Εγκατάσταση υποκαταστήματος

36.-(1) ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε με τη χρήση συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα, στο άλλο κράτος μέλος καταγωγής της/του. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, οφείλει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Τα άλλα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται·

(iii) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, καθώς και κατά πόσο το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων·

(iv) στην περίπτωση χρησιμοποίησης συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΚΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προτιθέμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εντάσσονται στην εταιρική δομή της ΚΕΠΕΥ·

(v) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, από την οποία είναι δυνατόν να παραλαμβάνονται έγγραφα·

(vi) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

(β) Όταν μια ΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής της ΕΠΕΥ, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται με υποκατάστημα, σε περίπτωση που έχει εγκατασταθεί υποκατάστημα, και υπόκειται, σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Εκτός εάν η Επιτροπή έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθενται να ασκηθούν, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά την ΚΕΠΕΥ.

(4) Επιπρόσθετα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στοιχεία σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΚΕΠΕΥ είναι μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

(5) Εάν η Επιτροπή αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΚΕΠΕΥ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(6) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, το υποκατάστημα δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία.

(7)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, καθώς και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, το γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα και της παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά το αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(δ) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 7, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(8)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, συνάδουν με τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις επιβληθούν από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, με οδηγίες της, δυνάμει του άρθρου 25(12) του παρόντος Νόμου.

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα.

(9) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ με εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ δύναται, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και, αφού ενημερώσει την Επιτροπή, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία.

(10) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (2), η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.