35.(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 34, το Δικαστήριο δύναται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, εντός δεκαπέντε ημερών (15) από την έκδοσή του, ή εντός οποιασδήποτε άλλης χρονικής περιόδου το Δικαστήριο ήθελε ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της, το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης λύσης της Πολιτικής Συμβίωσης ή κατ’ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ, αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του ενάγοντα, να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ’ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.