31.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, να διενεργεί όλες τις απαραίτητες έρευνες σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων και προς τούτο-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο των επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, καθώς και σε κάθε άλλο επαγγελματικό χώρο εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και κάθε άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα επαγγελματικής φύσης, κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε αντιπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων ερωτήσεις και να ζητά επεξηγήσεις περί των γεγονότων ή εγγράφων που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2) Οι κατά το εδάφιο (1) έρευνες διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται κατ’ εντολήν της Επιτροπής από αρμόδιους λειτουργούς της Υπηρεσίας. Εάν τούτο κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους ή/και λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ή/και από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατό να εργοδοτούνται από την Επιτροπή.
(3) Η εντολή της Επιτροπής είναι γραπτή και καθορίζει επακριβώς το αντικείμενο και το σκοπό της έρευνας, ορίζει την ημερομηνία έναρξης της έρευνας, τη διάταξη πάνω στην οποία στηρίζεται η εξουσία αυτή της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί προς την εντολή της Επιτροπής.
(4) Οι έρευνες διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία διενεργείται η έρευνα δύναται να συμβουλευθεί το συνήγορό της κατά τη διάρκεια της έρευνας, η παρουσία όμως αυτού δε συνιστά νομική προϋπόθεση για το έγκυρο της έρευνας και/ ή υπεράσπιση για την μη και/ ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητά τη συνδρομή της Αστυνομίας προκειμένου να καταστεί ικανή να ασκήσει τις εξουσίες της κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(7) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων διοικητικό πρόστιμο μέχρι ένα επί τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, σε περίπτωση που αυτή εκ προθέσεως ή εξ αμελείας επιδεικνύει ελλειπή ή αλλοιωμένα τα αιτηθέντα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα ή σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για έρευνα.
(8) Η Επιτροπή δύναται επιπρόσθετα να επιβάλλει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων διοικητικό πρόστιμο μέχρι πέντε επί τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί προς εντολή της Επιτροπής για διενέργεια έρευνας κατά τα οριζόμενα στο παρόν άρθρο.
(9) Οι πληροφορίες που λαμβάνει η Επιτροπή κατά την άσκηση της κατά το παρόν άρθρο εξουσίας δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για το σκοπό για τον οποίο επιτρέπεται η έρευνα, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(10) Κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, η οποία υπόκειται σε έρευνα δυνάμει του παρόντος άρθρου, και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον ερευνόντα λειτουργό, εφόσον ο τελευταίος εύλογα το απαιτεί -
(α) οποιαδήποτε διευκόλυνση,
(β) οποιαδήποτε πληροφορία, και
(γ) οποιαδήποτε δήλωση περί του αληθούς των πληροφοριών που παρέχει στον ερευνόντα λειτουργό,
ο δε ερευνών λειτουργός δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(11) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο -
(α) στο οποίο το εδάφιο (10) επιβάλλει υποχρέωση και το οποίο αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τέτοια υποχρέωση, ή
(β) το οποίο αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε ερευνόντα λειτουργό της ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε ερευνόντα λειτουργό της πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση εξουσιών τις οποίες χορηγεί ο παρών Νόμος,
και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(12) Σε περίπωση ποινικής δίωξης για αδίκημα βάσει του εδαφίου (11) -
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται βάσει του εδαφίου (10), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληροφορίας, δήλωσης, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, τη δήλωση, το αρχείο, το βιβλίο, το λογαριασμό ή έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.