1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών Νόμος του 2014.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -
«αιτητής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο αιτείται ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας·
«ακίνητη ιδιοκτησία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, είτε η ακίνητη ιδιοκτησία βρίσκεται εντός ή εκτός της Δημοκρατίας·
«άλλη παροχή» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρέχεται με βάση τη νομοθεσία και δεν περιλαμβάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 7·
«άλλες κοινωνικές παροχές» σημαίνει οτιδήποτε άλλο παρέχεται με βάση άλλη νομοθεσία ή /και Απόφαση Υπουργικού Συμβουλίου ή /και Σχέδιο ή /και Έργο ή από οποιαδήποτε άλλη πηγή, εξαιρουμένων των νομοθεσιών ή/και Σχεδίων για άτομα με αναπηρίες τα οποία τυγχάνουν διαχείρισης από το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες·
«άτομο με αναπηρία», για τους σκοπούς της νομοθεσίας, σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει μακροχρόνιες σωματικές, πνευματικές, διανοητικές ή αισθητηριακές διαταραχές, οι οποίες, κατά την αλληλοεπίδρασή τους με διάφορα εμπόδια, δυνατό να εμποδίσουν την πλήρη και αποτελεσματική συμμετοχή του στην κοινωνία σε ίση βάση με άλλους και το οποίο πιστοποιείται ως πρόσωπο με σοβαρή ή ολική αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ή να έχει εγκριθεί ως λήπτης δημόσιου βοηθήματος ως ανάπηρο άτομο με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, μέχρι να πιστοποιηθεί ως άτομο με σοβαρή ή ολική μακροχρόνια σωματική ή/και πνευματική ή/και διανοητική ή/και αισθητηριακή αναπηρία από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας, εφόσον κληθεί για πιστοποίηση ή πρόσωπο που πιστοποιείται από το Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας ως πρόσωπο με μέτρια νοητική αναπηρία·
«αναπηρικό επίδομα» σημαίνει το επίδομα που παρέχεται σε άτομο με αναπηρία με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 34·
«ανήλικο τέκνο» σημαίνει νόμιμο άγαμο τέκνο των συζύγων ή και του ενός εξ’ αυτών που δεν έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18) έτος της ηλικίας του και περιλαμβάνει πρόγονο, εκτός γάμου αναγνωρισμένο τέκνο και νόμιμα υιοθετημένο τέκνο·
«ανίκανος προς εργασία» σε σχέση με οποιοδήποτε αιτητή ή/και δικαιούχο ή/και μέλος οικογενειακής μονάδας, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στο άρθρο 21·
«απόφαση» σημαίνει την τελική απόφαση που λαμβάνει ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας σε σχέση με οτιδήποτε αφορά αιτητή ή/και δικαιούχο η οποία σχετίζεται με την παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή/και άλλης παροχής ή/και άλλων κοινωνικών παροχών και περιλαμβάνει μεταξύ άλλων σε περίπτωση έγκρισης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος την ημερομηνία που θα αρχίσει η καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
«Γενικός Διευθυντής» σημαίνει το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«Δημοκρατία» σημαίνει τις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας που τελούν υπό τον αποτελεσματικό έλεγχο της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας·
«δημοτικά και άλλα παρόμοια τέλη» σημαίνει τα τέλη που ο αιτητής ή/και δικαιούχος ή/και οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας υποχρεούται να καταβάλει σε αρχή τοπικής αυτοδιοίκησης και εφόσον καταβληθούν και περιλαμβάνουν τα τέλη για την κατασκευή αποχετευτικών συστημάτων, το τέλος αποκομιδής σκυβάλων και το δημοτικό τέλος ακίνητης ιδιοκτησίας·
«Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης» σημαίνει τη Δημόσια Υπηρεσία Απασχόλησης του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«δημόσιο βοήθημα» σημαίνει το βοήθημα που παρέχεται με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«δικαιούχος» σημαίνει οποιοδήποτε αιτητή για τον οποίο έχει ληφθεί απόφαση ότι καθίσταται δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις της νομοθεσίας, και περιλαμβάνει και αιτητή για τον οποίο έχει δοθεί προέγκριση·
«εισόδημα» σε σχέση με οποιοδήποτε αιτητή ή /και δικαιούχο, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 12·
«εισόδημα από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου» σημαίνει οποιαδήποτε διαφορά του κύκλου εργασιών που ο αυτοτελώς εργαζόμενος πραγματοποιεί σε μια περίοδο δώδεκα (12) μηνών και των εξόδων που πραγματοποιούνται κατά την ίδια περίοδο για τους σκοπούς του επαγγέλματός του·
«εισόδημα από εργασία μισθωτού» σημαίνει το υπόλοιπο του ακαθάριστου εισοδήματος μισθωτού που απομένει μετά την αφαίρεση οποιωνδήποτε ποσών τα οποία υποχρεούται ο ίδιος να καταβάλει ως εισφορές στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων για την ιδιότητά του ως μισθωτός με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, περιλαμβανομένου του 13ου και 14ου μισθού εφόσον καταβλήθηκε, φιλοδωρημάτων και άλλων προμηθειών·
«εκούσια άνεργος» έχει την έννοια που προβλέπεται στο άρθρο 22·
«έκτακτες ανάγκες» σημαίνει έκτακτες επιδιορθώσεις ή ζημιές που επήλθαν λόγω απρόβλεπτων συμβάντων στην κατοικία του δικαιούχου, έκτακτες κοινωνικές ανάγκες και απρόβλεπτα και επείγοντα έξοδα·
«ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα» σημαίνει μηνιαίο επίδομα που καταβάλλεται σε χρήμα ή με άλλο τρόπο, περιλαμβανομένης της παροχής υπηρεσιών και έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 7·
«ελάχιστο καλάθι διαβίωσης» σημαίνει τις κατηγορίες αναγκών και τα μηνιαία ποσά για κάλυψη των αναγκών αυτών είτε για ένα πρόσωπο είτε και για τα μέλη της οικογενειακής μονάδας, όπως καθορίζονται σε Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 38·
«εξουσιοδότηση» σημαίνει οποιαδήποτε δήλωση υπογραμμένη από τον Υπουργό ή το Γενικό Διευθυντή ή τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας που πιστοποιεί ότι πρόσωπο ή/και Υπηρεσία ή/και Αρχή ή/και Ομάδα προσώπων ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησής τους ή οποιαδήποτε εντολή ή συναίνεση του Υπουργού ή του Γενικού Διευθυντή ή του Προϊστάμενου Υπηρεσίας με την οποία πρόσωπο ή/και Υπηρεσία ή/και Αρχή ή/και Ομάδα προσώπων μετέχει σε οποιαδήποτε πράξη ή καθήκον που αφορά αρμοδιότητα η οποία κατά το Νόμο απαιτείται να εκτελεστεί·
«εξουσιοδοτημένο πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί δυνάμει εξουσιοδότησης του Υπουργού ή του Προϊστάμενου Υπηρεσίας για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων της νομοθεσίας·
«ημερομηνία αποχώρησης» σημαίνει την ημερομηνία αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας·
«ίδρυμα» σημαίνει τις φυλακές και τα ιατρικά ιδρύματα όπως ορίζονται στον περί Φυλακών Νόμο και στον περί Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών (Ρύθμισις και Τέλη) Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, αντίστοιχα·
«κατοικία» σημαίνει χώρο διαμονής ο οποίος χρησιμοποιείται ως κύριος χώρος διαμονής από τον αιτητή ή/και δικαιούχο και βρίσκεται στη Δημοκρατία·
«κινητή ιδιοκτησία», σημαίνει οποιαδήποτε ιδιοκτησία οποιουδήποτε είδους η οποία δεν είναι ακίνητη ιδιοκτησία, είτε η ιδιοκτησία βρίσκεται εντός ή εκτός της Δημοκρατίας και δεν περιλαμβάνει χρηματοοικονομικά στοιχεία·
«κοινωνική παρέμβαση» περιλαμβάνει την παρέμβαση που αναφέρεται στο άρθρο 20 και παρέχεται από πρόσωπα ή/και Υπηρεσίες ή/και Αρχές ή/και Ομάδες προσώπων που ορίζονται ή συγκροτούνται με απόφαση του Υπουργού καθορίζοντας και τη διαδικασία που θα ακολουθείται και περιλαμβάνει τη διαδικασία που αναφέρεται στην παράγραφο (η) του άρθρου 18·
«λήπτης δημοσίου βοηθήματος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο λαμβάνει δημόσιο βοήθημα ή υπηρεσία ή για το οποίο παρέχεται τέτοιο βοήθημα ή υπηρεσία με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο·
«μερική απασχόληση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Εργοδοτουμένων με Μερική Απασχόληση (Απαγόρευση Δυσμενούς Μεταχείρισης) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή οποιαδήποτε άλλη έννοια οριστεί για τους σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας·
«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο που τηρείται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 3·
«μόνος γονέας» σημαίνει ένα γονέα χωρίς σύζυγο που ζει με ένα τουλάχιστον ανήλικο τέκνο που αποκτήθηκε είτε από γάμο είτε εκτός γάμου και περιλαμβάνει γονέα του οποίου ο/η σύζυγος έχει κηρυχθεί σε αφάνεια·
«νομοθεσία» σημαίνει τον παρόντα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, τους Κανονισμούς και τα Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«οικογενειακή μονάδα» έχει την έννοια που καθορίζεται στο άρθρο 15·
«ορφανό πρόσωπο» σημαίνει πρόσωπο του οποίου και οι δύο γονείς έχουν αποβιώσει ή/και πρόσωπο του οποίου έχει αποβιώσει ο ένας εκ των γονέων και ο επιζών γονέας δε συζούσε με το γονέα που έχει αποβιώσει·
«παροχή στέγασης» σημαίνει τα μηνιαία ποσά που καταβάλλονται για τόκους δανείου που συνάφθηκε για σκοπούς απόκτησης κατοικίας ή τα μηνιαία ποσά που καταβάλλονται ως ενοίκιο για σκοπούς στέγασης στη Δημοκρατία, ανάλογα με τη σύνθεση της οικογενειακής μονάδας και το αντίστοιχο εμβαδόν της κατοικίας, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38 και σύμφωνα με τη νομοθεσία·
«πολίτης της Ένωσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί του Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«προέγκριση» σημαίνει την προκαταρκτική απόφαση που λαμβάνει ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας για προσωρινή παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή άλλης παροχής ή άλλων κοινωνικών παροχών, καθορίζοντας την ημερομηνία που θα αρχίσει η καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή της άλλης παροχής ή των άλλων παροχών και η προκαταρκτική απόφαση παύει να υφίσταται την ημερομηνία λήψης της απόφασης·
«Προϊστάμενος Υπηρεσίας» σημαίνει λειτουργό της δημόσιας υπηρεσίας που ορίζεται ως Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας·
«πρόσωπο» σημαίνει φυσικό πρόσωπο·
«στέγη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτόν στον περί Στεγών για Ηλικιωμένους και Αναπήρους Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«συγγενής» σημαίνει συγγενή μέχρι του τέταρτου βαθμού συγγένειας εξ αίματος ή εξ αγχιστείας·
«συγκατοίκηση» σημαίνει την από κοινού χρήση κατοικίας για σκοπούς διαμονής·
«σύζυγος» σημαίνει τη σχέση που δημιουργείται μεταξύ άνδρα και γυναίκας ως αποτέλεσμα γάμου αναγνωρισμένου από την πολιτεία και περιλαμβάνει πρόσωπα τα οποία δεν έχουν τελέσει γάμο αλλά συζούν ως σύζυγοι·
«Συμβουλευτικό Σώμα» σημαίνει το Σώμα που διορίζεται από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37·
«σύνταξη Ταμείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σημαίνει τη σύνταξη γήρατος, χηρείας και ανικανότητας που προβλέπονται στον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Σύστημα Αξιολόγησης της Αναπηρίας» σημαίνει το σύστημα που εφαρμόζει το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες·
«Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σημαίνει το Ταμείο που ιδρύεται με βάση τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«τέκνο» σημαίνει άγαμο νόμιμο τέκνο των συζύγων ή ενός εξ’ αυτών, το οποίο έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18) έτος ηλικίας του, αλλά δεν έχει συμπληρώσει το εικοστό όγδοο (28) έτος της ηλικίας του, και περιλαμβάνει πρόγονο, εκτός γάμου αναγνωρισμένο τέκνο και νόμιμα υιοθετημένο τέκνο·
«Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες» σημαίνει το Τμήμα Κοινωνικής Ενσωμάτωσης Ατόμων με Αναπηρίες του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«υπήκοος του Ηνωμένου Βασιλείου» σημαίνει υπήκοο του Ηνωμένου Βασιλείου όπως ορίζεται στη Νέα δήλωση της κυβέρνησης του Ηνωμένου Βασιλείου, της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας, της 31ης Δεκεμβρίου 1982, σχετικά με την έννοια του όρου «υπήκοοι», σε συνδυασμό με τη δήλωση αριθ. 63 που προσαρτάται στην Τελική πράξη της διακυβερνητικής Διάσκεψης η οποία θέσπισε τη Συνθήκη της Λισαβόνας·
«υπήκοος τρίτης χώρας» σημαίνει πρόσωπο το οποίο δεν είναι πολίτης της Ένωσης·
«Υπηρεσία Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας» σημαίνει τη Διεύθυνση Διαχείρισης Επιδομάτων Πρόνοιας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας» σημαίνει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σημαίνει τις Υπηρεσίες Κοινωνικών Ασφαλίσεων του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«φοιτητής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο παρακολουθεί σε πλήρη φοίτηση επίπεδο εκπαίδευσης μετά την απόκτηση του προσόντος του απολυτηρίου λυκείου ή ισοδύναμου προσόντος, όπως αυτό καθορίζεται από τους νόμους της Δημοκρατίας·
«φροντίδα» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών ή την καταβολή ποσών για σκοπούς περιποίησης, πρακτικής βοήθειας και εξυπηρέτησης σε άτομο το οποίο, λόγω της σωματικής, πνευματικής ή ψυχολογικής του κατάστασης, αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε τομείς, οι οποίοι είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του και για την ομαλή προσωπική και κοινωνική του λειτουργικότητα με αξιοπρέπεια και ανεξαρτησία·
«χαμηλοσυνταξιούχος» σημαίνει το δικαιούχο του επιδόματος χαμηλοσυνταξιούχου με βάση το Σχέδιο Ενίσχυσης των Συνταξιούχων με Χαμηλά Εισοδήματα·
«χρηματοοικονομικά στοιχεία» σημαίνει οποιαδήποτε άυλη περιουσία που περιλαμβάνει χρήματα (καταθέσεις, γραμμάτια, επιταγές), εισπρακτέους λογαριασμούς, εμπορεύσιμους τίτλους (ομολογίες, μετοχές, χρεόγραφα), ασφαλιστικά συμβόλαια και άλλα παρόμοια στοιχεία.
3.-(1) Ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας τηρεί Μητρώο με την ονομασία «Μητρώο ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή/και άλλης παροχής ή/και άλλων κοινωνικών παροχών» στο οποίο εγγράφονται τα ονόματα και η διεύθυνση των αιτητών ή/και δικαιούχων ή και μελών της οικογενειακής μονάδας ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή των προσώπων που υποβάλλουν άλλα έντυπα αιτήσεων δυνάμει του Διατάγματος που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες τις οποίες ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας θεωρεί αναγκαίες.
(2)Το Μητρώο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να τηρείται σε οποιοδήποτε τύπο ήθελε καθορίσει ο Υπουργός, περιλαμβανόμενης της μηχανογραφημένης μορφής.
4.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο αιτείται παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος υποχρεούται να υποβάλει αίτηση όπως προβλέπεται στο Διάταγμα του Υπουργού που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 36.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, η αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δύναται να υποβληθεί από το πρόσωπο το οποίο ορίζεται πιο κάτω και υπό την προϋπόθεση ότι διαμένει στη Δημοκρατία:
(α) Ένας εκ των συζύγων οποιασδήποτε ηλικίας·
(β) οποιοδήποτε πρόσωπο έχει συμπληρώσει το εικοστό όγδοο (28) έτος της ηλικίας του·
(γ) μόνος γονέας·
(δ) πρόσωπο μέχρι την ηλικία των εικοσιοκτώ (28) ετών το οποίο κατά τη συμπλήρωση του δέκατου όγδοου (18) έτους της ηλικίας του τελούσε υπό τη φροντίδα του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, όπως το πρόσωπο αυτό αναγνωρίζεται ως τέτοιο στην εκάστοτε απόφαση του Διευθυντή των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας·
(ε) ορφανό πρόσωπο, ένας εκ των αδελφών∙
(στ) οποιαδήποτε κατηγορία προσώπων που δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) μέχρι (ε), αλλά καθορίζονται με Διάταγμα που εκδίδεται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 36 και ενημερώνεται η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων∙
(ζ) πρόσωπο το οποίο αντιμετωπίζει ιδιαίτερες προσωπικές συνθήκες, εφόσον αυτές επιβεβαιωθούν από αρμόδιο λειτουργό και δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις των παραγράφων (α) μέχρι (ε):
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), σε περίπτωση που πρόσωπο το οποίο αδυνατεί να υποβάλει προσωπικά αίτηση λόγω της πνευματικής ή ψυχολογικής ή σωματικής του κατάστασης ή για άλλους παρόμοιους λόγους η αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος υποβάλλεται από αντιπρόσωπό του.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3), δε δύναται να υποβάλει αίτηση και δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο-
(α) άγει ασκητικό βίο σε μοναστήρι·
(β) υπηρετεί θητεία δυνάμει του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(γ) έχει την ιδιότητα του φοιτητή, εξαιρουμένου του φοιτητή στον οποίο εφαρμόζεται η παράγραφος (δ) του εδαφίου (2) ή/και είναι άτομο με αναπηρία ή/και είναι ορφανός.
(δ) πρόσωπο το οποίο έχει κηρυχθεί ως εκούσια άνεργος με βάση το άρθρο 22, για περίοδο έξι (6) μηνών από την ημερομηνία που καθορίζεται στη σχετική απόφαση.
5.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, πρόσωπο δύναται να υποβάλει αίτηση για να καταστεί δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, εφόσον πληρούνται οι πιο κάτω προϋποθέσεις:
(α) Ο αιτητής πρέπει να είναι είτε-
(i) πολίτης της Δημοκρατίας·
(ii) πολίτης της Ένωσης·
(iii) υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος έχει καθεστώς επί μακρόν διαμένοντος στη Δημοκρατία με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(iv) υπήκοος τρίτης χώρας, ο οποίος κατέχει νομικό καθεστώς που προβλέπεται στον περί Προσφύγων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εξαιρουμένων των αιτητών ασύλου·
(v) πρόσωπο το οποίο αποτελεί θύμα κατά την έννοια του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Εμπορίας και Εκμετάλλευσης Προσώπων και της Προστασίας των Θυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(vi) πρόσωπο το οποίο δύναται να υποβάλει αίτηση δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4:
(β) ο αιτητής να έχει, κατά την αμέσως προηγούμενη περίοδο των πέντε (5) ετών που προηγείται της ημερομηνίας υποβολής της αίτησης, νόμιμη και συνεχή διαμονή στη Δημοκρατία:
(2) Ο δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος υποχρεούται να διατηρεί καθ’ όλη τη διάρκεια λήψης του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος τη νόμιμη και συνεχή διαμονή του στη Δημοκρατία, σε διαφορετική περίπτωση παύει να είναι δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
(3) Αιτητής καθίσταται δικαιούχος εφ’ όσον πληρούνται οι διατάξεις της νομοθεσίας και το μηνιαίο εισόδημα, όπως ορίζεται και υπολογίζεται στο άρθρο 12 είναι μικρότερο από το άθροισμα-
(α) των μηνιαίων ποσών που ορίζονται και υπολογίζονται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 38 αναφορικά με το ελάχιστο καλάθι διαβίωσης· ή/και
(β) των μηνιαίων ποσών που ορίζονται και υπολογίζονται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38 αναφορικά με την παροχή στέγασης.
6. Η απουσία από τη Δημοκρατία αιτητή ή/και δικαιούχου θεωρείται ως προσωρινή και δε λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της περιόδου που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 5 για τους ακόλουθους λόγους:
(α) Όταν η απουσία είναι μικρότερη του ενός (1) ημερολογιακού μήνα ανά έτος·
(β) όταν η απουσία είναι για σκοπούς λήψης θεραπείας εκτός της Δημοκρατίας για λόγους υγείας, εφόσον προσκομιστούν τα απαραίτητα πιστοποιητικά και ικανοποιηθεί ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας ότι η απουσία αυτή είναι δικαιολογημένη·
(γ) όταν η απουσία κατά την περίοδο των πέντε (5) ετών που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 αφορά διαμονή εκτός της Δημοκρατίας, λόγω του ότι ο αιτητής ή/και δικαιούχος ήταν φοιτητής ενώ κατά την περίοδο που προηγείτο της φοίτησης είχε τη νόμιμη και συνήθη διαμονή του στη Δημοκρατία:
Νοείται ότι η περίοδος που αναφέρεται στις παραγράφους (α) και (γ) δύναται να παραταθεί από τριμελή επιτροπή η οποία ορίζεται από τον Υπουργό για όσο χρονικό διάστημα κρίνεται δικαιολογημένο, σύμφωνα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης.
7. Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, το μηνιαίο ποσό που παραχωρείται ως ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για έκαστο δικαιούχο συνίσταται από-
(α) το μηνιαίο ποσό που δύναται να παραχωρηθεί όπως ορίζεται και υπολογίζεται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (α) του άρθρου 38 αναφορικά με το ελάχιστο καλάθι διαβίωσης· ή/και
(β) το μηνιαίο ποσό που δύναται να παραχωρηθεί όπως ορίζεται και υπολογίζεται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38 αναφορικά με την παροχή στέγασης και τα μηνιαία ποσά που παραχωρούνται δύναται να αξιολογούνται κάθε δύο (2) έτη.
8.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, το μηνιαίο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα το οποίο παρέχεται σε δικαιούχο είναι η διαφορά του συνολικού μηνιαίου ποσού του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 7 και του συνολικού μηνιαίου ποσού του εισοδήματος του δικαιούχου με βάση το άρθρο 12.
(2) Στην περίπτωση συγκατοίκησης δικαιούχων με άλλα πρόσωπα ή/και στην περίπτωση οικογενειακής μονάδας ή/και δικαιούχων που συγκατοικούν με άλλους δικαιούχους ή/και δικαιούχων που διαμένουν σε στέγη ή σε ίδρυμα, τριμελής επιτροπή η οποία ορίζεται από τον Υπουργό με απόφασή του, γενική ή ειδική, δύναται να αναθεωρήσει ανάλογα με τις διαπιστωμένες ανάγκες το ποσό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που καταβάλλεται ή οποιοδήποτε άλλο ποσό είναι καταβλητέο με βάση τη νομοθεσία ή/και να επιμερίσει το ποσό αυτό μεταξύ του δικαιούχου και άλλων προσώπων που συγκατοικούν ή που αποτελούν την οικογενειακή μονάδα και να καταβληθεί, ως ενιαίο ποσό ή/και ξεχωριστά, με τρόπο που καθορίζεται στην απόφαση της τριμελούς επιτροπής:
(3)(α) Στην περίπτωση δικαιούχου, ο οποίος υπέβαλε αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος-
(i) μέχρι την 31η Αυγούστου 2014, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται από την 1η Οκτωβρίου 2014, ανεξάρτητα από το αν η ημερομηνία κατά την οποία έχει καταστεί δικαιούχος είναι μεταγενέστερη της 1ης Οκτωβρίου 2014·
(ii) μέχρι την 30ή Σεπτεμβρίου 2014, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται από την 1η Νοεμβρίου 2014, ανεξάρτητα από το αν η ημερομηνία κατά την οποία έχει καταστεί δικαιούχος είναι μεταγενέστερη της 1ης Νοεμβρίου 2014·
(β) Τηρουμένων των διατάξεων των υποπαραγράφων (i) και (ii) της παραγράφου (α) ανωτέρω, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα καταβάλλεται σε δικαιούχο από την πρώτη ημέρα του δεύτερου μήνα που έπεται εκάστου μήνα κατά τον οποίο υπέβαλε αίτηση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, ανεξάρτητα από το αν έχει καταστεί δικαιούχος σε χρόνο μεταγενέστερο της πρώτης ημέρας του δεύτερου μήνα που έπεται εκάστου μήνα κατά τον οποίο υπέβαλε αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος:
9. Σε οποιοδήποτε δικαιούχο καταβάλλονται δημοτικά ή άλλα παρόμοια τέλη, όπως αυτά καθορίζονται σε Διάταγμα του Υπουργού που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 36 το οποίο προβλέπει και τις προϋποθέσεις και τον τρόπο καταβολής τους:
Νοείται ότι καταβάλλονται τα δημοτικά ή άλλα παρόμοια τέλη και στην περίπτωση που οφείλονται από οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας, εφόσον αφορούν την κατοικία που διαμένουν.
10.-(1) Οποιοσδήποτε δικαιούχος δύναται να υποβάλει αίτηση για παροχή βοήθειας για κάλυψη έκτακτων αναγκών είτε για τον ίδιο είτε για οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας, νοουμένου ότι οι δαπάνες για τις συγκεκριμένες ανάγκες δεν καλύπτονται από άλλους κρατικούς πόρους ή άλλες πηγές.
(2) Σε οποιοδήποτε δικαιούχο ή/και σε οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας που έχει ανάγκη φροντίδας δύναται να παραχωρείται από τον Υπουργό επιπρόσθετη βοήθεια, η οποία κρίνεται αναγκαία, νοουμένου ότι οι δαπάνες για τη συγκεκριμένη ανάγκη δεν καλύπτονται από άλλους κρατικούς πόρους ή άλλες πηγές:
(3) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμά του που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 36, να εξουσιοδοτήσει πρόσωπα ή /και Υπηρεσίες ή /και Αρχές ή /και Ομάδες προσώπων για την εν όλω ή εν μέρει εφαρμογή των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3), καθορίζοντας και τις προϋποθέσεις και τον τρόπο εφαρμογής του παρόντος άρθρου.
11. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της νομοθεσίας, ο Υπουργός δύναται να παρέχει βοήθεια σε πρόσωπο το οποίο δε λαμβάνει μηνιαίο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και βρίσκεται σε εξαιρετικά επείγουσα ή /και έκτακτη ανάγκη ως αποτέλεσμα προσωπικών περιστάσεων ή απροσδόκητης ή έκτακτης κατάστασης που αντιμετωπίζει και ενεργώντας για το σκοπό αυτό, ο Υπουργός δύναται να επιτρέψει με τρόπο που αποφασίζει την πληρωμή ποσού για κάλυψη των συγκεκριμένων αναγκών χωρίς την ανάγκη διεξαγωγής πλήρους έρευνας σε σχέση με το πρόσωπο αυτό ή και με βάση τα αποτελέσματα της κοινωνικής παρέμβασης εφόσον οι ανάγκες αυτές δεν καλύπτονται από άλλους κρατικούς πόρους ή από άλλη πηγή:
Νοείται ότι κατάλογος των προσώπων στα οποία παραχωρήθηκε η πιο πάνω βοήθεια θα κατατίθεται από τον Υπουργό ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου και της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κάθε έξι (6) μήνες.
12.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των πιο κάτω εδαφίων, το εισόδημα περιλαμβάνει τα μηνιαία εισοδήματα του αιτητή ή/και δικαιούχου και όλων των μελών της οικογενειακής μονάδας, κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή/και κατά την ημερομηνία καταβολής του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ως ακολούθως:
(α) Από εργασία μισθωτού·
(β) από εργασία αυτοτελώς εργαζομένου:
(γ) ποσά που παρέχονται ως διατροφή, με βάση το άρθρο 33 του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και το άρθρο 5 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εφόσον έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί·
(δ) χορηγία ή/και επίδομα ή/και βοήθημα ή/και άλλη παροχή ή/και άλλες κοινωνικές παροχές·
(ε) οποιοδήποτε εισόδημα από συνταξιοδοτικό σχέδιο ή/και ταμείο ή/και ασφαλιστικό σχέδιο ή/και επαγγελματικό σχέδιο:
(στ) οποιοδήποτε εισόδημα από κινητή ή/και ακίνητη περιουσία ή/και χρηματοοικονομικά στοιχεία.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), στο εισόδημα δεν περιλαμβάνονται-
(α) το επίδομα εθνοφρουρού·
(β) επιδόματα/χορηγίες εφόσον παρέχονται σε άτομο με αναπηρία λόγω της αναπηρίας του·
(γ) η συνεισφορά αγαθοεργών ή φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και άλλων φορέων·
(δ) η φοιτητική χορηγία·
(ε) το επίδομα κηδείας·
(στ) το επίδομα τοκετού·
(ζ) οποιοδήποτε επίδομα λαμβάνεται με βάση το Σχέδιο Ενίσχυσης των Συνταξιούχων με Χαμηλά Εισοδήματα·
(η) το μηνιαίο τιμητικό επίδομα που παραχωρείται από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού σε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών·
(θ) Η δέκατη τρίτη (13η) σύνταξη που λαμβάνεται από χαμηλοσυνταξιούχο:
(ι) επίδομα κατάρτισης ή επίδομα απόκτησης εργασιακής πείρας ή άλλο επίδομα το οποίο παρέχεται λόγω συμμετοχής σε παρόμοια προγράμματα τα οποία συγχρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο ή από την Αρχή Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού και αφορούν στην ενεργοποίηση των δικαιούχων και μελών της οικογενειακής μονάδας δικαιούχων στην αγορά εργασίας.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο, με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου (γ) του άρθρου 38, δύναται να καθορίσει οποιαδήποτε εισοδήματα ή μέρος αυτών περιλαμβανομένων άλλων διά νόμου υποχρεωτικών αποκοπών που αναφέρονται στις παραγράφους (α) μέχρι (στ) του εδαφίου (1) και τα οποία δε λαμβάνονται υπόψη ως εισόδημα για σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας:
13. Δεν καθίσταται δικαιούχο για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος οποιοδήποτε πρόσωπο ή αιτητής-
(α) κατέχει ακίνητη ιδιοκτησία είτε ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας η οποία υπερβαίνει σε αξία τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000), με βάση την εκτίμηση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία αξίας μέχρι εκατό χιλιάδων ευρώ (€100.000), η οποία δεν είναι αξιοποιήσιμη ολόκληρη ή το μεγαλύτερο μέρος αυτής, λόγω εγγραφής εμπράγματου βάρους ή δικαιώματος επικαρπίας στα βιβλία του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, η οποία έλαβε χώρα πριν την 11η Ιουλίου 2014 και η ημερομηνία αυτή δύναται να αναθεωρείται κάθε δύο χρόνια από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015:
(β) είτε κατέχει χρηματοοικονομικά στοιχεία ο ίδιος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας και το ύψος των καταθέσεων υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (€5.000) αυξανόμενο κατά χίλια ευρώ (€1.000) για κάθε πρόσθετο μέλος της οικογενειακής μονάδας είτε η αξία των λοιπών χρηματοοικονομικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων ευρώ (€5.000):
(i) Είτε λόγω του ότι είναι αναγκαία για σκοπούς θεραπείας ή αποκατάστασης ή αντιμετώπισης προβλημάτων υγείας ή για άλλους λόγους που αιτιολογούνται λόγω του ότι πρόκειται για άτομο με αναπηρία·
(ii) είτε λόγω του ότι είναι δεσμευμένα προς εξασφάλιση δανείου και η δέσμευση έλαβε χώρα πριν από την 11η Ιουλίου 2014 και η ημερομηνία αυτή δύναται να αναθεωρείται κάθε δύο χρόνια από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015·
(iii) είτε λόγω παροχής υποτροφίας ή/και σπουδαστικού δανείου·
(iv) είτε λόγω του ότι είναι επ’ ονόματι ανήλικων τέκνων και το γεγονός αυτό έλαβε χώρα πριν από την 11η Ιουλίου 2014·
(v) είτε λόγω του ότι είναι επ’ ονόματι ανήλικων τέκνων συνεπεία κληροδοτήματος ή κληρονομικού δικαιώματος ή/και εγκεκριμένων εράνων ή/και άλλων ιδιαίτερων λόγων·
(vi) είτε λόγω του ότι ο αιτητής ή οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας είναι κάτοχος κοινού τραπεζικού λογαριασμού με τον υπερήλικα/συνταξιούχο γονέα του και το γεγονός αυτό έλαβε χώρα πριν από την 11η Ιουλίου 2014 και νοουμένου ότι αποδεδειγμένα τα χρηματοοικονομικά στοιχεία προέρχονται από το γονέα,
υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπερβαίνουν τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000):
13Α.(1) Ο αιτητής ή/και δικαιούχος ή/και οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας αναφορικά με άλλες κοινωνικές παροχές όπως ορίζεται στο Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36, υποχρεούται να εξουσιοδοτήσει τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας για τη λήψη οποιωνδήποτε πληροφοριών από αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, δυνάμει των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή/και ασφαλιστικούς οργανισμούς ή/και άλλους οργανισμούς ή/και άλλες κρατικές αρχές.
(2) Αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστικός οργανισμός ή/και άλλος οργανισμός ή/και άλλη κρατική αρχή δεν υπέχει έναντι κανενός προσώπου οποιαδήποτε ευθύνη όταν προβαίνει σε αποκάλυψη πληροφοριών προς τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας, εφόσον έχει λάβει έντυπο εξουσιοδότησης.
(3) Τα πρόσωπα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) δύνανται να ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση και τέτοια ανάκληση έχει ισχύ από την ημερομηνία της ανάκλησης, χωρίς να έχει αναδρομική ισχύ.
(4) Πρόσωπο το οποίο ανακαλεί την εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) παύει να είναι δικαιούχος άλλης κοινωνικής παροχής από την ημερομηνία ανάκλησης της εξουσιοδότησης.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο ανακαλεί την εξουσιοδότηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) οφείλει να ενημερώνει άμεσα τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας για την ανάκληση.
14. Σε περίπτωση που αιτητής ή/και δικαιούχος και οποιοδήποτε μέλος της οικογενειακής μονάδας που αποξένωσε ακίνητη ιδιοκτησία ή/και κινητή περιουσία ή/και χρηματοοικονομικά στοιχεία κατά τους τελευταίους δώδεκα (12) μήνες πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, η περιουσία αυτή λαμβάνεται υπόψη όπως προβλέπεται στα άρθρα 12 και 13, εκτός στην περίπτωση που προσκομίζονται στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας ικανοποιητικές επεξηγήσεις για το επιβεβλημένο ή το αναγκαίο της αποξένωσης αυτής:
15. Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, η οικογενειακή μονάδα αναφορικά με τον αιτητή ή/και δικαιούχο ορίζεται ως ακολούθως:
(α) Ο/η σύζυγός του, εφόσον διαμένει στην ίδια κατοικία με τον αιτητή ή/και δικαιούχο·
(β) το ανήλικο τέκνο του, εφόσον διαμένει στην ίδια κατοικία με τον αιτητή ή/και δικαιούχο·
(γ) το τέκνο του, ανεξάρτητα του χώρου διαμονής του, εφόσον η διαμονή του βρίσκεται στη Δημοκρατία:
16.-(1)Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, σε αιτητή ή/και δικαιούχο ο οποίος διαμένει σε κατοικία για την οποία καταβάλλεται ενοίκιο είτε από τον ίδιο είτε από άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας παρέχεται επίδομα ενοικίου, σύμφωνα με τους πιο κάτω όρους:
(α) Το μέρος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που αναλογεί σε ενοίκιο καταβάλλεται απευθείας στον ιδιοκτήτη του υποστατικού με παράλληλη ενημέρωση άλλων αρμοδίων αρχών:
(β) το ενοίκιο καταβάλλεται εφόσον ισχύει έγκυρη σύμβαση ενοικίασης·
(γ) σε περίπτωση που το μηνιαίο ποσό του ενοικίου, όπως αυτό προκύπτει από τη σύμβαση ενοικίασης, είναι μικρότερο από το μηνιαίο ποσό που ορίζεται και υπολογίζεται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38, το ποσό που καταβάλλεται είναι το ποσό της σύμβασης:
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), δεν καταβάλλεται επίδομα ενοικίου στην περίπτωση που ο αιτητής ή/και δικαιούχος ή οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας κατέχει οποιαδήποτε ιδιόκτητη οικιστική μονάδα η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως κύριος χώρος διαμονής, αλλά δεν χρησιμοποιείται ως κατοικία χωρίς εύλογη αιτία.
(3) Το ποσό που καταβάλλεται ως επίδομα ενοικίου μειώνεται κατά το ποσό που λαμβάνεται ως ενοίκιο από οπουδήποτε αλλού:
17.-(1) Σε αιτητή ή/και δικαιούχο ο οποίος ο ίδιος ή μέλος της οικογενειακής μονάδας έχει υποχρέωση πληρωμής τόκων στεγαστικού δανείου κατοικίας, περιλαμβανομένων τόκων δανείου για αναδιάρθρωση υφιστάμενου στεγαστικού δανείου, αλλά εξαιρουμένων τόκων υπερημερίας, παρέχεται μηνιαίο επίδομα για κάλυψη των τόκων του δανείου αυτού, σύμφωνα με τους πιο κάτω όρους:
(α) Το στεγαστικό δάνειο να έχει συναφθεί ένα τουλάχιστον έτος πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(β) να μην καλύπτεται από άλλους κρατικούς πόρους ή άλλη πηγή ή να υπάρχει άλλη ρύθμιση με βάση άλλο νόμο·
(γ) στο επίδομα δεν περιλαμβάνονται τόκοι για δάνεια που έχουν συναφθεί για-
(i) σκοπούς ανακαίνισης ή /και αναπαλαίωσης κτιρίου·
(ii) σκοπούς απόκτησης εξοχικής κατοικίας·
(iii) σκοπούς άλλους από στεγαστικούς·
(δ) το επίδομα δύναται να καταβάλλεται απευθείας στο πιστωτικό ίδρυμα με το οποίο είτε ο δικαιούχος είτε το μέλος της οικογενειακής μονάδας έχει συνάψει το εν λόγω δάνειο·
(ε) το επίδομα καταβάλλεται εφόσον υπάρχει σε ισχύ έγκυρη συμφωνία στεγαστικού δανείου·
(στ) σε περίπτωση που το ποσό των τόκων του στεγαστικού δανείου, όπως αυτό προκύπτει από τη συμφωνία του δανείου, είναι μικρότερο από το μηνιαίο ποσό που ορίζεται ως επίδομα ενοικίου και υπολογίζεται με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38, το ποσό που καταβάλλεται είναι το ποσό της συμφωνίας του δανείου.
(2) Οποιοδήποτε ποσό καταβάλλεται ως μηνιαίο επίδομα για τόκους στεγαστικού δανείου δε δύναται να είναι μεγαλύτερο από το μηνιαίο επίδομα ενοικίου που θα υπολογιζόταν και θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο ως επίδομα ενοικίου με βάση τους Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του άρθρου 38.
18. Οποιοσδήποτε αιτητής ή/και δικαιούχος ο οποίος είναι ικανός για εργασία οφείλει:
(α) Να εγγραφεί ως άνεργος στο Μητρώο της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης·
(β) σε περίπτωση που είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης, να αποδεχθεί εργασία την οποία είναι ικανός να εκτελέσει και έχει τις δεξιότητες να εκτελέσει·
(γ) να μην παραιτείται εκούσια από την εργασία του-
(i) έξι (6) μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος· και
(ii) μετά την υποβολή της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος· και
(iii) καθόλη την περίοδο που λαμβάνει ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα·
(δ) να συμμετέχει σε προγράμματα επαγγελματικής κατάρτισης ή /και εκπαιδευτικά μαθήματα, εφόσον κληθεί προς τούτο·
(ε) να συμμετέχει σε ειδικό σχέδιο κοινωφελούς εργασίας που εγκρίνεται από τον Υπουργό·
(στ) να αποδέχεται την παροχή υπηρεσιών εξατομικευμένης προσέγγισης από ειδικευμένους συμβούλους απασχόλησης της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης·
(ζ) να συμμετέχει σε προγράμματα ανάπτυξης της κοινωνικής αυτονομίας·
(η) να αποδέχεται συναντήσεις και επισκέψεις στην κατοικία του για επιτόπου αξιολόγηση των δεδομένων του από αρμόδιους λειτουργούς σχετικά με τον προγραμματισμό δράσεων για την επαγγελματική, συμβουλευτική καθοδήγηση και την ψυχοκοινωνική στήριξη και την κοινωνική αποκατάστασή του·
(θ) να τηρεί οποιεσδήποτε άλλες υποχρεώσεις απορρέουν από τις διατάξεις της νομοθεσίας·
(ι) να αποδέχεται κοινωνική παρέμβαση·
(ια) να ενημερώνει άμεσα τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας για ανάκληση της εξουσιοδότησης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του άρθρου 13.
19. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 18, δικαιούχος ο οποίος απασχολείται σε εργασία, σε πλήρη ή μερική απασχόληση, υποχρεούται μετά την πρώτη καταβολή του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος να εγγραφεί στο Μητρώο της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης ως εργαζόμενος που ζητά καλύτερη εργασία καθόσον αφορά την αμοιβή.
20.-(1) Σε περίπτωση που αιτητής ή/και δικαιούχος δε συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 18 και 19, ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας πριν αποφασίσει-
(α) κατά πόσο ο αιτητής καθίσταται δικαιούχος, νοουμένου ότι πληρούνται οι λοιπές προϋποθέσεις των διατάξεων της νομοθεσίας· ή
(β) ότι ο δικαιούχος παύει να είναι δικαιούχος παραπέμπει τον αιτητή ή/και δικαιούχο σε πρόσωπα ή/και Υπηρεσίες ή/και Αρχές ή/και Ομάδες προσώπων για κοινωνική παρέμβαση:
Νοείται ότι ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας δύναται να αποφασίσει, στη βάση του περιεχομένου της αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ότι ο αιτητής χρειάζεται να παραπεμφθεί για κοινωνική παρέμβαση:
Νοείται περαιτέρω ότι οι δικαιούχοι παραπέμπονται για κοινωνική παρέμβαση σε οποιοδήποτε χρόνο.
(2) Τα πρόσωπα ή/και Υπηρεσίες ή/και Αρχές ή/και Ομάδες προσώπων προς τα οποία ο αιτητής ή/και δικαιούχος έχει παραπεμφθεί για κοινωνική παρέμβαση και χωρίς επηρεασμό της εφαρμογής οποιωνδήποτε άλλων διατάξεων της νομοθεσίας, ενημερώνουν τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας για τα αποτελέσματα της κοινωνικής παρέμβασης.
(3) Τα αποτελέσματα της κοινωνικής παρέμβασης, λαμβάνονται υπόψη στην απόφαση του Προϊσταμένου Υπηρεσίας για τερματισμό ή όχι του δικαιώματος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος:
Νοείται ότι μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία της κοινωνικής παρέμβασης και να αξιολογηθούν τα αποτελέσματα, δύναται ο αιτητής στη βάση προέγκρισης ή/και ο δικαιούχος να συνεχίσει να λαμβάνει το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
(4) Οποιαδήποτε περαιτέρω θέματα ή/και λεπτομέρειες εφαρμογής ή/και διαδικασίες που αφορούν την κοινωνική παρέμβαση, δύναται να καθοριστούν με απόφαση του Υπουργού.
21. Σε περίπτωση που αιτητής ή /και δικαιούχος ισχυρίζεται ότι είναι ανίκανος για εργασία λόγω σωματικής ή/και πνευματικής ή/και ψυχικής αδυναμίας ή/και λόγω ιδιαίτερων προσωπικών καταστάσεων, ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας δύναται να τον παραπέμψει για κοινωνική παρέμβαση, περιλαμβανομένης της ιατρικής εξέτασης ή άλλου είδους φροντίδας η οποία θα θεωρηθεί κατάλληλη για την περίπτωσή του.
22.-(1) Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα της κοινωνικής παρέμβασης καταδείξουν ότι ο αιτητής ή/και δικαιούχος είναι ικανός για εργασία, ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας, αφού λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της κοινωνικής παρέμβασης, τον κηρύσσει ως εκούσια άνεργο.
(2) Αιτητής ή/και δικαιούχος ο οποίος έχει κηρυχθεί ως εκούσια άνεργος με βάση το εδάφιο (1) ενημερώνεται γραπτώς από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας και δεν καθίσταται δικαιούχος ή παύει να είναι δικαιούχος από την ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση της κήρυξής του ως εκούσια άνεργου και η απόφαση ισχύει για περίοδο έξι (6) μηνών.
(3)(α) Σε περίπτωση εφαρμογής των εδαφίων (1) και (2), οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας δύναται να καταστεί δικαιούχο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων της νομοθεσίας:
Νοείται ότι στον υπολογισμό του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δε θεωρείται ως μέλος της οικογενειακής μονάδας το πρόσωπο που έχει κηρυχθεί ως εκούσια άνεργος.
(β) Σε περίπτωση που δεν εφαρμόζεται η παράγραφος (α), εξασφαλίζεται η φροντίδα των υπόλοιπων μελών της οικογενειακής μονάδας με βάση τα πορίσματα της κοινωνικής παρέμβασης:
Νοείται ότι η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις που δικαιούχος με βάση το εδάφιο (2) του άρθρου 5 ή/και με βάση τις διατάξεις του άρθρου 21 ή/και με βάση τις διατάξεις του άρθρου 22, παύει να είναι δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος λόγω της κήρυξης του ως εκούσια άνεργος.
23. Οι διατάξεις των άρθρων 18 μέχρι 22 δύναται να εφαρμοστούν και στα μέλη της οικογενειακής μονάδας, εφόσον είναι ενήλικα και ικανά προς εργασία ή στην περίπτωση που απαιτείται κοινωνική παρέμβαση.
24. Η απόφαση ως προς το κατά πόσο αιτητής ή /και δικαιούχος ή /και μέλος της οικογενειακής μονάδας πληρεί τις προϋποθέσεις για παροχή σ’ αυτόν ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, καθώς και για το ύψος του ποσού το οποίο δικαιούται, αποτελεί καθήκον του Προϊστάμενου Υπηρεσίας και κάθε τέτοια απόφαση πρέπει να είναι σύμφωνη με τις διατάξεις της νομοθεσίας:
Νοείται ότι ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας δύναται να αναθέτει σε οποιοδήποτε λειτουργό των Υπηρεσιών του ή σε επιτροπή αποτελούμενη από λειτουργούς των Υπηρεσιών του ή από άλλα άτομα, να εξετάζει ορισμένα θέματα που αναφύονται από την αίτηση και να υποβάλλει στον ίδιο σχετική έκθεση.
25. Οποιαδήποτε πράξη ή οτιδήποτε είναι υπόχρεος να πράξει ο Υπουργός δυνάμει των διατάξεων της νομοθεσίας, εξαιρουμένης της αρμοδιότητας έκδοσης Διαταγμάτων που εκδίδονται με βάση τις διατάξεις του άρθρου 36, δύναται να διενεργηθεί από το Γενικό Διευθυντή ή /και τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας ή/και οποιοδήποτε λειτουργό ή άλλο πρόσωπο ή/και Υπηρεσίες ή/και Αρχές ή/και Ομάδες ή /και Επιτροπές που ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησης του Υπουργού και οποιαδήποτε δήλωση ή/και κοινοποίηση υπογραμμένη από αυτόν που πιστοποιεί ότι οι πιο πάνω ενεργούν δυνάμει εξουσιοδότησής του, είναι δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία.
26.-(1) Κάθε αιτητής για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ή/και δικαιούχος υποχρεούται από την ημερομηνία που επήλθε η αλλαγή των στοιχείων που αναφέρονται στην αίτησή του ή οποιωνδήποτε άλλων επιπρόσθετων στοιχείων υποβλήθηκαν, να γνωστοποιήσει στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας τις αλλαγές αυτές στο έντυπο που καθορίζεται με Διάταγμα του Υπουργού, που εκδίδεται με βάση την παράγραφο (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36.
(2) Σε περίπτωση θανάτου του αιτητή ή/και δικαιούχου, οποιοδήποτε άλλο μέλος της οικογενειακής μονάδας δύναται να καταστεί δικαιούχο, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των διατάξεων της νομοθεσίας.
(3) Σε περίπτωση μέλους της οικογενειακής μονάδας που αποκτά το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση ο ίδιος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 5, παύει να αποτελεί μέρος της οικογενειακής μονάδας και δύναται ο ίδιος να υποβάλει αίτηση για να καταστεί δικαιούχος του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
(4) Οποιαδήποτε αλλαγή των στοιχείων αίτησης, που υποβλήθηκε από πρόσωπο που έχει καταστεί δικαιούχο με βάση τη νομοθεσία, αρχίζει να εφαρμόζεται από το μήνα που έπεται της ημερομηνίας που επήλθε η αλλαγή των στοιχείων.
27.-(1) Οποιοδήποτε πιστοποιητικό του Προϊστάμενου Υπηρεσίας ή εξουσιοδοτημένου προσώπου με το οποίο βεβαιώνονται-
(α) τα στοιχεία ή/και οι πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(β) ότι η αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος υποβλήθηκε σε συγκεκριμένη ημερομηνία·
(γ) ότι καταβλήθηκε οποιοδήποτε ποσό ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στο δικαιούχο,
αποτελεί ικανοποιητική μαρτυρία για το γεγονός που βεβαιώνεται με αυτό, εκτός εάν αποδειχθεί το αντίθετο.
(2) Φωτογραφία οποιουδήποτε εγγράφου το οποίο υποβλήθηκε στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας για τους σκοπούς της νομοθεσίας η οποία πιστοποιήθηκε από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας ότι αποτελεί πιστό αντίγραφο του εγγράφου αυτού, γίνεται δεκτή ως απόδειξη σε οποιαδήποτε αστική ή ποινική διαδικασία, στην έκταση που γίνεται αποδεκτό και το ίδιο το έγγραφο.
28. Τηρουμένων των διατάξεων της νομοθεσίας, σε περίπτωση που πρόσωπο εισέπραξε ή/και επωφελήθηκε οποιοδήποτε ποσό το οποίο έλαβε ως αποτέλεσμα παράλειψής του να αποκαλύψει ουσιώδες γεγονός ή λόγω ανακριβούς δήλωσής του σχετικά με ουσιώδες γεγονός, ανεξάρτητα αν τέτοια παράλειψη ή δήλωση ήταν δόλια ή όχι ή/και το οποίο δεν δικαιούτο με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας, τότε οποιοδήποτε ποσό που το πρόσωπο αυτό οφείλει προς το Υπουργείο δύναται να συμψηφίζεται από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας, περιλαμβανομένου και τμηματικού συμψηφισμού, με οποιαδήποτε ποσά τα οποία το Υπουργείο οφείλει προς το πρόσωπο αυτό με τον τρόπο και τη διαδικασία που καθορίζεται σε Διάταγμα που εκδίδει το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (2) του άρθρου 36 και ενημερώνεται η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων:
Νοείται ότι δύναται να συμψηφιστούν και ποσά που έχουν καταστεί οφειλόμενα με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
29. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 28, σε περίπτωση που πρόσωπο εισέπραξε ή/και επωφελήθηκε οποιοδήποτε ποσό χωρίς να το δικαιούται με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας, το ποσό αυτό εισπράττεται ως εάν να ήταν χρέος οφειλόμενο στη Δημοκρατία.
30.-(1) Ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας ή οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο απαγορεύεται να ανακοινώνει ή να χορηγεί σε μη εξουσιοδοτημένα πρόσωπα με οποιοδήποτε τρόπο εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες που έχουν περιέλθει σε γνώση του ή που του έχουν γνωστοποιηθεί κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας:
Νοείται ότι η υποχρέωση προς εχεμύθεια δεν ισχύει-
(α) όταν παρέχεται η έγγραφη συγκατάθεση του προσώπου για το οποίο υπάρχει υποχρέωση προς εχεμύθεια·
(β) έναντι Δικαστηρίου της Δημοκρατίας·
(γ) έναντι Ερευνητικής Επιτροπής, που διορίστηκε και ενεργεί δυνάμει του περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(δ) έναντι ποινικού ανακριτή, ο οποίος διεξάγει ανάκριση με βάση το άρθρο 4 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(ε) έναντι της Μονάδας Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, δυνάμει του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(στ) έναντι της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της, δυνάμει του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(ζ) έναντι άλλων κρατικών αρχών·
(η) για την εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος.
(2) Οποιοδήποτε πρόσωπο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) αποκαλύπτει οποιαδήποτε εμπιστευτικά στοιχεία ή πληροφορίες, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή/και σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
31.- Οποιοδήποτε πρόσωπο—
(α) κατά την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών ή/και στοιχείων ή/και εγγράφων που απαιτούνται για τους σκοπούς της νομοθεσίας-
(i) προβαίνει σε οποιαδήποτε δήλωση που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ή/και αναληθής σε σχέση με οποιοδήποτε στοιχείο· ή/και
(ii) απερίσκεπτα προβαίνει σε δήλωση που είναι αναληθής σε σχέση με οποιοδήποτε στοιχείο· ή/και
(iii) αποκρύπτει οποιαδήποτε πληροφορία ή/και στοιχείο ή/και έγγραφο που απαιτείται για σκοπούς της νομοθεσίας· ή/και
(iv) επιτρέπει την παρουσίαση ή/και παροχή πληροφοριών ή/και στοιχείων ή/και εγγράφων που απαιτούνται για σκοπούς της νομοθεσίας τα οποία είναι ψευδή ή/και αναληθή σε οποιοδήποτε στοιχείο∙
(β) με πρόθεση εξαπάτησης, προσάγει, παραδίδει ή αποστέλλει για τους σκοπούς της νομοθεσίας ή κατ' άλλον τρόπο χρησιμοποιεί οποιαδήποτε πληροφορία ή /και στοιχείο ή /και έγγραφο που είναι αναληθές σε οποιοδήποτε στοιχείο,
(γ) επιχειρεί να επηρεάσει τη διαδικασία εξέτασης αίτησης, είτε προσωπικής, είτε άλλου προσώπου και την έκδοση του πορίσματος αξιολόγησης, κατά τρόπο που τεκμηριωμένα, να πλήττονται οι αρχές της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας,
διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή/και σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20,000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
32.-(1) Πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση στον Υπουργό σε σχέση με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα ζητήματα:
(α) Απόρριψη αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(β) τερματισμό του δικαιώματος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(γ) το ύψος του ποσού του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(δ) την παροχή στέγασης·
(ε) την απόφαση για κήρυξή του ή για την κήρυξη οποιουδήποτε μέλους της οικογενειακής μονάδας ως εκούσια άνεργου.
(2) Πρόσωπο δύναται να υποβάλει ένσταση με βάση το εδάφιο (1) μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη γνωστοποίηση σ' αυτό της απόφασης ή από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015, αναφέροντας γραπτώς την αιτιολογία για την υποβολή της ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.
(3) Οποιαδήποτε ένσταση που δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται.
(4) Με την υποβολή της ένστασης δεν αναστέλλεται η ισχύς της ληφθείσας απόφασης.
(5) Ο Υπουργός εξετάζει την ένσταση εντός τριών μηνών, εκτός αν αποδεδειγμένα χρειάζεται περαιτέρω χρόνος για εξέταση της ένστασης, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τους τρεις (3) επιπρόσθετους μήνες, αποφασίζει επ’ αυτής και κοινοποιεί την απόφασή του στο πρόσωπο που υπέβαλε την ένσταση.
(6) Κατά το χειρισμό της ένστασης ο Υπουργός δύναται να αναθέτει στο Γενικό Διευθυντή ή σε λειτουργό του Υπουργείου του ή σε άλλα πρόσωπα που βρίσκονται σε υπηρεσία του Υπουργείου του ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου του, να εξετάσει τα θέματα που αναφύονται στην ένσταση και να του υποβάλει έκθεση πριν αυτός εκδώσει την απόφασή του.
(7) Ο Υπουργός δύναται -
(α) να απορρίψει εν όλω ή εν μέρει την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση ανάλογα·
(β) να εγκρίνει εν όλω ή εν μέρει την ένσταση και να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση ανάλογα·
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας·
(ε) να παραπέμψει την υπόθεση στον Προϊστάμενο Υπηρεσίας, με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.
(8) Ο Υπουργός κατά τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης δυνάμει των παραγράφων (β) μέχρι (ε) του εδαφίου (7) δύναται να λάβει υπόψη και γεγονότα μεταγενέστερα της έκδοσης της απόφασης που αποτελεί αντικείμενο της ένστασης ή τις διατάξεις του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015.
33.-(1) Ο Υπουργός δύναται με Διάταγμά του, που εκδίδεται δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 36, να καθορίζει έντυπο δήλωσης/αίτησης ή/και διαφορετικούς τύπους δήλωσης/αίτησης που υποχρεούνται να υποβάλουν οι δικαιούχοι άλλων κοινωνικών παροχών που παρέχονται είτε με άλλη Νομοθεσία που ισχύει στη Δημοκρατία είτε με Σχέδια Αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου είτε με άλλο τρόπο, για σκοπούς συλλογής στοιχείων και περαιτέρω αξιολόγησής τους και να καθορίζει το χρόνο και τον τρόπο υποβολής της.
(2) Οι δικαιούχοι άλλων κοινωνικών παροχών που δε θα υποβάλουν δήλωση/αίτηση σύμφωνα με το εδάφιο (1), εκπίπτουν του δικαιώματος των άλλων κοινωνικών παροχών.
34.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 39 και ανεξάρτητα από τις διατάξεις των παραγράφων (α) μέχρι (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 4, άτομο με αναπηρία οποιασδήποτε ηλικίας δύναται να αιτείται παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 5, 8, 12, 13 και 14 του παρόντος Νόμου:
(2) Σε άτομο με αναπηρία το οποίο καθίσταται δικαιούχο ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παρέχεται και μηνιαίο ποσό ίσο με διακόσια είκοσι έξι (€226) ευρώ, ως αναπηρικό επίδομα.
(3) Οποιοδήποτε άτομο με αναπηρία το οποίο δεν πληρεί τις προϋποθέσεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 και του εδαφίου (2) του άρθρου 5 και πληρεί τις λοιπές υποχρεώσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, θα εξετάζεται από τον Προϊστάμενο Υπηρεσίας με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσής του:
(4) Άτομο με αναπηρία, το οποίο είναι δικαιούχο ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος και του οποίου η αναπηρία έχει πιστοποιηθεί από την Επιτροπή Αξιολόγησης της Αναπηρίας, η οποία λειτουργεί στο πλαίσιο του Συστήματος Αξιολόγησης της Αναπηρίας, ως αναπηρία μόνιμη ή μη αναστρέψιμη, χωρίς τη δυνατότητα αποκατάστασης ή βελτίωσης, δεν καλείται από την εν λόγω Επιτροπή για επαναξιολόγηση της αναπηρίας του:
(5) Για άτομο με εκ γενετής αναπηρία του οποίου η αναπηρία πιστοποιείται από εξειδικευμένο ιατρικό κέντρο ή από ειδικό ιατρό ως αναπηρία μόνιμη ή μη αναστρέψιμη, χωρίς τη δυνατότητα αποκατάστασης, η αξιολόγηση και πιστοποίηση από την Επιτροπή Αξιολόγησης της Αναπηρίας γίνεται μόνο με την προσκόμιση των αναγκαίων ιατρικών πιστοποιητικών:
(6) Τα πρόσωπα τα οποία συγκροτούν την Επιτροπή Αξιολόγησης της Αναπηρίας ενημερώνουν τον αιτητή για το όνομα και επώνυμό τους, όπως και για την ειδικότητα και το επάγγελμά τους πριν από κάθε αξιολόγηση.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), ο αιτητής ενημερώνεται επιπρόσθετα ότι η χρήση των στοιχείων ταυτοποίησης των προσώπων που συγκροτούν την Επιτροπή Αξιολόγησης της Αναπηρίας, για σκοπούς επηρεασμού της διαδικασίας εξέτασης της αίτησης και του πορίσματος αξιολόγησης, συνιστά ποινικό αδίκημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31.
(8) Το πόρισμα της Επιτροπής Αξιολόγησης της Αναπηρίας κοινοποιείται στον αιτητή εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
35.-(1)(α) Οποιοδήποτε πρόσωπο είναι χαμηλοσυνταξιούχος πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, δύναται να υποβάλει αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2014·
(β)(i) εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις της νομοθεσίας, ο αιτητής καθίσταται δικαιούχος και εφαρμόζονται οι διατάξεις της νομοθεσίας· και
(ii) οποιοδήποτε ποσό παραχωρείται με βάση τη νομοθεσία δε μπορεί να είναι μικρότερο του ποσού που του παραχωρείτο ως χαμηλοσυνταξιούχου, λαμβάνοντας υπόψη οποιεσδήποτε αναπροσαρμογές των ποσών που καταβλήθηκαν εντός της περιόδου των δύο (2) ετών από την ημερομηνία που έχει καταστεί δικαιούχος· και
(iii) παύει το πρόσωπο αυτό να θεωρείται χαμηλοσυνταξιούχος:
(i) μέχρι την ημερομηνία λήψης της τελικής απόφασης σχετικά με την αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος· και
(ii) υπό την προϋπόθεση ότι για τον ίδιο ημερολογιακό μήνα δε θα καταβληθεί ταυτόχρονα το επίδομα χαμηλοσυνταξιούχου και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα:
(2) Στην περίπτωση που ο χαμηλοσυνταξιούχος δεν καθίσταται δικαιούχος με βάση τη νομοθεσία, τότε εφαρμόζεται το Σχέδιο Ενίσχυσης των Συνταξιούχων με Χαμηλά Εισοδήματα μέχρι την αναθεώρησή του
(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) εφαρμόζονται και για οποιοδήποτε πρόσωπο που θα ήταν δυνατό να καταστεί δικαιούχος επιδόματος με βάση το Σχέδιο Ενίσχυσης των Συνταξιούχων με Χαμηλά Εισοδήματα μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, εφόσον υποβάλει και αίτηση για παροχή επιδόματος σε χαμηλοσυνταξιούχους.
35Α.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία ο Προϊστάμενος Υπηρεσίας κρίνει, για λόγους προβλεπόμενους από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, ότι πρέπει να τερματίσει την καταβολή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, ενημερώνει γραπτώς με επιστολή ή ηλεκτρονικό μήνυμα το δικαιούχο αναφέροντας τους λόγους επί των οποίων βασίζεται η απόφασή του, τάσσοντας ταυτόχρονα σε αυτόν προθεσμία είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία λήψης της εν λόγω επιστολής προς ικανοποίησή του για τους λόγους για τους οποίους η καταβολή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν πρέπει να τερματισθεί:
(2) Σε περίπτωση μη λήψης οποιασδήποτε απάντησης εντός της προβλεπόμενης στο εδάφιο (1) προθεσμίας, η παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος τερματίζεται:
(3) Σε κάθε περίπτωση, ο δικαιούχος διατηρεί το δικαίωμα υποβολής ένστασης, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις του άρθρου 32.
36.-(1) Ο Υπουργός, με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται -
(α) να καθορίζει τη διαδικασία, το χρόνο, τον τόπο, τον τρόπο υποβολής της αίτησης και τους διαφορετικούς τύπους δήλωσης/αίτησης για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, περιλαμβανομένης και συμπληρωματικής δήλωσης/αίτησης ή οποιασδήποτε άλλης δήλωσης/αίτησης κριθεί αναγκαία για σκοπούς εφαρμογής της νομοθεσίας, καθώς και τις πληροφορίες, τα έγγραφα και τα αποδεικτικά στοιχεία που απαιτούνται για την εξέταση της αίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 4
(β) να καθορίζει τα δημοτικά ή άλλα παρόμοια τέλη που καταβάλλονται σε δικαιούχο, τις προϋποθέσεις και τον τρόπο καταβολής τους που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 9·
(γ) να καθορίζει το έντυπο με βάση το οποίο πρόσωπο γνωστοποιεί την αλλαγή των στοιχείων, που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 26·
(δ) να καθορίζει έντυπο δήλωσης/αίτησης ή διαφορετικούς τύπους δήλωσης/αίτησης, καθώς και το χρόνο και τον τρόπο υποβολής του, το οποίο υποχρεούνται να υποβάλουν οι δικαιούχοι άλλων κοινωνικών παροχών που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 33·
(ε) να εξουσιοδοτήσει πρόσωπα ή /και Υπηρεσίες ή /και Αρχές ή /και Ομάδες προσώπων για την εν όλω ή εν μέρει εφαρμογή των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 10, καθορίζοντας τις προϋποθέσεις και τον τρόπο εφαρμογής τους.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο, με Διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, δύναται -
(α) να καθορίζει τις κατηγορίες προσώπων που δύναται να υποβάλουν αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 4·
(β) να καθορίζει τη διαδικασία και τον τρόπο συμψηφισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 28.
37. Ο Υπουργός διορίζει Συμβουλευτικό Σώμα για να διαβουλεύεται στη διαμόρφωση πολιτικής αναφορικά με την εφαρμογή της νομοθεσίας και τα μέλη του αποτελούνται από αντιπροσώπους διαφόρων επαγγελματικών και άλλων κοινωνικών οργανώσεων ή συνδέσμων, όπως ο ίδιος ο Υπουργός κρίνει αναγκαίο.
38. Κανονισμοί που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο μπορούν να καθορίζουν:
(α) Τις κατηγορίες αναγκών και τα αντίστοιχα μηνιαία ποσά για την κάλυψη των αναγκών και τον τρόπο υπολογισμού των ποσών για ένα πρόσωπο ή/και των μελών της οικογενειακής μονάδας αναφορικά με το ελάχιστο καλάθι διαβίωσης και οποιαδήποτε άλλα απαραίτητα στοιχεία που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου (α) του άρθρου 7·
(β) τα μηνιαία ποσά που ορίζονται και το αντίστοιχο εμβαδόν κατοικίας, ανάλογα με την επαρχία που βρίσκεται η κατοικία και τον τρόπο υπολογισμού των ποσών για ένα πρόσωπο ή/και των μελών της οικογενειακής μονάδας αναφορικά με την παροχή στέγασης και οποιαδήποτε άλλα απαραίτητα στοιχεία που προβλέπονται στις διατάξεις της παραγράφου (β) του άρθρου 7·
(γ) τα εισοδήματα ή μέρος αυτών τα οποία δε λαμβάνονται υπόψη ως εισόδημα όπως και τις άλλες δια νόμου υποχρεωτικές αποκοπές που δε λαμβάνονται υπόψη, που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 12.
39.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, τερματίζεται η παροχή δημόσιου βοηθήματος σε οποιοδήποτε λήπτη δημόσιου βοηθήματος, με βάση τις διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου:
(i) μέχρι την ημερομηνία λήψης της τελικής απόφασης σχετικά με την αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος·
(ii) υπό την προϋπόθεση ότι για τον ίδιο ημερολογιακό μήνα δε θα καταβληθεί ταυτόχρονα το δημόσιο βοήθημα και το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα.
(2) Σε περίπτωση που αιτητής για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος δεν καθίσταται δικαιούχος λόγω της εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 8 αλλά κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησής του ήταν λήπτης δημόσιου βοηθήματος με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, τότε καθίσταται δικαιούχος για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος με βάση τη νομοθεσία και εξετάζεται το ποσό που λάμβανε για φροντίδα ή /και για κάλυψη άλλων ειδικών αναγκών και το ποσό αυτό συνεχίζει να παρέχεται μέχρις ότου εφαρμοστούν οι διατάξεις του άρθρου 10.
(3) Οποιαδήποτε αίτηση έχει υποβληθεί με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο, πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της νομοθεσίας, και δεν έχει εκδοθεί απόφαση επ’ αυτής δεν εξετάζεται και ο αιτητής με βάση τον περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμο δύναται να υποβάλει αίτηση με βάση τις διατάξεις της νομοθεσίας.
(4) Οι διατάξεις του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου συνεχίζουν να ισχύουν, νοουμένου ότι αυτές δε συγκρούονται ή/και δεν καλύπτονται με άλλο τρόπο από τις διατάξεις της νομοθεσίας:
(5) Κανονισμοί που έχουν εκδοθεί δυνάμει του άρθρου 16 του περί Δημόσιων Βοηθημάτων και Υπηρεσιών Νόμου θεωρούνται ότι έχουν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων της νομοθεσίας και παραμένουν σε ισχύ μέχρι τη δημοσίευση νέων Κανονισμών δυνάμει του άρθρου 38.
(6) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος και Γενικότερα περί Κοινωνικών Παροχών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2015 δύναται να υποβληθεί αίτηση για παροχή ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος από χαμηλοσυνταξιούχο, ο οποίος δεν υπέβαλε την εν λόγω αίτηση με βάση τις διατάξεις του άρθρου 35, για ανυπέρβλητους προσωπικούς λόγους ή για σοβαρούς λόγους υγείας:
14. (α) Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 118(Ι)/2015] τίθεται σε ισχύ από την 1η Αυγούστου 2015.
(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), η παράγραφος (β) του άρθρου 5 του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 118(Ι)/2015] λογίζεται ότι τέθηκε σε ισχύ από την 11η Ιουλίου 2014.
[Σ.Σ.: βλ. την επιφύλαξη του άρθρου 8 της παραγράφου (β) του εδαφίου (3), η οποία διαγράφηκε με το Ν. 118(Ι)/2015: Νοείται ότι, οι πιο πάνω διατάξεις εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που η υποβολή των στοιχείων που αναφέρονται στην αίτηση ή των επιπρόσθετων στοιχείων που ζητούνται με βάση τη νομοθεσία, υποβάλλονται από τον αιτητή εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που ζητούνται:]
Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 135(Ι)/2019] τίθεται σε ισχύ με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
3.-(1) Άτομο με αναπηρία το οποίο λάμβανε ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα που αποκόπηκε με μοναδικό λόγο ιδιόκτητη κατοικία είτε του ιδίου είτε μέλους της οικογενειακής του μονάδας, η οποία εμπίπτει στις διατάξεις της τέταρτης επιφύλαξης της παραγράφου (α) του άρθρου 13 του βασικού νόμου, δύναται να υποβάλει εκ νέου αίτηση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και, εφόσον εγκριθεί, λαμβάνει αναδρομικά το εν λόγω επίδομα από την ημερομηνία κατά την οποία αυτό αποκόπηκε.
(2) Άτομο με αναπηρία το οποίο υπέβαλε αίτηση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, η οποία απορρίφθηκε με μοναδικό λόγο ιδιόκτητη κατοικία είτε του ιδίου είτε μέλους της οικογενειακής του μονάδας, η οποία εμπίπτει στις διατάξεις της τέταρτης επιφύλαξης της παραγράφου (α) του άρθρου 13 του βασικού νόμου, δύναται να υποβάλει εκ νέου αίτηση για ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και, εφόσον εγκριθεί, λαμβάνει αναδρομικά το εν λόγω επίδομα από την ημερομηνία απόρριψης της πρώτης απορριφθείσας αίτησής του.