αυτούς γραπτής ανάπτυξης της υπόθεσής τους, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στα πλαίσια προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής, η δε Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ή απορρίψει τέτοιο αίτημα. Η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καθορίζει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των καλουμένων, στα πλαίσια προφορικής διαδικασίας ενώπιόν της.
(9) Σε ό,τι αφορά την Επιτροπή, εφαρμόζονται οι ακόλουθοι κανόνες:
(α) η Επιτροπή δεν έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, ολόκληρο το σχηματισθέντα από την Επιτροπή φάκελο επί της υπόθεσης· οφείλει όμως, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, να κοινοποιήσει προς αυτήν εκείνα τα έγγραφα του φακέλου πάνω στα οποία προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της, εξαιρουμένων εκείνων των εγγράφων που αποτελούν επαγγελματικά απόρρητα. ή, εάν τα έγγραφα αυτά είναι ήδη προσιτά στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, να της τα υποδείξει γραπτώς, ώστε αυτή η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων να είναι έγκαιρα ενήμερη για όλα τα έγγραφα που θα χρησιμοποιηθούν από την Επιτροπή ως αποδεικτικά στοιχεία·
(β) δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α)·
(γ) κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπόδειξε στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α), η Επιτροπή έχει υποχρέωση να κοινοποιήσει το εν λόγω έγγραφο προς την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και να της δώσει εύλογο χρόνο για εξέταση του εν λόγω εγγράφου.
(δ) τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, ο εσωτερικός Κανονισμός που διέπει τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζεται από την ίδια την Επιτροπή.
18.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 33, οι αποφάσεις της Επιτροπής, επαρκώς αιτιολογημένες, κοινοποιούνται προς κάθε εμπλεκόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από της κοινοποίησής τους. Πλημμελής κοινοποίηση ή δημοσίευση δεν επηρεάζει το έγκυρο της απόφασης.
19.-(1) Η Υπηρεσία της Επιτροπής έχει τη στελέχωση, τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες που καθορίζονται από ή δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο, περιλαμβανομένου του Διευθυντή της Υπηρεσίας. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας ορίζει μέλος του προσωπικού της Υπηρεσίας για να ασκεί καθήκοντα Γραμματέα της Επιτροπής.
Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, σε περίπτωση κατάργησης της Υπηρεσίας τα μέλη του προσωπικού της εντάσσονται στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού ή σε οποιοδήποτε άλλο Υπουργείο ή ανεξάρτητη υπηρεσία, χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους υπηρεσίας τους, νοουμένου ότι τα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούν δυνατό να διαφοροποιηθούν.
(3) Πρόσωπα τα οποία, κατά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου, είναι μέλη της Υπηρεσίας η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 15Α(1) των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000, από την εν λόγω ημερομηνία υπηρετούν στην Υπηρεσία η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, χωρίς επηρεασμό των όρων υπηρεσίας τους, της αρχαιότητας, του διορισμού ή της προαγωγής τους ή των ωφελημάτων αφυπηρέτησής τους.
(4) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας επιτρέπετα να παρίστανται στις συνεδριάσεις και/ ή διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής, περιλαμβανομένων των διαβουλεύσεων της Επιτροπής για τη λήψη απόφασης, και να ενημερώνουν ή/και να εκφράζουν άποψη προς την Επιτροπή αναφορικά με θέματα που τους έχουν ανατεθεί, η δε παρουσία τους αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των αποφάσεων της Επιτροπής.
(5) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (6), ο Διευθυντής της Υπηρεσίας προΐσταται διοικητικά και είναι υπεύθυνος για την Υπηρεσία.
(6) Ο Πρόεδρος είναι η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ο οποίος ενεργεί συνήθως μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας.
(7) Ο Γραμματέας της Επιτροπής παρίσταται στις συνεδριάσεις και/ ή στις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής και τηρεί πρακτικά.
20.-(1) Η Υπηρεσία είναι αρμόδια για-
(α) την εκτέλεση έργων γραμματείας της Επιτροπής·
(β) την τήρηση των Μητρώων τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 22·
(γ) τη συλλογή και τον έλεγχο πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής·
(δ) την εισαγωγή καταγγελιών και την υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή·
(ε) τη διενέργεια των κατά τον παρόντα Νόμο αναγκαίων κοινοποιήσεων και δημοσιεύσεων·
(στ) την παροχή προς την Επιτροπή κάθε δυνατής διευκόλυνσης προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
21. Εάν κατά τη διάρκεια ή ως αποτέλεσμα διερεύνησης υπόθεσης από την Επιτροπή, που αφορά ενδεχόμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6, και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτα και/ή έρευνα σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών δυνάμει του άρθρου 32Α, διαπιστωθεί ή δημιουργηθεί εύλογη υποψία για ενδεχόμενη παράβαση νομοθεσίας που αφορά την προστασία καταναλωτών, η Επιτροπή, όταν το κρίνει σκόπιμο, ενημερώνει γραπτώς τον Υπουργό, μέσω της Υπηρεσίας.
22.-(1) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη της τήρησης Μητρώου Καταγγελιών και Αυτεπάγγελτων Ερευνών της Επιτροπής, στο οποίο καταχωρούνται όλες οι υποβληθείσες καταγγελίες κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 και οι αυτεπάγγελτες έρευνες της Επιτροπής.
(2) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη προς τήρηση Μητρώου Αποφάσεων επί συμπράξεων ή πράξεων, στο οποίο καταχωρούνται -
(α) οι αποφάσεις της Επιτροπής, επί θεμάτων αναγομένων στις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ·
(β) οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των αυτών θεμάτων.
(3) Τα κατά το άρθρο αυτό τηρούμενα Μητρώα είναι δημόσια, υπό την επιφύλαξη της υποχρέωσης διαφύλαξης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως των επιχειρήσεων και/ή των προσώπων που υπέβαλαν καταγγελία κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35.
23.-(1) Η Επιτροπή συνιστά την Αρχή Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας για την εφαρμογή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) να διερευνά και να αποφασίζει αναφορικά με παραβάσεις των άρθρων 3 ή/και 6, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας·
(β) να αποφασίζει εάν οι κατά το εδάφιο (1) του άρθρου 3 παράνομες συμπράξεις, πληρούν τις προϋποθέσεις του εδάφιου (1) του άρθρου 4·
(γ) να αποφασίζει εάν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος το οποίο εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 5, εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κυρήσσει ανεφάρμοστο το άρθρο 3·
(δ) να αποφασίζει εάν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Ευρωπαϊκού Κανονισμού δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 5, εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού·
(ε) να αποφασίζει εάν συμφωνία ή επιχείρηση δεν πληρεί τις προϋποθέσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7·
(στ) να διερευνά και να αποφασίζει αναφορικά με παραβάσεις των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα ή όπως άλλως ορίζει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
(ζ) να αποφασίζει εάν οι συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ δύνανται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ ή δυνάμει ενωσιακής δευτερογενούς νομοθεσίας για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορία συμπράξεων·
(η) να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτού εκδοθέντες κανονισμούς·
(θ) να αποφασίζει για τη λήψη προσωρινών μέτρων στις περιπτώσεις που προβλέπονται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 28·
(ι) εφαρμόζοντας το ΄Αρθρο 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, να ανακαλεί το ευεργέτημα της εφαρμογής Κανονισμού απαλλαγής το οποίο εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά συγκεκριμένη σύμπραξη, όταν η γεωγραφική αγορά είναι η Κυπριακή αγορά·
(ια) να εκδίδει ανακοινώσεις για ενημέρωση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς της·
(ιβ) να παρέχει γνώμη σε θέματα της αρμοδιότητάς της προς φορέα του Δημοσίου:
(ιγ) να λαμβάνει απόφαση για ανάληψη δεσμεύσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 25∙
(ιδ) να προβαίνει στη λήψη δηλώσεων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 30Α του παρόντος Νόμου∙
(ιε) να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 32Α του παρόντος Νόμου∙
(ιστ) να καθορίζει, με απόφασή της, τα κριτήρια εξέτασης υποθέσεων κατά προτεραιότητα, για παραβάσεις των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 23Α του παρόντος Νόμου και να εξετάζει υποθέσεις κατά προτεραιότητα στη βάση των εν λόγω κριτηρίων˙
(ιζ) οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα της χορηγεί ο παρών Νόμος ή οι κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
(3) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, αλλά με την επιφύλαξη του ενωσιακού δικαίου ή νόμου ή δευτερογενούς νομοθεσίας, που αποσκοπεί στην εναρμόνιση με το ενωσιακό δίκαιο, η Επιτροπή δύναται -
(α) να εξασφαλίζει απ’ ευθείας υπηρεσίες σε θέματα σχετιζόμενα με την άσκηση των δυνάμει του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών της και εκτέλεση των καθηκόντων της ή με την προς τούτο εκπαίδευση του προσωπικού της Υπηρεσίας, και
(β) να συνάπτει για τους πιο πάνω σκοπούς συμβάσεις παροχής υπηρεσιών βάσει διαδικασίας που καθορίζει η ίδια.
23Α.-(1) Η Επιτροπή με απόφασή της, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γνωστοποιεί τα κριτήρια, τα οποία λαμβάνει υπόψη για κατά προτεραιότητα εξέταση των υποθέσεων που αφορούν παραβάσεις των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και/ή των Άρθρων 101 της ΣΛΕΕ και/ή 102 της ΣΛΕΕ.
(2) Η κατά το εδάφιο (1) απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται κατόπιν διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το δημόσιο συμφέρον, τις πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και/ή στους καταναλωτές και τις προθεσμίες παραγραφής ως αυτές καθορίζονται στο άρθρο 41.
(3) Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί την κατά το εδάφιο (1) απόφασή της, όποτε κρίνει αναγκαίο και σε κάθε περίπτωση εντός τριών (3) ετών από τη δημοσίευση της απόφασης.
23Β.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές που ασκούν έλεγχο σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας της Δημοκρατίας και παρέχει τη συνδρομή της, εφόσον της ζητηθεί, σε αυτές.
(2) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί τη συνδρομή των ως άνω ρυθμιστικών ή άλλων αρχών, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει του άρθρου 23 του παρόντος Νόμου.
(3) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει πρωτόκολλα συνεργασίας με άλλες εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού.
24. Για κάθε παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, την οποία διαπράττουν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, η Επιτροπή δύναται, με απόφασή της, να λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα:
(α) να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα ανερχόμενα, ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης -
(i) μέχρι το δέκα τοις εκατόν του κύκλου εργασιών της επιχείρησης, ή
(ii) μέχρι το άθροισμα του δέκα τοις εκατόν του κύκλου εργασιών κάθε επιχείρησης που είναι μέλος της παραβαίνουσας ένωσης επιχειρήσεων,
ο οποίος κύκλος εργασιών πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος:
(β) να υποχρεώνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων όπως εντός ταχθείσας προθεσμίας τερματίσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση και αποφύγουν επανάληψη στο μέλλον· σε περίπτωση που η παράβαση τερματισθεί πριν από την έκδοση της απόφασης της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να καταδικάσει με αναγνωριστική απόφασή της την παράβαση·
(γ) να επιβάλλει όρους και μέτρα συμπεριφοράς και/ή διαρθρωτικού χαρακτήρα, ανάλογα με τη διαπραχθείσα παράβαση, τα οποία είναι αναγκαία για την παύση της εν λόγω παράβασης·
(δ) σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν συμμορφώνονται με την εκδοθείσα δυνάμει των παραγράφων (β) και (γ) απόφαση της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε τοις εκατόν (5%) επί του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης·
(ε) [Διαγράφηκε]·
(στ) [Διαγράφηκε].
25.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση, με την οποία να απαιτεί τον τερματισμό μιας παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική της εκτίμηση, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων. Η απόφαση της Επιτροπής δύναται να εκδοθεί για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και πρέπει να συμπεραίνει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει περαιτέρω δράση.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν εκπληρώνουν αναληφθείσες από αυτές δεσμεύσεις, οι οποίες έχουν καταστεί υποχρεωτικές σύμφωνα με εκδοθείσα δυνάμει του εδαφίου (1) απόφαση, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι δέκα επί τοις εκατόν (10%) του κύκλου εργασιών, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
26. Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της, όπως καθορίζονται στα άρθρα 23 έως 25, έχει ανακριτικό και/ ή διερευνητικό χαρακτήρα και η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει ερωτήματα, να ζητά διευκρινίσεις και επεξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη, να διατάσσει την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων, να καλεί μάρτυρες και να ορίζει επίδικα θέματα, με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
27. Η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει απόφασή της εκδοθείσα δυνάμει των άρθρων 24, 25 ή 28 -
(α) εάν μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η απόφασή της·
(β) εάν δεν τηρήθηκαν οι όροι που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή στην εκδοθείσα απόφαση·
(γ) εάν η απόφαση οφείλεται σε παραπλάνηση της Επιτροπής, με την παροχή ανακριβών, ψευδών, ελλιπών, ή παραπλανητικών πληροφοριών ή την απόκρυψη των αληθών·
(δ) εάν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων παραλείψουν και/ ή αρνηθούν να συμμορφωθούν με τα μέτρα που επιβλήθηκαν από την Επιτροπή στην εκδοθείσα απόφαση.
28.-(1) Η Επιτροπή δύναται να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους. Τα μέτρα αυτά, επιτακτικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να είναι προσωρινής και συντηρητικής φύσης και να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία.
(2) Η Επιτροπή ενεργεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατ’ αίτηση των ενδιαφερομένων, η οποία αίτηση δύναται να υποβληθεί μονομερώς ή διά κλήσεως όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης του άρθρου 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ,
(β) συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
(γ) [Διαγράφηκε].
(3) Αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων δύναται να υποβληθεί μονομερώς από ενδιαφερόμενο μέρος. Η αίτηση γίνεται δεκτή μόνο εφόσον συνοδεύεται από καταγγελία ενεργηθείσα κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 35 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσον υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση του άρθρου 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ. Η αίτηση γίνεται δεκτή εφόσον καθορίζονται σε αυτή τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα και ο αιτητής καταβάλει, κατόπιν απαίτησης της Επιτροπής, εγγύηση για ζημιές που τυχόν θα προκληθούν στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων κατά της οποίας διατάσσονται τα προσωρινά μέτρα, σε περίπτωση που δε διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράβαση.
(4) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε επί τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση της Επιτροπής για λήψη προσωρινών μέτρων κατά τα οριζόμενα στο άρθρο αυτό.
(5) Σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ενεργούν κατά τρόπο που αντιβαίνει σε εκδοθείσα δυνάμει του εδαφίου (1) απόφαση, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε επί τοις εκατόν (5) του κύκλου εργασιών, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
29. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003, με μέλος της Επιτροπής ή του προσωπικού της Υπηρεσίας, το οποίο ορίζεται από την Επιτροπή.
30.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και επ’ ονόματι και για λογαριασμό άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, απευθύνουσα σχετικό προς τούτο γραπτό αίτημα προς επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία, που δε δύναται να είναι μικρότερη των είκοσι ημερών, και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών.
(3) Το πρόσωπο, η επιχείρηση, η ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής, έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίας:
(4) Σε περίπτωση που η απάντηση και/ ή οι πληροφορίες που δίδονται από το πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, το δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα στους οποίους απευθύνεται το αίτημα για παροχή πληροφοριών, είναι ελλιπείς, ασαφείς ή χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων και/ή διερεύνησης, η Επιτροπή δύναται να προβεί στην υποβολή νέου αιτήματος προς το εν λόγω πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, το δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα με σκοπό τη λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και/ ή απαραίτητων διευκρινίσεων και/ ή επεξηγήσεων. Στο εν λόγω αίτημα πρέπει να καθορίζεται προθεσμία προς παροχή των εν λόγω πληροφοριών και/ ή διευκρινήσεων, που δεν δύναται να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών, και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την ως άνω υποχρέωση.
(5) Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος δυνάμει του εδαφίου (2) ή (4) -
(α) όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου,
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου, και
(γ) τα πρόσωπα που, βάσει νόμου ή καταστατικού, είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπηση εταιρειών ή ενώσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας,
έχουν υποχρέωση όπως παρέχουν πλήρως και επακριβώς όλες τις ζητούμενες πληροφορίες για λογαριασμό του εμπλεκόμενου προσώπου, της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(6) Δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι δύνανται να παρέχουν εξ’ ονόματος των πελατών τους όλες τις ζητούμενες πληροφορίες:
(7) Σε περίπτωση -
(α) παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία· ή/και
(β) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλειπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών,
η Επιτροπή δύναται να επιβάλει σε επιχείρηση, ένωση επιχειρήσεων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή ιδιωτικούς φορείς διοικητικό πρόστιμο μέχρι ένα επί τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών τους κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
(8) Σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, η Επιτροπή δύναται επιπρόσθετα να επιβάλει σε επιχείρηση, ένωση επιχειρήσεων, φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή ιδιωτικούς φορείς διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε επί τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης.
(9) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύνανται να χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν οι πληροφορίες, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(10) Το πρόσωπο, η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός φορέας, προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής, με την υποβολή των αιτούμενων πληροφοριών, προσδιορίζει έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και/ή επιχειρηματικά απόρρητα, αιτιολογώντας την άποψή του, και παρέχει χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή εντός της προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή για τη γνωστοποίηση των απόψεων του/της:
30Α.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, να διεξάγει συνέντευξη με κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο συναινεί προς αυτό, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων αναφορικά με το αντικείμενο της διενεργούμενης έρευνας.
(2) Η σχετική συνέντευξη μπορεί να διεξαχθεί με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο. η Επιτροπή δύναται να καταγράφει τις καταθέσεις που λαμβάνει από τα ερωτώμενα πρόσωπα σε οποιαδήποτε μορφή, εφόσον ενημερώσει αυτά για το γεγονός.
(3) Πριν την έναρξη της συνέντευξης η Επιτροπή γνωστοποιεί στο πρόσωπο, με το οποίο προτίθεται να διεξάγει συνέντευξη, τη νομική βάση και το σκοπό της συνέντευξης, υπενθυμίζει τον συναινετικό χαρακτήρα αυτής και ενημερώνει περί της καταγραφής της συνέντευξης.
(4) Αντίγραφο της καταγεγραμμένης συνέντευξης τίθεται στη διάθεση του ερωτώμενου προσώπου, το οποίο εφόσον εγκρίνει αυτό, το υπογράφει.
31.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες έρευνες σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων και προς τούτο-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα επαγγελματικής φύσης, κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων ερωτήσεις και να ζητά επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2) Οι κατά το εδάφιο (1) έρευνες διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται κατ’ εντολήν της Επιτροπής από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας. Εάν τούτο κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους ή/και λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ή/και από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατό να εργοδοτούνται από την Επιτροπή.
(3) Η εντολή της Επιτροπής είναι γραπτή και καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας, ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί προς την εντολή της Επιτροπής.
(4) Οι έρευνες διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία διενεργείται η έρευνα δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορό της κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο της έρευνας και/ ή υπεράσπιση για την μη και/ ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητά τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(7) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων διοικητικό πρόστιμο μέχρι ένα επί τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που αυτή εκ προθέσεως ή εξ αμελείας επιδεικνύει ελλειπή ή αλλοιωμένα τα αιτηθέντα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα ή σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για έρευνα.
(8) Η Επιτροπή δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε επί τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για διενέργεια έρευνας κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(9) Οι πληροφορίες που λαμβάνει η Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο επιτρέπεται η έρευνα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(10) Κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, η οποία υπόκειται σε έρευνα δυνάμει του παρόντος άρθρου, και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον ερευνόντα λειτουργό, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί -
(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και
(γ) οποιαδήποτε δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον ερευνόντα λειτουργό,
ο δε ερευνών λειτουργός δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(11) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο -
(α) στο οποίο το εδάφιο (10) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή
(β) το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε ερευνόντα λειτουργό της ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε ερευνόντα λειτουργό της πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση εξουσιών τις οποίες χορηγεί ο παρών Νόμος,
και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(12) Σε περίπωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (11) -
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (10), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, τη δήλωση, το αρχείο, το βιβλίο, το λογαριασμό ή έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
32.-(1) Δεν επιτρέπεται η διενέργεια ελέγχου σε οποιοδήποτε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο άλλο από αυτό που προβλέπεται στο άρθρο 31 ή σε κατοικίες, εκτός κατόπιν έκδοσης δεόντως αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.
(2) Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος, με το οποίο να διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι εκεί φυλάσσονται αρχεία, λογαριασμοί, βιβλία, άλλα έγγραφα επαγγελματικής δραστηριότητας ή άλλα στοιχεία που συνδέονται με την διερεύνηση της υπόθεσης.
(3) Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα που επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί, τηρουμένων των αναλογιών, τις εξουσίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ), (δ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 31, κατά τη διενέργεια ελέγχου σε κατοικίες και σε οποιοδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο. Το ως άνω ένταλμα εκδίδεται εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) δικαιολογείται από τα γεγονότα.
(4) Η διαδικασία υποβολής και εκδίκασης της αίτησης διέπεται από διαδικαστικό κανονισμό τον οποίο εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο, αλλά μέχρις ότου εκδοθεί τέτοιος κανονισμός, η αίτηση πρέπει να υποστηρίζεται από ένορκο δήλωση εξουσιοδοτημένου λειτουργού.
(5) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα έκδοσης, καθώς επίσης και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει εύλογα ικανοποιηθεί για την ανάγκη έκδοσης του εν λόγω εντάλματος.
(6) Τα εδάφια (2), (4), (5), (6), (9) και (10) του άρθρου 31 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στις περιπτώσεις διενέργειας ελέγχου δυνάμει του παρόντος άρθρου.
32Α.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 30, 30Α και 31, η Επιτροπή δύναται, όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία, να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους.
(2) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, καθώς επίσης και να διενεργεί κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο. Η Επιτροπή δύναται, ιδίως, να ζητήσει από τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να της καταστήσουν γνωστή οποιαδήποτε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική.
(3) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει έκθεση για τα αποτελέσματα της έρευνάς της σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας ή συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους.
(4) Η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τα στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την έρευνα, σε υποθέσεις διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ.
33.-(1) Ο Πρόεδρος, τα άλλα μέλη και τα αναπληρωματικά της Επιτροπής, τα πρόσωπα τα οποία εργάζονται υπό την εποπτεία της Επιτροπής, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι που λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλουν να μην κοινοποιούν και/ή δημοσιοποιούν αυτές, εκτός κατά την έκταση όπου επιβάλλεται-
(α) για να αποδειχθεί μια παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των ΄Αρθρων 81 ΕΚ και/ ή 82 ΕΚ.
(β) προς εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Την αυτή υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ’ εφαρμογήν του παρόντος Νόμου κατά τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διαδικασίες.
(3) Χωρίς επηρεασμό του άρθρου 38, παράβαση της κατά το άρθρο αυτό υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά, προκειμένου περί δημόσιων υπαλλήλων, βαρύ πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο κατά τις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζει την κοινοποίηση και/ή δημοσιοποίηση πληροφοριών για σκοπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
34.-(1) Οι λειτουργοί της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού
έχουν υποχρέωση να ανακοινώνουν αμέσως στην Επιτροπή όλες τις ενδεχόμενες παραβάσεις του παρόντος Νόμου που περιέρχονται σε γνώση τους ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
(2) Η κατά τις διατάξεις του εδαφίου (1) ανακοίνωση συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος, κατά την έννοια του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, παράλειψη δε αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.
35.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει αυτός που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.
(3) Η καταγγελία υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή και υπογράφεται από τον καταγγέλλοντα, ή το νομικό σύμβουλο ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο του καταγγέλλοντα. Η εν λόγω καταγγελία πρέπει να περιέχει όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, ούτως ώστε η Επιτροπή να είναι σε θέση να προβεί σε διερεύνηση της υποβληθείσας καταγγελίας. Σε περίπτωση που η υποβληθείσα καταγγελία δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες του Παραρτήματος, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην αποδοχή της εν λόγω καταγγελίας εάν θεωρήσει ότι οι υποβληθείσες πληροφορίες είναι ικανοποιητικές για την εξέταση της υποβληθείσας καταγγελίας:
(4) Μετά την υποβολή της καταγγελίας, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας της πιθανολογούμενης παράβασης που αναφέρεται στην καταγγελία.
(5) Εάν μετά από την προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υποβληθείσα καταγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου και/ ή ότι, βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, τότε η Επιτροπή εκδίδει σχετική απόφαση.
(6) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, εφαρμόζεται το άρθρο 17.
36. Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής εκδοθείσας δυνάμει οποιουδήποτε των άρθρων 23 έως 25, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
37. Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση της εκδοθείσας δυνάμει του άρθρου 28 απόφασης της Επιτροπής, με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
38. Πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση προς εχεμύθεια την οποία του επιβάλλει το άρθρο 33, διαπράττει ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες και πεντακόσια ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.
39.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο ή/και στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους κανονισμούς, διαπράττεται ποινικό αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα φέρουν, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο-
(α) όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου, και
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου,
και η ποινική δίωξη για το αδίκημα δύναται να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και εναντίον όλων ή οποιωνδήποτε των πιο πάνω προσώπων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πράξη ή παράλειψη νομικού προσώπου επιφέρει, κατά τα διαλαμβανόμενα στον παρόντα Νόμο ή/και σε κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, την επιβολή διοικητικού προστίμου από την Επιτροπή, την ευθύνη για την πράξη ή παράλειψη και για την καταβολή του εν λόγω διοικητικού προστίμου, φέρουν, εκτός από τα ίδια τα νομικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1).
40.-(1) Σε περίπτωση αγωγής για αποζημίωση από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο υπέστη ζημιά και/ή οικονομική βλάβη από πράξεις ή παραλείψεις επιχειρήσεως ή ενώσεων επιχειρήσεων ενεργηθείσες κατά παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ, τελεσίδικη απόφαση της Επιτροπής ή άλλης Αρχής Ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που διαπιστώνει την εν λόγω παράβαση, αποτελεί μαχητό τεκμήριο της αλήθειας του περιεχομένου της.
(2) Ο κατά το εδάφιο (1) ζημιούμενος έχει δικαίωμα να ζητήσει από το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος προς παρεμπόδιση της συνέχισης της παράβασης του άρθρου 3 και/ή 6 του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ.
41.-(1) Η Επιτροπή αποστερείται της εξουσίας προς επιβολή διοικητικών προστίμων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, εάν δεν ασκήσει την εξουσία αυτή εντός των ακόλουθων προθεσμιών:
(α) εντός τριών (3) ετών, προκειμένου περί παραβάσεων των διατάξεων αναφορικά με το αίτημα παροχής πληροφοριών ή τη διενέργεια ερευνών, σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στα άρθρα 30, 31 και 32Α,
(β) εντός πέντε (5) ετών, προκειμένου περί των υπόλοιπων παραβάσεων.
(2) Η προθεσμία προσμετράται από την ημέρα που συντελέστηκε η παράβαση, σε περίπτωση δε κατ’ εξακολούθηση ή κατ’ επανάληψη παράβασης από την ημέρα που έπαυσε η παράβαση.
(3) Η προθεσμία διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής, η οποία αποβλέπει στη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας ή σε διαδικασία εξέτασης πιθανολογούμενης παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου. Στις πράξεις αυτές συγκαταλέγονται ιδίως-
(α) η κίνηση διαδικασίας εξέτασης από μέρους της Επιτροπής, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 17∙
(β) το γραπτό αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 30∙
(γ) η γραπτή εντολή της Επιτροπής για έρευνα σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 31∙
(δ) η γραπτή εντολή της Επιτροπής για έρευνα σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 32Α.
(4) Η προθεσμία αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή.
(5) Η προθεσμία που ισχύει για την επιβολή διοικητικών προστίμων αναστέλλεται για όσο καιρό η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούσας διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
42.-(1) Τα διοικητικά πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ επιβάλλονται από την Επιτροπή με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση, κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας κι αφού ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης σε κάθε περίπτωση.
(2) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, η Επιτροπή ειδοποιεί την επηρεαζόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή πρόσωπο, για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας την εν λόγω επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων ή το πρόσωπο για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας στην εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή πρόσωπο το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα ημερών.
43. Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την Επιτροπή διοικητικών προστίμων, η Επιτροπή λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
44.-(1) Σε περίπτωση που επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της, και η ένωση επιχειρήσεων δεν είναι αξιόχρεη, η ένωση επιχειρήσεων είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τις επιχειρήσεις που την απαρτίζουν προκειμένου να καλύψει το ποσό του διοικητικού προστίμου.
(2) Εάν δεν πραγματοποιηθούν οι συνεισφορές αυτές εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται να απαιτεί την καταβολή του διοικητικού προστίμου απευθείας από καθεμία από τις επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης επιχειρήσεων.
(3) Η Επιτροπή, όταν έχει απαιτήσει πληρωμή σύμφωνα με το εδάφιο (2), στην περίπτωση που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της πλήρους πληρωμής του διοικητικού προστίμου, δύναται να απαιτεί πληρωμή του υπολοίπου από οποιοδήποτε μέλος της ένωσης επιχειρήσεων που είχε ενεργό δράση στην αγορά στην οποία συνέβη η παράβαση.
(4) Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληρωμή βάσει των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) από επιχειρήσεις που αποδεικνύουν ότι δεν εφάρμοσαν την παράνομη απόφαση της ένωσης επιχειρήσεων και ότι είτε δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή της είτε αποστασιοποιήθηκαν ενεργά από αυτήν πριν αρχίσει η Επιτροπή να διερευνά την υπόθεση.
(5) Η οικονομική ευθύνη κάθε επιχείρησης, όσον αφορά την καταβολή διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε σε ένωση επιχειρήσεων στην οποία η επιχείρηση είναι μέλος, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό του κύκλου εργασιών της επιχείρησης αυτής κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) του άρθρου 24 για κάθε παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ.
45. Οι προβλεπόμενες από τον παρόντα Νόμο κλητεύσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενώπιον της Επιτροπής γίνονται είτε-
(α) με την αποστολή διπλοσυστημένης επιστολής στη διεύθυνση του κύριου χώρου εργασίας της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεων ή του προσώπου,
(β) μέσω τηλεομοιότυπου ή οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής μορφής στον κύριο χώρο εργασίας της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεων ή του προσώπου, ή
(γ) με την διά χειρός παράδοση, ανεξαρτήτως του χώρου στον οποίο βρίσκεται, σε διευθυντή ή αξιωματούχο ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεως ή του προσώπου.
46.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει κανονισμούς, που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, προς καθορισμό οποιουδήποτε θέματος το οποίο κατά τον παρόντα Νόμο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Χωρίς να επηρεάζεται η γενικότητα του εδαφίου (1), οι αναφερόμενοι σε αυτό κανονισμοί δύνανται να ρυθμίζουν-
(α) τα περί των αιτήσεων προς έκδοση κεκυρωμένου αποσπάσματος των κατά το άρθρο 22 τηρούμενων Μητρώων.
(β) τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον της Επιτροπής κατά την εξέταση παραβάσεων κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.
(γ) τον καθορισμό του τρόπου επιβολής διοικητικών προστίμων, της απαλλαγής και/ ή της μείωσης των διοικητικών προστίμων για παραβάσεις κατά τα οριζόμενα στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι δυνάμει του άρθρου αυτού εκδιδόμενοι κανονισμοί δύνανται να προβλέπουν ποινικά αδικήματα τιμωρούμενα με χρηματική ποινή μέχρι ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ και την επιβολή διοικητικών προστίμων που να μην υπερβαίνουν τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ.
(4) Κανονισμοί που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.
(5) Η έκδοση κανονισμών δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, μέχρι δε την έκδοση κανονισμών για τον καθορισμό συγκεκριμένου θέματος η Επιτροπή δύναται να ρυθμίζει το εν λόγω θέμα με απόφασή της, εξαιρουμένων των θεμάτων που αφορούν την πρόβλεψη ποινικών αδικημάτων.
47. Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την εφαρμογή των διατάξεων -
(α) των άρθρων 32 και 40 του παρόντος Νόμου και
(β) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και ειδικότερα των Άρθρων 15 και 16 αυτού.
48. Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό και στη Βουλή των Αντιπροσώπων ετήσια έκθεση δραστηριοτήτων.
49. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών, ο Πρόεδρος, τα άλλα τέσσερα μέλη και τα αναπληρωματικά μέλη της Επιτροπής, τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και τα πρόσωπα τα οποία εργάζονται υπό την εποπτεία της Επιτροπής, δεν υπέχουν ευθύνη για οτιδήποτε έγινε ή παραλείφθηκε ή λέχθηκε, ή για οποιαδήποτε γνώμη την οποία εξέφρασαν, ή έκθεση ή άλλο έγγραφο που ετοίμασαν, κατά την καλόπιστη εκπλήρωση των καθηκόντων, των αρμοδιοτήτων ή εξουσιών τους δυνάμει του παρόντος Νόμου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων κανονισμών.
50. Σε περίπτωση που ο παρών Νόμος ή οι κανονισμοί ή τα διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού δεν ρυθμίζουν ρητώς κάποιο θέμα, το Δικαστήριο ή η Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση, εφαρμόζει κατ’ αναλογίαν τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
51.-(1) Ο Υπουργός δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, με διάταγμα το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιεί ή αντικαθιστά το Παράρτημα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε Παράρτημα κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Υπουργός δύναται με διάταγμα το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να καθορίζει τα τέλη τα οποία επιβάλλει η Επιτροπή για τις υπηρεσίες που παρέχει η Επιτροπή ή η Υπηρεσία της.
(3) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά.
52.-(1) Καταργούνται οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000 και η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί από αυτούς.
(2) Καταργείται ο περί της Αντιμισθίας του Προέδρου της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος τους 2001.
53.-(1) Τα Διατάγματα και οι Κανονισμοί που εκδόθηκαν δυνάμει των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000, εκτός εάν είναι ασύμβατα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνεχίζουν να ισχύουν ως να είχαν εκδοθεί δυνάμει του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή καταργηθούν.
(2) Σε περίπτωση που νόμος άλλος από τον παρόντα ή κανονιστική διοικητική πράξη ή ατομική διοικητική πράξη αναφέρεται στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 1989 μέχρι (Αρ.2) του 2000 η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Η διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων, οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 8 των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 μέχρι (Αρ. 2) του 2000, θεωρείται εκκρεμούσα ενώπιον της Επιτροπής με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Στις περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων του βασικού νόμου και/ή μη συμμόρφωσης με απόφαση της Επιτροπής που συντελέστηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, εφαρμόζονται οι διατάξεις του βασικού νόμου, σε σχέση με την επιβολή προστίμου.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
(άρθρα 35 και 51)
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ
ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 35 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΥ
(1) Πληροφορίες προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία
(i) Πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση (ταχυδρομική & ηλεκτρονική), αριθμός τηλεφώνου και τηλεομοιότυπου του προσώπου που υποβάλει την καταγγελία. Σε περίπτωση νομικού προσώπου, να δοθεί η πλήρης επωνυμία.
(ii) Σε περίπτωση που το πρόσωπο που υποβάλει την καταγγελία είναι νομικό πρόσωπο, να προσδιοριστεί ο όμιλος εταιρειών στον οποίο ανήκει, η ιθύνουσα και/ή οι θυγατρικές εταιρείες αυτής.
(iii) Συνοπτική επεξήγηση της φύσης, των σκοπών και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία.
(iv) Να καθορισθεί η σχέση του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία με την καταγγέλλουσα επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων (π.χ. ανταγωνιστής, πελάτης).
(v) Πλήρες ονοματεπώνυμο, διεύθυνση (ταχυδρομική & ηλεκτρονική), αριθμός τηλεφώνου και τηλεομοιότυπου του προσώπου το οποίο θα είναι υπεύθυνο για την παροχή πρόσθετων πληροφοριών ή και διευκρινίσεων από μέρους του προσώπου που υποβάλει την καταγγελία.
(2) Πληροφορίες προσώπου εναντίον του οποίου στρέφεται η καταγγελία
(i) Πλήρης επωνυμία και διεύθυνση της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών αναφορικά με τον όμιλο εταιρειών στον οποίο ανήκουν, την ιθύνουσα και/ή τις θυγατρικές εταιρείες αυτής.
(ii) Συνοπτική επεξήγηση της φύσης, των σκοπών και των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία.
(3) Μορφή της σχετικής αγοράς προϊόντων
(i) Καθορισμός της φύσης των προϊόντων τα οποία επηρεάζονται από τις κατ΄ ισχυρισμό παραβάσεις.
(ii) Αριθμός προμηθευτών των εν λόγω προϊόντων.
(iii) Το σύνολο (σε αξία) των πωλήσεων των εν λόγω προϊόντων.
(iv) Το μέγεθος του ανταγωνισμού που υπάρχει στη σχετική αγορά.
(v) Τις δυνατότητες για νέους ανταγωνιστές να εισχωρήσουν στην εν λόγω αγορά.
(vi) Κατά πόσο υπάρχουν άλλα υποκατάστατα των σχετικών προϊόντων.
(vii) Να καθοριστεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό η σχετική αγορά και τα μερίδια αγοράς των επιχειρήσεων και/ή ενώσεων επιχειρήσεων εναντίον των οποίων στρέφεται η καταγγελία.
(viii) Να καθοριστεί στον μέγιστο δυνατό βαθμό η γεωγραφική έκταση της κατ΄ ισχυρισμόν παράβασης και να εξηγηθεί σε ποιο βαθμό επηρεάζεται το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών λόγω των κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεων.
(4) Λεπτομέρειες της κατ΄ισχυρισμό παράβασης και αποδεικτικά στοιχεία
(i) Λεπτομερής παράθεση όλων των γεγονότων από τα οποία διαφαίνεται και/ ή προκύπτει παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου και/ή των ΄Αρθρων 81 ΕΚ ή/και 82 ΕΚ.
(ii) Να δοθούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες για τις συμφωνίες, αποφάσεις ή πράξεις ή εναρμονισμές πρακτικές των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εναντίον των οποίων στρέφεται η καταγγελία (π.χ. κείμενο συμφωνίας, πρακτικά συνεδριάσεων ή διαπραγματεύσεων, όροι συναλλαγής, επιχειρηματικά έγγραφα, εγκύκλιοι, αλληλογραφία κ.λπ).
(iii) Να υποβληθούν στατιστικά ή άλλα δεδομένα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του καταγγέλλοντος και που σχετίζονται με τα επίδικα γεγονότα (για παράδειγμα: αλλαγές τιμών, ποσότητες, εκπτώσεις, τεχνική ανάπτυξη, φραγμοί εισόδου κ.λπ).
(iv) Να υποβληθούν τα ονόματα και οι διευθύνσεις των προσώπων που προτίθενται να κληθούν ως μάρτυρες για να δώσουν μαρτυρία αναφορικά με τα επίδικα γεγονότα, καθώς και των προσώπων που έχουν επηρεαστεί από τις κατ΄ ισχυρισμόν παραβάσεις.
(5) ΄Εννομο συμφέρον
Το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία να παραθέσει λεπτομερώς πως έχει επηρεαστεί και/ή ενδεχομένως να επηρεαστεί από τις κατ΄ ισχυρισμό παραβάσεις και κατά πόσο δικαιολογείται να υποβάλλει την καταγγελία.
Υπεύθυνη δήλωση ότι όλες οι πληροφορίες που δίδονται στην καταγγελία είναι αληθείς.
Υπογραφή και ημερομηνία.
71.-(1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (2), με τον παρόντα Νόμο [Σ.Σ: δηλαδή το Ν. 13(Ι)/2022], καταργούνται οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 2008 και 2014.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8, η καθιδρυθείσα δυνάμει των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού συνεχίζει να υφίσταται, να λειτουργεί και να έχει τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται από ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022], μέχρι τη λήξη της θητείας της και τη συγκρότηση Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9.
72.-(1) Τα Διατάγματα, οι Κανονισμοί και οι αποφάσεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, εκτός εάν προσκρούουν προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022], συνεχίζουν να ισχύουν ως να είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022], μέχρις ότου τροποποιηθούν ή ανακληθούν ή καταργηθούν.
(2)Σε περίπτωση που σε οποιονδήποτε άλλο Νόμο ή Κανονισμό ή ατομική διοικητική πράξη γίνεται αναφορά στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 1989 έως (Αρ. 2) του 2000 και/ή στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 2008 και 2014, η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο [Σ.Σ.: δηλαδή το Ν. 13(Ι)/2022], τηρουμένων των αναλογιών.
(3)Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022] εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 θεωρούνται εκκρεμούσες ενώπιον της Επιτροπής και εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022].
(4)Στις περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022] και/ή μη συμμόρφωσης με απόφαση της Επιτροπής, οι οποίες συντελέστηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 13(Ι)/2022], εφαρμόζονται, σε σχέση με την επιβολή προστίμου, οι διατάξεις των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014.