34.-(1)(α) Ο μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε εποπτεία των δραστηριοτήτων που ασκεί, από την Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης.
(β) Η Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει το συνδεδεμένο μεσίτη πιστώσεων-
(i) Είτε άμεσα,
(ii) είτε στο πλαίσιο της εποπτείας του πιστωτή εξ’ ονόματος του οποίου ενεργεί, σε περίπτωση που ο πιστωτής είναι ΑΠΙ.
(γ) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του παρόντος εδαφίου, σε περίπτωση κατά την οποία ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων που έχει αδειοδοτηθεί στη Δημοκρατία, παρέχει υπηρεσίες σε άλλο κράτος μέλος, πέραν της Δημοκρατίας, τότε ο συνδεδεμένος μεσίτης πιστώσεων υπόκειται σε άμεση εποπτεία από την Κεντρική Τράπεζα.
(2)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργεί ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μεσίτη πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει ο μεσίτης πιστώσεων στη Δημοκρατία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 7 και στα άρθρα 8, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 20, 22 και 42, καθώς και στα κατ’ εφαρμογή αυτών θεσπιζόμενα μέτρα.
(β) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, διαπιστώσει ότι μεσίτης πιστώσεων που διατηρεί υποκατάστημα εντός της Δημοκρατίας παραβαίνει τα μέτρα που έχουν θεσπισθεί στη Δημοκρατία δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7 και των διατάξεων των άρθρων 8, 9, 10, 11, 13, 14, 15, 16, 17, 20, 22 και 42, απαιτεί από τον συγκεκριμένο μεσίτη πιστώσεων να θέσει τέλος στην παράτυπη αυτή κατάσταση.
(γ) Σε περίπτωση που ο μεσίτης πιστώσεων δεν προβεί στις αιτούμενες ενέργειες που αναφέρονται στην παράγραφο (β), η Κεντρική Τράπεζα προβαίνει σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες για να διασφαλίσει ότι ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων θα θέσει τέλος στην παράτυπη κατάσταση και ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης για τις ενέργειες αυτές.
(δ) Σε περίπτωση που, παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η Κεντρική Τράπεζα ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, ο μεσίτης πιστώσεων συνεχίζει να παραβαίνει τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα που ισχύουν στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης, να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες για να εμποδίσει ή να τιμωρήσει περαιτέρω παρατυπίες και εφόσον είναι απαραίτητο, να εμποδίσει τον μεσίτη πιστώσεων να προβεί σε νέες συναλλαγές εντός της Δημοκρατίας.
(ε) Η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ).
(3) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης διαφωνεί με ενέργειες στις οποίες προέβη η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής δυνάμει της παραγράφου (2) του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, σε σχέση με παράτυπη συμπεριφορά στην οποία τυχόν να προέβη μεσίτης πιστώσεων ο οποίος ασκεί δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος, η Κεντρική Τράπεζα δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη βοήθειά της, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(4) Η Κεντρική Τράπεζα διατηρεί το δικαίωμα, σε σχέση με υποκατάστημα μεσίτη πιστώσεων στη Δημοκρατία, να εξετάζει τις ρυθμίσεις λειτουργίας του υποκαταστήματος και να ζητά οποιεσδήποτε τροποποιήσεις κρίνει απολύτως απαραίτητες για την εκτέλεση των καθηκόντων του εδαφίου (2), και παρέχει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης να επιβάλλουν την τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται από τις παραγράφους 2, 3 και 4 του Άρθρου 7 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ και των κατ’ εφαρμογή αυτού θεσπιζόμενων μέτρων σε σχέση με τις υπηρεσίες που παρέχει το υποκατάστημα.
(5)(α) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής, έχει σαφείς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, ή ότι μεσίτης πιστώσεων που ασκεί δραστηριότητες μέσω υποκαταστήματος στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τα μέτρα που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ εκτός όσων ορίζονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, προκειμένου αυτή να προβεί στις κατάλληλες ενέργειες.
(β) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης δεν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια εντός ενός μηνός από την ημερομηνία που την ενημερώνει η Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) ή σε περίπτωση που παρά τις ενέργειες στις οποίες προέβη η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ο μεσίτης πιστώσεων εξακολουθεί να ενεργεί με τρόπο σαφώς επιζήμιο για τα συμφέροντα των καταναλωτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως η αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής-
(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, προβαίνει σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου να προστατεύσει τους καταναλωτές και να διασφαλίσει η εύρυθμη λειτουργία των αγορών, περιλαμβανομένης της απαγόρευσης του μεσίτη πιστώσεων που παρανομεί να προβεί σε περαιτέρω συναλλαγές στη Δημοκρατία, και ενημερώνει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΤ για τις ενέργειες αυτές,
(ii) δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΤ και να ζητήσει τη βοήθειά της, δυνάμει του Άρθρου 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.
(6) Στις περιπτώσεις μεσίτη πιστώσεων που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους και ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης δύνανται, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους και αφού ενημερώσουν την Κεντρική Τράπεζα ως την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, να προβαίνουν σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα αυτού.
(7) Η Κεντρική Τράπεζα, ως αρμόδια αρχή κράτους μέλους προέλευσης υποκαταστήματος, δύναται κατά την άσκηση των καθηκόντων της και αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του υποκαταστήματος, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο εν λόγω υποκατάστημα.
(8) Η κατανομή των καθηκόντων μεταξύ της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών δυνάμει προνοιών που θεσπίζονται για σκοπούς εφαρμογής του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2014/17/ΕΕ, δεν θίγει τις αρμοδιότητες της αρμόδιας αρχής της Δημοκρατίας και των αρμόδιων αρχών των κρατών μελών σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε τομείς που δεν καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο και την Οδηγία 2014/17/ΕΕ.