39.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, τερματίζεται η παροχή δημόσιου βοηθήματος σε οποιοδήποτε λήπτη δημόσιου βοηθήματος, με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου:
(i) μέχρι την ημερομηνία λήψης της τελικής απόφασης σχετικά με την αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(ii) υπό την προϋπόθεση ότι για τον ίδιο ημερολογιακό μήνα δε θα καταβληθεί ταυτόχρονα το δημόσιο βοήθημα και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν καθίσταται δικαιούχος λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 αλλά κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του ήταν λήπτης δημόσιου βοηθήματος με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, τότε καθίσταται δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος με βάση τη νομοθεσία και εξετάζεται το ποσό που λάμβανε για φροντίδα ή /και για κάλυψη άλλων ειδικών αναγκών και το ποσό αυτό συνεχίζει να παρέχεται μέχρις ότου εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 10.
(3) Οποιαδήποτε αίτηση έχει υποβληθεί με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, και δεν έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής δεν εξετάζεται και ο αιτητής με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο δύναται να υποβάλει αίτηση με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας.
(4) Οι διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου συνεχίζουν να ισχύουν, νοουμένου ότι αυτές δε συγκρούονται ή/και δεν καλύπτονται με άλλο τρόπο από τις διατάξεις της νομοθεσίας:
Νοείται ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με Διάταγμά του να καταργεί διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου.
(5) Κανονισμοί που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 16 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου θεωρούνται ότι έχουν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων της νομοθεσίας και παραμένουν σε ισχύ μέχρι τη δημοσίευση νέων Κανονισμών δυνάμει του άρθρου 38.