41.-(1) Ο κανόνας για τη δημοσιονομική θέση προβλέπει ότι το διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης είναι ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό σε μεσοπρόθεσμη βάση.
(2) Η απαίτηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), θεωρείται ότι ικανοποιείται εάν το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο.
(3) Τα ελάχιστα όρια του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζονται ως ακολούθως-
(α) έλλειμμα μισό τοις εκατόν (0,5%) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τρέχουσες τιμές, ή
(β) έλλειμμα ένα τοις εκατόν (1%) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τρέχουσες τιμές, εάν –
(i) το ποσοστό του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν σε τρέχουσες τιμές είναι σημαντικά πιο κάτω από το εξήντα τοις εκατόν (60%) και
(ii) ο κίνδυνος της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών είναι χαμηλός.
(4) Το επίπεδο του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου καθορίζεται στον Προϋπολογισμό και ο Υπουργός επανεξετάζει το επίπεδο αυτό τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
(5) Τυχόν προσωρινή απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο είναι δυνατό να επιτραπεί μόνο σε Ειδικές Περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δε θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.