ΕΠΕΙΔΗ βάσει του άρθρου 167 του Συντάγματος, ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για τη σύνταξη πλήρους προϋπολογισμού για κάθε οικονομικό έτος, ο οποίος μετά από την έγκρισή του από το Υπουργικό Συμβούλιο κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για συζήτηση, έγκριση και ψήφισή του σε νόμο,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι δεσμευμένη βάσει των υποχρεώσεών της που απορρέουν από τη συμμετοχή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα από τη συμμετοχή της στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποβάλλει κάθε χρόνο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, βάσει των προνοιών του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προκύπτει η ανάγκη για ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και προς τον σκοπό αυτό να αναπτυχθεί ακόμα στενότερος συντονισμός των οικονομικών πολιτικών στη ζώνη του ευρώ,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ανάγκη των κυβερνήσεων να διατηρούν υγιή και βιώσιμα οικονομικά και να προλαμβάνουν τη δημιουργία υπερβολικών ελλειμμάτων στη Γενική Κυβέρνηση είναι ουσιώδους σημασίας για τη διασφάλιση της σταθερότητας στη ζώνη του ευρώ στο σύνολό της και συνεπώς απαιτεί την καθιέρωση συγκεκριμένων κανόνων, συμπεριλαμβανομένου ενός «κανόνα ισοσκέλισης του προϋπολογισμού» και διόρθωσης αποκλίσεων όταν προκύπτουν,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ προκύπτει η ανάγκη να διασφαλιστεί ότι το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης δεν υπερβαίνει το τρία επί τοις εκατόν (3%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς και ότι το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης δεν υπερβαίνει ή ακολουθεί επαρκώς πτωτική πορεία προς το εξήντα επί τοις εκατόν (60%) του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι αρχηγοί των κρατών μελών ή κυβερνήσεων των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ συμφώνησαν στις 9 Δεκεμβρίου 2011 σε μια ενισχυμένη αρχιτεκτονική για την οικονομική και νομισματική ένωση, που θα έχει ως βάση συνθήκες που αποτελούν το θεμέλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα διευκολύνει την υλοποίηση μέτρων που λαμβάνονται βάσει των Άρθρων 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία είναι συμβαλλόμενο μέρος της Συνθήκης για τη Σταθερότητα, το Συντονισμό και τη Διακυβέρνηση στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση μεταξύ του Βασιλείου του Βελγίου, της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Ιρλανδίας, της Ελληνικής Δημοκρατίας, του Βασιλείου της Ισπανίας, της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλικής Δημοκρατίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λεττονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, της Ουγγαρίας, της Μάλτας, του Βασιλείου των Κάτω Χωρών, της Δημοκρατίας της Αυστρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Πορτογαλικής Δημοκρατίας, της Ρουμανίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας, της Σλοβακικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Φινλανδίας και του Βασιλείου της Σουηδίας, η οποία υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 2 Μαρτίου 2012, και επικυρώθηκε στις 20 Απριλίου 2012, με την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου Αρ. 73.4.70, η οποία συμφωνία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 169 του Συντάγματος συνθήκες, συμβάσεις και συμφωνίες που συνομολογούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εν λόγω άρθρου έχουν από την ημέρα δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αυξημένη ισχύ έναντι οποιουδήποτε ημεδαπού νόμου, υπό τον όρο ότι αυτές οι συνθήκες, οι συμβάσεις και οι συμφωνίες εφαρμόζονται αντίστοιχα και από το αντισυμβαλλόμενο μέρος,
ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία οφείλει να μεταφέρει στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμος του 2014.
2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -
«αρμόδιος υπουργός» σε σχέση με οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, κρατικό οργανισμό ή κρατική επιχείρηση σημαίνει –
(α) τον υπουργό, ο οποίος είναι υπεύθυνος με βάση νόμο για την επίβλεψη των δραστηριοτήτων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης ή κρατικού οργανισμού· ή
(β) τον Υπουργό, αν δεν υπάρχει άλλος υπουργός που είναι υπεύθυνος σύμφωνα με νόμο για επίβλεψη των δραστηριοτήτων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης ή κρατικού οργανισμού· ή
(γ) τον υπουργό, στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένες οι μετοχές κρατικής επιχείρησης·
«δαπάνες» σημαίνει όλα τα χρηματικά ποσά που πληρώνονται από τη Δημοκρατία ή στο όνομα της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή οποιοδήποτε άλλο ποσό καθοριστεί από το Γενικό Λογιστή·
«δημοσιονομικοί κανόνες» σημαίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 40∙
«Δωδεκατημόριο» σημαίνει την εξουσιοδότηση ενέργειας οποιασδήποτε απαιτούμενης δαπάνης, σε περίπτωση μη έγκαιρης ψήφισης του περί Προϋπολογισμού Νόμου, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 168 του Συντάγματος·
«εγκύκλιος προϋπολογισμού» σημαίνει την εγκύκλιο του Προϋπολογισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52∙
«Εαρινή Έκθεση» σημαίνει την έκθεση που εκπονείται κατά το μήνα Απρίλιο·
«Ειδικές Περιστάσεις» σημαίνει-
(α) την περίπτωση ασυνήθιστου γεγονότος, το οποίο –
(i) εκφεύγει του ελέγχου της Δημοκρατίας και
(ii) έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημοσιονομική κατάσταση της Γενικής Κυβέρνησης ή
(β) περιόδους σοβαρής οικονομικής ύφεσης, όπως οι περίοδοι αυτοί ερμηνεύονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
«Ειδικό Ένταλμα Πληρωμής» σημαίνει τη μεταφορά πιστώσεων μεταξύ άρθρων δαπανών του Προϋπολογισμού με την εξουσιοδότηση του Υπουργού·
«Ελέγχων Λειτουργός» σημαίνει τον Ελέγχοντα Λειτουργό, οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 13·
«Εμπιστευτικές Πληροφορίες» σημαίνει τις πληροφορίες που το Συμβούλιο λαμβάνει και χειρίζεται από άλλα αρμόδια όργανα ή υπηρεσίες στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων του·
«Έσοδα» σημαίνει όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται από τη Δημοκρατία ή στο όνομα της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή οποιοδήποτε άλλο ποσό καθοριστεί από το Γενικό Λογιστή στη βάση της εκάστοτε Λογιστικής Πολιτικής, όπως αυτή καθορίζεται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
«ΕΣΟΛ 95» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών του 1995·
«εσωτερικός έλεγχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τον περί Εσωτερικού Ελέγχου Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης» σε σχέση με ένα έτος σημαίνει το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το έτος, κυκλικά προσαρμοσμένο εξαιρουμένων οποιωνδήποτε προσωρινών παραγόντων, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς∙
«Κανονισμός (ΕΚ) 479/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΚ) 1466/97» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 και όπως αυτός περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται
«Κανονισμός (ΕΚ) 2223/96» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 715/2010 της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2010 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που έχει ιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 3 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατ’ επιταγή των άρθρων 118 έως 121 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας∙
«κρατική επιχείρηση» σημαίνει εταιρεία, σωματείο ή ίδρυμα, στο οποίο η Δημοκρατία δύναται να ασκεί αποφασιστική επιρροή, με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες σε οργανωμένη αγορά, η οποία αποφασιστική αυτή επιρροή εκ μέρους της Δημοκρατίας τεκμαίρεται, όταν η Δημοκρατία άμεσα ή έμμεσα -
(α) κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εκδομένου κεφαλαίου της επιχείρησης· ή
(β) διαθέτει την πλειονότητα των ψήφων, οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επιχείρηση· ή
(γ) δύναται να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης∙
«κρατικός οργανισμός» σημαίνει Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των Ρυθμιστικών Εποπτικών Αρχών, εκτός από την Κεντρική Τράπεζα, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης∙
«μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος» σημαίνει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/ 97∙
«μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης» σημαίνει το μηχανισμό που καθορίζεται στο άρθρο 44·
«Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» σημαίνει Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου, που ιδρύθηκε προς το δημόσιο συμφέρον, δυνάμει νόμου και στο οποίο η Δημοκρατία ασκεί άμεσα ή έμμεσα καθοριστική επιρροή, διορίζοντας περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του·
«νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων» περιλαμβάνει –
(α) τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων, Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(β) τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων, Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
(γ) οποιοδήποτε άλλο σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις νόμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Οδηγία 2011/85/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«οικονομικός φορέας» σημαίνει τα υπουργεία, τα τμήματα, τους φορείς συνταγματικών εξουσιών και υπηρεσιών και τα ανεξάρτητα γραφεία, που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό της Δημοκρατίας·
«οντότητα Γενικής Κυβέρνησης» σημαίνει ταμείο, Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που περιλαμβάνεται στην Κεντρική Κυβέρνηση ή άλλη οντότητα, η οποία περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, εκτός από τους οικονομικούς φορείς και τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης·
«προϊστάμενος οικονομικού φορέα» σημαίνει τον υπουργό, στις περιπτώσεις υπουργείων και τμημάτων τους, τον επικεφαλής υπηρεσίας στις περιπτώσεις συνταγματικών υπηρεσιών και ανεξάρτητων υπηρεσιών και τους γενικούς διευθυντές ή τον Αρχιπρωτοκολλητή ή πρόσωπο σε παρόμοια θέση στις περιπτώσεις συνταγματικών εξουσιών·
«Πρωτόκολλο (Αρ. 12)» σημαίνει το Πρωτόκολλο (Αρ. 12) για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος προσαρτημένο στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής» σημαίνει το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, το οποίο εγκρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 48∙
«Συμβούλιο» σημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το οποίο ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 18∙
«Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» σημαίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όπως ορίζεται από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες νομικές πράξεις που απορρέουν από το Πρωτόκολλο (Αρ. 12) καθώς και τα Άρθρα 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των δημόσιων οικονομικών∙
«σύστημα εσωτερικού ελέγχου» σημαίνει όλες τις διαδικασίες, πρακτικές και πολιτικές, που εφαρμόζει οικονομικός φορέας, με ευθύνη του προϊστάμενού του, έτσι ώστε να επιτύχει τους στόχους του·
«Σχετική Συγκατάθεση» σημαίνει τη γραπτή συγκατάθεση του Συμβουλίου για τη δημοσίευση πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές από αυτό και, στην περίπτωση πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές από άλλο όργανο, εκτός από το Συμβούλιο, τη γραπτή συναίνεση του αρμόδιου αυτού οργάνου·
«τμήμα» σημαίνει τμήμα, υπηρεσία, ή γραφείο που υπάγεται σε υπουργείο∙
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών∙
«Φθινοπωρινή Έκθεση» σημαίνει την έκθεση που εκπονείται από το Συμβούλιο, κατά το μήνα Οκτώβριο.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οι ορισμοί «χρέος Γενικής Κυβέρνησης», «έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης», «πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον Κανονισμό (ΕΚ) 479/2009·
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «Γενική Κυβέρνηση», «Κεντρική Κυβέρνηση», «Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης», «Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων», «Υποτομείς» και «Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν» ερμηνεύονται σύμφωνα με το ΕΣΟΛ 95.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αναφορά σε «δήμο», «κοινότητα», σε «συμβούλιο» αυτών και σε «Έπαρχο» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς στον περί Δήμων Νόμο και στον περί Κοινοτήτων Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αναφορά σε «Προϋπολογισμό» ή «περί Προϋπολογισμού Νόμο» λογίζεται ότι αναφέρεται στον εκάστοτε Προϋπολογισμό ή στον περί Προϋπολογισμού Νόμο και σε Τροποποιητικό ή Συμπληρωματικό αυτού.
3. Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται σε όλη τη δημόσια υπηρεσία, οποιαδήποτε άλλα τμήματα, γραφεία υπηρεσίες, ταμεία και οντότητες Γενικής Κυβέρνησης και άλλες οντότητες, περιλαμβανομένων των κρατικών οργανισμών και των κρατικών επιχειρήσεων, όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο και σε όλους τους δημόσιους υπαλλήλους και άλλους λειτουργούς και υπαλλήλους σε αυτές τις οντότητες με την ευθύνη είσπραξης, χρησιμοποίησης ή διαχείρισης δημόσιων πόρων, εσόδων ή χρημάτων και οποιωνδήποτε άλλων προσώπων, όπως καθορίζονται στον παρόντα Νόμο∙
4.-(1) Η διαχείριση των δημόσιων οικονομικών περιλαμβάνει -
(α) τη διαμόρφωση, έγκριση, παρουσίαση και υλοποίηση του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, του περί Προϋπολογισμού Νόμου και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου στη βάση των αρχών της βιωσιμότητας, σύνεσης, σταθερότητας, συνέπειας και διαφάνειας:
Νοείται ότι –
(i) «αρχή βιωσιμότητας» σημαίνει τη διασφάλιση ότι οι δαπάνες, ο δανεισμός και το χρέος της Γενικής Κυβέρνησης είναι διαχειρίσιμα, βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και δεν επιβάλλεται άδικο βάρος στις μελλοντικές γενιές·
(ii) «αρχή σύνεσης» σημαίνει την επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ εσόδων και δαπανών·
(iii) «αρχή σταθερότητας» σημαίνει τη διαμόρφωση και παρουσίαση της δημοσιονομικής πολιτικής με τρόπο που να αποφεύγονται οι απότομες διακυμάνσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προοπτικών·
(iv) «αρχή συνέπειας» σημαίνει την αποφυγή οποιωνδήποτε απρόβλεπτων και ανεπιθύμητων διακυμάνσεων και αποκλίσεων από τις προβλέψεις των εσόδων και δαπανών, όπως καθορίζονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, στον Προϋπολογισμό και στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο·
(v) «αρχή διαφάνειας» σημαίνει τον καθορισμό μετρήσιμων, συγκεκριμένων και σαφώς προσδιορισμένων στόχων που επιτρέπουν και διευκολύνουν τη δημόσια εκτίμηση των δημοσιονομικών συνθηκών·
(β) τον έλεγχο των εσόδων και δαπανών∙
(γ) τη διαχείριση του δημόσιου χρέους και των ρευστών διαθεσίμων∙
(δ) το λογιστικό σύστημα και τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου∙ και
(ε) την ετοιμασία και τον έλεγχο των τελικών λογαριασμών και χρηματοοικονομικών καταστάσεων.
(2) Η διαχείριση του δημόσιου χρέους και των ρευστών διαθεσίμων που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (1), διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους Νόμου και του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
(3) Τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) έχουν το σκοπό που καθορίζεται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
5. Η Κυβέρνηση διασφαλίζει ότι η διαμόρφωση, η εκτέλεση και η παρουσίαση της δημοσιονομικής πολιτικής, περιλαμβανομένου και του Προϋπολογισμού, της πολιτικής των μισθών και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων συνάδει με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις νομοθεσίες και τους κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδιαίτερα του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, όπου εφαρμόζεται ή/και άλλων διεθνών συμφωνιών.
6. Το οικονομικό έτος, όπως προβλέπεται στην παράγραφο 1 του άρθρου 102 του Συντάγματος, αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
7. Οι προϋπολογισμοί των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης, των οικονομικών φορέων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης καταρτίζονται πάνω σε ετήσια βάση, αλλά δεν αποκλείεται-
(α) η ετοιμασία του Προϋπολογισμού στα πλαίσια του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, όπως καθορίζεται στον παρόντα Νόμο·
(β) η υλοποίηση Συμπληρωματικού ή Τροποποιητικού Προϋπολογισμού·
(γ) η μεταφορά πιστώσεων, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο· ή
(δ) η παρουσίαση στον Προϋπολογισμό των πιστώσεων δαπανών σε πολυετή βάση.
8.-(1) Βασική αρχή παρουσίασης του Προϋπολογισμού είναι ότι τα συνολικά έσοδα και οι συνολικές δαπάνες καταχωρούνται στο σύνολό τους στον Προϋπολογισμό, στη βάση ταμειακών ροών, χωρίς οποιαδήποτε αφαίρεση.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το σύνολο των εσόδων από φόρους που καταχωρούνται είναι ίσο με το συνολικό ποσό που αναμένεται να εισπραχθεί, μετά την αφαίρεση τυχόν φορολογικών δαπανών, όπως προκύπτουν από τις φορολογικές εκπτώσεις.
9. Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 54, 58, 61, 116, 117, 127 και 128 του Συντάγματος και οποιωνδήποτε σχετικών νόμων, οι αρμοδιότητες για τη διαχείριση και τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών κατανέμονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-
(α) στο Υπουργικό Συμβούλιο∙
(β) στον Υπουργό∙
(γ) στο Συμβούλιο∙
(δ) στη Βουλή των Αντιπροσώπων∙
(ε) στο Γενικό Ελεγκτή∙
(στ) στο Γενικό Λογιστή∙
(ζ) στον Έφορο Εσωτερικού Ελέγχου∙
(η) στους προϊστάμενους των οικονομικών φορέων· και
(θ) στον Προϊστάμενο του Γραφείου Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους.
10. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 54 του Συντάγματος, το Υπουργικό Συμβούλιο-
(α) διαμορφώνει τη δημοσιονομική πολιτική, συμπεριλαμβανομένου και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, σύμφωνα με το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο·
(β) εγκρίνει τον Προϋπολογισμό, ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες και τη δημοσιονομική πολιτική, που υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 167 του Συντάγματος·
(γ) εγκρίνει τους προϋπολογισμούς άλλων οντοτήτων, όπως προβλέπεται σε άλλες σχετικές νομοθεσίες, για διασφάλιση της συμμόρφωσής τους με τους δημοσιονομικούς κανόνες και τη δημοσιονομική πολιτική·
(δ) παρακολουθεί την υλοποίηση του Προϋπολογισμού μέσω της ετοιμασίας και υποβολής έκθεσης προόδου για τα δημόσια οικονομικά, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 61 για τη διασφάλιση της επίτευξης των δημοσιονομικών κανόνων και της δημοσιονομικής πολιτικής·
(ε) εγκρίνει τις οικονομικές καταστάσεις, που καλύπτουν όλους τους οικονομικούς φορείς και τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που καλύπτουν τη Γενική Κυβέρνηση και υποβάλλονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων σύμφωνα με το άρθρο 79, στη βάση των λογιστικών αρχών και των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, που υιοθετεί ο Γενικός Λογιστής·
(στ) εγκρίνει τη Δημοσιονομική Έκθεση, σύμφωνα με το άρθρο 78· και
(ζ) διασφαλίζει την ορθή διαχείριση του δημόσιου χρέους, σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες και την πολιτική, μέσω της έγκρισης-
(i) της μεσοπρόθεσμης στρατηγικής διαχείρισης δημόσιου χρέους· και
(ii) του επιθυμητού ύψους αποθέματος ρευστότητας και οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων προβλέπονται στον περί της Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο.
11.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 167 του Συντάγματος, ο Υπουργός –
(α) ετοιμάζει και παρουσιάζει τη δημοσιονομική πολιτική της Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής·
(β) μεριμνά για την ετοιμασία του Προϋπολογισμού, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο και τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική·
(γ) εγκρίνει τους προϋπολογισμούς άλλων οντοτήτων, όπως καθορίζεται στον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο για να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους με τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική·
(δ) ετοιμάζει μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, χωρίς επηρεασμό των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου·
(ε) αξιολογεί και εγκρίνει τα έργα, όπως αυτά καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 82, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου·
(στ) υπογράφει τα Ειδικά Εντάλματα Πληρωμής·
(ζ) παρακολουθεί και αξιολογεί την υλοποίηση του προϋπολογισμού των οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης και των κρατικών οργανισμών για να διασφαλίζεται η επίτευξη των δημοσιονομικών κανόνων και πολιτικής·
(η) ετοιμάζει εξαμηνιαία και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων έκθεση προόδου για τα δημόσια οικονομικά, όσον αφορά την υλοποίηση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 61·
(θ) επιβλέπει τη διαχείριση των ρευστών διαθεσίμων της Δημοκρατίας·
(ι) εγκρίνει την επενδυτική πολιτική των ρευστών διαθεσίμων της Δημοκρατίας και εποπτεύει την εφαρμογή της·
(ια) διαμορφώνει και ασκεί πολιτική, για το δανεισμό και την παροχή εγγυήσεων και προκαταβολών εκ μέρους της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική·
(ιβ) παρακολουθεί και αξιολογεί τους δημοσιονομικούς κινδύνους που προέρχονται από διάφορες πηγές, μέσω της ετοιμασίας έκθεσης δημοσιονομικών κινδύνων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 58·
(ιγ) εγκρίνει την πολιτική χρηματοδότησης των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου, σύμφωνα με τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική·
(ιδ) διαμορφώνει την πολιτική κτήσης, διαχείρισης και διάθεσης της ακίνητης περιουσίας, φυσικών πόρων και άλλων περιουσιακών στοιχείων της Δημοκρατίας, καθώς και άλλων δικαιωμάτων σε κρατικές επιχειρήσεις της Δημοκρατίας, εκτός εάν οι αρμοδιότητες αυτές ανατίθενται σύμφωνα με άλλο νόμο σε άλλο υπουργείο, υπηρεσία, γραφείο ή φορέα·
(ιε) διαχειρίζεται τους φορολογικούς νόμους και τις διεθνείς συμφωνίες και διαμορφώνει τη φορολογική πολιτική·
(ιστ) καθορίζει ή εγκρίνει το ύψος των τελών, χρεώσεων, προστίμων και άλλων παρόμοιων χρεώσεων που επιβάλλονται από τους οικονομικούς φορείς δυνάμει νόμων ή κανονισμών·
(ιζ) παρακολουθεί, αξιολογεί και τροποποιεί τις διαδικασίες είσπραξης των εσόδων από τους οικονομικούς φορείς·
(ιη) εφαρμόζει τον περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμο, τον περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμο και τον περί Ειδικών Φόρων Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, και τις σχετικές διεθνείς συμφωνίες και διαμορφώνει την πολιτική των δασμών και ειδικών φόρων· και
(ιθ) ασκεί οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθενται από άλλους νόμους ή είναι συναφή με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
(2) Για τους σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Υπουργός δύναται να ζητά κάθε αναγκαία πληροφορία και εκθέσεις από οποιαδήποτε διεύθυνση, τμήμα, υπηρεσία ή ανεξάρτητο γραφείο που είναι κάτω από την αρμοδιότητά του και από το Γενικό Λογιστή.
(3) Για τους σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Υπουργός εποπτεύει τις εργασίες και δύναται να δώσει οδηγίες προς οποιαδήποτε διεύθυνση, τμήμα, υπηρεσία ή ανεξάρτητο γραφείο που είναι κάτω από την αρμοδιότητά του, εκτός από τη Στατιστική Υπηρεσία, σε σχέση με τα θέματα που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του περί Στατιστικής Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(4) Ο Υπουργός δύναται να αναθέτει το σύνολο ή μέρος των καθηκόντων του που προβλέπονται στο εδάφιο (1) σε οποιαδήποτε διεύθυνση, τμήμα, υπηρεσία ή ανεξάρτητο γραφείο που είναι κάτω από την αρμοδιότητά του και στο Γενικό Λογιστή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.
(5) Για τους σκοπούς άσκησης των καθηκόντων του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται να ζητά κάθε αναγκαία πληροφορία και εκθέσεις από –
(α) οποιαδήποτε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, οποιοδήποτε κρατικό οργανισμό και κρατική επιχείρηση· και
(β) κάθε άλλο πρόσωπο που λαμβάνει χορηγία, προκαταβολή ή εγγύηση από τη Δημοκρατία.
12. Τηρουμένων των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, οι προϊστάμενοι των οικονομικών φορέων, -
(α) συμμετέχουν στην ετοιμασία της δημοσιονομικής πολιτικής, με την προσκόμιση πληροφοριών, κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό·
(β) συμμετέχουν στην κατάρτιση του Προϋπολογισμού με την υποβολή εκτιμήσεων και προτάσεων κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό·
(γ) αξιολογούν τα έργα των οικονομικών φορέων που είναι κάτω από την αρμοδιότητά τους και των τμημάτων τους, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και οποιοδήποτε άλλο νόμο·
(δ) εποπτεύουν την υλοποίηση του προϋπολογισμού των οικονομικών φορέων που είναι κάτω από την αρμοδιότητά τους, έτσι ώστε να διασφαλίζουν ότι τέτοια υλοποίηση –
(i) εμπίπτει στα πλαίσια των πιστώσεων του προϋπολογισμού τους· και
(ii) δεν αποκλίνει από τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική∙
(ε) μεταφέρουν πιστώσεις του Προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63, διασφαλίζοντας την αποτελεσματική διαχείριση του προϋπολογισμού τους, ώστε να συνάδει με τους δημοσιονομικούς κανόνες και πολιτική·
(στ) συντάσσουν και υποβάλλουν στον Υπουργό μηνιαίες εκθέσεις αναφορικά με την υλοποίηση του προϋπολογισμού τους και των τμημάτων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 60· και
(ζ) εποπτεύουν τους Ελέγχοντες Λειτουργούς των υπουργείων και των τμημάτων τους και διασφαλίζουν τους απαραίτητους πόρους για την εύρυθμη λειτουργία τους.
13.-(1) Οι Ελέγχοντες Λειτουργοί ορίζονται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο.
(2) Ο Ελέγχων Λειτουργός –
(α) εκτελεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και οποιαδήποτε άλλα καθήκοντα του ανατίθενται από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα·
(β) μεριμνά για την έγκαιρη είσπραξη των εσόδων του υπουργείου του και των τμημάτων του, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου νόμου∙
(γ) συμβουλεύει τους προϊστάμενους των οικονομικών φορέων σε θέματα στρατηγικού σχεδιασμού και υποβάλλει προτάσεις για τον προϋπολογισμό του και για το χειρισμό οποιωνδήποτε άλλων θεμάτων που σχετίζονται με τη διαχείριση των πόρων του∙
(3) Το προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου που είναι τοποθετημένο σε οικονομικούς φορείς, παρέχει οποιαδήποτε χρηματοοικονομική πληροφόρηση του ζητηθεί και λαμβάνει οποιεσδήποτε οδηγίες από τον προϊστάμενο και τον Ελέγχοντα Λειτουργό του οικονομικού φορέα, σε σχέση με χρηματοοικονομικά θέματα που είναι απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του:
Νοείται ότι, αυτό δεν εμποδίζει το προσωπικό του Γενικού Λογιστηρίου που είναι τοποθετημένο στους οικονομικούς φορείς να ακολουθεί τις λογιστικές οδηγίες, τις εγκυκλίους και τα πρότυπα που καθορίζει ο Γενικός Λογιστής.
14.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 127 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής διευθύνει και επιβλέπει όλες τις λογιστικές εργασίες, τις σχετικές με τα χρηματικά διαθέσιμα και τα άλλα στοιχεία του ενεργητικού των οποίων η διαχείριση γίνεται από τη Δημοκρατία και προς τις υποχρεώσεις που αναλήφθηκαν από τη Δημοκρατία ή για λογαριασμό της και δέχεται και διενεργεί οποιαδήποτε πληρωμή χρημάτων της Δημοκρατίας.
(2) Για εκπλήρωση των υποχρεώσεων του, δυνάμει του εδαφίου (1), ο Γενικός Λογιστής εκτελεί τέτοια καθήκοντα, όπως καθορίζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και οποιοδήποτε άλλο νόμο.
15. Ο Προϊστάμενος του Γραφείου Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, με την επίβλεψη του Υπουργού, ασκεί τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
16. Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 116 του Συντάγματος, ο Γενικός Ελεγκτής ελέγχει και επιθεωρεί όλους τους λογαριασμούς της Δημοκρατίας και ασκεί κάθε άλλη εξουσία και εκτελεί κάθε άλλη υπηρεσία ή καθήκον, όπως καθορίζεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
17. Η Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 81 και του άρθρου 167 του Συντάγματος-
(α) ψηφίζει τον Προϋπολογισμό, πριν την ημερομηνία έναρξης του οικονομικού έτους, και εγκρίνει τους τελικούς λογαριασμούς της Δημοκρατίας και
(β) εγκρίνει την παροχή εγγυήσεων από τη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου.
18.-(1) Συστήνεται ανεξάρτητο Δημοσιονομικό Συμβούλιο, που στο εξής θα αναφέρεται ως «το Συμβούλιο», το οποίο είναι το αρμόδιο όργανο για την εκτέλεση των καθηκόντων που του ανατίθενται ή του επιβάλλονται από τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Το Συμβούλιο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με συνεχή διαδοχή και κοινή σφραγίδα και με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει το δικαίωμα να αποκτά, κατέχει και διαθέτει περιουσία, να συνάπτει συμβάσεις, να ενάγει και να ενάγεται και να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια απαιτείται για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν λαμβάνουν οδηγίες από οποιοδήποτε πρόσωπο ή οργανισμό, περιλαμβανομένων αλλά όχι μόνο των μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων, του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Υπουργικού Συμβουλίου και φορέων Γενικής Κυβέρνησης και κανένα τέτοιο πρόσωπο δεν παρεμβαίνει, με σκοπό τον επηρεασμό της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου.
(4) Για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Συμβούλιο δύναται να συνάπτει συμφωνίες με θεσμικά και άλλα όργανα.
19. Για σκοπούς διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, το Συμβούλιο έχει την ευθύνη –
(α) να παρέχει εκ των προτέρων αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων της Κυβέρνησης που ετοιμάζονται στα πλαίσια κατάρτισης του Προϋπολογισμού και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, με σκοπό την υιοθέτησή τους∙
(β) να παρακολουθεί τη συμμόρφωση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, όπως καθορίζονται στο Άρθρο 5 της Οδηγίας 2011/85/ΕΕ και την ενσωμάτωση του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, στη διαδικασία κατάρτισης του Προϋπολογισμού, όπως καθορίζεται στο Άρθρο 2α του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97∙
(γ) να παρέχει εκ των προτέρων και εκ των υστέρων δημόσια αξιολόγηση της δημοσιονομικής πολιτικής∙
(δ) να παρέχει εκτιμήσεις, οι οποίες δημοσιοποιούνται, σε σχέση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες, που αφορούν, μεταξύ άλλων -
(i) την εμφάνιση συνθηκών που οδηγούν στην ενεργοποίηση του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης, για περιπτώσεις που παρατηρείται σημαντική απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του Άρθρου 6 του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97,
(ii) το κατά πόσο η δημοσιονομική προσαρμογή συνάδει με τους εθνικούς κανόνες και σχεδιασμούς,
(iii) την εμφάνιση ή τον τερματισμό οιωνδήποτε Ειδικών Περιστάσεων,
(iv) την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής για τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, σύμφωνα με τον αυτόματο μηχανισμό διόρθωσης·
(ε) να εκτελεί οποιαδήποτε άλλα συναφή καθήκοντα στον τομέα των δημόσιων οικονομικών, τα οποία του ανατίθενται στα πλαίσια του σχετικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή για σκοπούς συμμόρφωσης με οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο, νοουμένου ότι αυτό λαμβάνει επιπλέον, ανάλογη χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό, προκειμένου να εκπληρώσει τα καθήκοντα αυτά.
20.-(1) Το Συμβούλιο απαρτίζεται από τρία (3) μέλη, που διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατόπιν διαβούλευσης με την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων, ένα (1) εκ των οποίων εκτελεί χρέη Προέδρου, στη βάση πλήρους απασχόλησης και με αντιμισθία, όπως αυτή καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(2) Η θητεία του μέλους που διορίζεται ως Πρόεδρος είναι για έξι (6) έτη, ενώ για τα υπόλοιπα δύο (2) μέλη, η θητεία τους είναι στη βάση μερικής απασχόλησης για πέντε (5) και τέσσερα (4) έτη, αντίστοιχα:
(3) Σε περίπτωση αντικατάστασης οποιουδήποτε από τα τρία (3) μέλη του Συμβουλίου, λόγω θανάτου ή παραίτησης ή απομάκρυνσης από τα καθήκοντά του, η θητεία του νέου μέλους είναι για το υπόλοιπο της θητείας του μέλους που αντικαθιστά.
(4) Όταν η θητεία οποιουδήποτε από τα μέλη του Συμβουλίου λήξει, η διαδικασία ανανέωσης της θητείας του μέλους ή ο διορισμός νέου μέλους ολοκληρώνεται πριν από τη λήξη της θητείας του υφιστάμενου μέλους.
(5) Τα μέλη του Συμβουλίου δύνανται να διορίζονται το μέγιστο για δύο (2) συνεχόμενες θητείες.
(6) Σε περίπτωση κένωσης θέσεως στο Συμβούλιο λόγω θανάτου ή απομάκρυνσης μέλους του, η κενή αυτή θέση πληρώνεται, το αργότερο, εντός ενός (1) μηνός.
21.-(1) Ουδείς διορίζεται ως μέλος του Συμβουλίου, εκτός εάν είναι πολίτης της Δημοκρατίας ή πολίτης οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πρόσωπο ακέραιο, με μακρά εμπειρία και υψηλό ακαδημαϊκό υπόβαθρο στα δημόσια οικονομικά και στην οικονομία:
Νοείται ότι, πρόσωπο δε δύναται να είναι επιλέξιμο για μέλος του Συμβουλίου, εάν-
(α) έχει καταδικαστεί για αδίκημα σοβαρής μορφής που ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα,
(β) έχει κηρυχθεί σε πτώχευση, εφόσον δεν έχει αποκατασταθεί ή τελεί υπό αναγκαστική διαχείριση ή βρίσκεται σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του,
(γ) έχει, λόγω πειθαρχικού παραπτώματος, ακυρωθεί ή ανασταλεί από την αρμόδια αρχή η άσκηση του επαγγέλματός του ή του έχει απαγορευθεί από το να είναι διοικητικός σύμβουλος σε οποιαδήποτε δημόσια ή εμπορική οντότητα,
(δ) είναι σύζυγος, γονέας, αδελφός, αδελφή ή άμεσος απόγονος, συμπεριλαμβανομένων των συζύγων τους, ενός μέλους του Συμβουλίου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), κανένα πρόσωπο δε διορίζεται ως μέλος του Συμβουλίου, ενώ είναι μέλος της Βουλής των Αντιπροσώπων, υπουργός, δημόσιος υπάλληλος ή οποιοσδήποτε άλλος αξιωματούχος ή υπάλληλος οργανισμού που υπάγεται στη Γενική Κυβέρνηση.
(3) Οι διατάξεις του εδαφίου (2) δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση εργοδοτούμενου προσώπου της Κεντρικής Τράπεζας, των κρατικών πανεπιστημίων ή άλλου οργανισμού με θεσμική ανεξαρτησία, με εξαίρεση το διορισμό μέλους ως Προέδρου.
22. Το Συμβούλιο δε ζητά ούτε δέχεται οδηγίες από την Κεντρική Κυβέρνηση ή άλλους οργανισμούς κατά την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων του δυνάμει του παρόντος Νόμου.
23.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απομακρύνει μέλος του Συμβουλίου από τα καθήκοντά του, με αιτιολογημένη απόφασή του, μόνο όταν ισχύουν οι διατάξεις των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (2).
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να απομακρύνει μέλος του Συμβουλίου, από τα καθήκοντά του, μόνο όταν το μέλος -
(α) δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τα καθήκοντά αυτά, λόγω πνευματικής ή σωματικής αναπηρίας που διαρκεί για περισσότερο από τρεις (3) μήνες, ή
(β) παραλείψει να ασκήσει τα καθήκοντά του για συνεχόμενη περίοδο άνω των τριών (3) μηνών, χωρίς την άδεια του Συμβουλίου ή δεν πληροί πλέον τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την εκτέλεση των καθηκόντων του.
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο διορίζει ειδική επιτροπή αποτελούμενη από τρία (3) μέλη που έχουν νομική κατάρτιση για τους σκοπούς του εδαφίου (2), τα οποία αφού δώσουν την ευκαιρία στο μέλος του Συμβουλίου να ακουστεί, κρίνουν κατά πόσο αυτό εμπίπτει στα πλαίσια των διατάξεων των παραγράφων (α) ή (β) του εδαφίου (2).
(4) Μέλος του Συμβουλίου που απομακρύνεται από τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), δύναται να προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά της απόφασης αυτής.
24. Μέλος του Συμβουλίου που προτίθεται να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του, οφείλει να δώσει γραπτή προειδοποίηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο και το Συμβούλιο, όχι μικρότερη από ένα (1) μήνα, πριν από την προβλεπόμενη ημερομηνία της παραίτησης:
Νοείται ότι, μέλος του Συμβουλίου που παραιτείται οφείλει και μετά την παύση των καθηκόντων του να μην αποκαλύπτει πληροφορίες, οι οποίες περιήλθαν σε γνώση του κατά την άσκηση των καθηκόντων του και οι οποίες καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο.
25.-(1) Δύο (2) μέλη του Συμβουλίου αποτελούν απαρτία για συνεδρίαση του Συμβουλίου.
(2) Όταν ο Πρόεδρος είναι απών, τα άλλα μέλη αποφασίζουν μεταξύ τους στη συνεδρίαση για το ποιος θα είναι ο Προεδρεύων κατά τη συνεδρίαση.
(3) Ο Πρόεδρος του Συμβουλίου καλεί τα μέλη του Συμβουλίου σε συνεδρίαση μία φορά το μήνα και οποτεδήποτε παρίσταται ανάγκη κατά τον τρόπο που καθορίζεται στους εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
(4) Οι αποφάσεις του Συμβουλίου λαμβάνονται ομόφωνα μεταξύ των μελών που παρευρίσκονται στη συνεδρίαση.
(5) Τα πρακτικά των συνεδριάσεων του Συμβουλίου τηρούνται από το προσωπικό του.
(6) Οι διαδικασίες για τις συνεδριάσεις του Συμβουλίου καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
26.-(1) Το προσωπικό του Συμβουλίου αποτελείται από ολιγάριθμο προσωπικό, το οποίο δεν μπορεί να είναι μικρότερο από τρία (3) ούτε μεγαλύτερο από έξι (6) άτομα.
(2) Το προσωπικό βοηθά τα μέλη του Συμβουλίου στην εκτέλεση των καθηκόντων τους και εκτελεί καθήκοντα, όπως αυτά καθορίζονται από το Συμβούλιο με εσωτερικούς κανονισμούς.
(3) Το Συμβούλιο έχει την εξουσία να επιλέγει το προσωπικό του-
(α) μέσω ανοικτού διαγωνισμού, και
(β) με βάση την αξία, τις ικανότητες, την εμπειρία και την ακεραιότητα.
(4) Το Συμβούλιο δύναται να στελεχώνεται με τοποθέτηση ή απόσπαση προσωπικού από τη Δημόσια Υπηρεσία.
(5) Η οργανωτική δομή, οι εσωτερικές διαδικασίες και κανονισμοί λειτουργίας του Συμβουλίου, ο αριθμός, ο τίτλος, οι μισθολογικές κλίμακες του προσωπικού του Συμβουλίου, καθώς και οποιαδήποτε άλλα θέματα που αφορούν τους όρους υπηρεσίας και αξιολόγησης του προσωπικού καθορίζονται με κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.
(6) Για οτιδήποτε άλλο αφορά το προσωπικό που δεν προβλέπεται στο εδάφιο (5) και μέχρι ειδικής ρύθμισης από το Συμβούλιο με εσωτερικούς κανονισμούς ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο, εφαρμόζονται κατά το δυνατό, τηρουμένων των αναλογιών, οι εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις που ισχύουν στη Δημόσια Υπηρεσία δυνάμει του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
27.-(1) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου δεν λαμβάνουν ούτε δέχονται από οποιαδήποτε πηγή, εκτός του Συμβουλίου, επίδομα, αμοιβή ή δώρα που υπερβαίνουν ένα σύνηθες ή αμελητέο ποσό, είτε οικονομικά ή μη οικονομικά, των οποίων οι αποζημιώσεις, αμοιβές, οι αποδοχές ή τα δώρα συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με τις δραστηριότητές τους στο πλαίσιο του Συμβουλίου.
(2) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου δε χρησιμοποιούν εμπιστευτικές πληροφορίες στις οποίες έχουν πρόσβαση, προκειμένου να διεξάγουν ιδιωτικές χρηματοοικονομικές συναλλαγές, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω τρίτων.
(3) Κάθε μέλος του Συμβουλίου ετήσια και μέχρι τέλος Ιανουαρίου αποκαλύπτει στο ακέραιο, σημαντικά χρηματοοικονομικά συμφέροντα, τα οποία το ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με το οποίο έχει οικογενειακές, επαγγελματικές ή άλλες οικονομικές συνδέσεις, μπορεί να έχει άμεσα ή έμμεσα, σύμφωνα με τους εσωτερικούς κανονισμούς του Συμβουλίου.
(4) Κάθε φορά που κάποιο θέμα τίθεται ενώπιον του Συμβουλίου και κάποιο μέλος έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), το εν λόγω μέλος γνωστοποιεί το συμφέρον του, πριν την έναρξη της συζήτησης, εφόσον δεν πρέπει να συμμετέχει στη συζήτηση και λήψη απόφασης, υπό την προϋπόθεση ότι το μέλος λογίζεται για σκοπούς απαρτίας.
(5) Οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάζει τις διατάξεις των εδαφίων (1) έως (4) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000).
28.-(1) Τα μέλη και το προσωπικό του Συμβουλίου αποφεύγουν κάθε κατάσταση που ενδέχεται να οδηγήσει σε σύγκρουση συμφερόντων, η οποία προκύπτει όταν τα μέλη ή το προσωπικό έχουν ιδιωτικά ή προσωπικά συμφέροντα, τα οποία επηρεάζουν ή φαίνεται να επηρεάζουν την αμερόληπτη και αντικειμενική άσκηση των καθηκόντων τους.
(2) Στα προσωπικά συμφέροντα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνεται και κάθε δυνητικό όφελος για το ίδιο το μέλος, τη σύζυγό του, γονέα, αδελφό, αδελφή, ή άμεσο απόγονο, καθώς και των συζύγων τους.
29.-(1)Μέλος ή προσωπικό του Συμβουλίου, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που κατείχαν παλαιότερα τη θέση αυτή, απαγορεύεται να αποκαλύπτει εμπιστευτικές πληροφορίες που κατέχει κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς τη σχετική συγκατάθεση του Συμβουλίου ή σχετική απαίτηση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές:
Νοείται ότι, είναι δυνατή η ανταλλαγή εμπιστευτικών πληροφοριών με τη Στατιστική Υπηρεσία, την Κεντρική Τράπεζα, τα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά ιδρύματα, την Ελεγκτική Υπηρεσία, το Γενικό Λογιστήριο, την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και το Υπουργείο Οικονομικών, στα πλαίσια εκτέλεσης των καθηκόντων του Συμβουλίου.
30.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 29, για την εκτέλεση των καθηκόντων του, το Συμβούλιο δύναται να ζητά όλες τις απαραίτητες πληροφορίες από οποιοδήποτε φορέα Γενικής Κυβέρνησης ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που λαμβάνει επιχορήγηση, δάνειο ή εγγύηση από το Κράτος.
(2) Οι βασικές πληροφορίες που παρέχονται στο Συμβούλιο είναι-
(i) το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής της Κυβέρνησης,
(ii) το προσχέδιο του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου,
(iii) το Επεξηγηματικό Υπόμνημα του Προϋπολογισμού,
(iv) ιστορικά στοιχεία και προβλέψεις για τους Εθνικούς Λογαριασμούς,
(v) ιστορικά στοιχεία και προβλέψεις για τους λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης,
(vi) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες ζητηθούν.
(3) Πρόσωπο το οποίο δε συμμορφώνεται με τις διατάξεις του εδαφίου (1) είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
31. Το Συμβούλιο δύναται να εμφανίζεται ενώπιον των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών της Βουλής των Αντιπροσώπων, σε σχέση με ζητήματα που αφορούν τις λειτουργίες του Συμβουλίου.
32.-(1) Οι δαπάνες του Συμβουλίου περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό της Δημοκρατίας.
(2) Κατά την έγκριση του Προϋπολογισμού που υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, το Υπουργικό Συμβούλιο διασφαλίζει ότι ο προϋπολογισμός του Συμβουλίου αντικατοπτρίζει επαρκώς το προσωπικό και τους πόρους που προτείνει ο Πρόεδρος του Συμβουλίου, όπως αυτό προβλέπεται στο ετήσιο πρόγραμμα για την εκτέλεση των καθηκόντων του Συμβουλίου.
(3) Το Συμβούλιο ετοιμάζει τις οικονομικές καταστάσεις και τις υποβάλλει για έλεγχο στο Γενικό Ελεγκτή.
33. Το Συμβούλιο υποβάλλει, εκτός από την υποβολή των εκθέσεων σε άλλα τμήματα, το συντομότερο δυνατό, μετά τη λήξη κάθε οικονομικού έτους, ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές του, κατά τη διάρκεια του έτους, στη Βουλή των Αντιπροσώπων και ταυτόχρονα τη δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
34. Ο Υπουργός προβαίνει στη δημοσίευση των ακόλουθων στοιχείων μέχρι τη δέκατη πέμπτη (15η) μέρα του μηνός Απρίλιου έκαστου έτους -
(α) το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο,
(β) τις μεθοδολογίες, υποθέσεις και παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για τις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, και
(γ) πληροφορίες σχετικά με τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου για να αρθούν οι αντιφάσεις στις μακροοικονομικές προβλέψεις, κατά περίπτωση.
35.-(1) Το Συμβούλιο, μέχρι το τέλος του μηνός Απριλίου έκαστου έτους, προβαίνει σε δημοσίευση της Εαρινής Έκθεσης που περιλαμβάνει -
(α) αξιολόγηση των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων του προηγούμενου έτους σε σύγκριση με τους αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες και τα ανώτατα όρια που προβλέπονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής του προηγούμενου έτους,
(β) αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(γ) αξιολόγηση των ανώτατων ορίων και των μέτρων πολιτικής που περιλαμβάνονται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, και
(δ) αξιολόγηση, δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής προς τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων στα πλαίσια της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης.
(2) Ο Υπουργός κοινοποιεί στο Συμβούλιο δύο (2) εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση των εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, τα στοιχεία και τις υποθέσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που στηρίζουν το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και το Συμβούλιο παρέχει εκτίμηση των μακροοικονομικών προβλέψεων με επιστολή του προς τον Υπουργό εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο δε συμφωνεί με τις εν λόγω μακροοικονομικές προβλέψεις, ενημερώνει τον Υπουργό, ο οποίος συγκαλεί εντός πέντε (5) ημερών επιτροπή συνδιαλλαγής, αποτελούμενη από τα μέλη του Συμβουλίου και εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών και εάν, εντός τριών (3) ημερών από τη σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής, το Συμβούλιο δεν είναι ακόμη σε θέση να υποστηρίξει τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ο Υπουργός ανακοινώνει δημόσια τη θέση του, αιτιολογώντας τη μη στήριξή τους.
36. Ο Υπουργός προβαίνει στη δημοσίευση των ακόλουθων εγγράφων μέχρι την τριακοστή (30ή) ημέρα του μηνός Σεπτεμβρίου έκαστου έτους-
(α) του νομοσχεδίου του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου,
(β) του Επεξηγηματικού Υπομνήματος του Προϋπολογισμού,
(γ) ιστορικών στοιχείων και προβλέψεων για τους Εθνικούς Λογαριασμούς, και
(δ) ιστορικών στοιχείων και προβλέψεων για τους Λογαριασμούς της Γενικής Κυβέρνησης.
37.-(1) Το Συμβούλιο, μέχρι το τέλος του μηνός Οκτωβρίου έκαστου έτους, προβαίνει σε δημοσίευση της Φθινοπωρινής Έκθεσης, που περιλαμβάνει -
(α) αξιολόγηση των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
(β) αξιολόγηση, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την πρόοδο σε σχέση με την περίοδο προσαρμογής προς τη διασφάλιση της τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, στα πλαίσια της λειτουργίας του αυτόματου μηχανισμού διόρθωσης,
(γ) αξιολόγηση της δημοσιονομικής πολιτικής της Κυβέρνησης, περιλαμβανομένων και των δημοσιονομικών μέτρων.
(2) Ο Υπουργός κοινοποιεί στο Συμβούλιο δύο (2) εβδομάδες πριν από τη δημοσίευση των εγγράφων που αναφέρονται στο παρόν άρθρο, τα στοιχεία και τις υποθέσεις των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων που στηρίζουν τον Προϋπολογισμό του κράτους και το Συμβούλιο παρέχει εκτίμηση των μακροοικονομικών προβλέψεων, με επιστολή του προς τον Υπουργό εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία κοινοποίησης:
Νοείται ότι, σε περίπτωση που το Συμβούλιο δε συμφωνεί με τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ενημερώνει τον Υπουργό, ο οποίος συγκαλεί εντός πέντε (5) ημερών επιτροπή συνδιαλλαγής, αποτελούμενη από τα μέλη του Συμβουλίου και εκπροσώπους του Υπουργείου Οικονομικών και εάν, εντός τριών (3) ημερών από τη σύγκληση της επιτροπής συνδιαλλαγής, το Συμβούλιο δεν είναι ακόμη σε θέση να υποστηρίξει τις μακροοικονομικές προβλέψεις, τότε ο Υπουργός ανακοινώνει δημόσια τη θέση του, αιτιολογώντας τη μη στήριξή τους.
38.-(1) Η Στατιστική Υπηρεσία μεριμνά για την έγκαιρη και τακτική δημοσίευση δημοσιονομικών δεδομένων για όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης.
(2) Η Στατιστική Υπηρεσία δημοσιεύει -
(α) δημοσιονομικά δεδομένα σε ταμειακή βάση για την Κεντρική Κυβέρνηση, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων που δημοσιοποιούνται σε μηνιαία βάση, πριν από το τέλος του επόμενου μήνα, και
(β) λεπτομερή συμφιλιωτικό πίνακα, όπου παρουσιάζεται η μεθοδολογία μετάβασης από δεδομένα σε ταμειακή βάση ή τις αντίστοιχες τιμές από τα δημόσια λογιστικά συστήματα, εάν τα δεδομένα σε ταμειακή βάση δεν είναι διαθέσιμα και τα δεδομένα βασίζονται στο ΕΣΟΛ 1995.
(3) Ο Υπουργός δημοσιεύει πληροφορίες, σε σχέση με όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης για –
(α) ενδεχόμενες υποχρεώσεις με δυνητικά σημαντικό αντίκτυπο στον Προϋπολογισμό, συμπεριλαμβανομένων των κρατικών εγγυήσεων, των μη εξυπηρετούμενων δανείων και των υποχρεώσεων που απορρέουν από τη λειτουργία του δημοσίου τομέα, καθώς και το ύψος του αντίκτυπου, και
(β) τη συμμετοχή της Γενικής Κυβέρνησης στο κεφάλαιο των ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών, όσον αφορά τα ποσά τα οποία είναι σημαντικά.
(4) Οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου δύνανται να διευκρινιστούν με εγκύκλιο του Υπουργού.
39.-(1) Το Συμβούλιο υποβάλλει στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής των Αντιπροσώπων τις εκθέσεις που αναφέρονται στα άρθρα 33, 35 και 37, καθώς και οποιεσδήποτε άλλες εκθέσεις εκπονούνται στο πλαίσιο της εντολής του, για σκοπούς ενημέρωσης.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), το Συμβούλιο, πέραν από τις εκθέσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δύναται να ετοιμάζει και να υποβάλλει στη Βουλή των Αντιπροσώπων έκθεση σχετικά με το νομοσχέδιο που τροποποιεί ή συμπληρώνει τον περί Προϋπολογισμού Νόμο.
(3) Οι εκθέσεις και οι συστάσεις καθώς και τα δεδομένα και η μεθοδολογία του Συμβουλίου δημοσιοποιούνται και είναι εύκολα προσβάσιμα από το κοινό.
40. Επιπρόσθετα και υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις νομοθεσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι δημοσιονομικοί κανόνες, οι οποίοι αποτελούνται –
(α) για κάθε οικονομικό έτος από –
(i) τον κανόνα για τη δημοσιονομική θέση, όπως καθορίζεται στο άρθρο 41, ή
(ii) τον κανόνα της διορθωτικής προσαρμογής, όπως καθορίζεται στο άρθρο 42, και
(β) τον κανόνα του δημόσιου χρέους, όπως καθορίζεται στο άρθρο 43,
πρέπει να τηρούνται.
41.-(1) Ο κανόνας για τη δημοσιονομική θέση προβλέπει ότι το διαρθρωτικό δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης είναι ισοσκελισμένο ή πλεονασματικό σε μεσοπρόθεσμη βάση.
(2) Η απαίτηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), θεωρείται ότι ικανοποιείται εάν το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης βρίσκεται στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο.
(3) Τα ελάχιστα όρια του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου της Γενικής Κυβέρνησης καθορίζονται ως ακολούθως-
(α) έλλειμμα μισό τοις εκατόν (0,5%) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τρέχουσες τιμές, ή
(β) έλλειμμα ένα τοις εκατόν (1%) του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος σε τρέχουσες τιμές, εάν –
(i) το ποσοστό του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης, σε σχέση με το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν σε τρέχουσες τιμές είναι σημαντικά πιο κάτω από το εξήντα τοις εκατόν (60%) και
(ii) ο κίνδυνος της μακροχρόνιας βιωσιμότητας των δημόσιων οικονομικών είναι χαμηλός.
(4) Το επίπεδο του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου καθορίζεται στον Προϋπολογισμό και ο Υπουργός επανεξετάζει το επίπεδο αυτό τουλάχιστον κάθε τρία (3) έτη, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης.
(5) Τυχόν προσωρινή απόκλιση από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο είναι δυνατό να επιτραπεί μόνο σε Ειδικές Περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η απόκλιση δε θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
42.-(1) Ο κανόνας της διορθωτικής προσαρμογής σημαίνει ότι το ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης συγκλίνει προς το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται από τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97.
(2) Κατά τη διαπίστωση της συμμόρφωσης με τον κανονισμό της διορθωτικής προσαρμογής, η πρόοδος προς την επίτευξη του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου αξιολογείται στη βάση της συνολικής εκτίμησης του διαρθρωτικού ισοζυγίου, συμπεριλαμβανομένης και ανάλυσης των δαπανών, εξαιρουμένων των μέτρων στο σκέλος των εσόδων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97.
(3) Τυχόν προσωρινή απόκλιση από τον κανόνα διορθωτικής προσαρμογής δύναται να επιτραπεί κάτω από τις Ειδικές Περιστάσεις, υπό την προϋπόθεση ότι η απόκλιση αυτή δε θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μεσοπρόθεσμα.
43. Όταν ο λόγος του Δημόσιου Χρέους προς το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν σε τιμές αγοράς υπερβαίνει το εξήντα τοις εκατόν (60%), όπως καθορίζεται από το Πρωτόκολλο (Αρ. 12), ο λόγος αυτός μειώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΚ) 1467/97.
44.-(1) Ο μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 45 και 46, ενεργοποιείται αυτόματα, όταν-
(α) η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απευθύνει προειδοποίηση στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 6(2) του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97,
(β) ο Υπουργός διαπιστώνει, σύμφωνα με το Άρθρο 6(3) του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97, ότι παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν.
(2) Όταν, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις από το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο ή την πορεία προσαρμογής προς αυτόν, το Συμβούλιο δύναται να συστήσει στον Υπουργό την ενεργοποίηση του μηχανισμού αυτόματης διόρθωσης σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) και εάν ο Υπουργός δεν ακολουθήσει την εν λόγω σύσταση, ο Υπουργός οφείλει να προβεί δημόσια σε πλήρη αιτιολόγηση της απόφασής του.
45.-(1) Όταν ο μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης ενεργοποιηθεί, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 44, ο Υπουργός-
(α) εντός ενός (1) μηνός, συντάσσει και υποβάλλει, για έγκριση στο Υπουργικό Συμβούλιο ολοκληρωμένο πρόγραμμα εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών, το οποίο στη συνέχεια κατατίθεται υπό μορφή νομοσχεδίου που τροποποιεί τον περί Προϋπολογισμού Νόμο στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση,
(β) καθορίζει τη χρονική περίοδο στην οποία οι αποκλίσεις θα διορθωθούν,
(γ) καθορίζει τους ετήσιους δημοσιονομικούς στόχους που πρέπει να πληρούνται για να διορθωθούν οι αποκλίσεις, και
(δ) προσδιορίζει το μέγεθος και τα μέτρα στο σκέλος των εσόδων και δαπανών που πρέπει να ληφθούν, ώστε να διορθωθούν οι εν λόγω αποκλίσεις.
(2) Το πρόγραμμα εξυγίανσης που προβλέπεται στο εδάφιο (1) είναι σύμφωνο με -
(α) τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης·
(β) τυχόν συστάσεις προς την Κυπριακή Δημοκρατία στα πλαίσια του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, σε σχέση με την περίοδο εξυγίανσης και το μέγεθος των μέτρων που πρέπει να ληφθούν στα πλαίσια του προγράμματος εξυγίανσης· και
(γ) το τρέχον πρόγραμμα σταθερότητας δυνάμει του Κανονισμού του Συμβουλίου (ΕΚ) 1466/97.
(3) Το πρόγραμμα εξυγίανσης κατατίθεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), μέσω της διαδικασίας του περί Προϋπολογισμού Νόμου ή του Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού.
46.-(1) Όταν ένα πρόγραμμα εξυγίανσης εγκριθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45, το Συμβούλιο ετοιμάζει και δημοσιοποιεί εξαμηνιαίες εκθέσεις προόδου για την πορεία υλοποίησης του προγράμματος εξυγίανσης.
(2) Οι εκθέσεις προόδου, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), περιλαμβάνουν αξιολόγηση του κατά πόσο η πρόοδος υλοποίησης του προγράμματος εξυγίανσης συνάδει με τους στόχους του προγράμματος εξυγίανσης και κατά πόσο οδηγεί σε διόρθωση των σημαντικών αποκλίσεων που έχουν διαπιστωθεί.
(3) Όταν ο Υπουργός διαπιστώνει ότι κατά τη χρονική περίοδο του προγράμματος εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 45 έχουν προκύψει Ειδικές Περιστάσεις, το πρόγραμμα εξυγίανσης παύει να ισχύει.
(4) Όταν ο Υπουργός έχει να λάβει αποφάσεις, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3), αξιολογεί τουλάχιστον κάθε έξι (6) μήνες, κατά πόσο οι Ειδικές Περιστάσεις εξακολουθούν να υφίστανται και δημοσιεύει την αξιολόγησή του αυτή.
(5) Όταν ο Υπουργός κρίνει ότι οι Ειδικές Περιστάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), παύουν να υφίστανται, υποβάλλει νέο πρόγραμμα εξυγίανσης, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 45, εκτός εάν οι συνθήκες, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 44, παύουν να υφίστανται.
(6) Ο Υπουργός λαμβάνει τις συστάσεις του Συμβουλίου, πριν από τη λήψη απόφασης, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) ή (5) ή πριν τη δημοσίευση της αξιολόγησης, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4) και σε περίπτωση που δεν ακολουθήσει τις συστάσεις του Συμβουλίου, τότε εξηγεί δημόσια τους λόγους της απόφασής του.
47.-(1) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων του νομοθετικού πλαισίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για σκοπούς αποτελεσματικότερης εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ο Υπουργός εκπονεί μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, οι οποίες-
(α) συνάδουν με τις απαιτήσεις της παραγράφου 2α του Άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΚ) 1466/97·
(β) αναλύουν, στα πλαίσια ανάλυσης ευαισθησίας, τα μεγέθη των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών υπό διαφορετικές υποθέσεις ανάπτυξης και ύψους επιτοκίων, το εύρος των οποίων πρέπει να σχετίζεται με την έκταση των πραγματικών προηγούμενων προβλέψεων και να λαμβάνονται υπόψη σχετικά σενάρια κινδύνου· και
(γ) καλύπτουν πλήρως όλους τους υποτομείς της Γενικής Κυβέρνησης, όσον αφορά τις δημοσιονομικές προβλέψεις.
(2) Το Συμβούλιο προβαίνει σε τακτά χρονικά διαστήματα σε αξιολογήσεις κατά πόσο υφίσταται οποιαδήποτε συστημική μεροληψία στις μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις κατά το χρόνο δημοσίευσης από τον Υπουργό και εάν υφίσταται, υποβάλλει εισηγήσεις στον Υπουργό για τις απαιτούμενες ενέργειες προς αποφυγή τέτοιας μεροληψίας.
48.-(1) Ο Υπουργός καταρτίζει και υποβάλλει ετήσια στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση, Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, το οποίο περιλαμβάνει -
(α) επισκόπηση των πρόσφατων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων·
(β) μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις, στη βάση αμετάβλητων πολιτικών για κάθε σημαντική δαπάνη και έσοδο της Γενικής Κυβέρνησης για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) έτη·
(γ) προβλέψεις των βασικών δημοσιονομικών δεικτών και στόχων για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) έτη, περιλαμβανομένων δεικτών για το δημοσιονομικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης, το δημόσιο χρέος και τις δημόσιες δαπάνες·
(δ) ανώτατες οροφές δαπανών σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό και εγκρίνεται από το Υπουργικό Συμβούλιο για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) έτη·
(ε) περιγραφή των μέτρων πολιτικής για διασφάλιση της συμμόρφωσης με τις ανώτατες οροφές δαπανών, τους δημοσιονομικούς κανόνες και επεξήγηση του τρόπου που η προσαρμογή στους δημοσιονομικούς στόχους επιτυγχάνεται σε σύγκριση με τις προβλέψεις που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (β)·
(στ) περιγραφή της συνδυασμένης επίδρασης όλων των υποτομέων της Γενικής Κυβέρνησης, εκτός εκείνων της Κεντρικής Κυβέρνησης στο δημοσιονομικό ισοζύγιο και δημόσιο χρέος·
(ζ) αξιολόγηση της μακροχρόνιας βιωσιμότητας του Δημόσιου Χρέους και των δημόσιων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, λαμβάνοντας υπόψη τα μέτρα πολιτικής που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (ε)· και
(η) οποιαδήποτε άλλα θέματα κρίνονται σκόπιμα από τον Υπουργό.
(2) Οι ανώτατες οροφές δαπανών στα πλαίσια του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής συνάδουν με τους δημοσιονομικούς κανόνες.
49.-(1) Όταν το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Υπουργού καθορίζει δεσμευτικές ανώτατες οροφές σε οποιοδήποτε επίπεδο και για οποιοδήποτε έτος προσδιορίζοντάς τις στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής που έχει εγκριθεί κατά το τρέχον οικονομικό έτος, οι δεσμευτικές οροφές δαπανών του επόμενου οικονομικού έτους τηρούνται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο ή στο Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του επόμενου έτους, όπως αυτές κατατεθούν, υπό τη μορφή νομοσχεδίου, στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), οποιαδήποτε δεσμευτική οροφή δαπανών ενός οικονομικού έτους που αφορά το επόμενο οικονομικό έτος, στα πλαίσια του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής που εγκρίθηκε, παύει να έχει δεσμευτική ισχύ εάν αυτή η οροφή έχει τροποποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 51 ή από τον περί Προϋπολογισμού Νόμο ή οποιοδήποτε μεταγενέστερο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής.
(3) Όταν η οροφή δαπανών σύμφωνα με το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής έχει τροποποιηθεί με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο επόμενος περί Προϋπολογισμού Νόμος ή το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής περιλαμβάνει επεξήγηση για τους λόγους της τροποποίησης αυτής.
50.-(1) Ο Υπουργός δύναται να απαιτεί από κάθε οντότητα της Γενικής Κυβέρνησης να του υποβάλλει κάθε απαραίτητη πληροφορία για την ετοιμασία του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, σε τέτοια ημερομηνία που αυτός καθορίζει.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται να εκδίδει σχετική εγκύκλιο.
(3) Εντός τριών (3) εβδομάδων πριν από την έγκριση που προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (4), οι μακροοικονομικές και δημοσιονομικές προβλέψεις ενσωματώνονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και υποβάλλονται στο Συμβούλιο για επικύρωση.
(4) Το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, μέχρι τις 30 Απριλίου κάθε έτους, και δημοσιεύεται από τον Υπουργό αμέσως μετά την έγκρισή του, στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Οικονομικών.
51.-(1) Στην περίπτωση εκλογής νέας κυβέρνησης μετά την έγκριση του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, αλλά πριν από την έγκριση του περί Προϋπολογισμού Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εγκρίνει την τροποποίηση του τρέχοντος Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, μετά από πρόταση του Υπουργού.
(2) Το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, το οποίο εγκρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) περιλαμβάνει περιγραφή των τροποποιήσεων σε σχέση με το τελευταίο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής.
(3) Οι μακροοικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) επικυρώνονται από το Συμβούλιο πριν από τη δημοσίευση τους.
52.-(1) Για υποβοήθηση των οικονομικών φορέων στην ετοιμασία των προτάσεών τους στα πλαίσια κατάρτισης του προϋπολογισμού, ο Υπουργός δύναται, μαζί με το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, να εκδίδει εγκύκλιο προϋπολογισμού, στη βάση του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής, στην οποία-
(α) καθορίζονται ανώτατες οροφές δαπανών, σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται από αυτόν·
(β) δίδονται λεπτομερείς οδηγίες πολιτικής, οι οποίες εφαρμόζονται από τους οικονομικούς φορείς, κατά την κατάρτιση των προτάσεων του προϋπολογισμού τους, και
(γ) καθορίζονται οποιαδήποτε άλλα θέματα κρίνονται απαραίτητα από αυτόν.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει την εγκύκλιο του προϋπολογισμού για το έτος αναφοράς, το αργότερο μέχρι την 31η Μαΐου του έτους που προηγείται.
53.-(1) Κάθε οικονομικός φορέας που περιλαμβάνεται στον Προϋπολογισμό της Δημοκρατίας ετοιμάζει και υποβάλλει στον Υπουργό, σε τέτοια ημερομηνία όπως ο τελευταίος ήθελε ορίσει στην εγκύκλιο προϋπολογισμού ή με άλλο τρόπο, πρόταση Προϋπολογισμού, η οποία περιλαμβάνει –
(α) τα έσοδα και τις δαπάνες που είναι στην αρμοδιότητά του για τα δύο (2) τουλάχιστον προηγούμενα οικονομικά έτη, σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού·
(β) αναθεωρημένη εκτίμηση εσόδων και δαπανών που είναι στην αρμοδιότητά του για το τρέχον έτος, σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού·
(γ) πρόβλεψη εσόδων και δαπανών που είναι στην αρμοδιότητά του, για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) οικονομικά έτη, σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού·
(δ) μεσοπρόθεσμο στρατηγικό σχέδιο, στο οποίο αναλύονται οι πρωταρχικοί στόχοι και οι στρατηγικές για επίτευξή τους, οι οποίοι πρόκειται να προωθηθούν μέσω της υλοποίησης του προϋπολογισμού τους, μαζί με κύριους δείκτες απόδοσης σε τέτοια μορφή και με τέτοιο τρόπο που ο Υπουργός ήθελε καθορίσει·
(ε) μέτρα πολιτικής που απαιτούνται για να τηρηθούν οι ανώτατες οροφές και άλλες απαιτήσεις που προβλέπονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού· και
(στ) οποιαδήποτε άλλα θέματα καθορίζονται στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού.
(2) Η πρόταση Προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ετοιμάζεται στη βάση των διατάξεων της εγκυκλίου του προϋπολογισμού και οποιωνδήποτε άλλων οδηγιών του Υπουργού.
54.-(1) Οι πιστώσεις που περιλαμβάνονται στην πρόταση του Προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 53, πρέπει να είναι εντός των πλαισίων των ανώτατων οροφών που καταγράφονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού.
(2) Όταν οποιαδήποτε πρόταση οικονομικού φορέα που υποβάλλεται στα πλαίσια της κατάρτισης του Προϋπολογισμού υπερβαίνει τις ανώτατες οροφές που καταγράφονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και στην εγκύκλιο του προϋπολογισμού, ο Υπουργός –
(α) επιστρέφει την πρόταση του Προϋπολογισμού στον προϊστάμενο του εν λόγω οικονομικού φορέα· ή
(β) προσαρμόζει την πρόταση του Προϋπολογισμού του οικονομικού φορέα ώστε να είναι σύμφωνη με το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και την εγκύκλιο του προϋπολογισμού.
(3) Επιπρόσθετα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), ο Υπουργός δύναται να επιστρέφει την πρόταση του Προϋπολογισμού στον αντίστοιχο οικονομικό φορέα ή να προσαρμόζει την πρόταση του Προϋπολογισμού του οικονομικού φορέα, εάν αυτό είναι απαραίτητο για διασφάλιση της συμμόρφωσης με τους δημοσιονομικούς κανόνες, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40 και σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές Νομοθεσίες ή για να διασφαλίσει ότι οι αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 4 ικανοποιούνται.
(4) Πριν την άσκηση των εξουσιών του, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή (3), ο Υπουργός δύναται να προβαίνει σε διαβουλεύσεις με τον προϊστάμενο οικονομικού φορέα.
55.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 81 και 167 του Συντάγματος, ο Υπουργός, μετά την έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο, του νομοσχεδίου του περί Προϋπολογισμού Νόμου, που περιλαμβάνει και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (3) του άρθρου 56, υποβάλλει το εν λόγω νομοσχέδιο στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση, τουλάχιστον τρεις (3) μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους που αφορά.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν εγκρίνει το νομοσχέδιο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), εκτός εάν αυτό συνάδει με τους δημοσιονομικούς κανόνες, που καθορίζονται στο άρθρο 40 και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις Ευρωπαϊκές Νομοθεσίες και εάν διασφαλίζεται ότι οι αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 4 ικανοποιούνται.
(3) Ο Υπουργός δημοσιεύει το νομοσχέδιο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), το αργότερο μέχρι τις 15 Οκτωβρίου του προηγούμενου οικονομικού έτους.
56.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο περί Προϋπολογισμού Νόμος, δύναται να προσδιορίζει κανόνες για την υλοποίησή του και περιλαμβάνει –
(α) κατάσταση ενεργητικού και παθητικού της Δημοκρατίας, κατά το τέλος του τελευταίου οικονομικού έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 167 του Συντάγματος· και
(β) οποιαδήποτε άλλη κατάσταση, πίνακα και παράρτημα που σχετίζεται με τις πιστώσεις, τα έσοδα, το ενεργητικό και παθητικό και οποιουσδήποτε δημοσιονομικούς δείκτες και πληροφορίες ήθελε καθορίσει ο Υπουργός.
(2) Η κατάσταση των πιστώσεων γίνεται με τέτοιο τρόπο και σε τέτοιο επίπεδο ανάλυσης, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό.
(3) Το νομοσχέδιο του περί Προϋπολογισμού Νόμου συνοδεύεται από-
(α) επισκόπηση των πρόσφατων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων·
(β) το επίπεδο του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου·
(γ) προβλέψεις για του κύριους μακροοικονομικούς και δημοσιονομικούς δείκτες για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) έτη, στη βάση των οποίων στηρίχθηκε η πρόταση του Προϋπολογισμού και τις προϋποθέσεις που στηρίχθηκαν οι προβλέψεις·
(δ) περιγραφή των οικονομικών και δημοσιονομικών στόχων πολιτικής και τις στρατηγικές επίτευξής τους, που προτείνονται να υλοποιηθούν μέσω του περί Προϋπολογισμού Νόμου·
(ε) περιγραφή των νέων βασικών μέτρων πολιτικής και έργων που η Κυβέρνηση θα υλοποιήσει για τουλάχιστον τα επόμενα τρία (3) έτη και τις δημοσιονομικές τους επιπτώσεις·
(στ) κατάσταση των δημοσιονομικών κινδύνων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 58· και
(ζ) οποιαδήποτε άλλα θέματα κρίνονται σκόπιμα από τον Υπουργό.
(4) Το νομοσχέδιο του περί Προϋπολογισμού Νόμου βασίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις που επικυρώνονται από το Συμβούλιο.
(5) Οι μακροοικονομικές προβλέψεις που περιλαμβάνονται στο νομοσχέδιο του περί Προϋπολογισμού Νόμου, υποβάλλονται στο Συμβούλιο για επικύρωση, τουλάχιστον τρείς (3) εβδομάδες πριν την υποβολή του εν λόγω νομοσχεδίου στο Υπουργικό Συμβούλιο για έγκριση.
57.-(1) Στον περί Προϋπολογισμού Νόμο περιλαμβάνεται πρόνοια για αντιμετώπιση απρόβλεπτων καταστάσεων και συμβάντων και στο μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πλαίσιο περιλαμβάνεται με ανάλογο τρόπο ενδεικτική πρόνοια για τα επόμενα δύο (2) έτη που αναφέρονται ως «Μη Προβλεπόμενες Δαπάνες και Αποθεματικό».
(2) Οι «Μη Προβλεπόμενες Δαπάνες και Αποθεματικό» που αναφέρονται στο εδάφιο (1), δεν είναι μικρότερες του ενός επί τοις εκατόν (1%) και μεγαλύτερες του πέντε επί τοις εκατόν (5%) των συνολικών πιστώσεων του ετήσιου Προϋπολογισμού, εξαιρουμένων των πιστώσεων που χρεώνονται απευθείας στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 166 του Συντάγματος.
(3) Ο Υπουργός, κατά την κρίση του ή μετά από αίτημα προϊστάμενου οικονομικού φορέα, δύναται να κατανείμει μέρος της πρόνοιας του Κεφαλαίου «Μη Προβλεπόμενες Δαπάνες και Αποθεματικό» σε οποιοδήποτε άρθρο δαπανών, μόνο στην περίπτωση που ο Υπουργός κρίνει ότι -
(α) τέτοια κατανομή είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση υποχρεώσεων της Δημοκρατίας, σύμφωνα με νόμο ή σύμφωνα με υποχρεώσεις ως κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης· ή
(β) οι πρόσθετες πιστώσεις δε δύνανται να καλυφθούν με μεταφορά πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 63·
(4) Όταν ο Υπουργός προχωρήσει σε μεταφορά πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), υποβάλλει, το συντομότερο δυνατό, στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατάσταση που εξηγεί τους λόγους που η μεταφορά πιστώσεων είναι σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).
58.-(1) Ο Υπουργός είναι υπεύθυνος για την εποπτεία των δημοσιονομικών κινδύνων που έχουν σημαντική επίπτωση στις δημοσιονομικές προοπτικές (στο εξής «δημοσιονομικοί κίνδυνοι»), αναγνωρίζοντας και αναλύοντας τέτοιους κινδύνους και ετοιμάζει και υποβάλλει έκθεση δημοσιονομικών κινδύνων μαζί με τον Προϋπολογισμό και τη δημοσιεύει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Για τους σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Υπουργός –
(α) δύναται να ζητεί οποιεσδήποτε οικονομικές καταστάσεις, στοιχεία και πληροφορίες που σχετίζονται με δημοσιονομικούς κινδύνους από οποιοδήποτε οικονομικό φορέα και οποιαδήποτε άλλη οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, οποιοδήποτε κρατικό οργανισμό, οποιαδήποτε κρατική επιχείρηση και από οποιοδήποτε άτομο ή οντότητα λαμβάνει εγγυήσεις και δάνεια από τη Δημοκρατία· και
(β) καθορίζει τις πληροφορίες που υποβάλλονται στον Υπουργό, καθώς και το χρονοδιάγραμμα και τη διαδικασία υποβολής τους.
(3) Ο Υπουργός δύναται να απαιτεί από –
(α) το Γενικό Λογιστή και τον Προϊστάμενο του Γραφείου Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους να συγκεντρώνουν και να του υποβάλλουν στοιχεία και πληροφορίες για τις εκκρεμείς εγγυήσεις και δάνεια της Δημοκρατίας προς τρίτους·
(β) τον Προϊστάμενο του Γραφείου Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους, να του υποβάλλει αξιολόγηση κινδύνου για τις εγγυήσεις και δάνεια της Δημοκρατίας προς τρίτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του περί της Διαχείρισης του Δημοσίου Χρέους Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
(γ) το Υπουργείο Εσωτερικών και το Γενικό Λογιστήριο να συγκεντρώνουν και να του υποβάλλουν, στοιχεία και πληροφορίες αναφορικά με εκκρεμείς εγγυήσεις και δάνεια που παραχωρούνται ή αναλαμβάνονται από τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης·
(δ) τους προϊστάμενους των οικονομικών φορέων να συγκεντρώνουν και να του υποβάλλουν οποιαδήποτε στοιχεία και πληροφορίες για τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, τους κρατικούς οργανισμούς και για τις κρατικές επιχειρήσεις που τελούν υπό την αρμοδιότητά τους και
(ε) το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, τον Έφορο Ασφαλειών και τον Έφορο Ταμείων Προνοίας και οποιαδήποτε άλλη οντότητα υπεύθυνη για την εποπτεία χρηματοοικονομικών οργανισμών ή άλλων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων να συγκεντρώνουν πληροφορίες σε σχέση με τους δημοσιονομικούς κινδύνους των οντοτήτων που βρίσκονται κάτω από την εποπτεία τους και να του τα υποβάλλουν.
(4) Οι πληροφορίες που υποβάλλονται στον Υπουργό, δυνάμει των εδαφίων (2) και (3), είναι εμπιστευτικές.
(5) Η κατάσταση των δημοσιονομικών κινδύνων που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει -
(α) ανάλυση ευαισθησίας των μακροοικονομικών και δημοσιονομικών προβλέψεων στις μακροοικονομικές προοπτικές και σε μεγάλες διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας·
(β) έκθεση του κράτους σε ενδεχόμενες υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων εγγυήσεων και υποχρεώσεων που απορρέουν από δικαστικές αποφάσεις που είναι σε εκκρεμότητα, καθώς και δανείων·
(γ) δημοσιονομικούς κινδύνους που προκύπτουν από τον χρηματοοικονομικό τομέα, τους κρατικούς οργανισμούς, τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τις κρατικές επιχειρήσεις, τις συμπράξεις ιδιωτικού-δημόσιου τομέα και οποιεσδήποτε άλλες πηγές·
(δ) τα μέτρα της κυβέρνησης για διαχείριση των δημοσιονομικών κινδύνων· και
(ε) οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες κρίνει σκόπιμο να περιλάβει ο Υπουργός.
(6) Στην κατάσταση δημοσιονομικών κινδύνων λαμβάνονται υπόψη, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, όλες οι αποφάσεις της κυβέρνησης και οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις δύναται να έχουν σημαντική επίπτωση στις δημοσιονομικές και οικονομικές προοπτικές.
59.-(1) Ο Προϋπολογισμός υλοποιείται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, οποιουσδήποτε σχετικούς κανονισμούς, την εγκύκλιο προϋπολογισμού ή άλλη εγκύκλιο που εκδίδεται από τον Υπουργό και οποιεσδήποτε οδηγίες εκδίδονται από το Γενικό Λογιστή.
(2) Ο Υπουργός εποπτεύει την υλοποίηση του Προϋπολογισμού από τους οικονομικούς φορείς και παρουσιάζει την πρόοδο υλοποίησης του Προϋπολογισμού στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Οι προϊστάμενοι των οικονομικών φορέων είναι υπεύθυνοι για τον κατάλληλο προγραμματισμό για την υλοποίηση του Προϋπολογισμού, τα συστήματα εσωτερικού ελέγχου και την υποβολή εκθέσεων σχετικά με τον Προϋπολογισμό που βρίσκεται κάτω από την αρμοδιότητά τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται και οποιουδήποτε άλλου νόμου.
60.-(1) Μετά την έγκριση του ετήσιου Προϋπολογισμού από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο προϊστάμενος κάθε οικονομικού φορέα υποβάλλει στον Υπουργό προβλέψεις κατά μήνα για τις χρηματοοικονομικές ροές των εσόδων και των δαπανών του Προϋπολογισμού που βρίσκεται κάτω από την ευθύνη του για το τρέχον οικονομικό έτος, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του οικονομικού έτους.
(2) Κάθε προϊστάμενος οικονομικού φορέα υποβάλλει στον Υπουργό, σε ημερομηνία όπως ήθελε καθορίσει ο Υπουργός, μηνιαία έκθεση προϋπολογισμού που περιλαμβάνει –
(α) επικαιροποιημένες προβλέψεις εσόδων και δαπανών για το υπόλοιπο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1)·
(β) τα πραγματικά έσοδα και τις δαπάνες των προηγούμενων μηνών του τρέχοντος οικονομικού έτους, με μηνιαία ανάλυση και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύνανται να ζητούνται από τον Υπουργό.
(3) Ο Υπουργός δύναται να καθορίζει τη μορφή, τις διαδικασίες και τις μεθόδους για την προετοιμασία και την υποβολή των προβλέψεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) και τη μηνιαία έκθεση του προϋπολογισμού, που αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4) Ο Υπουργός δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα, να ζητεί από τον οικονομικό φορέα να κατανείμει τις πιστώσεις του προϋπολογισμού του κατά τρίμηνο και όταν η κατανομή αυτή γίνει, ο οικονομικός φορέας, δεν δύναται να δαπανά περισσότερα από την πρόνοια που κατανέμεται μέσα στο αντίστοιχο τρίμηνο, χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση του Υπουργού.
61.-(1) Ο Υπουργός καταρτίζει και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη δημοσιεύει, έκθεση προόδου για τα δημόσια οικονομικά, εντός ενός (1) μηνός από τη λήξη της περιόδου αναφοράς σχετικά με -
(α) την υλοποίηση του Προϋπολογισμού και των Συμπληρωματικών Προϋπολογισμών ανά μήνα· και
(β) την υλοποίηση των προϋπολογισμών όλων των άλλων οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης ανά τρίμηνο.
(2) Για τους σκοπούς προετοιμασίας της έκθεσης προόδου για τα δημόσια οικονομικά, ο Υπουργός δύναται να ζητά από κάθε οικονομικό φορέα και από κάθε άλλη οντότητα Γενικής Κυβέρνησης να υποβάλλει οποιαδήποτε αναγκαία πληροφορία.
(3) Ο Υπουργός, δύναται να καθορίζει τη μορφή και το περιεχόμενο της έκθεσης προόδου για τα δημόσια οικονομικά, καθώς και τις διαδικασίες για την προετοιμασία της έκθεσης αυτής.
62.-(1) Ο Υπουργός ένα (1) μήνα μετά τη λήξη του πρώτου εξαμήνου κάθε οικονομικού έτους ετοιμάζει και υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο εξαμηνιαία έκθεση της δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία περιέχει-
(α) επισκόπηση των πρόσφατων μακροοικονομικών εξελίξεων και επικαιροποιημένες μακροοικονομικές προβλέψεις·
(β) επισκόπηση της υλοποίησης του Προϋπολογισμού και επισκόπηση της υλοποίησης των προϋπολογισμών των άλλων οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης·
(γ) περιγραφή των δημοσιονομικών κινδύνων που δύναται να επιφέρει η μη συμμόρφωση με τους δημοσιονομικούς κανόνες και το τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής· και
(δ) αξιολόγηση των δημοσιονομικών πολιτικών που περιλαμβάνονται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και στον Προϋπολογισμό και εφόσον χρειάζεται, εισηγήσεις για τροποποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
(2) Κατά τη συζήτηση και αξιολόγηση των προβλεπόμενων στις παραγράφους (γ) και (δ) του εδαφίου (1), ο Υπουργός λαμβάνει τη γνώμη του Συμβουλίου και την περιλαμβάνει στην έκθεση, καθώς και τις ενέργειες του σχετικά με τη γνώμη αυτή.
63.-(1)(α) Πιστώσεις ενός άρθρου δαπανών του Προϋπολογισμού δύνανται να μεταφέρονται σε άλλο άρθρο δαπανών –
(i) μετά από εξουσιοδότηση του προϊστάμενου του οικονομικού φορέα, εάν η μεταφορά δεν μεταβάλλει το συνολικό ποσό των δαπανών που έχει εγκριθεί για τον οικονομικό φορέα·
(ii) μετά από εξουσιοδότηση του Υπουργού, εάν η μεταφορά γίνεται μεταξύ πιστώσεων διαφορετικών οικονομικών φορέων που υπάγονται στο ίδιο υπουργείο και αφορούν τον ίδιο σκοπό·
(β) Πιστώσεις ενός άρθρου δαπανών του Προϋπολογισμού δύνανται να μεταφέρονται σε άλλο άρθρο δαπανών μετά από εξουσιοδότηση του Υπουργού, εάν η μεταφορά γίνεται μεταξύ πιστώσεων διαφορετικών υπουργείων και αφορούν τον ίδιο σκοπό:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται υπό την προϋπόθεση ότι–
(α) ο Υπουργός ή ο προϊστάμενος οικονομικού φορέα, ανάλογα με την περίπτωση, διασφαλίζει ότι η μεταφορά πιστώσεων δεν εμποδίζει την κατάλληλη υλοποίηση του Προϋπολογισμού·
(β) η μεταφορά δεν γίνεται μεταξύ κεφαλαιουχικών και τρεχουσών δαπανών ή για αύξηση μισθών και ημερομισθίων, αμοιβών, επιδομάτων ή αποζημιώσεων ή άλλων δαπανών προσωπικού· και
(γ) οι συνολικές πιστώσεις ή μέρος αυτών που μεταφέρονται δεν προέρχονται από εξοικονομήσεις των αποδοχών προσωπικού ή άλλων παροχών προσωπικού.
(2) Όταν προϊστάμενος οικονομικού φορέα προβεί σε μεταφορά πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), ενημερώνει τον Υπουργό για τη μεταφορά αυτή, σε τέτοια μορφή και κατά τέτοιο τρόπο που ορίζεται από τον Υπουργό.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται να καθορίζει περαιτέρω προϋποθέσεις ή κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
64.-(1) Ο Υπουργός δύναται να επιτρέπει τη μεταφορά πιστώσεων του Προϋπολογισμού ενός οικονομικού έτους στο επόμενο οικονομικό έτος, μετά από αίτημα του προϊστάμενου ενός οικονομικού φορέα, υπό την προϋπόθεση ότι -
(α) οι πιστώσεις είναι διαθέσιμες στο τέλος του οικονομικού έτους, λόγω μη έγκαιρης υλοποίησης των σχετικών αναπτυξιακών δαπανών· και
(β) το ποσό των πιστώσεων που δύναται να μεταφέρεται δεν υπερβαίνει το τρία επί τοις εκατόν (3%) του συνόλου των πιστώσεων του προϋπολογισμού του τρέχοντος οικονομικού έτους του οικονομικού φορέα, όπως αυτό καθορίζεται από τον Υπουργό:
Νοείται ότι, ο Υπουργός δύναται να καθορίζει περαιτέρω προϋποθέσεις για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
(2) Μόνο πιστώσεις αναπτυξιακών δαπανών και οποιεσδήποτε άλλες πιστώσεις που καθορίζονται από τον Υπουργό δύνανται να μεταφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(3) Πιστώσεις άλλες από αναπτυξιακές δαπάνες δύνανται να μεταφέρονται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), στη βάση κριτηρίων που καθορίζει ο Υπουργός.
(4) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος άρθρου, ο Υπουργός δύναται να καθορίζει περαιτέρω προϋποθέσεις ή κανόνες για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.
65.-(1) Νομοσχέδια συμπληρωματικού ή και τροποποιητικού προϋπολογισμού υποβάλλονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση-
(α) μόνο μετά την 15η Ιουνίου του τρέχοντος οικονομικού έτους· και
(β) όχι περισσότερο από δύο φορές (2), στα πλαίσια ενός οικονομικού έτους.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) παύουν να ισχύουν, εάν-
(α) ο Υπουργός αποφασίσει, με έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι υφίστανται Ειδικές Περιστάσεις· ή
(β) έχει υποβληθεί συμπληρωματικός προϋπολογισμός στα πλαίσια του προγράμματος εξυγίανσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 45.
(3) Οι διατάξεις του νομοσχεδίου του συμπληρωματικού προϋπολογισμού δε δύναται να αυξάνουν τις οροφές που καθορίζονται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, εκτός εάν -
(α) ο Υπουργός αποφασίσει, με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι υφίστανται Ειδικές Περιστάσεις και η προβλεπόμενη αύξηση των δαπανών δε δύναται να ικανοποιηθεί μέσω της μεταφοράς πιστώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 63 ή από την πρόνοια του Κεφαλαίου «Μη Προβλεπόμενες Δαπάνες και Αποθεματικό», όπως προβλέπεται στο άρθρο 57· ή
(β) ο συμπληρωματικός προϋπολογισμός έχει υποβληθεί στα πλαίσια του προγράμματος εξυγίανσης, σύμφωνα με το άρθρο 45.
(4) Ο Υπουργός λαμβάνει τις απόψεις του Συμβουλίου σχετικά με τους λόγους που επιβάλλουν την υπέρβαση των οροφών, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), πριν από τη λήψη απόφασης για υπέρβαση των οροφών που καθορίζονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής.
(5) Ο προϊστάμενος οικονομικού φορέα δύναται να υποβάλλει στον Υπουργό σε τέτοια ημερομηνία που ο Υπουργός ήθελε αποφασίσει, πρόταση Συμπληρωματικού ή Τροποποιητικού Προϋπολογισμού, που περιλαμβάνει-
(α) επικαιροποιημένες εκτιμήσεις εσόδων και δαπανών που υποβλήθηκαν στην αρχική πρόταση του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 53·
(β) επεξήγηση των λόγων για τους οποίους η πρόταση ικανοποιεί τις διατάξεις του εδαφίου (3), στην περίπτωση που η πρόταση αυξάνει το σύνολο των δαπανών του οικονομικού φορέα, ώστε να υπερβαίνει την ανώτατη οροφή που καταγράφεται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής·
(γ) επικαιροποιημένους σκοπούς και τους στόχους που καθορίζονται στο στρατηγικό σχέδιο του οικονομικού φορέα· και
(δ) οποιαδήποτε άλλη πληροφορία απαιτείται από τον Υπουργό.
(6) Το νομοσχέδιο του συμπληρωματικού προϋπολογισμού ή του τροποποιητικού προϋπολογισμού υποβάλλεται στη Βουλή των Αντιπροσώπων για ψήφιση μαζί με επεξηγηματικά έγγραφα, τα οποία περιλαμβάνουν -
(α) επισκόπηση των πρόσφατων μακροοικονομικών και δημοσιονομικών εξελίξεων·
(β) επεξήγηση των τροποποιήσεων στις προβλέψεις των βασικών μακροοικονομικών και δημοσιονομικών δεικτών που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό, καθώς και τις βασικές υποθέσεις των τροποποιήσεων, και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να καθορίζονται από τον Υπουργό.
66. Στο παρόν Μέρος, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –
«δέσμευση» σημαίνει, ρητή ή σιωπηρή, αλλά νομικά εκτελεστή σύμβαση ή συμφωνία για την πραγματοποίηση πληρωμών σε άλλο συμβαλλόμενο μέρος, με αντάλλαγμα την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών ή για εκπλήρωση άλλων υποχρεώσεων, και περιλαμβάνει αλλά δεν περιορίζεται σε –
(α) συμφωνίες για διενέργεια πληρωμών, με αντάλλαγμα την προμήθεια συγκεκριμένων αγαθών ή υπηρεσιών,
(β) συμφωνίες με συνεχιζόμενη πρόνοια, οι οποίες απαιτούν μια σειρά από πληρωμές για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα, και
(γ) οποιαδήποτε εκτελεστή απόφαση, η οποία προνοεί για την καταβολή πληρωμής.
«διαθέσιμες πιστώσεις» σημαίνει πρόνοια μιας πίστωσης του προϋπολογισμού, η οποία δεν έχει ακόμη δεσμευθεί ή δαπανηθεί∙
«καθυστερημένες οφειλές» σημαίνει υποχρεώσεις πληρωμών, οι οποίες έχουν παραμείνει απλήρωτες-
(α) για ενενήντα (90) ημέρες ή περισσότερο, μετά την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, που καθορίζεται βάσει της σχετικής σύμβασης ή της συμφωνίας· ή
(β) εάν δεν υπάρχει συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης της προθεσμίας, για ενενήντα (90) ημέρες ή περισσότερο μετά την ημερομηνία του σχετικού τιμολογίου ή της ικανοποίησης των όρων της σχετικής σύμβασης.
67.-(1) Δεσμεύσεις, ο διακανονισμός των οποίων απαιτεί πιστώσεις από τον Προϋπολογισμό μόνο για το τρέχον οικονομικό έτος (στο εξής «ετήσιες δεσμεύσεις»), δύναται να αναληφθούν από μια οικονομική οντότητα, εάν-
(α) το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τις δεσμεύσεις είναι ίσο ή μικρότερο από τις διαθέσιμες πιστώσεις·
(β) οι δαπάνες που πρέπει να καλυφθούν από τον Προϋπολογισμό για δεσμεύσεις συνάδουν με τους ισχύοντες νόμους· και
(γ) οι δεσμεύσεις ικανοποιούν οποιεσδήποτε άλλες απαιτήσεις που προβλέπονται με κανονισμό.
(2) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) δεν εφαρμόζονται για δεσμεύσεις που αφορούν μισθούς, ημερομίσθια, αμοιβές, αποζημιώσεις, ή άλλες δαπάνες προσωπικού, λειτουργικές δαπάνες, μεταβιβάσεις, δαπάνες τόκων και τραπεζικών τελών και οποιεσδήποτε δαπάνες χρεώνονται απευθείας στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 166 του Συντάγματος ή δαπάνες μέχρι πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) έκαστη.
68.-(1) Η ανάληψη δεσμεύσεων, η διευθέτηση των οποίων απαιτεί πιστώσεις από τον Προϋπολογισμό πέραν του τρέχοντος οικονομικού έτους ή από προϋπολογισμό σε μεταγενέστερο οικονομικό έτος (στο εξής "πολυετείς δεσμεύσεις") από ένα οικονομικό φορέα, υπόκεινται στην εκ των προτέρων έγκριση του Υπουργού:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται για δεσμεύσεις που αφορούν μισθούς, ημερομίσθια, αμοιβές, αποζημιώσεις, ή άλλες δαπάνες προσωπικού, λειτουργικές δαπάνες, μεταβιβάσεις, δαπάνες τόκων και τραπεζικών τελών και οποιεσδήποτε δαπάνες χρεώνονται απευθείας στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, δυνάμει του άρθρου 166 του Συντάγματος.
(2) Ο Υπουργός δύναται να εγκρίνει πολυετείς δεσμεύσεις, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), εάν -
(α) το ποσό που πρέπει να καταβληθεί για τις δεσμεύσεις είναι ίσο ή μικρότερο από τις διαθέσιμες πιστώσεις της σχετικής ομάδας άρθρων δαπανών του προϋπολογισμού του οικονομικού φορέα ή του τρέχοντος Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου του οικονομικού φορέα·
(β) το συνολικό ύψος των πολυετών δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί από ένα οικονομικό φορέα δεν υπερβαίνει τέτοιο ποσοστό του συνόλου των πιστώσεων του Προϋπολογισμού του οικονομικού φορέα, όπως καθορίζεται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο·
(γ) οι δαπάνες που πρόκειται να καλυφθούν από τον προϋπολογισμό της Δημοκρατίας για δεσμεύσεις, έχουν ελεγχθεί και συνάδουν με τους ισχύοντες νόμους· και
(δ) οι πολυετείς δεσμεύσεις πληρούν οποιεσδήποτε άλλες προϋποθέσεις που δύνανται να προβλέπονται από κανονισμό.
69.-(1) Ο Ελέγχων Λειτουργός κάθε οικονομικού φορέα διορίζει Λειτουργό Ελέγχου Δεσμεύσεων, ο οποίος είναι υπεύθυνος για τον έλεγχο των δεσμεύσεων και την αποφυγή ανάληψης δέσμευσης με την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(2) Ο Λειτουργός Ελέγχου Δεσμεύσεων εγκρίνει εκ των προτέρων την ανάληψη των ετήσιων δεσμεύσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 67.
(3) Ο Ελέγχων Λειτουργός, σε συνεργασία με το Λειτουργό Ελέγχου Δεσμεύσεων, ζητά την έγκριση του Υπουργού για τις πολυετείς δεσμεύσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68.
(4) Σε περίπτωση που οι προτεινόμενες δεσμεύσεις δεν πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται από τις διατάξεις του άρθρου 67 ή δεν έχουν εγκριθεί από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, ο Λειτουργός Ελέγχου Δεσμεύσεων απορρίπτει την ανάληψη δέσμευσης.
(5) Όταν μια ετήσια δέσμευση εγκριθεί από το Λειτουργό Ελέγχου Δεσμεύσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) ή μια πολυετής δέσμευση εγκρίνεται από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 68, κάθε δέσμευση πρέπει να καταγράφεται σε μητρώο δεσμεύσεων από το Λειτουργό Ελέγχου Δεσμεύσεων.
(6) Ο Λειτουργός Ελέγχου Δεσμεύσεων είναι υπεύθυνος για την τήρηση του μητρώου δεσμεύσεων ή άλλης κατάστασης της οικονομικής οντότητας που είναι στην αρμοδιότητά του.
(7) Ο Λειτουργός Ελέγχου Δεσμεύσεων υποβάλλει στο Γενικό Λογιστή σε τέτοια μορφή και κατά τρόπο που ο ίδιος καθορίζει, μηνιαία έκθεση σχετικά με τον έλεγχο των δεσμεύσεων, η οποία περιλαμβάνει-
(α) σύγκριση μεταξύ των εγκριμένων πιστώσεων, του ποσού που έχει δαπανηθεί, του ποσού των εκκρεμουσών δεσμεύσεων, καθώς και του ύψους των διαθέσιμων πιστώσεων, για κάθε άρθρο δαπανών του Προϋπολογισμού· και
(β) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 127 του Συντάγματος.
(8) Ο Λειτουργός Ελέγχου Δεσμεύσεων δύναται να ορίζει πρόσωπο ή πρόσωπα που ενεργούν στο όνομά του.
70.-(1) Για κάθε εγκεκριμένη δέσμευση των οικονομικών φορέων παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης ενός μοναδικού αύξοντα αριθμού δέσμευσης, για χρήση σε παραγγελία αγοράς ή παρόμοιο έγγραφο.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 168 του Συντάγματος, καμιά πληρωμή δε δύναται να διευθετείται από τον Προϋπολογισμό, εκτός εάν –
(α) οι σχετικές δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί και καταγραφεί είναι σύμφωνες με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου· και
(β) ο αριθμός δέσμευσης έχει εκδοθεί για τις σχετικές αναλήψεις δεσμεύσεων.
71. Το νομοσχέδιο Συμπληρωματικού Προϋπολογισμού που κατατίθεται ενώπιον της Βουλής των Αντιπροσώπων για ψήφιση, δύναται να προβλέπει τη μείωση των πιστώσεων για άρθρα δαπανών, σε σχέση με το εγκεκριμένο ποσό της πίστωσης αυτών στον Προϋπολογισμό, μόνο στο βαθμό που το ποσό της διαθέσιμης πίστωσης, μετά τη μείωση εξακολουθεί να είναι επαρκές για να καλύψει το σύνολο των εγκεκριμένων εκκρεμουσών δεσμεύσεων για δαπάνες.
72. Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 165, του άρθρου 166 και του εδαφίου (4) του άρθρου 167 του Συντάγματος και των διατάξεων του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, όλα τα έσοδα που εισπράττονται με οποιοδήποτε τρόπο από τους οικονομικούς φορείς κατατίθενται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και οποιεσδήποτε δαπάνες οικονομικών φορέων καλύπτονται απευθείας από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και δύνανται να υλοποιηθούν μόνον όταν αυτές περιλαμβάνονται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο.
73.-(1) Όλα τα έσοδα της Δημοκρατίας από υδρογονάνθρακες, μετά την αφαίρεση των εξόδων για δραστηριότητες υδρογονανθράκων, κατατίθενται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και καταχωρούνται στα σχετικά άρθρα εσόδων του Προϋπολογισμού και μετά την αφαίρεση των λειτουργικών εξόδων για τη διαχείριση του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων, όλο το υπόλοιπο ποσό μεταφέρεται στο Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων.
(2) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (3), οποιαδήποτε εκταμίευση από το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων προβλέπεται σε κατάλληλο άρθρο του περί Προϋπολογισμού Νόμου και ρυθμίζεται σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν από καιρό σε καιρό.
(3) Στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής και στον περί Προϋπολογισμού Νόμο καθορίζονται οροφές για τις ετήσιες αναλήψεις από το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων για τα επόμενα τουλάχιστον τρία (3) έτη, σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις που ισχύουν από καιρό σε καιρό.
(4) Η μηνιαία έκθεση προϋπολογισμού και η έκθεση προόδου για τα δημόσια οικονομικά που αναφέρονται στο άρθρο 60 και στο εδάφιο (1) του άρθρου 61, αντίστοιχα, περιλαμβάνουν οποιαδήποτε μεταφορά εσόδων από υδρογονάνθρακες καθώς και κάθε ανάληψη από το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων.
(5) Οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 79, περιλαμβάνουν το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων στα πλαίσια της ενοποίησης.
(6) Στο παρόν Μέρος-
«δραστηριότητες υδρογονανθράκων» σημαίνει την «αναζήτηση υδρογονανθράκων», την «έρευνα υδρογονανθράκων» και την «εκμετάλλευση υδρογονανθράκων», όπως οι όροι αυτοί καθορίζονται στον περί Υδρογονανθράκων (Αναζήτηση, Έρευνα και Εκμετάλλευση) Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«έσοδα από υδρογονάνθρακες» σημαίνει το άθροισμα όλων των εσόδων που προκύπτουν από τις δραστηριότητες υδρογονανθράκων, ανεξάρτητα με τη μορφή τους και περιλαμβάνουν, αλλά δεν περιορίζονται στους φόρους, στα δικαιώματα, στα τέλη και στα μερίσματα που προκύπτουν από τις δραστηριότητες υδρογονανθράκων· και
«Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων» σημαίνει το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων, που συστήνεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 74.
74.-(1) Συστήνεται Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων, του οποίου νόμιμος δικαιούχος είναι η Δημοκρατία.
(2) Το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων αποτελείται από περιουσιακά στοιχεία, περιλαμβανομένων των συσσωρευμένων εσόδων από τους υδρογονάνθρακες και των συσσωρευμένων εισοδημάτων από επενδύσεις και δεν αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα· έχει όμως λειτουργική ανεξαρτησία και συστήνεται με αποκλειστική αρμοδιότητα τη διαχείριση και την επένδυση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων:
Νοείται ότι, η διεκπεραίωση των διεργασιών που σχετίζονται με τη διαχείριση ή/και την επένδυση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων δύναται να ανατεθεί σε εξωτερικούς διαχειριστές επενδύσεων, κηδεμόνες ή άλλους παροχείς επαγγελματικών υπηρεσιών, με βάση κριτήρια που καθορίζονται σε σχετικό νόμο που διέπει τα θέματα του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι επενδύσεις, η διαχείριση και οποιοδήποτε θέμα χρήζει χειρισμού και αφορά το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων, καθορίζεται στο σχετικό νόμο που αναφέρεται στο εδάφιο (2).
(4) Οι στόχοι του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων περιλαμβάνουν-
(α) τη δημιουργία μιας εναλλακτικής σταθερής ροής εισοδημάτων για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, που επιτρέπει τη δημιουργία ενός περιθωρίου ασφαλείας για τα δημόσια οικονομικά και την οικονομία έναντι μεγάλων διακυμάνσεων των τιμών των υδρογονανθράκων, με τη συσσώρευση περιουσιακών στοιχείων κατά περιόδους υψηλών αποδόσεων·
(β) τη μείωση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης και κατά συνέπεια την ενίσχυση της συμμόρφωσης, σύμφωνα με την αρχή της βιωσιμότητας, όπως ορίζεται στην υποπαράγραφο (i) της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4· και
(γ) την επένδυση των πλεονασμάτων σε διεθνή χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία με επαρκή διασπορά για την εξασφάλιση των μελλοντικών γενεών ή άλλους μακροπρόθεσμους στόχους, τηρουμένων των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (4).
75.-(1) Η διαχείριση των τραπεζικών λογαριασμών της Κεντρικής Κυβέρνησης διέπεται από τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και η διαχείριση και επένδυση των ρευστών διαθεσίμων και τα χρεολυτικά ταμεία της Δημοκρατίας διέπονται από τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Ο προϊστάμενος κάθε οικονομικού φορέα υποβάλλει στο Γενικό Λογιστή της Δημοκρατίας -
(α) μηνιαία κατάσταση ταμειακών ροών, στην οποία περιλαμβάνονται οι προβλέψεις των ταμειακών ροών, που είναι υπό την ευθύνη του, σε μηνιαία βάση, για το υπόλοιπο του οικονομικού έτους και την πραγματική ταμειακή ροή των προηγουμένων μηνών, σύμφωνα με οδηγίες του Γενικού Λογιστή, όπως αυτές τροποποιούνται από καιρό σε καιρό, και
(β) οποιαδήποτε ουσιαστική μεταβολή στις μηνιαίες προβλέψεις των ταμειακών ροών, η οποία παρουσιάζεται στη μηνιαία κατάσταση, αμέσως μετά που η σχετική μεταβολή εντοπιστεί από τον οικονομικό φορέα.
75Α. Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 167 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής διατηρεί ενιαίο κυβερνητικό λογαριασμό, στον οποίο κατατίθενται όλες οι εισπράξεις των οικονομικών φορέων της Δημοκρατίας και από τον οποίο πληρώνονται όλες οι δαπάνες των οικονομικών φορέων της Δημοκρατίας.
76.-(1) Ο Υπουργός δύναται να ασκήσει την εξουσία του για να παρέχει προκαταβολές και εγγυήσεις στο όνομα της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και τον περί της Διαχείρισης του Δημόσιου Χρέους Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, αλλά δεν ασκεί τέτοια εξουσία, εκτός εάν η παροχή των προκαταβολών ή εγγυήσεων είναι σύμφωνη με τις αρχές της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4.
(2) Οι προκαταβολές που παραχωρούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) δεν δημιουργούν υπέρβαση στις οροφές που καθορίζονται στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής.
77. Οι διαδικασίες για τις δημόσιες συμβάσεις καθώς και η εποπτεία αυτών, διενεργούνται σύμφωνα με τη νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων και σύμφωνα με τον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
78.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 81 του Συντάγματος, στη Δημοσιονομική Έκθεση, περιλαμβάνεται ο τελικός απολογισμός του Προϋπολογισμού που υποβάλλει ο Υπουργός, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου στη Βουλή των Αντιπροσώπων και η οποία κατατίθεται το αργότερο μέσα σε τρείς (3) μήνες από τη λήξη του οικονομικού έτους αναφοράς.
(2) Η Δημοσιονομική Έκθεση, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει -
(α) σύγκριση μεταξύ –
(i) των εσόδων και δαπανών που περιλήφθηκαν στον Προϋπολογισμό του οικονομικού έτους αναφοράς με το προηγούμενο οικονομικό έτος,
(ii) των πιστώσεων των συμπληρωματικών προϋπολογισμών του οικονομικού έτους αναφοράς, και
(iii) των πραγματικών εσόδων και δαπανών των οικονομικών φορέων για το οικονομικό έτος αναφοράς και το προηγούμενο οικονομικό έτος,
(β) κατάσταση σε σχέση με τη μεταφορά πιστώσεων για το οικονομικό έτος αναφοράς,
(γ) κατάσταση σε σχέση με τη μεταφορά πιστώσεων του οικονομικού έτους αναφοράς στο επόμενο οικονομικό έτος, και
(δ) οποιαδήποτε άλλα θέματα καθορίζονται από το Γενικό Λογιστή:
Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Γενικός Λογιστής έχει την υποχρέωση για την ετοιμασία της Δημοσιονομικής Έκθεσης που υποβάλλει ο Υπουργός δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
(3) Ο Γενικός Λογιστής υποβάλλει τη Δημοσιονομική Έκθεση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) στον Υπουργό σε διάστημα τριών (3) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους αναφοράς.
(4) Η Δημοσιονομική Έκθεση ελέγχεται από το Γενικό Ελεγκτή, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 116 του Συντάγματος.
79.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 127 του Συντάγματος, ο Γενικός Λογιστής ετοιμάζει, ετήσια, στη βάση Διεθνών Λογιστικών Προτύπων, που ο ίδιος ήθελε αποφασίσει –
(α) τις οικονομικές καταστάσεις που περιλαμβάνουν όλους τους οικονομικούς φορείς· και
(β) τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της Γενικής Κυβέρνησης.
(2) Όλες οι οντότητες Γενικής Κυβέρνησης και οι Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης υποβάλλουν τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις τους στον Υπουργό και στο Γενικό Λογιστή εντός τεσσάρων (4) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους αναφοράς.
(3) Το εδάφιο (2) δεν εμποδίζει οντότητα Γενικής Κυβέρνησης να υποβάλλει τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις της σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο νόμο.
(4) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), ο Γενικός Λογιστής καθορίζει με εγκύκλιο τα Λογιστικά Πρότυπα και τις διαδικασίες υποβολής των ετήσιων οικονομικών καταστάσεων όλων των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης.
(5) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 116 του Συντάγματος, οι οικονομικές καταστάσεις και οι ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), υποβάλλονται στο Γενικό Ελεγκτή για έλεγχο, εντός έξι (6) μηνών από το τέλος του οικονομικού έτους αναφοράς και οι ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και οι ελεγμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις υποβάλλονται, μαζί με την έκθεση ελέγχου και την ελεγκτική γνώμη από τον Υπουργό, στο Υπουργικό Συμβούλιο και στη Βουλή των Αντιπροσώπων:
Νοείται ότι, ο Υπουργός δημοσιεύει τις ελεγμένες οικονομικές καταστάσεις και τις ελεγμένες ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις.
(6) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 116 του Συντάγματος, ο Γενικός Ελεγκτής υποβάλλει την ετήσια έκθεσή του στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ο οποίος στη συνέχεια την υποβάλλει στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
80.-(1) Κάθε οικονομικός φορέας προβαίνει στις απαραίτητες διευθετήσεις για εφαρμογή και λειτουργία συστήματος εσωτερικού ελέγχου για τις δραστηριότητες που είναι υπό την ευθύνη του, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Τα υπουργεία συστήνουν μονάδες ελέγχου, οι οποίες δύνανται να επιλαμβάνονται θεμάτων εσωτερικού ελέγχου, ερευνών και επαληθεύσεων, στο επίπεδο της διοίκησης, οι οποίες υπάγονται και λογοδοτούν στον προϊστάμενο οικονομικού φορέα.
(3) Ο εσωτερικός έλεγχος των οικονομικών φορέων διενεργείται από την Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία ιδρύθηκε δυνάμει του άρθρου 8 του περί Εσωτερικού Ελέγχου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(4) Ο Έφορος Εσωτερικού Ελέγχου, ο οποίος διορίζεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3 του περί Εσωτερικού Ελέγχου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, καθορίζει τα πρότυπα εσωτερικού ελέγχου, τα οποία εφαρμόζει η Υπηρεσία Εσωτερικού Ελέγχου και ισχύουν για όλες τις μονάδες εσωτερικού ελέγχου, στις περιπτώσεις διενέργειας εσωτερικών ελέγχων.
81.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 116 του Συντάγματος, ο Γενικός Ελεγκτής ελέγχει τους τελικούς λογαριασμούς της Δημοκρατίας, που αναφέρονται στο άρθρο 78, τις οικονομικές καταστάσεις που περιλαμβάνουν όλους τους οικονομικούς φορείς που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 79 και τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις της Γενικής Κυβέρνησης, που αναφέρονται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 79.
(2) Ο Γενικός Ελεγκτής διεξάγει τον εξωτερικό έλεγχο που προβλέπεται στο εδάφιο (1) στη βάση διεθνών αναγνωρισμένων προτύπων ελέγχου που ο ίδιος ήθελε αποφασίσει.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 116 του Συντάγματος και του περί της Καταθέσεως Στοιχείων και Πληροφοριών στο Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων Νόμου, όπως αυτός τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Γενικός Ελεγκτής έχει το δικαίωμα πρόσβασης στα λογιστικά βιβλία, σε καταστάσεις, επιστροφές και άλλες πληροφορίες.
82.-(1) Για σκοπούς επιλογής και υλοποίησης δημόσιου επενδυτικού έργου της Δημοκρατίας (στο εξής «έργο»), περιλαμβανομένου και έργου από σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η συμμόρφωση με-
(α) τις αρχές της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4· και
(β) τους δημοσιονομικούς κανόνες που προβλέπονται στο άρθρο 40 ή άλλους κανόνες και πολιτικές που ορίζονται στο εκάστοτε Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, όσον αφορά τη χρηματοδότηση του εν λόγω έργου.
(2) Στο παρόν Μέρος, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά-
«σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα» σημαίνει τη συνεργασία μεταξύ οικονομικού φορέα και ιδιωτικού φορέα, μέσω εμπορικών συναλλαγών, η οποία στοχεύει στη διασφάλιση της χρηματοδότησης, κατασκευής, ανακαίνισης, διαχείρισης ή συντήρησης έργου υποδομής ή παροχής υπηρεσιών, μέσω της οποίας ο ιδιωτικός φορέας αναλαμβάνει την εκτέλεση λειτουργίας για λογαριασμό του οικονομικού φορέα, αλλά δεν περιλαμβάνει εξουσιοδοτήσεις ή άδειες, οι οποίες εκδίδονται από οικονομικό φορέα και καθορίζουν τις προϋποθέσεις για άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, την παροχή συγκεκριμένων εργασιών ή υπηρεσιών, τις μισθώσεις γης ή συμβάσεις για άδειες χρήσης γης, σύμφωνα με τις οποίες η Δημοκρατία ή ο οικονομικός φορέας καθορίζουν τους γενικούς όρους χρήσης·
«ανάλυση κόστους-οφέλους» σημαίνει την ανάλυση του υπολογισμού και τη σύγκριση του κόστους με το όφελος ενός έργου, η μεθοδολογία του οποίου καθορίζεται με οδηγίες του Υπουργού·
«οικονομική ανταποδοτικότητα» σημαίνει τη βέλτιστη απόδοση του τρόπου επένδυσης ενός έργου, η μεθοδολογία υπολογισμού της οποίας καθορίζεται με οδηγίες του Υπουργού·
«οικονομικά προσιτό έργο» σημαίνει το έργο για το οποίο οι οικονομικές υποχρεώσεις που αναλαμβάνονται από οικονομικό φορέα, με σκοπό την υλοποίησή του, δύναται να καλυφθούν από πιστώσεις -
(α) που έχουν περιληφθεί στο πλαίσιο του Προϋπολογισμού ή και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου του οικονομικού φορέα για την υλοποίηση του αναπτυξιακού έργου ή για τη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα· ή
(β) που προορίζονται για τον οικονομικό φορέα, σύμφωνα με τις σχετικές δημοσιονομικές προβλέψεις:
Νοείται ότι η μεθοδολογία εκτίμησης του κατά πόσο ένα έργο είναι οικονομικά προσιτό καθορίζεται σε οδηγίες του Υπουργού·
«οικονομικά βιώσιμο» σημαίνει ότι το έργο είναι εφικτό και προσδιορίστηκε ότι έχει περισσότερα οφέλη από ό,τι κόστος, στη βάσει ανάλυσης κόστους-οφέλους.
83.-(1) Τα άρθρα 84 έως 88 εφαρμόζονται μόνο για έργα με σημαντικό οικονομικό κόστος.
(2) Όλες οι συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού τομέα θεωρούνται ότι έχουν σημαντικό οικονομικό κόστος και υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Μέρους:
Νοείται ότι, οι εξουσιοδοτήσεις ή οι άδειες, οι οποίες εκδίδονται από οικονομικό φορέα και καθορίζουν τις προϋποθέσεις για άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, παροχή συγκεκριμένων εργασιών ή υπηρεσιών, μισθώσεις γης ή συμβάσεις για άδειες χρήσης γης, οι οποίες εξαιρούνται από τον ορισμό του όρου «σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα», δεν υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Μέρους, υποβάλλονται όμως στον Υπουργό για έγκριση.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), τα κριτήρια για το κατά πόσο ένα έργο έχει σημαντικό οικονομικό κόστος, καθορίζονται από τον Υπουργό.
84.-(1) Όταν προϊστάμενος οικονομικού φορέα σκοπεύει να προτείνει την υλοποίηση ενός έργου, ο εν λόγω προϊστάμενος συντάσσει και υποβάλλει στον Υπουργό, έκθεση με τις παραμέτρους του έργου, οι οποίες καθορίζονται σε οδηγίες του Υπουργού, η οποία περιλαμβάνει -
(α) περιγραφή των στόχων, των δραστηριοτήτων και των αναμενόμενων αποτελεσμάτων του έργου·
(β) τις εκτιμήσεις των συνολικών δημόσιων εσόδων και δαπανών, καθώς και κάθε άλλη χρήση των δημόσιων πόρων για το έργο·
(γ) αξιολόγηση κατά πόσο το έργο είναι σύμφωνο με τις προτεραιότητες πολιτικής της Κυβέρνησης·
(δ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύνανται να καθορίζονται από τον Υπουργό.
(2) Η γνώμη του Υπουργού που λαμβάνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), περιλαμβάνει εκτίμηση του κατά πόσο το έργο είναι οικονομικά προσιτό και οικονομικά βιώσιμο, με βάση προκαταρκτικές εκτιμήσεις.
85.-(1) Ο προϊστάμενος του οικονομικού φορέα που προτίθεται να εφαρμόσει το έργο που θεωρείται οικονομικά βιώσιμο, συντάσσει και υποβάλλει στον Υπουργό έκθεση αξιολόγησης έργου για όλα τα έργα που έχουν προεπιλεγεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 84.
(2) Η έκθεση αξιολόγησης έργου, που αναφέρεται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνει μελέτη σκοπιμότητας που εκπονείται σύμφωνα με κατευθυντήριες γραμμές του Υπουργού και διαβιβάζεται σε αυτόν για αξιολόγηση.
(3) Ο Υπουργός, με οδηγίες του, καθορίζει τα κριτήρια του κατά πόσο το έργο είναι οικονομικά προσιτό και οικονομικά βιώσιμο.
(4) Ο Υπουργός τηρεί και δημοσιεύει, από καιρό σε καιρό, κατάλογο με όλα τα έργα που ικανοποιούν τα κριτήρια, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) και τα έργα που περιλαμβάνονται στον κατάλογο αυτό είναι επιλέξιμα για περίληψη στον Προϋπολογισμό, σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 86.
86.-(1) O προϊστάμενος οικονομικού φορέα δύναται να προτείνει στον Υπουργό έργο για συμπερίληψη στον Προϋπολογισμό που είναι υπό την ευθύνη του, νοουμένου ότι το προτεινόμενο έργο περιλαμβάνεται στον κατάλογο που αναφέρεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 85.
(2) Πρόταση έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), περιλαμβάνεται στην πρόταση προϋπολογισμού του οικονομικού φορέα, σε μορφή που καθορίζεται στην τρέχουσα εγκύκλιο του προϋπολογισμού.
(3) Όταν προϊστάμενος οικονομικού φορέα προτείνει έργο για να υλοποιηθεί με σύμπραξη δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, υποβάλλει στον Υπουργό τα αποτελέσματα της αξιολόγησης για την οικονομική ανταποδοτικότητα του έργου, η οποία διεξάγεται σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργού.
(4) Ο Υπουργός καθορίζει ανώτατες οροφές στο σύνολο του προϋπολογισμού του κάθε οικονομικού φορέα για τις ετήσιες δεσμεύσεις των συμπράξεων δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, με Κανονισμούς που εκδίδονται για το σκοπό αυτό.
(5) Σε περίπτωση που προτείνεται έργο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), να υλοποιηθεί μέσω σύμπραξης δημόσιου - ιδιωτικού τομέα, ο Υπουργός δύναται να περιλάβει το εν λόγω έργο στον Προϋπολογισμό, μόνο εάν -
(i) το έργο θεωρείται ότι προσφέρει οικονομική ανταποδοτικότητα από την άποψη των οικονομικών, κοινωνικών και περιβαλλοντικών κριτηρίων, όπως ορίζεται από αυτόν· και
(ii) η έγκριση του έργου δεν προκαλεί υπέρβαση των ανώτατων οροφών που καθορίζονται στο εδάφιο (4).
(6) Ο Υπουργός καταρτίζει πίνακα, ο οποίος συμπεριλαμβάνεται στα έγγραφα του Προϋπολογισμού, και περιλαμβάνει -
(i) κατάλογο όλων των έργων που προτείνονται στον Προϋπολογισμό για έγκριση·
(ii) προβλέψεις των ετήσιων δαπανών και εσόδων στον Προϋπολογισμό για κάθε έργο που προτείνεται να συμπεριληφθεί σε αυτόν (στο εξής «νέο έργο»), για όλη την περίοδο υλοποίησης του έργου·
(iii) ενημέρωση των προβλέψεων των ετήσιων δαπανών και εσόδων για τα έργα που έχουν εγκριθεί στους προϋπολογισμούς προηγούμενων ετών (στο εξής «υφιστάμενα έργα») για όλη την περίοδο υλοποίησης των έργων αυτών·
(iv) επεξήγηση, σε περίπτωση σημαντικής απόκλισης, των λόγων της απόκλισης μεταξύ των προβλέψεων των ετήσιων δαπανών που αναφέρονται στην υποπαράγραφο (γ), οι οποίες παρουσιάζονται στον τρέχων Προϋπολογισμό και σε προϋπολογισμούς προηγούμενων ετών·
(v) σύνοψη των ετήσιων δαπανών και εσόδων όλων των υφιστάμενων και των νέων έργων·
(vi) σύνοψη των αποτελεσμάτων της παρακολούθησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 88, για όλα τα υφιστάμενα έργα· και
(vii) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύνανται να καθορίζονται από τον Υπουργό.
(7) Ο Υπουργός υποβάλλει κατάσταση, κατά προτεραιότητα, των έργων που έχουν επιλεγεί στο Υπουργικό Συμβούλιο, στα πλαίσια της διαδικασίας υποβολής του Προϋπολογισμού και του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου, για έγκριση.
87.-(1) Όταν έργο εμπίπτει στο πλαίσιο της νομοθεσίας δημοσίων συμβάσεων, η διαδικασία προσφοροδότησης για υλοποίηση του έργου διέπεται από τις διατάξεις της εν λόγω νομοθεσίας.
(2) Για κάθε έργο, καμία σύμβαση ή συμφωνία δεν συνάπτεται και καμιά υποχρέωση δεν αναλαμβάνεται από τους οικονομικούς φορείς, εκτός εάν -
(α) το εν λόγω έργο έχει εγκριθεί με τον Προϋπολογισμό· και
(β) ο Υπουργός έχει εγκρίνει τέτοια σύμβαση και συμφωνία έργου, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3).
(3) Ο Υπουργός δεν εγκρίνει καμία σύμβαση ή συμφωνία, εκτός εάν τέτοια σύμβαση ή συμφωνία –
(α) έχει ετοιμαστεί σύμφωνα με τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις και τις οδηγίες του Υπουργού· και
(β) κατά τη γνώμη του Υπουργού, είναι οικονομικά προσιτό και οικονομικά βιώσιμο και ικανοποιεί οποιαδήποτε άλλα κριτήρια καθορίζονται από τον Υπουργό.
88.-(1) Οποιεσδήποτε ουσιαστικές αλλαγές στις συμβάσεις ή συμφωνίες που έχουν επιπτώσεις πάνω στη βιωσιμότητα και την προσιτότητα των έργων εγκρίνονται εκ των προτέρων από τον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(2) Ο Υπουργός δύναται να καθορίζει τα κριτήρια για τον προσδιορισμό οποιασδήποτε αλλαγής σε σύμβαση ή συμφωνία ως ουσιαστική, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), λαμβάνοντας υπόψη τη νομοθεσία δημόσιων συμβάσεων.
(3) Ο προϊστάμενος οικονομικού φορέα, σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργού, παρακολουθεί –
(α) την υλοποίηση όλων των έργων υπό την ευθύνη του· και
(β) την απόδοση όλων των συμπράξεων δημόσιου-ιδιωτικού τομέα που είναι υπό την ευθύνη του, όσον αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις και τις παραδοτέες υπηρεσίες τους και υποβάλλει ετησίως στον Υπουργό έκθεση, η οποία περιλαμβάνει τα αποτελέσματα της παρακολούθησης, σε τέτοια μορφή και κατά τρόπο που καθορίζεται από αυτόν.
(4) Ο Γενικός Ελεγκτής δύναται να ελέγχει τις εκθέσεις που υποβάλλονται στον Υπουργό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) και την εκτέλεση οποιασδήποτε σύμπραξης δημόσιου-ιδιωτικού τομέα, όσον αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις και τις παραδοτέες υπηρεσίες τους με τέτοιο τρόπο και συχνότητα όπως δύναται να καθορίζεται από τον ίδιο.
90.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του περί Δήμων Νόμου και του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, καθώς και άλλων συναφών νόμων, ο Υπουργός είναι υπεύθυνος για τη διασφάλιση συγκροτημένης οικονομικής διαχείρισης από τους δήμους και τις κοινότητες, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), ο Υπουργός συνεργάζεται με τον Υπουργό Εσωτερικών για την εκτέλεση των καθηκόντων που αναφέρονται στο εν λόγω εδάφιο.
91.-(1) Οι κανόνες για την ανάληψη υποχρεώσεων εκ μέρους των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ρυθμίζονται σύμφωνα με τις ισχύουσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις όπως ισχύουν από καιρό σε καιρό.
(2) Σε περίπτωση που-
(α) συμβούλιο δήμου ζητήσει την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου για τη σύναψη δανείου, την έκδοση αξιογράφων ή την προσωρινή χρηματοδότηση από τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή (γ) του εδαφίου (1) ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 85, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή
(β) συμβούλιο κοινότητας ζητήσει την έγκριση του Επάρχου για τη σύναψη δανείου ή την προσωρινή χρηματοδότηση από τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή (β) του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
το συμβούλιο δήμου υποβάλλει στον Υπουργό Εσωτερικών, εάν πρόκειται για δήμο και το συμβούλιο κοινότητας στον Υπουργό και στον Έπαρχο, εάν πρόκειται για κοινότητα, την απαραίτητη πληροφόρηση που καταδεικνύει ότι τέτοιες συνδιαλλαγές συνάδουν με τους κανόνες ανάληψης υποχρεώσεων σε τέτοια μορφή και τρόπο, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό.
(3) Όταν δήμος ή κοινότητα παραβιάζει οποιοδήποτε από τους κανόνες, που αναφέρονται στο εδάφιο (1), μέχρι να συμμορφωθεί με αυτούς -
(α) η εξουσία του συμβουλίου του δήμου ή της κοινότητας που αναφέρεται στο εδάφιο (2) να συνάψει δάνειο, να εκδώσει αξιόγραφα ή να χρηματοδοτηθεί προσωρινά από τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή (γ) του εδαφίου (1) ή της παραγράφου (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 85 του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή (β) του άρθρου 83 του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και
(β) το Υπουργικό Συμβούλιο ή ο οικείος Έπαρχος έχει τη δυνατότητα να μην εγκρίνει οποιοδήποτε δανεισμό ή έκδοση αξιογράφων ή προσωρινή χρηματοδότηση από τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, σύμφωνα με τα σχετικά άρθρα του περί Δήμων Νόμο και του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.
92.-(1) Στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής δύνανται να καθορίζονται οποιοιδήποτε κανόνες αναφορικά με το χρέος ή τον ισοσκελισμό των προϋπολογισμών των δήμων και κοινοτήτων, επιπρόσθετα των κανόνων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 91.
(2) Ο Υπουργός και ο Υπουργός Εσωτερικών ή ο Έπαρχος δεν εγκρίνουν τον προϋπολογισμό οποιουδήποτε δήμου ή κοινότητας, εάν ο προϋπολογισμός αυτός δε συνάδει με τους κανόνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 91 ή στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής.
93.-(1) Σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Υπουργός και ο Υπουργός Εσωτερικών εγκρίνουν από κοινού τον προϋπολογισμό κάθε δήμου, εκ μέρους του Υπουργικού Συμβουλίου.
(2) Επιπρόσθετα της έγκρισης του Επάρχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ο Υπουργός εγκρίνει τον προϋπολογισμό οποιασδήποτε κοινότητας.
(3) Ο αναπτυξιακός προϋπολογισμός των δήμων που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 66 του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ενσωματώνεται στον ετήσιο προϋπολογισμό των δήμων.
(4) Κάθε δήμος υποβάλλει για έγκριση τον ετήσιο προϋπολογισμό του για το επόμενο οικονομικό έτος, στον Υπουργό και στον Υπουργό Εσωτερικών, το αργότερο μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 65 του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(5) Σύμφωνα με το εδάφιο (3) του άρθρου 64 του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κάθε κοινότητα υποβάλλει για έγκριση τον ετήσιο προϋπολογισμό της για το επόμενο έτος στον οικείο Έπαρχο και στον Υπουργό για ενημέρωση ή την έγκρισή του, κατά περίπτωση, μέχρι τις 30 Νοεμβρίου.
(6) Όταν δήμος προτίθεται να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό του κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, ο αναθεωρημένος προϋπολογισμός υποβάλλεται για την από κοινού έγκριση του Υπουργού και του Υπουργού Εσωτερικών.
(7) Όταν κοινότητα προτίθεται να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό της κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους, ο αναθεωρημένος προϋπολογισμός υποβάλλεται για έγκριση στον οικείο Έπαρχο και στον Υπουργό για ενημέρωση ή έγκριση, κατά περίπτωση.
(8) Όταν το ποσό των μεταβιβάσεων ή χορηγιών προς δήμο ή κοινότητα που περιλαμβάνεται στο νομοσχέδιο του Προϋπολογισμού, τροποποιείται στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμού, που ψηφίζεται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, ο δήμος ή η κοινότητα αναθεωρεί τον σχετικό προϋπολογισμό, μόλις αυτό είναι εφικτό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6).
(9) Ο Υπουργός δύναται με εγκύκλιό του να καθορίζει οποιεσδήποτε απαιτήσεις σε σχέση με το περιεχόμενο, τη δομή και τα συνημμένα έγγραφα των προϋπολογισμών των δήμων και κοινοτήτων.
94.-(1) Μετά την έγκριση των αντίστοιχων προϋπολογισμών τους, κάθε δήμος και κοινότητα υποβάλλει στον Υπουργό και στον Υπουργό Εσωτερικών προβλέψεις για τα έσοδα και τις δαπάνες με τριμηνιαία ανάλυση για όλο το οικονομικό έτος, μέχρι το τέλος Ιανουαρίου του οικονομικού έτους.
(2) Κάθε δήμος και κοινότητα υποβάλλει στον Υπουργό και στον Υπουργό Εσωτερικών σε χρόνο που καθορίζει ο Υπουργός, μηνιαία έκθεση προϋπολογισμού, η οποία περιλαμβάνει –
(α) επικαιροποιημένες προβλέψεις εσόδων και δαπανών για το υπόλοιπο οικονομικό έτος, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1),
(β) τα πραγματικά έσοδα και τις δαπάνες για κάθε ένα από τους προηγούμενους μήνες του οικονομικού έτους, και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να ζητηθούν από τον Υπουργό.
(3) Ο Υπουργός δύναται να καθορίζει τη μορφή, τις διαδικασίες και τις μεθόδους που αφορούν την ετοιμασία και την υποβολή των προβλέψεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και της μηνιαίας έκθεσης προϋπολογισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(4) Ο Υπουργός δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με τον Υπουργό Εσωτερικών, να ζητήσει από δήμο ή κοινότητα να κατανέμει μέρος της ετήσιας πρόνοιας ενός κονδυλίου του προϋπολογισμού σε κάθε τρίμηνο και εάν γίνει τέτοια κατανομή, ο δήμος ή η κοινότητα δε δύναται να δαπανά περισσότερα από την πρόνοια που κατανέμεται μέσα στο αντίστοιχο τρίμηνο, χωρίς την εκ των προτέρων έγκριση του Υπουργού.
95. Σε περίπτωση που-
(α) δήμος ή κοινότητα παραβεί τους κανόνες για την ανάληψη υποχρεώσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 91 ή οποιουσδήποτε άλλους κανόνες που καθορίζονται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής ή δαπανήσει περισσότερα από την πρόνοια που κατανεμήθηκε σε κάθε τρίμηνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 94 ή
(β) η πραγματική δαπάνη του δήμου ή κοινότητας ξεπερνά σημαντικά την πρόβλεψη της δαπάνης, που υποβλήθηκε από το δήμο ή κοινότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) ή (2) του άρθρου 94, ή
(γ) δήμος ή κοινότητα δεν υποβάλει εντός των χρονικών πλαισίων, που θέτει ο Υπουργός, τα στοιχεία που ζητούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 94,
ο Υπουργός δύναται, σε συνεννόηση με τον Υπουργό Εσωτερικών να-
(i) ζητήσει από το συμβούλιο του δήμου ή της κοινότητας να υποβάλει για έγκριση στον Υπουργό και στον Υπουργό Εσωτερικών, σχέδιο δράσης για άρση της υπέρβασης ή επαναφορά της πραγματικής δαπάνης στα επίπεδα των αρχικών προβλέψεων για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο,
(ii) διορίσει οικονομικό διαχειριστή, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο οποίος να έχει την εξουσία στο δήμο ή στην κοινότητα να λαμβάνει αποφάσεις για τα κύρια οικονομικά θέματα, όπως αυτά καθορίζονται από τον Υπουργό:
Νοείται ότι, ο οικονομικός διαχειριστής που διορίζεται σύμφωνα με την παρούσα υποπαράγραφο, ενεργεί ως εκπρόσωπος του Υπουργού και τελεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του Υπουργού,
(iii) απαγορεύει ή να περιορίζει την πρόσληψη λειτουργών ή άλλου προσωπικού στους δήμους και κοινότητες για συγκεκριμένη χρονική περίοδο,
(iv) εγκρίνει αλλαγή στους συντελεστές της φορολογίας, τελών και οποιωνδήποτε άλλων μορφών χρεώσεων που επιβάλλονται από δήμους και κοινότητες, εάν ο δήμος ή η κοινότητα έχει τη δυνατότητα να προβαίνει σε τέτοια αλλαγή,
(v) αναστέλλει εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, την εξουσία του συμβουλίου του δήμου ή της κοινότητας να δαπανά περισσότερα από την εγκριμένη πρόνοια του εγκεκριμένου κονδυλίου του προϋπολογισμού με εξοικονομήσεις από άλλο εγκεκριμένο κονδύλι, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 66 του περί Δήμων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται ή το εδάφιο (3) του άρθρου 64 του περί Κοινοτήτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και
(vi) ζητά οποιεσδήποτε οικονομικής φύσης ή άλλες πληροφορίες επιπρόσθετα των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου στη βάση προκαθορισμένου χρονοδιαγράμματος:
Νοείται ότι, σε περίπτωση μη έγκαιρης συμμόρφωσης του δήμου ή της κοινότητας σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, ο Υπουργός δύναται να προβεί σε μείωση ή αναστολή της κρατικής χορηγίας προς αυτούς.
96.-(1) Ο Υπουργός έχει την ευθύνη για τη διασφάλιση της ορθολογικής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών από τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, μέσω της άσκησης των αρμοδιοτήτων του που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός συνεργάζεται με τους αρμόδιους υπουργούς για άσκηση των αρμοδιοτήτων του, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
(3) Η σύσταση νέας οντότητας Γενικής Κυβέρνησης δύναται να επιτραπεί, μόνο εάν ο Υπουργός κρίνει ότι τα οικονομικά και χρηματοοικονομικά οφέλη από τη σύσταση τέτοιας οντότητας υπερκαλύπτουν το κόστος μη σύστασης αυτής.
(4) Ο Υπουργός, με εγκύκλιό του, καθορίζει τις απαιτούμενες διαδικασίες και τα κριτήρια για λήψη αποφάσεων, δυνάμει του εδαφίου (3).
97. Επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση για έγκριση, σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο νόμο, οποιαδήποτε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης δε δύναται να δανείζεται, να εκδίδει ομόλογα ή άλλα αξιόγραφα, ή να παρέχει εγγυήσεις σε τρίτους ή προκαταβολές, χωρίς την έγκριση του Υπουργού.
98.-(1) Το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής δύναται να περιλαμβάνει οποιουσδήποτε κανόνες για το χρέος ή για το δημοσιονομικό ισοζύγιο των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης.
(2) Σε περίπτωση περίληψης κανόνων στο Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), οι προϋπολογισμοί των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης ή η σύναψη δανείων, η έκδοση ομολόγων ή αξιογράφων, η παροχή εγγυήσεων ή προκαταβολών δε δύναται να εγκρίνονται με βάση τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο νόμο, εκτός εάν συνάδουν με τους κανόνες.
99.-(1) Κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης υποβάλλει για έγκριση στον Υπουργό τον ετήσιο προϋπολογισμό της για το επόμενο οικονομικό έτος, μέσω του αρμόδιου προϊσταμένου οικονομικού φορέα, σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα που καθορίζει ο Υπουργός.
(2) Οι προϋπολογισμοί των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο τρεις (3) μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους αναφοράς.
(3) Οι ετήσιοι εγκεκριμένοι προϋπολογισμοί των οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αμέσως μετά την έγκρισή τους.
(4) Επιπρόσθετα από τις διατάξεις οποιωνδήποτε άλλων νόμων, ο Υπουργός δύναται να εγκρίνει οποιοδήποτε προϋπολογισμό οντότητας Γενικής Κυβέρνησης ήθελε αποφασίσει.
(5) Όταν οποιαδήποτε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης προτίθεται να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό της κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, η αναθεώρηση αυτή εγκρίνεται με την ίδια διαδικασία όπως και η έγκριση του Προϋπολογισμού και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αμέσως μετά την έγκρισή της.
(6) Κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης που λαμβάνει κρατική χορηγία οφείλει να προβαίνει στην αναγκαία αναθεώρηση του προϋπολογισμού της το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3), ώστε το ύψος της κρατικής χορηγίας στον προϋπολογισμό της να συνάδει με την αντίστοιχη πρόνοια που προβλέπεται στον Προϋπολογισμό, όπως έχει ψηφιστεί σε νόμο.
(7) Ο Υπουργός δύναται, με εγκύκλιό του, να καθορίζει οποιαδήποτε απαίτηση όσον αφορά το περιεχόμενο, τη δομή και τα συνοδευτικά έγγραφα των προϋπολογισμών των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης.
100.-(1) Μετά την έγκριση των αντίστοιχων προϋπολογισμών, κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης υποβάλλει, μέχρι τέλος Ιανουαρίου του οικονομικού έτους, στον αντίστοιχο αρμόδιο υπουργό και στον Υπουργό, τις προβλέψεις των εσόδων και των δαπανών για κάθε τρίμηνο του οικονομικού έτους.
(2) Κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης υποβάλλει στον αντίστοιχο αρμόδιο υπουργό και στον Υπουργό, κατά το χρόνο που καθορίζεται από τον τελευταίο, μηνιαία έκθεση προϋπολογισμού που περιλαμβάνει -
(α) επικαιροποιημένες προβλέψεις εσόδων και δαπανών για το υπόλοιπο του οικονομικού έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1),
(β) τα πραγματικά έσοδα και τις δαπάνες ανά μήνα για κάθε ένα από τους προηγούμενους μήνες του οικονομικού έτους, και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να καθορίζονται από τον Υπουργό.
(3) Ο Υπουργός δύναται, με εγκύκλιό του, να καθορίζει τη μορφή, καθώς και τις διαδικασίες και τις μεθόδους για την προετοιμασία και την υποβολή των προβλέψεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και τις μηνιαίες εκθέσεις του προϋπολογισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(4) Ο Υπουργός δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με τον αρμόδιο υπουργό, να απαιτεί από οποιαδήποτε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης την κατανομή των δαπανών οποιουδήποτε άρθρου του προϋπολογισμού της ανά τρίμηνο και εφόσον γίνει η κατανομή, να μη δύναται να δαπανούνται περισσότερα από την πρόνοια που κατανεμήθηκε στο πλαίσιο του αντίστοιχου τριμήνου.
101.-(1) Σε περίπτωση που-
(α) οντότητα Γενικής Κυβέρνησης παραβιάζει οποιοδήποτε κανόνα που καθορίζεται στο τρέχον Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής ή δαπανά πέραν της πρόνοιας που διατίθεται για κάθε τρίμηνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 100· ή
(β) οι πραγματικές δαπάνες οντότητας Γενικής Κυβέρνησης υπερβαίνουν κατά πολύ την πρόβλεψη των δαπανών που υπέβαλε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (2) του άρθρου 100, ή
(γ) οντότητα Γενικής Κυβέρνησης δεν υποβάλει εντός των χρονικών πλαισίων που θέτει ο Υπουργός, τα στοιχεία που ζητούνται, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 100,
ο Υπουργός δύναται, κατόπιν διαβούλευσης με τον αρμόδιο υπουργό, να-
(i) απαιτεί από την οντότητα Γενικής Κυβέρνησης να υποβάλλει για έγκριση προς τον Υπουργό και τον αρμόδιο υπουργό, σχέδιο δράσης για άρση της υπέρβασης ή επαναφορά της πραγματικής δαπάνης στα επίπεδα των αρχικών προβλέψεων για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο,
(ii) διορίσει οικονομικό διαχειριστή, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο, ο οποίος να έχει την εξουσία στην οντότητα Γενικής Κυβέρνησης να λαμβάνει αποφάσεις για τα κύρια οικονομικά θέματα, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό,
(iii) απαγορεύει ή να περιορίζει την πρόσληψη λειτουργών ή άλλου προσωπικού σε οντότητες Γενικής Κυβέρνησης, για συγκεκριμένη χρονική περίοδο,
(iv) απαιτεί την ετοιμασία εκθέσεων για παροχή οικονομικών και άλλων πληροφοριών πέραν εκείνων που απαιτούνται από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο,
(v) ζητά οποιεσδήποτε οικονομικής φύσης ή άλλες πληροφορίες, επιπρόσθετα των απαιτήσεων του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου, στη βάση προκαθορισμένου χρονοδιαγράμματος:
Νοείται ότι, σε περίπτωση μη έγκαιρης συμμόρφωσης οντότητας Γενικής Κυβέρνησης, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, ο Υπουργός δύναται να προβεί σε μείωση ή αναστολή της κρατικής χορηγίας προς την οντότητα αυτή.
(2) Ο οικονομικός διαχειριστής που διορίζεται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) ενεργεί ως εκπρόσωπος του Υπουργού και ενεργεί υπό την εποπτεία και τις οδηγίες του.
102. Το οικονομικό έτος για κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης αρχίζει την 1η Ιανουαρίου και λήγει την 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.
103. Επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση για έγκριση σύμφωνα με οποιοδήποτε άλλο νόμο, οποιοσδήποτε κρατικός οργανισμός δε δύναται να δανείζεται, να εκδίδει ομόλογα ή άλλα αξιόγραφα, ή να παρέχει εγγυήσεις σε τρίτους ή προκαταβολές, χωρίς την έγκριση του Υπουργού.
104.-(1) Κάθε κρατικός οργανισμός υποβάλλει για έγκριση στον Υπουργό τον ετήσιο προϋπολογισμό του για το επόμενο οικονομικό έτος, μέσω του αρμόδιου προϊσταμένου οικονομικού φορέα, σύμφωνα με χρονοδιάγραμμα που καθορίζει ο Υπουργός.
(2) Οι προϋπολογισμοί των κρατικών οργανισμών κατατίθενται στη Βουλή των Αντιπροσώπων το αργότερο τρεις (3) μήνες πριν από την έναρξη του οικονομικού έτους αναφοράς.
(3) Οι ετήσιοι εγκεκριμένοι προϋπολογισμοί των κρατικών οργανισμών δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αμέσως μετά την έγκρισή τους.
(4) Όταν κρατικός οργανισμός προτίθεται να αναθεωρήσει τον προϋπολογισμό του κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού έτους, η αναθεώρηση αυτή εγκρίνεται με την ίδια διαδικασία όπως και η έγκριση του Προϋπολογισμού και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα Δημοκρατίας, αμέσως μετά την έγκρισή του.
(5) Κάθε κρατικός οργανισμός που λαμβάνει κρατική χορηγία οφείλει να προβαίνει στην αναγκαία αναθεώρηση του προϋπολογισμού του, το συντομότερο δυνατό, σύμφωνα με το εδάφιο (2) έτσι ώστε το ύψος της κρατικής χορηγίας στον προϋπολογισμό του να συνάδει με το αντίστοιχο που προβλέπεται στον Προϋπολογισμό, όπως έχει ψηφιστεί σε νόμο.
(6) Ο Υπουργός δύναται, με εγκύκλιό του, να καθορίζει οποιαδήποτε απαίτηση όσον αφορά το περιεχόμενο, τη δομή και τα συνοδευτικά έγγραφα των προϋπολογισμών των κρατικών οργανισμών.
105.-(1) Μετά την έγκριση των αντίστοιχων προϋπολογισμών, κάθε κρατικός οργανισμός υποβάλλει στον αντίστοιχο αρμόδιο υπουργό και στον Υπουργό, μέχρι το τέλος του μηνός Ιανουαρίου του οικονομικού έτους, τις προβλέψεις των εσόδων και των δαπανών για κάθε τρίμηνο του οικονομικού έτους.
(2) Κάθε κρατικός οργανισμός υποβάλλει στον αντίστοιχο αρμόδιο υπουργό και στον Υπουργό, σε τέτοια ημερομηνία, όπως ο Υπουργός ήθελε καθορίσει, τριμηνιαία έκθεση προϋπολογισμού που περιλαμβάνει-
(α) επικαιροποιημένες προβλέψεις των εσόδων και δαπανών, για το υπόλοιπο του οικονομικού έτους, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1),
(β) τα πραγματικά έσοδα και τις δαπάνες, ανά τρίμηνο, για κάθε ένα από τα προηγούμενα τρίμηνα του οικονομικού έτους, και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύναται να απαιτηθούν από τον Υπουργό.
(3) Ο Υπουργός δύναται, με σχετικές εγκυκλίους του, να καθορίζει τη μορφή, καθώς και τις διαδικασίες και τις μεθόδους για την προετοιμασία και την υποβολή των προβλέψεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και της τριμηνιαίας δημοσιονομικής έκθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2).
(4) Όταν οι πραγματικές δαπάνες του κρατικού οργανισμού υπερβαίνουν κατά πολύ την πρόβλεψη των δαπανών, που υποβάλλονται σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) ή (2), ο Υπουργός δύναται, σε συνεννόηση με τον αρμόδιο υπουργό, να απαιτεί την υποβολή σχεδίου δράσης για άρση της υπέρβασης και της επαναφοράς των πραγματικών δαπανών στα επίπεδα των αρχικών προβλέψεων.
106.-(1) Η εταιρική διακυβέρνηση και η οικονομική παρακολούθηση των κρατικών επιχειρήσεων που λειτουργούν σε τοπικό ή κεντρικό επίπεδο, ρυθμίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις σχετικού νόμου και κανονισμών εκδιδομένων δυνάμει αυτού.
(2) Ο Υπουργός δύναται να ζητά από οποιαδήποτε κρατική επιχείρηση να υποβάλλει στον Υπουργό οποιοδήποτε στρατηγικό σχέδιο, επιχειρησιακό σχέδιο, οικονομικές προβλέψεις και καταστάσεις και κάθε άλλη πληροφορία κρίνει αναγκαία για παρακολούθηση της οικονομικής τους κατάστασης και των δημοσιονομικών κινδύνων που απορρέουν από αυτές σε τέτοια μορφή και τρόπο, όπως καθορίζεται από τον Υπουργό.
(3) Οι αρμοδιότητες του Υπουργού, δυνάμει του παρόντος Νόμου, σε σχέση με τις κρατικές επιχειρήσεις ασκούνται σύμφωνα με τις αρχές της διακυβέρνησης και οικονομικής παρακολούθησης των κρατικών επιχειρήσεων, όπως προβλέπονται από σχετικό νόμο και κανονισμούς εκδιδόμενους δυνάμει αυτού.
107.-(1) Κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης και κάθε κρατικός οργανισμός υποβάλλει στον Υπουργό και στον αρμόδιο υπουργό, για έγκριση, στρατηγικό σχέδιο, το αργότερο δύο (2) μήνες πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους:
Νοείται ότι, για οποιαδήποτε αναθεώρηση στρατηγικού σχεδίου, απαιτείται η έγκριση του Υπουργού και του αρμόδιου υπουργού.
(2) Κάθε στρατηγικό σχέδιο ετοιμάζεται στη βάση κατευθυντήριων γραμμών που καθορίζονται σε σχετικό νόμο που διέπει την ίδρυση και λειτουργία κρατικών οργανισμών και κρατικών επιχειρήσεων.
(3) Ο αρμόδιος υπουργός παρακολουθεί την εφαρμογή του στρατηγικού σχεδίου των οντοτήτων Γενικής Κυβέρνησης και των κρατικών οργανισμών που τον αφορά.
(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, «κρατικός οργανισμός», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο σχετικό νόμο που αναφέρεται στο εδάφιο (2).
108.-(1) Κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης και κάθε κρατικός οργανισμός υποβάλλει στον Υπουργό και τον αρμόδιο υπουργό τριμηνιαία οικονομική έκθεση ένα μήνα (1) μετά το τέλος του τριμήνου αναφοράς, η οποία περιλαμβάνει –
(α) σύνοψη των οικονομικών καταστάσεων του τριμήνου αναφοράς,
(β) επικαιροποιημένες προβλέψεις των βασικών οικονομικών δεικτών και σύγκρισή τους με τους στόχους που αναφέρονται στο στρατηγικό σχέδιο· και
(γ) οποιαδήποτε άλλα θέματα δύνανται να καθορίζονται από τον Υπουργό.
(2) Όταν κατά τη γνώμη του Υπουργού, υπάρχει κίνδυνος το αναμενόμενο αποτέλεσμα των βασικών οικονομικών δεικτών να αποκλίνει σημαντικά από τους στόχους ο Υπουργός, σε συνεννόηση με τον αρμόδιο υπουργό, δύναται να απαιτεί από οντότητα Γενικής Κυβέρνησης ή από κρατικό οργανισμό να υποβάλλει στον Υπουργό και τον αρμόδιο υπουργό ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσεων για την άρση τέτοιων αποκλίσεων ή την επίλυση των οικονομικών δυσκολιών σʼ ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα.
(3) Επιπρόσθετα από την τριμηνιαία οικονομική έκθεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται να απαιτεί από οποιαδήποτε οντότητα της Γενικής Κυβέρνησης ή κρατικό οργανισμό να υποβάλλει προς αυτόν και τον αρμόδιο υπουργό οποιαδήποτε οικονομικά και άλλα στοιχεία που είναι αναγκαία για την παρακολούθηση των οικονομικών συνθηκών τους και πιθανών δημοσιονομικών κινδύνων που έχουν δημιουργηθεί ή αναληφθεί.
109.-(1) Επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη απαίτηση υποβολής εκθέσεων, δυνάμει οποιουδήποτε άλλου σχετικού νόμου, κάθε οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, Αρχή Τοπικής Αυτοδιοίκησης, κρατικός οργανισμός και κρατική επιχείρηση υποβάλλει στον Υπουργό και στον αρμόδιο υπουργό τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις που καταρτίζονται σύμφωνα με διεθνώς αναγνωρισμένα λογιστικά πρότυπα, εντός τεσσάρων (4) μηνών, μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους.
(2) Ο Γενικός Λογιστής δύναται, με την έκδοση κατευθυντήριων γραμμών, να καθορίζει τα λογιστικά πρότυπα, τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις των οικονομικών καταστάσεων.
(3) Οι οικονομικές καταστάσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) υποβάλλονται στο Γενικό Ελεγκτή για έλεγχο εντός τεσσάρων (4) μηνών μετά το τέλος κάθε οικονομικού έτους.
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), οι κατεχόμενες κοινότητες των οποίων τα έσοδα δεν υπερβαίνουν τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) δεν υποβάλλουν στον Υπουργό Οικονομικών και στον αρμόδιο υπουργό ετήσιες οικονομικές καταστάσεις με βάση τα διεθνή λογιστικά πρότυπα και γι’ αυτές θα εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 71 του περί Κοινοτήτων Νόμου του 1999.
110.-(1) Σε περίπτωση που -
(α) οικονομικός φορέας, δαπανήσει περισσότερα από την προβλεπόμενη πρόνοια του προϋπολογισμού του ή δαπανήσει περισσότερα από το ποσό που έχει κατανεμηθεί για κάθε τρίμηνο, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 60 ή
(β) οικονομικός φορέας, παραβιάζει οποιουσδήποτε κανόνες και ανώτατες οροφές που καθορίζονται στους προϋπολογισμούς των οικονομικών φορέων, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Στρατηγικού Πλαισίου Δημοσιονομικής Πολιτικής ή
(γ) οικονομικός φορέας, παραβιάζει οποιεσδήποτε διατάξεις του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, ή τον περί Προϋπολογισμού Νόμο ή
(δ) κατά την άποψη του Υπουργού, η πραγματική δαπάνη ενός οικονομικού φορέα υπερβαίνει κατά πολύ την εκτίμηση της δαπάνης που υποβλήθηκε από αυτόν, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 60 και υπάρχει κίνδυνος η πραγματική δαπάνη του εν λόγω οικονομικού φορέα να έχει υπερβεί ή θα υπερβεί την προϋπολογισθείσα πρόνοια σύμφωνα με τον περί Προϋπολογισμού Νόμο,
ο Υπουργός δύναται να-
(i) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να του υποβάλλει για έγκριση σχέδιο δράσης για διόρθωση των αποκλίσεων, παραβάσεων ή για αντιμετώπιση των κινδύνων ή για επαναφορά δαπάνης στα επίπεδα της εκτίμησης,
(ii) αναστέλλει, ολικώς ή μερικώς για συγκεκριμένη περίοδο-
(αα) την υλοποίηση των εγκριμένων πιστώσεων του οικονομικού φορέα·
(ββ) τη δυνατότητα του προϊστάμενου του οικονομικού φορέα να ανακατανείμει τις πιστώσεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 63·
(γγ) τη δυνατότητα του προϊστάμενου του οικονομικού φορέα να μεταφέρει πιστώσεις μεταξύ οικονομικών ετών, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 64·
(iii) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να του υποβάλλει για έγκριση, πριν την εκταμίευση των εγκριμένων πιστώσεων του οικονομικού φορέα, όπως αυτός ήθελε καθορίσει·
(iv) ζητά από τον προϊστάμενο του οικονομικού φορέα να προχωρήσει στην εκποίηση οποιασδήποτε περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων του οικονομικού φορέα·
(v) προβαίνει σε αναστολή της πλήρωσης οποιωνδήποτε κενών θέσεων που έχουν προβλεφθεί στον περί Προϋπολογισμού Νόμο του οικονομικού φορέα για συγκεκριμένη χρονική περίοδο και
(vi) ζητά οποιεσδήποτε οικονομικές καταστάσεις και οποιεσδήποτε άλλες πληροφορίες επιπρόσθετες από αυτές που απαιτούνται από τον παρόντα Νόμο ή οποιοδήποτε άλλο σχετικό νόμο.
(2) Όταν ο Υπουργός επιβάλλει οποιαδήποτε κύρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), αυτός δύναται, κατά την κρίση του, να δημοσιεύσει το γεγονός.
111.-(1) Τα αδικήματα για παραβάσεις όσον αφορά τις πιστώσεις ή άλλες διατάξεις του περί Προϋπολογισμού Νόμου, καθορίζονται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.
(2) Οποιοσδήποτε λειτουργός ή υπάλληλος οικονομικού φορέα ο οποίος, χωρίς εύλογη δικαιολογία, αναλαμβάνει δεσμεύσεις κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες ευρώ (€20.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Οποιοσδήποτε λειτουργός ή υπάλληλος Αρχής Τοπικής Αυτοδιοίκησης και υπάλληλος άλλων οντοτήτων της Γενικής Κυβέρνησης ή μη κερδοσκοπικής δημόσιας εταιρείας ο οποίος, χωρίς εύλογη δικαιολογία, εξουσιοδοτεί τη διενέργεια δαπανών που υπερβαίνει τις εγκριμένες πιστώσεις του σχετικού προϋπολογισμού του, διαπράττει αδίκημα που υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (€20.000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, χωρίς εύλογη δικαιολογία, αρνείται ή αδυνατεί να ετοιμάσει και υποβάλει οποιαδήποτε πληροφορία που είναι υπό την ευθύνη του και απαιτείται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή υποβάλλει ψευδή στοιχεία τα οποία απαιτούνται από τον παρόντα Νόμο, διαπράττει ποινικό αδίκημα που υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις είκοσι χιλιάδες (€20.000) ευρώ ή και στις δύο αυτές ποινές.
112. Το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου αλλά και για τη ρύθμιση θεμάτων τα οποία, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, επιδέχονται ή πρέπει να τύχουν χειρισμού, ειδικότερα θέματα τεχνικής φύσεως.
114.-(1) Από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, ο περί της Ρύθμισης του Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου και Δημοσιονομικών Κανόνων Νόμος του 2012, καταργείται.
(2) Οποιοιδήποτε κανονισμοί ή εγκύκλιοι έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντος Νόμου παραμένουν σε ισχύ έως ότου καταργηθούν ή τροποποιηθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου και στο βαθμό που συνάδουν με τον παρόντα Νόμο.
115. Μέχρι την ψήφιση ειδικής νομοθεσίας που να διέπει το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων που προβλέπεται στο εδάφιο (4) του άρθρου 74-
(α) κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 73, αναλήψεις από το Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων δύνανται να επιτρέπονται μόνον για τέτοιο ποσό και για τέτοιους σκοπούς, όπως καθορίζονται στον περί Προϋπολογισμού Νόμο, μέσω του οποίου εξουσιοδοτούνται οι αναλήψεις·
(β) όλα τα περιουσιακά στοιχεία του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων κατατίθενται στην Κεντρική Τράπεζα και
(γ) κατά παρέκκλιση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 73, καμιά λειτουργική δαπάνη για τη διαχείριση των πόρων του Εθνικού Ταμείου Επενδύσεων αφαιρείται από τα έσοδα υδρογονανθράκων που μεταφέρονται στο Εθνικό Ταμείο Επενδύσεων.
116.-(1) Ανεξάρτητα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 60, του άρθρου 70 και του εδαφίου (2) του άρθρου 75 τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία κατά την οποία το λογιστικό σύστημα για την υποστήριξη της υλοποίησης του Προϋπολογισμού, περιλαμβανομένου του ελέγχου των δεσμεύσεων είναι σε εφαρμογή ή δώδεκα (12) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Ο Υπουργός, μετά από εισήγηση του Γενικού Λογιστή, καθορίζει την ημερομηνία όπου το λογιστικό σύστημα δύναται να υποστηρίξει την υλοποίηση του Προϋπολογισμού, περιλαμβανομένου του ελέγχου δεσμεύσεων που αναφέρονται στο άρθρο 70.
117. Ανεξάρτητα από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, το εδάφιο (2) του άρθρου 80, σχετικά με τη σύσταση μονάδων εσωτερικού ελέγχου, τίθεται σε ισχύ την ημερομηνία που ήθελε καθορίσει ο Υπουργός ή δώδεκα μήνες (12) μετά τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
118. Οι διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 60, των εδαφίων (1) και (5) του άρθρου 79, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 94, των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 100 και των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 105 τίθενται σε ισχύ την ημερομηνία που ήθελε καθορίσει ο Υπουργός ή δώδεκα μήνες (12) μετά τη δημοσίευση του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.