2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«άλλο πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δεν είναι μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ, στο οποίο ο Διοικητής αποφασίζει να χορηγήσει παράλληλη ταυτότητα για την από μέρους του χρήση της, ως συνεργάτης της ΚΥΠ·
«Ανώτατο Συμβούλιο» σημαίνει το Συμβούλιο που καθιδρύεται δυνάμει του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου∙
«αρχές τοπικής διοίκησης» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό ο περί Δήμων Νόμος του 1985 και ο περί Κοινοτήτων Νόμος του 1999, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται∙
«Γενικό Επιτελείο Εθνικής Φρουράς» ή «ΓΕΕΦ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 2011, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου» και «Aναπληρωτής Γραμματέας του Ανώτατου Συμβουλίου» σημαίνει τα μέλη του προσωπικού της ΚΥΠ τα οποία ορίζονται από τον Διοικητή, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17E·
«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» ή «δεδομένα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Δήλωση» σημαίνει τη δήλωση περιουσιακών στοιχείων που συμπληρώνει μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13Α·
«δημόσια υπηρεσία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«δημόσιος τομέας» σημαίνει υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει υπηρεσία σε θέση στη Δημόσια Υπηρεσία, στη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, στις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, στις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας, σε οποιαδήποτε θέση Δικαστού σε οποιοδήποτε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, στη θέση του Γενικού και Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Ελεγκτή, του Γενικού και Βοηθού Γενικού Λογιστή, καθώς και υπηρεσία σε οποιαδήποτε θέση στην κρατική υπηρεσία αναφορικά με την οποία γίνεται ειδική πρόνοια σε ειδικό νόμο·
«διαβαθμισμένα έγγραφα» σημαίνει έγγραφα που περιέχουν διαβαθμισμένες πληροφορίες ή και διαβαθμισμένες πληροφορίες ΕΕ∙
«διαβαθμισμένη πληροφορία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«διαβαθμισμένη πληροφορία ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«διαβαθμισμένο καθεστώς της ΚΥΠ» σημαίνει ότι η ΚΥΠ, ως όργανο ενημέρωσης του Προέδρου της Δημοκρατίας, προστατεύεται με διαβάθμιση γενικά για κάθε διοικητική και επιχειρησιακή διαδικασία της και οποιοδήποτε στοιχείο αφορά τη λειτουργία της, η οποία είναι αναπόσπαστο μέρος της ασφάλειας της ΚΥΠ, και απαγορεύεται η κυκλοφορία ή η αποκάλυψη των στοιχείων αυτών, χωρίς να δοθεί η προηγούμενη έγκριση του Διοικητή για κυκλοφορία του ή και για ολική ή/και μερική αποκάλυψή του, με διατήρηση ή μη της διαβάθμισής του·
«διαδικασία εκδίκασης θέματος ασφάλειας» σημαίνει τη διαδικασία που ακολουθεί το αποτέλεσμα μιας έρευνας για ενδεχόμενη παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ, η οποία προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 27 και στους εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδει ο Διοικητής με βάση τις διατάξεις του άρθρου 27(4Γ) του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει την απαγγελία του κατηγορητηρίου, την ακρόαση της υπόθεσης, την έκδοση απόφασης και την επιβολή της ποινής·
«διοικητική διαδικασία της ΚΥΠ» σημαίνει κάθε διαδικασία που επιτελείται στο πλαίσιο της άσκησης των διοικητικών ενεργειών, πράξεων και αποφάσεων μονομελούς ή συλλογικού οργάνου της ΚΥΠ ή που ενεργεί κατ’ εξουσιοδότηση της ΚΥΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
«διοικητική κατάσταση μέλους του προσωπικού της ΚΥΠ» σημαίνει οτιδήποτε αφορά τη θέση, τα καθήκοντα, τις αρμοδιότητες και την αποστολή του μέλους αυτού στην ΚΥΠ·
«Διοικητής» σημαίνει το πρόσωπο που προΐσταται της ΚΥΠ, τα καθήκοντα και οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 8 του παρόντος Νόμου∙
«δίωξη από την ΚΥΠ για θέμα ασφάλειας» σημαίνει τη διαδικασία η οποία αρχίζει από την έρευνα για ενδεχόμενη παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ μέχρι την ολοκλήρωση της διαδικασίας εκδίκασης θέματος ασφάλειας·
«εγγραφή οχήματος» σημαίνει την εγγραφή και την καταχώριση οχήματος στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου·
«έγγραφο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κανονισμών Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2002, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται και το άρθρο 2 του περί Απόδειξης Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«ειδική άδεια ασφάλειας» σημαίνει την άδεια που παραχωρείται από την ΚΥΠ, με βάση τη διαδικασία, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις ελέγχου ασφάλειας, που καθορίζονται με εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδει ο Διοικητής·
«επεξεργασία» ή «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου του 2001, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«επιχειρησιακή διαδικασία της ΚΥΠ» σημαίνει κάθε ενέργεια, αποστολή ή δράση της ΚΥΠ για την επιτέλεση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της, με στόχο την ενημέρωση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
«έρευνα ασφάλειας» ή «έλεγχος ασφάλειας» σημαίνει-
(α) τη διαδικασία που διεξάγεται από την ΚΥΠ, όπως αυτή καθορίζεται με εσωτερικούς κανονισμούς που εκδίδει ο Διοικητής, με βάση το αποτέλεσμα της οποίας ο Διοικητής αναγνωρίζει την ικανότητα προσώπου να καταστεί, να παραμείνει μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ, να λάβει εξουσιοδότηση για χειρισμό διαβαθμισμένων πληροφοριών ή/και να λάβει ειδική άδεια ασφάλειας∙ και
(β) τη διαδικασία που διεξάγεται από την Εθνική Αρχή Ασφαλείας για την πραγματοποίηση του ελέγχου ασφάλειας που προβλέπεται στο περί Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα του 2013 και στο περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης Διάταγμα του 2004 και την αναγνώριση του προσώπου στο οποίο αυτή αφορά της αρμοδιότητας να χειρίζεται διαβαθμισμένες πληροφορίες και την παροχή σε αυτό σχετικής εξουσιοδότησης·
«έρευνα για ενδεχόμενη παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ» σημαίνει την έρευνα που διεξάγει η ΚΥΠ για τη διερεύνηση ισχυρισμού για παραβίαση της ασφάλειας της ΚΥΠ·
«ευρύτερος δημόσιος τομέας» σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου ή νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου ή οργανισμό δημόσιου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής διοίκησης, ή οποιονδήποτε άλλο οργανισμό δημόσιου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία·
«θέση» σημαίνει οργανική θέση στην ΚΥΠ, που περιλαμβάνεται στον προϋπολογισμό της ΚΥΠ∙
«κανόνες ασφάλειας της λειτουργίας της ΚΥΠ» σημαίνει τους κανόνες που εκδίδει ο Διοικητής με εσωτερικούς κανονισμούς·
«κανόνες ασφάλειας του προσωπικού της ΚΥΠ» σημαίνει τους κανόνες που εκδίδει ο Διοικητής με εσωτερικούς κανονισμούς·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών» ή «ΚΥΠ» σημαίνει την με τον παρόντα Νόμο θεσπιζόμενη Κυπριακή Υπηρεσία Πληροφοριών∙
«μέλος της αστυνομίας στην ΚΥΠ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Αστυνομίας Νόμου και σημαίνει το μέλος της Αστυνομίας που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13∙
«μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που στελεχώνει την ΚΥΠ, το οποίο ανήκει σε οποιαδήποτε από τις κατηγορίες που προβλέπονται στο άρθρο 13 του παρόντος Νόμου∙
«μέλος του στρατού στην ΚΥΠ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Στρατού της Δημοκρατίας Νόμο και σημαίνει το μέλος του στρατού που προβλέπεται στις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 13·
«μέλος που κατέχει θέση στην ΚΥΠ» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει θέση στην ΚΥΠ δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 13·
«μέλος που παρέχει υπηρεσίες στην ΚΥΠ» σημαίνει πρόσωπο που συνήψε σύμβαση παροχής υπηρεσιών στην ΚΥΠ δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 13·
«νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Ψήφιση Προυπολογισμών) Νόμου του 1987, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«παραβίαση ασφάλειας της ΚΥΠ» σημαίνει το αδίκημα της παραβίασης των κανόνων ασφάλειας λειτουργίας της ΚΥΠ ή/και των κανόνων ασφάλειας από μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ ή/και παραβίασης του διαβαθμισμένου καθεστώτος της ΚΥΠ·
«παράλληλη ταυτότητα» σημαίνει δελτίο ταυτότητας ή/και πιστοποιητικό γέννησης ή/και διαβατήριο, όπως οι όροι αυτοί καθορίζονται από τις διατάξεις του άρθρου 2 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου, που εκδίδεται σύμφωνα με το άρθρο 14Α για χρήση από μέλος του προσωπικού της ΚΥΠ και όπου υπάρχει ανάγκη από μέλη της οικογένειάς του ή και από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο με το οποίο ο Διοικητής έχει αποφασίσει αρμοδίως ότι η συνεργασία μαζί του απαιτείται για την εκπλήρωση της αποστολής και των αρμοδιοτήτων της ΚΥΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·
«Συμβούλιο Εφέσεων» σημαίνει το Ανώτατο Συμβούλιο, όταν ελέγχει σε δεύτερο βαθμό τις αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 17.
«τρίτη χώρα» σημαίνει οποιοδήποτε κράτος που δεν είναι κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«τρομοκρατία» σημαίνει πράξεις που συνιστούν αδικήματα τρομοκρατίας, όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο 5 του περί Kαταπολέμησης της Tρομοκρατίας Νόμου του 2010, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«Υποδιοικητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που διορίζεται στην ΚΥΠ, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου.