16.-(1) Οι αρμόδιες αρχές σέβονται το δικαίωμα των παρόχων υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι σε άλλο κράτος μέλος να παρέχουν υπηρεσίες στη Δημοκρατία και εξασφαλίζουν την ελεύθερη πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών και την ελεύθερη άσκησή της στη Δημοκρατία.
(2) Εκτός όπου προβλέπεται διαφορετικά σε ειδικό νόμο ή κανονισμούς, οι προϋποθέσεις που ισχύουν στα συστήματα χορήγησης άδειας που αφορούν τους εγκατεστημένους στη Δημοκρατία παρόχους υπηρεσιών ισχύουν και για τους παρόχους υπηρεσιών που αναφέρονται στο εδάφιο (1), νοουμένου ότι τηρούνται οι αρχές του εδαφίου (3) και οι απαιτήσεις του εδαφίου (4).
(3) Οι αρμόδιες αρχές δεν εξαρτούν την πρόσβαση σε δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών ή την άσκησή της στη Δημοκρατία από απαιτήσεις που δεν τηρούν τις ακόλουθες αρχές:
(α) Μη εισαγωγή διακρίσεων, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις δεν πρέπει να εισάγουν, άμεσα ή έμμεσα, διακρίσεις, ανάλογα με την ιθαγένεια, ή, όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, ανάλογα με το κράτος μέλος στο οποίο εδρεύουν·
(β) αναγκαιότητα, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις πρέπει να δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος·
(γ) αναλογικότητα, δεδομένου ότι οι απαιτήσεις πρέπει να είναι κατάλληλες για να εξασφαλίσουν την υλοποίηση του επιδιωκόμενου στόχου και να μην υπερβαίνουν το όριο που είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου αυτού.
(4) Οι αρμόδιες αρχές δεν μπορούν να περιορίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών σε πάροχο ο οποίος είναι εγκατεστημένος σε άλλο κράτος μέλος, επιβάλλοντας οποιαδήποτε από τις ακόλουθες απαιτήσεις:
(α) Την υποχρέωση για τον πάροχο να είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία·
(β) την υποχρέωση για τον πάροχο να εξασφαλίζει άδεια από τις αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης της εγγραφής σε μητρώο ή σε επαγγελματικό φορέα ή σύλλογο που λειτουργεί στη Δημοκρατία, εκτός από περιπτώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή σε πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε νόμους που εναρμονίζονται με πράξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
(γ) την απαγόρευση για τον πάροχο να αποκτήσει στη Δημοκρατία υποδομή ορισμένης μορφής ή είδους, συμπεριλαμβανομένου γραφείου ή δικηγορικού γραφείου, που είναι απαραίτητη για την παροχή των υπηρεσιών του·
(δ) την εφαρμογή ειδικού συμβατικού καθεστώτος μεταξύ παρόχου και αποδέκτη που εμποδίζει ή περιορίζει την παροχή υπηρεσιών από αυτοαπασχολούμενο·
(ε) την υποχρέωση για τον πάροχο να διαθέτει συγκεκριμένο έγγραφο ταυτότητας για την άσκηση δραστηριότητας παροχής υπηρεσιών, το οποίο χορηγείται από τις αρμόδιες αρχές·
(στ) απαιτήσεις οι οποίες θίγουν τη χρήση εξοπλισμού και υλικού που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της παροχής της υπηρεσίας, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που είναι αναγκαίες για την υγεία και την ασφάλεια στο χώρο εργασίας·
(ζ) περιορισμούς στην ελευθερία παροχής υπηρεσιών που ορίζονται στο άρθρο 19 του παρόντος Νόμου.
(5) Όταν ο πάροχος μετακινείται προσωρινά στη Δημοκρατία για να παρέχει την υπηρεσία του, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να επιβάλλουν απαιτήσεις που δικαιολογούνται για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας, δημόσιας υγείας ή προστασίας του περιβάλλοντος και οι οποίες είναι σύμφωνες με τις προϋποθέσεις του εδαφίου (3).
(6) Το παρόν άρθρο δεν θίγει την εφαρμογή, σύμφωνα με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των διατάξεων της εργατικής νομοθεσίας σχετικά με τις συνθήκες απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων όσων καθορίζονται σε συλλογικές συμβάσεις.