33.-(1) Η Κεντρική Τράπεζα ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης του μεσίτη πιστώσεων δύναται να ανακαλεί άδεια λειτουργίας που χορήγησε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29 σε μεσίτη πιστώσεων σε περίπτωση που ο εν λόγω μεσίτης πιστώσεων-
(α) Παραιτήθηκε ρητώς από την άδεια λειτουργίας ή δεν άσκησε τις δραστηριότητες μεσίτη πιστώσεων ούτε παρείχε συμβουλευτικές υπηρεσίες κατά τους προηγούμενους έξι (6) μήνες, εκτός σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα έχει θέσει ως προϋπόθεση στην άδεια λειτουργίας του ότι στις περιπτώσεις αυτές η άδεια λειτουργίας παύει να ισχύει αυτόματα,
(β) έλαβε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών ή παραπλανητικών δηλώσεων ή άλλου παράτυπου μέσου,
(γ) δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις σύμφωνα με τις οποίες χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας,
(δ) εμπίπτει σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση ανάκλησης άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στην νομοθεσία της Δημοκρατίας, σε σχέση με θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου,
(ε) έχει υποπέσει σε σοβαρές ή επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που θεσπίζονται με τον παρόντα Νόμο και που διέπουν τη λειτουργία των μεσιτών πιστώσεων.
(2) Σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα, ενεργώντας ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης, ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας μεσίτη πιστώσεων, ενημερώνει το συντομότερο δυνατό και το αργότερο εντός δεκατεσσάρων (14) ημερών με οιοδήποτε μέσο κρίνει κατάλληλο τις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών υποδοχής για την ανάκληση αυτή.
(3) Η Κεντρική Τράπεζα διαγράφει χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από το μητρώο που διατηρεί το μεσίτη πιστώσεων του οποίου έχει ανακληθεί η άδεια λειτουργίας.