Προοίμιο

Για σκοπούς εναρμόνισης με –

(α) Την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων και την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ (αναδιατύπωση)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016, και

(β) των Άρθρων 88 και 91 της πράξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015,

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

ΤΙΤΛΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Συνοπτικός τίτλος

1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμος του 2017.

Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο -

«αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» σημαίνει ένα ΠΜΔ που είναι εγγεγραμμένος ως αγορά για την ανάπτυξη ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 34·

ο όρος «αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ·

«αλγοριθμικές συναλλαγές» σημαίνει τις συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής, ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών χωρίς να καθορίζονται οποιεσδήποτε παράμετροι διαπραγμάτευσης, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή για τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν·

«αλλαγή χρηματοοικονομικών μέσων» σημαίνει πώληση χρηματοοικονομικού μέσου και αγορά άλλου χρηματοοικονομικού μέσου ή άσκηση δικαιώματος αλλαγής σε σχέση με υφιστάμενο χρηματοοικονομικό μέσο·

«άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση» σημαίνει τη διευθέτηση στα πλαίσια της οποίας ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης, και περιλαμβάνει -

(α) διευθέτηση όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά), και

(β) διευθέτηση όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο απευθείας (επιχορηγημένη πρόσβαση στην αγορά)·

«αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» σημαίνει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερες τις πλευρές να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν προηγουμένως γνωστοποιηθείσας προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή·

«ανώτερα στελέχη» σημαίνει τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες ΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς ή  παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, όπως ορίζεται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 36α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014  και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την οντότητα και το προσωπικό της·

«αποθετήρια έγγραφα» σημαίνει κινητές αξίες, οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο·

«διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια» σημαίνει κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ολόκληρη την ημέρα σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, όπου εφαρμόζεται, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους·

«διαχείριση χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα·

«διαχειριστής αγοράς» σημαίνει πρόσωπο που διευθύνει ή/και διαχειρίζεται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, και περιλαμβάνει την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά·

«διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας» σημαίνει πρόσωπο που διευθύνει ή/και διαχειρίζεται στη Δημοκρατία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, και περιλαμβάνει την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας∙

«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό» σημαίνει τη διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα·

«διοικητικό συμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο ΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς ή παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, όπως ορίζεται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 36α) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, που διορίζεται νόμιμα και έχει την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της γενικής κατεύθυνσης της οντότητας και επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση και περιλαμβάνει πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας·

«δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 28) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 στον όρο «δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα»·

«δομημένη κατάθεση» σημαίνει κατάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, η οποία είναι πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή ασφάλιστρα καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο, σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως-

(α) έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor, ή

(β) ένα χρηματοοικονομικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοοικονομικών μέσων, ή

(γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων υλικών ή μη υλικών μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων, ή

(δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών·

«ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συγκροτήθηκε διά του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ η οποία -

(α) αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της ΕΠΕΥ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 των εν λόγω Νόμων, ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της ΕΠΕΥ, στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

«ειδικός διαπραγματευτής» (market maker) σημαίνει πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοοικονομικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοοικονομικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων, σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος·

«εκδότης κρατικών τίτλων» σημαίνει οποιονδήποτε από τους ακόλουθους φορείς που εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:

(α) την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(β) τη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού της Δημοκρατίας,

(γ) ένα άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,

(δ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,

(ε) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,

(στ) ένα διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,

(ζ) την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» σημαίνει τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών, και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοοικονομικών μέσων που εκδίδονται από ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους·

«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει, για το διορισμό του ως ελεγκτής εταιρείας, τα αναγκαία προσόντα και άδεια σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο και με τον περί Ελεγκτών Νόμο·

«έλεγχος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 37) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«ενεργειακά προϊόντα χονδρικής» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, σημείο 4) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

«επαγγελματίας πελάτης» σημαίνει πελάτη που πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο Δεύτερο Παράρτημα·

«επενδυτική συμβουλή» σημαίνει παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήματός του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα·

«επενδυτικές υπηρεσίες» ή «επενδυτικές δραστηριότητες» ή «επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, οι οποίες καθορίζονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Παραρτήματος και οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που διέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο·

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση, και περιλαμβάνει ΚΕΠΕΥ·

«επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει επιχείρηση που θα ήταν είτε πιστωτικό ίδρυμα παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούνεπενδυτικές δραστηριότητες είτε ΕΠΕΥ εάν τα κεντρικά της γραφεία ή η καταστατική της έδρα βρίσκονταν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ» σημαίνει Εταιρεία Διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» ή «ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010·

«ηλεκτρονική μορφή» σημαίνει κάθε σταθερό μέσο εκτός από χαρτί∙

«θυγατρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 10 και το Άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, και περιλαμβάνει κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·

«ιδιώτης πελάτης» σημαίνει πελάτη που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001» σημαίνει την πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών»∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2013 της Επιτροπής της 14ης Ιουνίου 2013·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Απόφαση (ΕΕ) 215/715 της Επιτροπής της 30ης Απριλίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της 1ης Ιουλίου 2010 για την εφαρμογή της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές ή το ενημερωτικό δελτίο διατίθενται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου», ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΕ) 2016/892 της 7ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1226 της Επιτροπής κατ’ εξουσιοδότηση της 4ης Μαΐου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1379/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) 1379/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2013 για την κοινή οργάνωση των αγορών των προϊόντων αλιείας και υδατοκαλλιέργειας, την τροποποίηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΚ) αριθ. 1184/2006 και (ΕΚ) αριθ. 1224/2009 και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 104/2000 του Συμβουλίου”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2020/560 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Απριλίου 2020·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μάιου 2014 για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με τους Ευρωπαίους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ)  2017/1129  και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937”·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2019/2033» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των Κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, (ΕΕ) αριθ. 575/2013, (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 806/2014», ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2022/858» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2022/858 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 30ής Μαΐου 2022 σχετικά με ένα πιλοτικό καθεστώς για υποδομές της αγοράς που βασίζονται σε τεχνολογία κατανεμημένου καθολικού και την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και (ΕΕ) αριθ. 909/2014 και της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«κατεξοχήν εμπορικός όμιλος» σημαίνει όμιλο του οποίου η κύρια δραστηριότητα δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου ή η άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα Ι του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή η άσκηση δραστηριότητας υπό την ιδιότητα του ειδικού διαπραγματευτή σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων∙

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» σημαίνει ένα CCP όπως ορίζεται στο Άρθρο 2, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου που διέπεται από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ·

«κεντρικό αποθετήριο τίτλων» ή «ΚΑΤ» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

«κινητές αξίες» σημαίνει κατηγορίες αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως-

(α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, συνεταιρισμών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα επί μετοχών,

(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, συμπεριλαμβανομένων και αποθετηρίων εγγράφων επί τέτοιων αξιών,

(γ) κάθε άλλη αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης οποιωνδήποτε τέτοιων κινητών αξιών ή που τυγχάνει διακανονισμού τοις μετρητοίς προσδιοριζόμενου κατ’ αναφορά με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη·

«κρατικός χρεωστικός τίτλος» σημαίνει χρεωστικό τίτλο εκδοθέντα από εκδότη κρατικών τίτλων·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει-

(α) αναφορικά με ΕΠΕΥ-

(i) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

(ii) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,

(iii) εάν η ΕΠΕΥ δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

(β) αναφορικά με ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά είναι εγγεγραμμένη ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς∙

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ’ αποστάσεως πρόσβαση στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές από μέλη ή συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος·

«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» σημαίνει εταιρεία η οποία έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και η οποία κατέχει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο για να παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους ή/και να ασκεί μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες·

«μέσα χρηματαγοράς» σημαίνει τις κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα γραμμάτια του δημοσίου, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 9 και το Άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ» σημαίνει πολυμερές σύστημα, άλλο από ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εν λόγω σύστημα, κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον Τίτλο II·

«μικρομεσαία επιχείρηση» ή «ΜΜΕ» σημαίνει, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μια εταιρεία που είχε μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από διακόσια εκατομμύρια ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη·

«μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«Οδηγία 1997/9/ΕΚ» σημαίνει την πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τίτλο «Οδηγία 1997/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών»·

«Οδηγία 2003/41/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013∙

«Οδηγία 2003/87/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Απόφαση (ΕΕ) 2015/1814 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2015∙

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/91/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία 2009/138/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (αναδιατύπωση)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014·

«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/65/ΕΕ·

«Οδηγία 2013/34/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/102/ΕΕ του Συμβουλίου της 7ης Νοεμβρίου 2014·

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015·

«Οδηγία 2014/17/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016∙

«Οδηγία 2014/57/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς»∙

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Οδηγία 2019/2034/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2019/2034/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Νοεμβρίου 2019 σχετικά με την προληπτική εποπτεία επιχειρήσεων επενδύσεων και την τροποποίηση των Οδηγιών 2002/87/ΕΚ, 2009/65/ΕΚ, 2011/61/ΕΕ, 2013/36/ΕΕ, 2014/59/ΕΕ και 2014/65/ΕΕ», ως διορθώθηκε·

«όμιλος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 11 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

«οριακή εντολή» (limit order) σημαίνει εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοοικονομικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα·

«Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες» ή «ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο·

«παράγωγα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 29) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων» σημαίνει συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με τα προϊόντα που περιέχονται στο Άρθρο 1 και στο παράρτημα Ι μέρος Ι έως ΧΧ και ΧΧIV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013, καθώς και με τα προϊόντα που απαριθμούνται στο Παράρτημα Ι του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1379/2013·

«παράγωγα επί εμπορευμάτων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 30) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«παρεπόμενες υπηρεσίες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος·

«πελάτης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια ΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες·

«πιστοποιητικά» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 27) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«πολυμερές σύστημα» σημαίνει σύστημα ή μηχανισμό, στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοοικονομικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο εν λόγω σύστημα ή μηχανισμό·

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» σημαίνει πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον Τίτλο II·

«ρευστή αγορά» σημαίνει αγορά χρηματοοικονομικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοοικονομικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή της αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοοικονομικών μέσων:

(α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοοικονομικών μέσων,

(β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοοικονομικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,

(γ) μέσο άνοιγμα τιμών, όπου είναι διαθέσιμο·

«ρήτρα πλήρους αποκατάστασης» σημαίνει ρήτρα που αποσκοπεί στην προστασία του επενδυτή, διασφαλίζοντας ότι, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης ενός ομολόγου, ο εκδότης υποχρεούται να καταβάλει στον επενδυτή που κατέχει το ομόλογο ποσό ίσο με το άθροισμα της καθαρής παρούσας αξίας των υπόλοιπων πληρωμών τοκομεριδίων που αναμένονται μέχρι τη λήξη και του κεφαλαίου του προς εξόφληση ομολόγου·

«ρυθμιζόμενη αγορά» σημαίνει το πολυμερές σύστημα το οποίο -

(α) διευθύνει ή διαχειρίζεται  διαχειριστής αγοράς, και

(β) επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του εν λόγω συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του, που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή/και των συστημάτων του εν λόγω συστήματος, και

(γ) έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία συνάδει με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας» σημαίνει το πολυμερές σύστημα το οποίο -

(α) διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς, και

(β) το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του εν λόγω συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του, που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή/και των συστημάτων του εν λόγω συστήματος, και

(γ) το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον Τίτλο III·

«σταθερό μέσο» σημαίνει οποιοδήποτε μέσο το οποίο-

(α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύσει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά και για χρονικό διάστημα που είναι επαρκές για τους σκοπούς των πληροφοριών, και

(β) επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

«στενοί δεσμοί» σημαίνει κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με-

(α) σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, τουλάχιστον του 20% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

(β) σχέση ελέγχου, δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης, κάθε δε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

(γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.

«συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6» σημαίνει συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου, αναφερόμενη στο σημείο 6 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο, υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ, και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση·

«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μόνο μιας ΕΠΕΥ για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοοικονομικά μέσα, διαθέτει χρηματοοικονομικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα ή υπηρεσίες·

«συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser) σημαίνει ΕΠΕΥ η οποία, σε οργανωμένη, συχνή, συστηματική και ουσιαστική βάση, διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα∙ η συχνή και συστηματική βάση μετράται με τον αριθμό των εκτός τόπου διαπραγμάτευσης συναλλαγών στο χρηματο-οικονομικό μέσο που συνάπτονται από την ΕΠΕΥ για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών∙ η ουσιαστική βάση μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την ΕΠΕΥ σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της ΕΠΕΥ σε συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την ΕΠΕΥ σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο∙ ο ορισμός του συστηματικού εσωτερικοποιητή εφαρμόζεται μόνο όταν τηρούνται αμφότερα τα προαναφερόμενα όρια για τη συχνή και συστηματική βάση και για την ουσιαστική βάση, ή όταν μια ΕΠΕΥ επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής·

«τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα» σημαίνει την τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από-

(α) τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων τύπων χρόνου αδράνειας, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας, και

(β) τον εκ του συστήματος καθορισμό της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και

(γ) υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις·

«τόπος διαπραγμάτευσης» σημαίνει ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«υποκατάστημα» σημαίνει τον τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, άλλο από τα κεντρικά γραφεία ή καταστατική έδρα, ο οποίος αποτελεί μέρος μιας ΕΠΕΥ, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ενδεχομένως δε παρέχει και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που εγκαθιδρύονται στο ίδιο κράτος μέλος από ΕΠΕΥ, με τα κεντρικά της γραφεία ή καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος μέλος, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·

«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοδοτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοοικονομικό μέσο» σημαίνει οποιοδήποτε από τα μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, περιλαμβανομένων των μέσων που εκδίδονται με τη χρήση τεχνολογίας κατανεμημένου καθολικού.

(2)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο∙

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο η κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

Πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

3.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται στις ΕΠΕΥ, στους διαχειριστές αγοράς, και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος εντός της Δημοκρατίας.

(2) Ο παρών Νόμος ρυθμίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

(α) Τους όρους για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας των ΚΕΠΕΥ και τη λειτουργία των ΕΠΕΥ·

(β) την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών, μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος·

(γ) τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και τη λειτουργία ρυθμιζόμενων αγορών της Δημοκρατίας·

(δ) [Διαγράφηκε]·

(ε) την εποπτεία, συνεργασία και εφαρμογή από τις αρμόδιες αρχές·

(στ) άλλα συναφή θέματα.

(3) Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται, επίσης, σε πιστωτικά ιδρύματα, όταν τα εν λόγω ιδρύματα παρέχουν μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες, υπό τον όρο ότι οι υπηρεσίες και δραστηριότητες αυτές καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που τους χορηγήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα ή από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους:

(α) Τα άρθρα 4(2), 10(1) και 15, και τα άρθρα 17 έως 21·

(β) το Κεφάλαιο II του Τίτλου II·

(γ) το Κεφάλαιο III του Τίτλου II, εκτός του άρθρου 35(2) και (3) και του άρθρου 36(2) έως (6) και (9)·

(δ) τα άρθρα 68 έως 76 και τα άρθρα 81, 86, 87 και 92.

Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, τυχόν αναφορά των προαναφερομένων διατάξεων στην Επιτροπή θεωρείται ότι συνιστά κατ’ αναλογία αναφορά στην Κεντρική Τράπεζα.

(4) Οι ακόλουθες διατάξεις εφαρμόζονται, επίσης, σε αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα και σε ΚΕΠΕΥ, όταν τα εν λόγω ιδρύματα και ΚΕΠΕΥ πωλούν ή συμβουλεύουν πελάτες σχετικά με δομημένες καταθέσεις:

(α) Το άρθρο 10(1), το άρθρο 15 και το άρθρο 17(2), (3) και (6)·

(β) τα άρθρα 24 έως 27, και τα άρθρα 29, 30 και 31·

(γ) τα άρθρα 68 έως 76.

Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος εδαφίου αναφορικά με αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα, τυχόν αναφορά των προαναφερομένων διατάξεων στην Επιτροπή θεωρείται ότι συνιστά κατ’ αναλογία αναφορά στην Κεντρική Τράπεζα.

(5) Το άρθρο 18(1) έως (6) εφαρμόζεται, επίσης, στα μέλη ή τους συμμετέχοντες των ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ που δεν έχουν την υποχρέωση να αδειοδοτούνται βάσει του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 4(1)(α), (ε), (θ) και (ι).

(6) Τα άρθρα 58 και 59 εφαρμόζονται, επίσης, σε πρόσωπα που εξαιρούνται σύμφωνα με το άρθρο 4.

(7)(α) Όλα τα πολυμερή συστήματα λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις του Τίτλου II για ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή τις διατάξεις του Τίτλου III για ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας.

(β) ΕΠΕΥ, οι οποίες, σε οργανωμένη, συχνή, συστηματική και ουσιαστική βάση, διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς ή ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λειτουργούν σύμφωνα με τον Τίτλο III του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(γ) Με την επιφύλαξη των Άρθρων 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, όλες οι συναλλαγές χρηματοοικονομικών μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου και που δεν συνάπτονται σε πολυμερή συστήματα ή συστηματικούς εσωτερικοποιητές, πρέπει να συμμορφώνονται προς τις σχετικές διατάξεις του Τίτλου III του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου

4.-(1) Ο παρών Νόμος δεν εφαρμόζεται -

(α) Στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και στις επιχειρήσεις που ασκούν τις δραστηριότητες αντασφάλισης και αντεκχώρησης που αναφέρονται στον περί Ασφαλιστικών και Αντασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο, όταν ασκούν τις δραστηριότητες στις οποίες αναφέρεται ο εν λόγω Νόμος·

(β) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων·

(γ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτική υπηρεσία περιστασιακά στο πλαίσιο της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, υπό τον όρο ότι η δραστηριότητα αυτή διέπεται από νομοθετικές ή κανονιστικές διατάξεις ή από επαγγελματικό κώδικα δεοντολογίας που δεν απαγορεύουν την παροχή της υπηρεσίας αυτής·

(δ) στα πρόσωπα που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων εκπομπής και που δεν παρέχουν άλλες επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν άλλες επενδυτικές δραστηριότητες, σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία δεν είναι παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων εκπομπής, εκτός εάν τα πρόσωπα αυτά-

(ι)στα πρόσωπα-

(i) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα επί των δικαιωμάτων αυτών, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή

(ii) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγα αυτών, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,

υπό τον όρο ότι-

(iA) σε κάθε μία από τις ως άνω αναφερόμενες περιπτώσεις, χωριστά και ως σύνολο, αυτό αποτελεί δραστηριότητα παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και

(iB) τα εν λόγω πρόσωπα δεν ανήκουν σε όμιλο του οποίου η κύρια δραστηριότητα είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου ή η άσκηση οποιασδήποτε από τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στο Παράρτημα I του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή η άσκηση δραστηριότητας υπό την ιδιότητα ειδικού διαπραγματευτή για παράγωγα επί εμπορευμάτων, και

(iΓ) τα εν λόγω πρόσωπα δεν εφαρμόζουν κάποια αλγοριθμική συναλλακτική τεχνική υψηλής συχνότητας, και

(iΔ) τα εν λόγω πρόσωπα αναφέρουν, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή τη βάση με την οποία έχουν αξιολογήσει τη δραστηριότητά τους, σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (i) και (ii), ως παρεπόμενη της κύριας δραστηριότητάς τους·

(ii) είναι μέλη ή συμμετέχουν σε ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, αφενός, ή έχουν άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, αφετέρου, εξαιρουμένων των μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων που εκτελούν σε τόπο διαπραγμάτευσης συναλλαγές οι οποίες είναι αντικειμενικά μετρήσιμο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα ή τη δραστηριότητα χρηματοδότησης διαθεσίμων των εν λόγω μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων ή των ομίλων τους, ή

(iii) εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, ή

(iv) διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών:

Νοείται ότι τα πρόσωπα που εξαιρούνται βάσει των παραγράφων (α), (θ) ή (ι) δεν είναι υποχρεωμένα να συμμορφώνονται προς τους όρους της παρούσας παραγράφου για να ισχύει η εξαίρεσή τους∙

(ε) στους διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει του περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμου οι οποίοι, όταν διαπραγματεύονται δικαιώματα εκπομπής, δεν εκτελούν εντολές πελατών και οι οποίοι δεν παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες πέραν της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, υπό την προϋπόθεση ότι τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν κάποια τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα·

(στ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται αποκλειστικά στη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων·

(ζ) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες που περιλαμβάνουν μόνο τόσο τη διαχείριση συστημάτων συμμετοχής των εργαζομένων όσο και την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών αποκλειστικά στις μητρικές τους επιχειρήσεις, στις θυγατρικές τους επιχειρήσεις ή σε άλλες θυγατρικές επιχειρήσεις των μητρικών τους επιχειρήσεων·

(η) στα μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και στους άλλους εθνικούς οργανισμούς που επιτελούν παρόμοιες λειτουργίες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στους λοιπούς δημόσιους φορείς που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος ή παρεμβαίνουν στη διαχείρισή του στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε διεθνείς χρηματοοικονομικούς οργανισμούς που έχουν συγκροτηθεί από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη και οι οποίοι έχουν ως σκοπό να κινητοποιούν χρηματοδοτήσεις και να προσφέρουν χρηματοοικονομική υποστήριξη προς όφελος των μελών τους που πλήττονται ή απειλούνται από σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης·

(θ) στους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων και στα ταμεία συντάξεων, είτε υπόκεινται σε συντονισμό σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε όχι, και στους θεματοφύλακες και διαχειριστές αυτών των οργανισμών·

(ι) στα πρόσωπα-

(i) τα οποία διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβανομένων των ειδικών διαπραγματευτών, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή σε παράγωγα επί των δικαιωμάτων εκπομπής, εξαιρουμένων των προσώπων που διενεργούν συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελούν εντολές πελατών, ή

(ii) που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, πλην της διενέργειας συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή σε δικαιώματα εκπομπής ή σε παράγωγα επί των δικαιωμάτων εκπομπής, στους πελάτες ή τους προμηθευτές της κύριας δραστηριότητάς τους,

υπό τον όρο ότι-

(iΑ) σε κάθε μία από τις ανωτέρω περιπτώσεις χωριστά και ως σύνολο αυτή αποτελεί παρεπόμενη δραστηριότητα ως προς την κύρια δραστηριότητά τους, θεωρούμενη σε επίπεδο ομίλου, και η εν λόγω κύρια δραστηριότητα δεν είναι η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου, ή η άσκηση τραπεζικών δραστηριοτήτων βάσει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 6) του 2015 ως διορθώθηκαν, ούτε το να ενεργούν ως ειδικοί διαπραγματευτές για παράγωγα επί εμπορευμάτων, και

(iΒ) τα πρόσωπα αυτά δεν εφαρμόζουν τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, και

(iΓ) τα εν λόγω πρόσωπα γνωστοποιούν σε ετήσια βάση στην Επιτροπή ότι κάνουν χρήση της εξαίρεσης αυτής και, κατόπιν αιτήματος, αναφέρουν στην Επιτροπή τη βάση πάνω στην οποία στηρίζουν την πεποίθησή τους ότι η δραστηριότητά τους στο πλαίσιο των υποπαραγράφων (i) και (ii) είναι παρεπόμενη ως προς την κύρια δραστηριότητά τους·

(ια) στα πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές κατά την άσκηση άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας μη εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι δεν αμείβονται ειδικά για την παροχή των συμβουλών αυτών·

(ιβ) στις ενώσεις που συγκροτούνται από δανικά και φινλανδικά συνταξιοδοτικά ταμεία με μοναδικό σκοπό τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων των ταμείων που είναι μέλη τους·

(ιγ) στους «agenti di cambio» των οποίων οι δραστηριότητες και τα καθήκοντα διέπονται από το άρθρο 201 του ιταλικού νομοθετικού διατάγματος αριθ. 58 της 24ης Φεβρουαρίου 1998·

(ιδ) στους διαχειριστές συστημάτων μεταφοράς, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου ή στο άρθρο 2 του περί Ρύθμισης της Αγοράς Φυσικού Αερίου Νόμου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει των εν λόγω Νόμων, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 714/2009, βάσει του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 715/2009 ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή κατευθυντήριων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών, στα πρόσωπα που ενεργούν ως πάροχοι υπηρεσιών για λογαριασμό τους για να ασκούν τα καθήκοντά τους βάσει των εν λόγω νομοθετικών πράξεων ή βάσει των κωδικών των δικτύων ή των κατευθυντηρίων γραμμών που έχουν εκδοθεί δυνάμει των εν λόγω Κανονισμών, και σε κάθε φορέα διαχείρισης ή εκμετάλλευσης μηχανισμού εξισορρόπησης ενέργειας ή δικτύου ή συστήματος αγωγών για τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ παροχής και κατανάλωσης ενέργειας, όταν ασκούν τα καθήκοντα αυτά:

Νοείται ότι η εξαίρεση της παρούσας παραγράφου εφαρμόζεται για πρόσωπα τα οποία ασκούν τις δραστηριότητες που περιγράφηκαν στην παρούσα παράγραφο μόνον όταν ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες ή παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες, σε σχέση με παράγωγα επί εμπορευμάτων στο πλαίσιο της άσκησης των εν λόγω δραστηριοτήτων. Η εν λόγω εξαίρεση δεν ισχύει αναφορικά με τη λειτουργία μιας δευτερογενούς αγοράς, περιλαμβανομένων των συστημάτων για συναλλαγές επί χρηματοοικονομικών δικαιωμάτων μεταφοράς στη δευτερογενή αγορά·

(ιε) στα ΚΑΤ, με την εξαίρεση που προβλέπεται στο Άρθρο 73 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

(ιστ) στους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης, όπως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο ε), του Κανονισμού (ΕΕ)  2020/1503.

(2) Τα δικαιώματα που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο δεν εκτείνονται στις υπηρεσίες που παρέχονται από αντισυμβαλλομένους σε πράξεις που διενεργούνται από δημόσιους φορείς που χειρίζονται το δημόσιο χρέος ή από μέλη του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών κατά την άσκηση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και με το πρωτόκολλο αριθ. 4 του καταστατικού του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή κατά την άσκηση ισοδύναμων καθηκόντων δυνάμει των νομοθεσιών των κρατών μελών.

ΤΙΤΛΟΣ II ΟΡΟΙ ΓΙΑ ΤΗ ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΔΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ ΚΕΠΕΥ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

5.-(1) Για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, απαιτείται η προηγούμενη χορήγηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Αναφορικά με τις ΚΕΠΕΥ, η εν λόγω άδεια λειτουργίας χορηγείται από την Επιτροπή.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δύναται να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται από την Επιτροπή η συμμόρφωσή του με το παρόν Κεφάλαιο.

(3) Η Επιτροπή εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΚΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΚΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή επικαιροποιεί το μητρώο και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Κάθε ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει τα κεντρικά της γραφεία στη Δημοκρατία.

(5) Η ΚΕΠΕΥ απαγορεύεται να διεξάγει οποιεσδήποτε άλλες εργασίες πέραν των υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην άδεια λειτουργίας της, εκτός εάν-

(α) Η διεξαγωγή τους οδηγεί ή συμβάλλει στην επίτευξη της παροχής όλων ή μερικών υπηρεσιών ή και της άσκησης δραστηριοτήτων, που επιτρέπονται από την άδεια λειτουργίας της· ή

(β) έχει ληφθεί έγκριση από την Επιτροπή, η οποία χορηγείται, κατά την απόλυτη της κρίση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

6.-(1) Στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει ή να ασκεί η ΚΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια λειτουργίας μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

(2) ΚΕΠΕΥ, που επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορήγησης της άδειας λειτουργίας, δύναται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για επέκταση της άδειας λειτουργίας της.

(3)(α) Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιτρέπει στην ΚΕΠΕΥ να παρέχει της υπηρεσίες και να ασκεί της δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(β) Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε ΕΠΕΥ από αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής άλλου από τη Δημοκρατία ισχύει στη Δημοκρατία και επιτρέπει στην ΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, στη Δημοκρατία, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας

7.-(1) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εκτός εάν και μέχρις ότου ικανοποιηθεί πλήρως ότι, η εταιρεία η οποία συστάθηκε στη Δημοκρατία και αιτείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ (η οποία στο παρόν Κεφάλαιο θα αναφέρεται εφεξής ως «η αιτήτρια»), πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(2) Η αιτήτρια παρέχει όλες τις πληροφορίες, ως καθορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα είδη των προτεινόμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή της αιτήτριας, οι οποίες είναι απαραίτητες για να μπορέσει η Επιτροπή να ικανοποιηθεί ότι η αιτήτρια έχει θεσπίσει, κατά τo χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του παρόντος Κεφαλαίου.

(3) Η Επιτροπή ενημερώνει την αιτήτρια, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

8.-(1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας εάν η ΚΕΠΕΥ-

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2019/2033· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικά με τη λειτουργία των ΚΕΠΕΥ διατάξεων, οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία με την οποία ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

(2) Η Επιτροπή γνωστοποιεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

Διοικητικό συμβούλιο

9.-(1) Η Επιτροπή, κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, δυνάμει του άρθρου 5, βεβαιώνεται ότι η αιτήτρια και το διοικητικό της συμβούλιο συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο και το άρθρο 10.

(2)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 3, έκαστη ΚΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίσει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της έχουν πάντοτε επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και πιο συγκεκριμένα ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πληρούν ιδίως τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εδάφια (3) έως (9).

(β) Σε περίπτωση που μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο, η Επιτροπή δύναται να απομακρύνει τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό συμβούλιο· η Επιτροπή επαληθεύει ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχει βάσιμους λόγους να εικάζει ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με την ΚΕΠΕΥ, τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(3) Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην ΚΕΠΕΥ.

(4) Για τον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που δύναται ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου να κατέχει ταυτόχρονα, λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν τη Δημοκρατία, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, απαγορεύεται να κατέχουν περισσότερων του ενός εκ των ακόλουθων συνδυασμών θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:

(α) Μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου∙

(β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου:

(α) Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου∙

(β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται σε-

(i) ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή

(ii) επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες η ΚΕΠΕΥ κατέχει ειδική συμμετοχή.

(6) Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του εδαφίου (4).

(7) Η Επιτροπή, με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 5, δύναται να εξουσιοδοτεί μέλη του διοικητικού συμβουλίου να κατέχουν μια επιπλέον θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου από ότι επιτρέπει το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις εξουσιοδοτήσεις αυτές.

(8) Το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει συνολικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων, η δε συνολική σύνθεσή του αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.

(9) Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να εκτιμά και αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση· η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.

(10) Η ΚΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για τη μύηση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

(11) Η ΚΕΠΕΥ και η σχετική επιτροπή διορισμών, που προβλέπεται στο άρθρο 10(2), οφείλουν να διασφαλίζουν ένα ευρύ φάσμα προσόντων και ικανοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό συμβούλιο και να εφαρμόζουν προς το σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την ύπαρξη ποικιλομορφίας στο διοικητικό συμβούλιο.

(12) Η Επιτροπή συλλέγει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιεί για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ύπαρξης ποικιλομορφίας και παρέχει αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ.

(13) Τα εδάφια (2) έως (12) δεν θίγουν τις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο.

(14) Η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει ικανοποιηθεί ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτήτριας διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην αιτήτρια, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της αιτήτριας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διοίκησή της και για την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

(15) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να γνωστοποιεί στην Επιτροπή όλα τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΚΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10.

(16) Τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10 οφείλουν να διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα της αιτήτριας.

Ρυθμίσεις διακυβέρνησης

10.-(1)(α) Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη αναφορικά με την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στην ΚΕΠΕΥ και της αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.

(β) Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) τηρούν τις εξής αρχές:

(i) Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να έχει τη γενική ευθύνη της ΚΕΠΕΥ και να εγκρίνει και να επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών της στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ·

(ii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να διασφαλίζει την ακεραιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικής αναφοράς, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία και τα συναφή πρότυπα·

(iii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποιήσεων και ανακοινώσεων·

(iv) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανώτερων στελεχών·

(v) ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην ίδια ΚΕΠΕΥ, εκτός εάν αυτό είναι δικαιολογημένο από την ΚΕΠΕΥ και εγκεκριμένο από την Επιτροπή.

(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλουν οι παράγραφοι (α) και (β), οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) διασφαλίζουν ότι το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει -

(i) Την οργάνωση της ΚΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβα-νομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΚΕΠΕΥ· και

(ii) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΚΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΚΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται· και

(iii) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επαγγελματικής συμπεριφοράς και δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.

(δ) Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΚΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

(ε) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

(στ) Τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος.

(ζ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ‟συνδεδεμένο μέροςˮ σημαίνει -

(i) σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,

(ii) εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, οφείλει να θεσπίζει επιτροπή διορισμών αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στην ΚΕΠΕΥ.

(β) Η επιτροπή διορισμών-

(i) Εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο ή προς έγκριση από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη κενών θέσεων του διοικητικού συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, ικανοτήτων, ποικιλομορφίας και εμπειρίας του διοικητικού συμβουλίου, συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό, και υπολογίζει το χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση∙ και

(ii) αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο και ετοιμάζει πολιτική για το πως θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός· ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(iii) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τυχόν μεταβολές· και

(iv) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τις γνώσεις, τις ικανότητες και την εμπειρία αυτών καθ’ αυτών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου ως συνόλου, και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό συμβούλιο· και

(v) επανεξετάζει, κατά περιόδους, την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο· και

(vi) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη της, στο βαθμό που είναι δυνατόν και σε συνεχή βάση, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο δεν κυριαρχείται από ένα πρόσωπο ή μικρή ομάδα προσώπων κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ ως σύνολο· και

(vii) δύναται να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και να λαμβάνει τη δέουσα χρηματοδότηση προς το σκοπό αυτό.

(3) Το εδάφιο (2) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που, βάσει του κυπριακού δικαίου, το διοικητικό συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οποιουδήποτε εκ των μελών του.

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

11.-(1)(α) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από την αιτήτρια, μέχρις ότου πληροφορηθεί για την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών με ειδική συμμετοχή, είτε πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και για το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

(β) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, δεν έχει ικανοποιηθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.

(γ) Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(2) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αιτήτρια έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(3) Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διοίκησης της ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών διαταγμάτων ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και αυτών που είναι υπεύθυνων για τη διοίκηση, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη.

Γνωστοποίηση σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής

12.-(1)(α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (το οποίο αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «ο υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, τέτοια ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 30 %, ή του 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (που αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14(4).

(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο γνωστοποιεί επίσης στην Επιτροπή την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.

(γ) Κατά την αξιολόγηση, εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 11 και του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και διάθεσης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(2)(α) Η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 14(1) (η οποία αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η αξιολόγηση»), διαβουλεύεται εκτενώς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι-

(i) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(ii) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ, εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής· ή

(iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής.

(β) Η Επιτροπή παρέχει στις αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή σχετική με την αξιολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες.

(γ) Στο πλαίσιο διαβούλευσής της με άλλες αρμόδιες αρχές κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 11, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή, ως η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνει στην απόφασή της τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

(3)(α) Εάν η ΚΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή διάθεσης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται οποιονδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, την Επιτροπή.

(β) Τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί, επίσης, στην Επιτροπή τα ονόματα των μετόχων και μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και μελών, ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(4) Η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11(3), κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, η Επιτροπή αποφασίζει είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακύρωση των αντίστοιχων ψήφων.

Περίοδος αξιολόγησης

13.-(1)(α) Η Επιτροπή, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 12(1), καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, επιβεβαιώνει γραπτώς στον υποψήφιο αποκτώντα την παραλαβή τους.

(β) Η Επιτροπή διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που η Επιτροπή απαιτεί να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 14(4) (η οποία θα αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο ως «η περίοδος αξιολόγησης»).

(γ) Η Επιτροπή ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(2)(α) Η Επιτροπή δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται γραπτώς και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

(β) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή ζητεί πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντα, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, αυτό όμως δεν συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(3) Η Επιτροπή δύναται να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος (β) του εδαφίου (2) έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:

(α) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

(β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία συνάδει με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ, την Οδηγία 2009/138/ΕΚ, την Οδηγία 2011/61/ΕE, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την Οδηγία 2014/65/ΕE.

(4) Εάν η Επιτροπή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει γραπτώς τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο εργασίμων ημερών, και πριν τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής δύναται να δημοσιοποιείται, είτε κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος, είτε κατά την κρίση της Επιτροπής.

(5) Εάν η Επιτροπή δεν αντιταχθεί γραπτώς στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(6) Η Επιτροπή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, όπου ενδείκνυται.

Αξιολόγηση

14.-(1) Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13(2), η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντα στην ΚΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντα και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντα·

(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντα, ειδικότερα ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ΚΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος Νόμου και, όπου εφαρμόζεται, βάσει της περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ή Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων, οδηγίας (ΟΔ 144-2007-16 του 2015) της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία (ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015) της Επιτροπής και βάσει κυπριακής νομοθεσίας που μεταφέρει Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

(ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Η Επιτροπή δύναται να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εφόσον οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

(3) Η Επιτροπή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1). Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αποκτώντα και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής. Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Ανεξάρτητα από το άρθρο 13(1), (2) και (3), εάν κοινοποιηθούν στην Επιτροπή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες χωρίς διακρίσεις.

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών

15.-(1) Η Επιτροπή εξακριβώνει ότι κάθε αιτήτρια συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει της Οδηγίας 1997/9/ΕΚ, κατά το χρόνο που της χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

(2) Η υποχρέωση του εδαφίου (1) εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016 και τυχόν άλλης νομοθεσίας που ενσωματώνει την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

Αρχικό κεφάλαιο

16.Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας, εκτός εάν η αιτήτρια έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή επενδυτικής δραστηριότητας.

Οργανωτικές απαιτήσεις

17.-(1) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να συμμορφώνεται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα εδάφια (2) έως (10) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 18.

(2) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει του παρόντος Νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

(3)(α) Η ΚΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 24.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, η οποία παράγει χρηματοοικονομικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει μια διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοοικονομικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών που επιφέρει σε υφιστάμενα χρηματοοικονομικά μέσα, πριν τα προωθήσει στην αγορά ή τα διανείμει σε πελάτες.

(γ) Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων καθορίζει μια προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της σχετικής κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο, και εξασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, καθώς και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ επανεξετάζει επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοοικονομικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά το δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, έτσι ώστε να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοοικονομικό μέσο συνεχίζει να συνάδει με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ που παράγει χρηματοοικονομικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοοικονομικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοοικονομικού μέσου.

(στ) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προσφέρει ή εισηγείται χρηματοοικονομικά μέσα που δεν παράγει η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (ε) και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο.

(ζ) Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό κάθε άλλης απαίτησης βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

(4) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική παροχή και άσκηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, η ΚΕΠΕΥ χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της ΚΕΠΕΥ ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

(γ) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της Επιτροπής να απαιτεί πρόσβαση στις επικοινωνίες βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι ΚΕΠΕΥ διαθέτουν υγιείς μηχανισμούς ασφαλείας, για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται πάντοτε το απόρρητο των δεδομένων.

(6) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία με όλες τις υπηρεσίες που παρέχει και τις δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε ενέργειες για την διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων της ΚΕΠΕΥ βάσει του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και ειδικότερα να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τους πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και με την ακεραιότητα της αγοράς.

(7)(α) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνάφθηκαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.

(β) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν επίσης αυτές που αποσκοπούν να καταλήξουν σε συναλλαγές που συνάπτονται κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμα και αν οι εν λόγω συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες δεν καταλήγουν στην εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών.

(γ) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α) και (β), η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΚΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη εγκρίνεται ή επιτρέπεται από την ΚΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και των πελατών της, οι οποίες καταλήγουν ή ενδέχεται να καταλήξουν στην πραγματοποίηση συναλλαγών. Η γνωστοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται μία φορά, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί, εκ των προτέρων, σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.

(στ) Εντολές δύνανται να εισάγονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες οφείλουν να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως ταχυδρομικές επιστολές, τηλεομοιοτυπικά, ηλεκτρονικά μηνύματα ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν δια ζώσης σε συναντήσεις. Ιδίως, το περιεχόμενο των σχετικών προσωπικών συνδιαλέξεων με πελάτη δύναται να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.

(ζ) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέπει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΚΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.

(η) Τα προβλεπόμενα στο παρόν εδάφιο αρχεία παρέχονται στον εμπλεκόμενο πελάτη, κατόπιν αιτήματος, και φυλάσσονται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

(8) Εάν κατέχει χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΚΕΠΕΥ, και για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση χρηματοοικονομικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

(9) Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

(10) Η ΚΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την ασφάλεια ή κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, πραγματικών ή ενδεχόμενων ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

(11)(α) Τα εδάφια (6) και (7) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε υποκατάστημα ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η δε Επιτροπή διασφαλίζει την συμμόρφωση του υποκαταστήματος με τα εν λόγω εδάφια όσον αφορά τις συναλλαγές τις οποίες εκτελεί το υποκατάστημα, χωρίς επηρεασμό της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικής ΕΠΕΥ να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

(β) Η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, με οδηγίες της, να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις σε ΚΕΠΕΥ όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών της, επιπλέον των απαιτήσεων που προβλέπονται στα εδάφια (8), (9) και (10) του παρόντος άρθρου και στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του Άρθρου 16, παράγραφος 12, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΚΕΠΕΥ φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στη Δημοκρατία.

(γ) Η Επιτροπή γνωστοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση την οποία προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με την παράγραφο (β), τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των ΚΕΠΕΥ, τα οποία καθορίζονται στα Άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εξαιρέσεις από απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων

17Α. ΚΕΠΕΥ εξαιρείται από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους (β) έως (ε) του εδαφίου (3) του άρθρου 17 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 25, σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχει αφορούν ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης ή σε περίπτωση που τα χρηματοοικονομικά μέσα διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους.

Αλγοριθμικές συναλλαγές

18.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου, κατάλληλους για τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσής της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια διαπραγμάτευσης και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια ΚΕΠΕΥ καθιερώνει επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτή συνδέεται. Η εν λόγω ΚΕΠΕΥ καθιερώνει αποτελεσματικούς μηχανισμούς συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα διαπραγμάτευσής της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος εδαφίου.

(2)(α)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(β) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών των αλγοριθμικών συναλλαγών που ακολουθεί, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια διαπραγμάτευσης στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων του εδαφίου (1) και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την ΚΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές αυτές.

(γ)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης, στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (β) και τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει από ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ, την κοινοποίηση των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω τεχνικής κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, τηρεί, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των εντολών που ακυρώθηκαν, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα διαθέτει στην Επιτροπή, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

(3) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών για να ακολουθήσει στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης-

(α) Ακολουθεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια καθορισμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης·

(β) συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, τουλάχιστον, οι υποχρεώσεις της ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με την παράγραφο (α)·και

(γ) εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο (β) ανά πάσα στιγμή.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 49 η ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, σε περίπτωση που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε πλειάδα τόπων διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και επανεξέταση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται από το να υπερβούν κατάλληλα προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΚΕΠΕΥ ή που μπορούν να οδηγήσουν ή να συμβάλλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή μπορούν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΚΕΠΕΥ παρακολουθεί τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και την οποία η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αναφέρει στην Επιτροπή. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι, βάσει αυτής της συμφωνίας, η ΚΕΠΕΥ διατηρεί την ευθύνη βάσει του παρόντος Νόμου.

(γ)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(δ) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την εφαρμογή τους.

(ε)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) και τις οποίες λαμβάνει από την ΚΕΠΕΥ.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(στ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(6) Η ΚΕΠΕΥ, που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος για άλλα πρόσωπα, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την ΚΕΠΕΥ και την αγορά. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ

19.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 17 -

(α) Θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και εύρυθμης διαπραγμάτευσης και θεσπίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποδοτική εκτέλεση εντολών∙ και

(β) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την υγιή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, περιλαμβανομένης της θέσπισης αποτελεσματικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοοικονομικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.

(β) Όπου εφαρμόζεται, οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των χρηστών και τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων, παρέχουν επαρκείς πληροφορίες που είναι δημόσια διαθέσιμες, ή βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και χωρίς διακρίσεις, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.

(4) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που δύναται να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(5) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται με τα άρθρα 49 και 50 και καθιερώνουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για να το πετύχουν.

(6) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ -

(α) Ενημερώνουν σαφώς τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος∙ και

(β) καθιερώνουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποδοτικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(7) Οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.

(8) Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση όσον αφορά την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(9) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 70(2), για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου.

(10) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 21(1), (4) και (5), κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων ή/και χρηστών τους. Η Επιτροπή διαθέτει, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιείται από την Επιτροπή στην ΕΑΚΑΑ.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ

20.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 17 και 19, θεσπίζουν και εφαρμόζουν μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

(2) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 19(3) και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ, συμμορφώνονται με τους όρους του άρθρου 54(3).

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς ώστε-

(α) Να έχουν κατάλληλα μέσα που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων· και

(β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να διευκολύνουν την αποδοτική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα συστήματα τους∙ και

(γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε συνεχή βάση, επαρκείς οικονομικούς πόρους για να διευκολύνεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και το μέγεθος των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και του βαθμού των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.

(4) Τα άρθρα 25 και 26, το άρθρο 28(1), (2) και (4) έως (10) και το άρθρο 29 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διενεργούνται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ή συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του ΠΜΔ. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 25, 26, 28 και 29 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

(5) Απαγορεύεται στις ΚΕΠΕΥ και στους διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ

21.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΜΟΔ θεσπίζουν μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας που αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα, μόνον εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.

(β) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν δύναται, για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ, να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ θεσπίζει μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1).

(3) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, πέραν της κατάρτισης αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

(4) Απαγορεύεται η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να εμπλέκει άλλη ΕΠΕΥ για την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ΕΠΕΥ δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση, εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

(6)(α) Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται στη βάση διακριτικής ευχέρειας.

(β) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε οποιαδήποτε ή και στις δυο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή απόσυρση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται·

(ii) όταν αποφασίζει να μην αντιστοιχίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 28.

(γ) Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αποφασίζει εάν, πότε και πόσες εκ των δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (4) και (5) και χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), για σύστημα που ρυθμίζει συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ δύναται να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών, προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.

(δ) Η κατά την παράγραφο (α) υποχρέωση εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των άρθρων 19 και 28.

(7) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί, είτε όταν μια ΚΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, ειδικότερα πότε μια εντολή στον ΜΟΔ δύναται να αποσυρθεί και πότε και πώς δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στον ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή επιβλέπει την κατάρτιση αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό από την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχιση της συμμόρφωσης του με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1) και ότι η κατάρτιση αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας και των πελατών τους.

(8) Τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ - Όροι Λειτουργίας για τις ΚΕΠΕΥ
ΤΜΗΜΑ 1 - Γενικές διατάξεις
Τακτική επανεξέταση των όρων χορήγησης της άδειας λειτουργίας

22.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ οφείλουν να συμμορφώνονται διαρκώς με τους όρους που τίθενται στο Κεφάλαιο I για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας.

(2) Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλληλες μεθόδους για να παρακολουθεί κατά πόσον οι ΚΕΠΕΥ συμμορφώνονται με την κατά το εδάφιο (1) υποχρέωσή τους. Οι ΚΕΠΕΥ γνωστοποιούν στην Επιτροπή κάθε ουσιαστική μεταβολή στους όρους χορήγησης της άδειας λειτουργίας.

Γενικές υποχρεώσεις όσον αφορά τη συνεχή εποπτεία

23.-(1) Η Επιτροπή εποπτεύει τις δραστηριότητες των ΚΕΠΕΥ με τρόπο που να της επιτρέπει να αξιολογεί τη συμμόρφωση με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο. Η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης των ΚΕΠΕΥ με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(2)(α) Η Επιτροπή, ως η αρμόδια αρχή για την αδειοδότηση και εποπτεία των δραστηριοτήτων των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης, όπως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 34) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, με παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του εν λόγω Κανονισμού και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών, όπως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 36) του εν λόγω Κανονισμού, παρακολουθεί τις δραστηριότητες των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών, ώστε να αξιολογεί τη συμμόρφωσή τους με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω Κανονισμό.

(β) Η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει οποιεσδήποτε πληροφορίες οι οποίες είναι αναγκαίες για σκοπούς αξιολόγησης της συμμόρφωσης των εγκεκριμένων μηχανισμών δημοσίευσης και των εγκεκριμένων μηχανισμών αναφορών με τους όρους λειτουργίας που προβλέπονται στον εν λόγω Κανονισμό.

Συγκρούσεις συμφερόντων

24.-(1) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για τον εντοπισμό και την αποφυγή ή τη διαχείριση των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ αφενός αυτής της ίδιας περιλαμβανομένων των διευθυντικών στελεχών και υπαλλήλων της, των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της και οποιουδήποτε προσώπου που συνδέεται μαζί της άμεσα ή έμμεσα με σχέση ελέγχου, και αφετέρου των πελατών της, ή μεταξύ δύο πελατών της, κατά την παροχή οποιασδήποτε επενδυτικής υπηρεσίας και παρεπόμενης υπηρεσίας ή συνδυασμού αυτών των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων αυτών που οφείλονται στη λήψη αντιπαροχών από τρίτους ή στα συστήματα αποδοχών της ΚΕΠΕΥ ή παροχής κινήτρων.

(2) Σε περίπτωση που οι οργανωτικές ή διοικητικές ρυθμίσεις που εφαρμόζει η ΚΕΠΕΥ, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 17(3), για να αποφευχθούν οι αρνητικές συνέπειες των συγκρούσεων συμφερόντων στα συμφέροντα του πελάτη της, δεν επαρκούν για να εξασφαλιστεί με εύλογη βεβαιότητα η αποφυγή των κινδύνων να επηρεασθούν αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, η ΚΕΠΕΥ κοινοποιεί σαφώς στον πελάτη τη γενική φύση ή/και τις πηγές των συγκρούσεων συμφερόντων και τα μέτρα που έχουν ληφθεί για το μετριασμό αυτών των κινδύνων, προτού αναλάβει να ασκήσει δραστηριότητες για λογαριασμό του.

(3) Η κοινοποίηση που αναφέρεται στο εδάφιο (2)-

(α) Πραγματοποιείται σε σταθερό μέσο· και

(β) περιλαμβάνει επαρκείς λεπτομέρειες, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του πελάτη, ώστε να μπορεί ο πελάτης να λάβει εμπεριστατωμένη απόφαση για την υπηρεσία, στο πλαίσιο της οποίας ανακύπτει η σύγκρουση συμφερόντων.

ΤΜΗΜΑ 2 - Διατάξεις για την προστασία των επενδυτών
Γενικές αρχές και πληροφόρηση πελατών

25.-(1) Η ΚΕΠΕΥ ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό κατά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή, όπου εφαρμόζεται, παρεπόμενων υπηρεσιών σε πελάτες, ώστε να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα των πελατών της, και να συμμορφώνεται ιδίως με τις αρχές που αναφέρονται στο παρόν άρθρο και στο άρθρο 26.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ, που παράγουν χρηματοοικονομικά μέσα προς πώληση σε πελάτες -

(i) Διασφαλίζουν ότι τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα σχεδιάζονται με τρόπο ώστε να ανταποκρίνονται στις ανάγκες μιας προσδιορισμένης αγοράς-στόχου τελικών πελατών, εντός της σχετικής κατηγορίας ή πελατών∙ και

(ii) διασφαλίζουν ότι η στρατηγική για τη διανομή των χρηματοοικονομικών μέσων είναι συμβατή με την προσδιορισμένη αγορά-στόχο∙ και

(iii) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα διανέμονται στην προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

(β) Η ΚΕΠΕΥ κατανοεί τα χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία προσφέρει ή συνιστά, αξιολογεί τη συμβατότητα των χρηματοοικονομικών μέσων με τις ανάγκες των πελατών στους οποίους παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, λαμβάνοντας υπόψη και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, που αναφέρεται στο άρθρο 17(3) και διασφαλίζει ότι τα χρηματοοικονομικά μέσα προσφέρονται ή συνιστώνται μόνο όταν αυτό είναι προς το συμφέρον του πελάτη.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ διασφαλίζουν ότι -

(α) Όλες οι πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων των διαφημιστικών ανακοινώσεων, τις οποίες απευθύνουν σε πελάτες ή σε δυνητικούς πελάτες, είναι ακριβείς, σαφείς και μη παραπλανητικές∙ και

(β) οι διαφημιστικές ανακοινώσεις μπορούν να αναγνωρίζονται σαφώς ως τέτοιες.

(4)(α) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι παρέχει, στους πελάτες ή τους δυνητικούς πελάτες, εγκαίρως κατάλληλη πληροφόρηση σχετικά με την ΚΕΠΕΥ και τις υπηρεσίες της, τα χρηματοοικονομικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές, τους τόπους εκτέλεσης και το κόστος και τις συναφείς επιβαρύνσεις, και ότι η πληροφόρηση αυτή περιλαμβάνει τα εξής:

(i) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, εγκαίρως πριν από την παροχή των επενδυτικών συμβουλών, να ενημερώνει τον πελάτη-

(Α) κατά πόσο οι συμβουλές παρέχονται σε ανεξάρτητη βάση ή όχι· και

(Β) κατά πόσο οι συμβουλές στηρίζονται σε ευρεία ή πιο περιορισμένη ανάλυση των διαφόρων τύπων χρηματοοικονομικών μέσων και, ιδίως, εάν το εύρος αυτό περιορίζεται στα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται ή διατίθενται από οντότητες που έχουν στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ ή οποιεσδήποτε άλλες νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως τόσο στενές συμβατικές σχέσεις ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών·

(Γ) κατά πόσο η ΚΕΠΕΥ θα παρέχει στον πελάτη περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας των χρηματοοικονομικών μέσων που προτείνονται στον εν λόγω πελάτη·

(ii) οι πληροφορίες για τα χρηματοοικονομικά μέσα και τις προτεινόμενες επενδυτικές στρατηγικές πρέπει να περιλαμβάνουν κατάλληλη καθοδήγηση και προειδοποιήσεις σχετικά με τους κινδύνους που σχετίζονται με τις επενδύσεις στα εν λόγω μέσα ή με την υιοθέτηση συγκεκριμένων επενδυτικών στρατηγικών και να αναφέρουν κατά πόσο το χρηματοοικονομικό μέσο απευθύνεται σε ιδιώτες ή επαγγελματίες πελάτες, λαμβάνοντας υπόψη την προσδιορισμένη αγορά-στόχο σύμφωνα με το εδάφιο (2)·

(iii) οι πληροφορίες για όλα τα κόστη και τις συναφείς επιβαρύνσεις πρέπει να περιλαμβάνουν πληροφορίες που να σχετίζονται τόσο με τις επενδυτικές υπηρεσίες όσο και με τις παρεπόμενες υπηρεσίες, περιλαμβανομένου του κόστους των συμβουλευτικών υπηρεσιών, κατά περίπτωση, του κόστους του χρηματοοικονομικού μέσου που προτείνεται ή διαφημίζεται στον πελάτη, και του τρόπου με τον οποίο ο πελάτης δύναται να το πληρώσει, περιλαμβάνοντας και όλες τις πληρωμές προς τρίτους.

(β) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες σχετικά με όλα τα κόστη και τις επιβαρύνσεις, περιλαμβανομένων εκείνων που συνδέονται με την επενδυτική υπηρεσία και το χρηματοοικονομικό μέσο και που δεν προκαλούνται από την εμφάνιση υποκείμενου κινδύνου της αγοράς, αθροίζονται για να επιτρέψουν στον πελάτη να κατανοήσει το συνολικό κόστος καθώς και τη σωρευτική επίδρασή του στην απόδοση της επένδυσης και, εάν το ζητήσει ο πελάτης, συνοδεύονται από αναλυτική καταγραφή του κόστους. Όπου εφαρμόζεται, οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στον πελάτη σε τακτική βάση, τουλάχιστον ετήσια, κατά τη διάρκεια ισχύος της επένδυσης.

(γ)  Σε περίπτωση που η συμφωνία για αγορά χρηματοοικονομικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, που δεν καθιστά δυνατή την εκ των προτέρων παράδοση πληροφοριών σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις, η ΚΕΠΕΥ δικαιούται να παρέχει τέτοιου είδους πληροφορίες κόστους και επιβαρύνσεων είτε σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε έντυπη μορφή, εφόσον το ζητήσει ιδιώτης πελάτης, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής, εφόσον πληρούνται αμφότερες οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Ο πελάτης έχει συμφωνήσει να λάβει τις πληροφορίες χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής∙

(ii) η ΚΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει την ολοκλήρωση της συναλλαγής έως ότου ο πελάτης λάβει τις πληροφορίες:

Νοείται ότι, επιπροσθέτως των προϋποθέσεων που καθορίζονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii), η ΚΕΠΕΥ υποχρεούται να παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να λαμβάνει τις πληροφορίες σχετικά με το κόστος και τις επιβαρύνσεις τηλεφωνικώς πριν από τη σύναψη της συναλλαγής.

(5) Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στα εδάφια (4) και (9) παρέχονται σε κατανοητή μορφή κατά τρόπο ώστε οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες να είναι εύλογα σε θέση να κατανοούν τη φύση και τους κινδύνους της επενδυτικής υπηρεσίας και του συγκεκριμένου τύπου του προσφερόμενου χρηματοοικονομικού μέσου και, ως εκ τούτου, να λαμβάνουν επενδυτικές αποφάσεις επί μιας εμπεριστατωμένης βάσης. Οι πληροφορίες αυτές δύνανται να παρέχονται σε τυποποιημένη μορφή.

(5Α)(α) Η ΚΕΠΕΥ παρέχει σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες όλες τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε ηλεκτρονική μορφή, εκτός εάν ο πελάτης ή ο δυνητικός πελάτης είναι ιδιώτης πελάτης ή δυνητικός ιδιώτης πελάτης που έχει ζητήσει να λαμβάνει τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή, οπότε στην περίπτωση αυτή η ΚΕΠΕΥ παρέχει τις εν λόγω πληροφορίες δωρεάν σε έντυπη μορφή.

(β) Η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τους ιδιώτες πελάτες ή τους δυνητικούς ιδιώτες πελάτες ότι έχουν την επιλογή να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε έντυπη μορφή.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει-

(i) τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, σε έντυπη μορφή, σχετικά με το γεγονός ότι θα λαμβάνουν τις εν λόγω πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή τουλάχιστον οκτώ (8) εβδομάδες πριν από την αποστολή των εν λόγω πληροφοριών σε ηλεκτρονική μορφή·

(ii) τους  υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι έχουν τη δυνατότητα είτε να συνεχίσουν να λαμβάνουν πληροφορίες σε έντυπη μορφή, είτε να επιλέξουν να λαμβάνουν τις πληροφορίες σε ηλεκτρονική μορφή·

(iii)τους υφιστάμενους ιδιώτες πελάτες ότι θα υπάρξει αυτόματη μετάβαση σε ηλεκτρονική μορφή, εάν δεν ζητήσουν τη συνέχιση της παροχής των πληροφοριών σε έντυπη μορφή εντός της εν λόγω περιόδου των οκτώ (8) εβδομάδων:

Νοείται ότι, οι υφιστάμενοι ιδιώτες πελάτες που λαμβάνουν ήδη τις πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου σε ηλεκτρονική μορφή, δεν χρειάζεται να ενημερώνονται.

(6) Όταν η επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται ως μέρος χρηματοοικονομικού προϊόντος που ήδη υπόκειται σε άλλες διατάξεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σχετικά με τα πιστωτικά ιδρύματα και την καταναλωτική πίστη, όσον αφορά τις απαιτήσεις πληροφόρησης, η εν λόγω υπηρεσία δεν υπόκειται επιπροσθέτως στις επιβαλλόμενες με τα εδάφια (3), (4) και (5) υποχρεώσεις.

(7) Όταν η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη ότι παρέχονται επενδυτικές συμβουλές σε ανεξάρτητη βάση, η εν λόγω ΚΕΠΕΥ-

(α) Αξιολογεί ένα επαρκώς ευρύ φάσμα χρηματοοικονομικών μέσων που είναι διαθέσιμα στην αγορά και τα οποία πρέπει να είναι επαρκώς διαφορετικά ως προς τον τύπο και τους εκδότες τους ή τους παρόχους των προϊόντων, ώστε να διασφαλίζεται ότι οι επενδυτικοί στόχοι του πελάτη μπορούν να επιτευχθούν κατάλληλα, και δεν πρέπει να περιορίζεται στα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδονται ή παρέχονται από-

(i) την ίδια την ΚΕΠΕΥ ή οντότητες που συνδέονται με στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ· ή

(ii) άλλες οντότητες με τις οποίες η ΚΕΠΕΥ έχει τέτοιες στενές νομικές ή οικονομικές σχέσεις, όπως για παράδειγμα συμβατικές σχέσεις, ώστε να υπάρχει ο κίνδυνος επηρεασμού της ανεξάρτητης βάσης των παρεχομένων συμβουλών·

(β) δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους, σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες∙ ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι επηρεάζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από την παρούσα παράγραφο.

(8) Κατά την παροχή διαχείρισης χαρτοφυλακίου, η ΚΕΠΕΥ δεν αποδέχεται και δεν παρακρατεί αμοιβές, προμήθειες ή άλλα χρηματικά ή μη χρηματικά οφέλη που καταβάλλονται ή παρέχονται από τρίτο μέρος ή από πρόσωπο που ενεργεί για λογαριασμό τρίτου μέρους σε σχέση με την παροχή της υπηρεσίας προς τους πελάτες. Ήσσονος σημασίας μη χρηματικά οφέλη, τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την ποιότητα της υπηρεσίας που παρέχεται σε πελάτη και είναι τέτοιας κλίμακας και φύσης ώστε να μην μπορεί να κριθεί ότι επηρεάζουν τη συμμόρφωση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα του πελάτη, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς και εξαιρούνται από το παρόν εδάφιο.

(9)(α) Οι ΚΕΠΕΥ δεν θεωρείται ότι εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους δυνάμει του άρθρου 24 ή δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, όταν καταβάλλουν ή εισπράττουν οποιαδήποτε αμοιβή ή προμήθεια ή παρέχουν ή δέχονται οποιοδήποτε μη χρηματικό όφελος, σε σχέση με την παροχή επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας, προς ή από οιοδήποτε μέρος πλην του πελάτη ή ενός προσώπου για λογαριασμό του πελάτη, εκτός από τις περιπτώσεις όπου η πληρωμή ή το όφελος-

(i) Έχει σχεδιαστεί για την ενίσχυση της ποιότητας της εν λόγω υπηρεσίας προς τον πελάτη∙ και

(ii) δεν επηρεάζει τη συμμόρφωση με την υποχρέωση των ΚΕΠΕΥ να ενεργούν με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών τους.

(β) Η ύπαρξη, η φύση και το ποσό της αμοιβής ή του οφέλους που αναφέρεται στην παράγραφο (α) ή, εάν το ποσό δεν μπορεί να προσδιοριστεί, η μέθοδος υπολογισμού του εν λόγω ποσού, πρέπει να κοινοποιούνται σαφώς στον πελάτη, με περιεκτικό, ακριβή και κατανοητό τρόπο, πριν από την παροχή της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας. Όπου εφαρμόζεται, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει επίσης τον πελάτη σχετικά με τους μηχανισμούς για τη μεταφορά στον πελάτη της αμοιβής, της προμήθειας ή του χρηματικού ή μη χρηματικού οφέλους που έχει λάβει σε σχέση με την παροχή της επενδυτικής υπηρεσίας ή παρεπόμενης υπηρεσίας.

(γ) Η καταβολή αμοιβής ή οφέλους, που επιτρέπει ή είναι αναγκαία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, όπως τα έξοδα φύλαξης, τα τέλη διακανονισμού και τα χρηματιστηριακά τέλη, τα ρυθμιστικά τέλη ή τα νομικά έξοδα, και η οποία αμοιβή ή όφελος δεν μπορεί από τη φύση του να οδηγήσει σε σύγκρουση με την υποχρέωση της ΚΕΠΕΥ να ενεργεί με έντιμο, δίκαιο και επαγγελματικό τρόπο προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της, δεν υπόκειται στις απαιτήσεις που ορίζονται στην παράγραφο (α).

(9Α)(α) Η παροχή έρευνας από τρίτους σε ΚΕΠΕΥ που παρέχει διαχείριση χαρτοφυλακίου ή άλλες επενδυτικές ή παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες θεωρείται ότι πληροί τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στο εδάφιο (1), σε περίπτωση που-

(i) πριν από την παροχή υπηρεσιών εκτέλεσης ή έρευνας, έχει συναφθεί συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του παρόχου έρευνας, στην οποία προσδιορίζεται το μέρος τυχόν συνδυασμένων επιβαρύνσεων ή από κοινού πληρωμών που αντιστοιχεί στην έρευνα· και

(ii) η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τις από κοινού πληρωμές για υπηρεσίες εκτέλεσης και έρευνες που πραγματοποιούνται σε τρίτους παρόχους έρευνας· και

(iii) η έρευνα για την οποία καταβάλλονται οι συνδυασμένες επιβαρύνσεις ή πραγματοποιείται η από κοινού πληρωμή αφορά εκδότες των οποίων η χρηματιστηριακή αξία κατά τη διάρκεια των τριάντα έξι (36) μηνών που προηγούνται της παροχής έρευνας δεν υπερβαίνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ (€1.000.000.000), όπως προκύπτει από τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους κατά τη διάρκεια των ετών κατά τα οποία είναι ή ήταν εισηγμένες ή από τα ίδια κεφάλαια κατά τη διάρκεια των οικονομικών ετών κατά τα οποία δεν είναι ή δεν ήταν εισηγμένες.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η έρευνα καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που αφορούν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα ή άλλα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες ή εν δυνάμει εκδότες χρηματοοικονομικών μέσων ή ότι καλύπτει υλικό ή υπηρεσίες έρευνας που συνδέονται στενά με έναν συγκεκριμένο κλάδο ή αγορά, ώστε να τεκμηριώνει απόψεις για τα χρηματοοικονομικά μέσα, τα περιουσιακά στοιχεία ή τους εκδότες στο πλαίσιο του εν λόγω κλάδου ή της εν λόγω αγοράς.

(γ) Η έρευνα περιλαμβάνει υλικό ή υπηρεσίες που συνιστούν ή υποδεικνύουν ρητώς ή σιωπηρώς μια επενδυτική στρατηγική και παρέχουν τεκμηριωμένη γνώμη σχετικά με την παρούσα ή τη μελλοντική αξία ή την τιμή χρηματοοικονομικών μέσων ή περιουσιακών στοιχείων ή περιέχουν, υπό άλλη μορφή, ανάλυση και πρωτότυπες ιδέες και καταλήγουν σε συμπεράσματα με βάση νέες ή υφιστάμενες πληροφορίες που δύνανται να χρησιμοποιηθούν για να τεκμηριωθεί μια επενδυτική στρατηγική και να είναι συναφής και ικανή να προσθέσει αξία στις αποφάσεις της ΚΕΠΕΥ για λογαριασμό των πελατών που χρεώνονται για την εν λόγω έρευνα.

(10) Η ΚΕΠΕΥ που παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες σε πελάτες διασφαλίζει ότι η απόδοση του προσωπικού της δεν αμείβεται ούτε αξιολογείται κατά τρόπο που έρχεται σε σύγκρουση με το καθήκον της να ενεργεί προς το βέλτιστο συμφέρον των πελατών της. Ειδικότερα, τέτοια ΚΕΠΕΥ δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε ρύθμιση υπό τη μορφή αμοιβών, στόχων πωλήσεων ή υπό άλλη μορφή, που θα μπορούσε να αποτελέσει κίνητρο για το προσωπικό της να συστήσει ένα συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο σε ιδιώτη πελάτη, ενώ η ΚΕΠΕΥ θα μπορούσε να προσφέρει διαφορετικό χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο θα ικανοποιούσε καλύτερα τις ανάγκες του πελάτη.

(11)(α) Εάν μια επενδυτική υπηρεσία προσφέρεται σε συνδυασμό με άλλη υπηρεσία ή προϊόν ως μέρος πακέτου ή ως όρος για την ίδια συμφωνία ή πακέτο, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη κατά πόσο υπάρχει η δυνατότητα αγοράς των διάφορων στοιχείων χωριστά, και παρέχει χωριστή τεκμηρίωση για το κόστος και τις επιβαρύνσεις κάθε στοιχείου.

(β) Όταν οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την αναφερόμενη στην παράγραφο (α) συμφωνία ή πακέτο που προσφέρεται σε ιδιώτη πελάτη είναι πιθανόν να διαφέρουν από τους κινδύνους που σχετίζονται με κάθε στοιχείο χωριστά, η ΚΕΠΕΥ παρέχει επαρκή περιγραφή των διαφορετικών στοιχείων της συμφωνίας ή πακέτου και του τρόπου με τον οποίο η αλληλεπίδρασή τους μεταβάλλει τους κινδύνους.

(12)(α) Η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, με οδηγίες της να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις στις ΚΕΠΕΥ, σε σχέση με θέματα που καλύπτονται από το παρόν άρθρο. Οι απαιτήσεις αυτές πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται ορισμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στη Δημοκρατία.

(β) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση την οποία προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία έναρξης ισχύος της απαίτησης. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των ΚΕΠΕΥ όπως αυτά ορίζονται στα Άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Αξιολόγηση της καταλληλότητας και της συμβατότητας και ενημέρωση προς τους πελάτες

26.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ διασφαλίζουν, και αποδεικνύουν στην Επιτροπή κατόπιν απαίτησής της, ότι τα φυσικά πρόσωπα που παρέχουν επενδυτικές συμβουλές ή πληροφόρηση, σχετικά με χρηματοοικονομικά μέσα, επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες, σε πελάτες για λογαριασμό της ΚΕΠΕΥ, διαθέτουν τις απαιτούμενες γνώσεις και ικανότητες για να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, βάσει του άρθρου 25 και του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή δημοσιεύει, με την έκδοση οδηγίας της, τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την αξιολόγηση των εν λόγω γνώσεων και ικανοτήτων.

(2)(α) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές συμβουλές ή προβαίνει στη διαχείριση χαρτοφυλακίου, οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του πελάτη ή του δυνητικού πελάτη στον επενδυτικό τομέα, σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προϊόντος ή υπηρεσίας, σχετικά με τη χρηματοοικονομική του κατάσταση, περιλαμβανομένης της δυνατότητάς του να υποστεί ζημίες, καθώς και σχετικά με τους επενδυτικούς του στόχους, περιλαμβανομένου του επιπέδου ανοχής κινδύνου, ώστε να μπορεί η ΚΕΠΕΥ να του συστήσει τις επενδυτικές υπηρεσίες και τα χρηματοοικονομικά μέσα που είναι κατάλληλα για την περίπτωσή του και, ιδίως, που είναι σύμφωνα με το επίπεδο ανοχής κινδύνου και με τη δυνατότητά του να υποστεί ζημίες.

(β) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές συμβουλές, στο πλαίσιο των οποίων συστήνει πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων, σύμφωνα με το άρθρο 25(11), διασφαλίζει ότι το συνολικό πακέτο είναι κατάλληλο για τον πελάτη.

(γ)(i) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών ή υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, που περιλαμβάνουν την αλλαγή χρηματοοικονομικών μέσων, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αντλεί τις αναγκαίες πληροφορίες σχετικά με τις επενδύσεις του πελάτη και να αναλύει το κόστος και τα οφέλη της αλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων·

(ii) κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τον πελάτη εάν τα οφέλη της αλλαγής χρηματοοικονομικών μέσων είναι μεγαλύτερα από το κόστος που συνεπάγεται η εν λόγω αλλαγή.

(3)(α) Όταν η ΚΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες, άλλες από αυτές που προβλέπονται στο εδάφιο (2), οφείλει να ζητεί από τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη να δίνει πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία του στον επενδυτικό τομέα, σε σχέση με το συγκεκριμένο τύπο προσφερόμενου ή αιτούμενου προϊόντος ή υπηρεσίας, ώστε να μπορεί η ΚΕΠΕΥ να εκτιμήσει κατά πόσο η προτεινόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι συμβατά με τον πελάτη. Όταν πρόκειται για πακέτο υπηρεσιών ή προϊόντων σύμφωνα με το άρθρο 25(11), η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι στην εκτίμηση εξετάζεται κατά πόσο το συνολικό πακέτο είναι συμβατό.

(β) Εάν η ΚΕΠΕΥ κρίνει, βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με την παράγραφο (α), ότι το προϊόν ή η υπηρεσία δεν είναι συμβατά με τον πελάτη ή τον δυνητικό πελάτη, οφείλει να τον προειδοποιήσει σχετικά. Η προειδοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(γ) Εάν οι πελάτες ή οι δυνητικοί πελάτες δεν παράσχουν τις κατά την παράγραφο (α) πληροφορίες σχετικά με τη γνώση και την εμπειρία τους, ή αν παράσχουν ανεπαρκείς σχετικές πληροφορίες, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να τους προειδοποιεί ότι δεν είναι σε θέση να διαπιστώσει κατά πόσον η προτεινόμενη επενδυτική υπηρεσία ή προϊόν είναι συμβατά με αυτούς. Η προειδοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, όταν παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες που συνίστανται αποκλειστικά στην εκτέλεση εντολών του πελάτη ή τη λήψη και διαβίβασή τους, με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες, εξαιρουμένης της χορήγησης δανείων ή πιστώσεων, όπως καθορίζεται στο σημείο 2 του Μέρους ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, τα οποία δάνεια ή πιστώσεις δεν αποτελούνται από υφιστάμενα πιστωτικά όρια δανείων, τρεχούμενων λογαριασμών και διευκολύνσεων υπεραναλήψεων πελατών, δύναται να παρέχει τις εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες στους πελάτες της, χωρίς να έχει αναγκαστικά λάβει τις πληροφορίες ή προβεί στη διαπίστωση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (3), εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Οι υπηρεσίες σχετίζονται με οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χρηματοοικονομικά μέσα:

(i) Μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εφόσον πρόκειται για μετοχές εταιρειών και εξαιρουμένων μετοχών σε οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων που δεν είναι ΟΣΕΚΑ και μετοχών στις οποίες ενσωματώνονται παράγωγα·

(ii) ομολογίες ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε ισοδύναμη αγορά τρίτης χώρας ή σε ΠΜΔ, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες ενσωματώνονται παράγωγα ή στις οποίες περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του εμπλεκόμενου κινδύνου·

(iii) μέσα χρηματαγοράς, εξαιρουμένων εκείνων στα οποία ενσωματώνονται παράγωγα ή στα οποία περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του εμπλεκόμενου κινδύνου·

(iv) μετοχές ή μερίδια σε ΟΣΕΚΑ εξαιρουμένων των δομημένων ΟΣΕΚΑ όπως αναφέρονται στο Άρθρο 36, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Κανονισμού (EE) αριθ. 583/2010·

(v) δομημένες καταθέσεις, εξαιρουμένων εκείνων στις οποίες περιλαμβάνονται δομές που καθιστούν δύσκολη για τον πελάτη την κατανόηση του κινδύνου για την απόδοση ή του κόστους της πρόωρης εξόδου από το προϊόν·

(vi) άλλα μη πολύπλοκα χρηματοοικονομικά μέσα για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου∙

για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, μια αγορά τρίτης χώρας θεωρείται ισοδύναμη με ρυθμιζόμενη αγορά, εάν πληρούνται οι απαιτήσεις και η διαδικασία του Άρθρου 25, παράγραφος 4, τρίτο και τέταρτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(β) η υπηρεσία παρέχεται κατόπιν πρωτοβουλίας του πελάτη ή δυνητικού πελάτη·

(γ) ο πελάτης ή δυνητικός πελάτης έχει ενημερωθεί σαφώς ότι, κατά την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας, η ΚΕΠΕΥ δεν υποχρεούται να εκτιμήσει την συμβατότητα του χρηματοοικονομικού μέσου ή της υπηρεσίας που παρέχεται ή προσφέρεται και ότι, επομένως, ο ίδιος δεν καλύπτεται από την αντίστοιχη προστασία των σχετικών κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας∙ η εν λόγω προειδοποίηση δύναται να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή·

(δ) η ΚΕΠΕΥ συμμορφώνεται με τις κατά το άρθρο 24 υποχρεώσεις της.

(5) Η ΚΕΠΕΥ τηρεί αρχείο όπου περιλαμβάνονται έγγραφο ή έγγραφα που καταρτίζονται κατόπιν συμφωνίας μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του πελάτη, τα οποία αναφέρουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών, καθώς και τους άλλους όρους υπό τους οποίους η ΚΕΠΕΥ θα παρέχει υπηρεσίες στον πελάτη. Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών δύνανται να περιλαμβάνονται με αναφορά σε άλλα έγγραφα ή νομικά κείμενα.

(6)(α) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να χορηγεί στους πελάτες της επαρκείς αναφορές, σε σταθερό μέσο, σχετικά με τις υπηρεσίες που τους παρέχει. Στις αναφορές αυτές περιλαμβάνονται περιοδικές ανακοινώσεις προς τους πελάτες, λαμβανομένων υπόψη του τύπου και της πολυπλοκότητας των συναφών χρηματοοικονομικών μέσων και της φύσης της υπηρεσίας που παρέχεται στον πελάτη, και περιλαμβάνεται, όπου εφαρμόζεται, το κόστος των συναλλαγών και των υπηρεσιών που εκτελούνται ή παρέχονται για λογαριασμό του πελάτη.

(β) Κατά την παροχή επενδυτικών συμβουλών, η ΚΕΠΕΥ παρέχει στον πελάτη, πριν από τη συναλλαγή, δήλωση, σε σταθερό μέσο, σχετικά με την καταλληλότητα, όπου προσδιορίζονται οι συμβουλές που δίνονται και ο τρόπος με τον οποίο οι εν λόγω συμβουλές ανταποκρίνονται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

(γ) Εάν η συμφωνία για αγορά ή πώληση χρηματοοικονομικού μέσου έχει συναφθεί μέσω επικοινωνίας εξ αποστάσεως, κάτι που εμποδίζει την εκ των προτέρων παράδοση της δήλωσης καταλληλότητας, η ΚΕΠΕΥ δύναται να παρέχει τη γραπτή δήλωση σχετικά με την καταλληλότητα, σε σταθερό μέσο, αμέσως μετά που ο πελάτης δεσμεύεται με οποιαδήποτε συμφωνία, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) Ο πελάτης έχει συγκατατεθεί να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, μετά την ολοκλήρωση της συναλλαγής·

(ii) η ΚΕΠΕΥ έχει προσφέρει στον πελάτη τη δυνατότητα να καθυστερήσει τη συναλλαγή, ώστε να παραλάβει τη δήλωση καταλληλότητας πριν από την ολοκλήρωσή της.

(δ) Εάν η ΚΕΠΕΥ παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου ή έχει ενημερώσει τον πελάτη ότι θα πραγματοποιεί περιοδική αξιολόγηση της καταλληλότητας, η περιοδική αναφορά περιέχει επικαιροποιημένη δήλωση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η επένδυση ανταποκρίνεται στις προτιμήσεις, τους στόχους και άλλα χαρακτηριστικά του ιδιώτη πελάτη.

(7) Εάν μια πιστωτική συμφωνία που σχετίζεται με στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, η οποία υπόκειται στις διατάξεις σχετικά με την αξιολόγηση πιστοληπτικής ικανότητας για καταναλωτές που καθορίζεται στην Οδηγία 2014/17/ΕΕ, έχει ως προϋπόθεση την παροχή στον ίδιο καταναλωτή μιας επενδυτικής υπηρεσίας σε σχέση με ενυπόθηκες ομολογίες που εκδίδονται ειδικά για την εξασφάλιση της χρηματοδότησης της πιστωτικής συμφωνίας και έχουν τους ίδιους όρους με αυτήν την πιστωτική συμφωνία η οποία σχετίζεται με τη στεγαστική ακίνητη ιδιοκτησία, ούτως ώστε το δάνειο να είναι πληρωτέο, να αναχρηματοδοτείται ή να εξοφλείται, η υπηρεσία αυτή δεν υπόκειται στις υποχρεώσεις που ορίζονται στο παρόν άρθρο.

Παροχή υπηρεσιών μέσω άλλης ΕΠΕΥ

27.-(1)(α) Η ΚΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες, για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη, μέσω άλλης ΕΠΕΥ, δύναται να βασίζεται στις σχετικές με τον πελάτη πληροφορίες που της γνωστοποιεί η εν λόγω ΕΠΕΥ.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, μέσω της οποίας μεταφέρονται οδηγίες σε άλλη ΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή παρεπόμενων υπηρεσιών για λογαριασμό ενός πελάτη, παραμένει υπεύθυνη για την πληρότητα και την ακρίβεια των διαβιβαζόμενων πληροφοριών.

(2)(α) Η ΚΕΠΕΥ που λαμβάνει οδηγίες να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (1), δύναται επίσης να βασίζεται σε οποιεσδήποτε συστάσεις σχετικά με την υπηρεσία ή τη συναλλαγή που έχουν δοθεί στον πελάτη από άλλη ΕΠΕΥ.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, μέσω της οποίας μεταφέρονται οδηγίες σε άλλη ΕΠΕΥ ούτως ώστε να παράσχει υπηρεσίες για λογαριασμό ενός πελάτη, σύμφωνα με την παράγραφο (β) του εδαφίου (1), παραμένει υπεύθυνη για την καταλληλότητα για τον πελάτη των συστάσεων ή συμβουλών που παρέχονται.

(3) Η ΚΕΠΕΥ, που λαμβάνει οδηγίες ή εντολές ενός πελάτη μέσω άλλης ΕΠΕΥ, παραμένει υπεύθυνη για την ολοκλήρωση της υπηρεσίας ή της συναλλαγής, βάσει οποιωνδήποτε τέτοιων πληροφοριών ή συστάσεων, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του παρόντος Τίτλου.

Υποχρέωση εκτέλεσης των εντολών με τους πλέον ευνοϊκούς για τον πελάτη όρους

28.-(1)(α) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να λαμβάνει όλα τα επαρκή μέτρα ώστε να επιτυγχάνει, κατά την εκτέλεση εντολών, το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της, λαμβανομένων υπόψη της τιμής, του κόστους, της ταχύτητας, της πιθανότητας εκτέλεσης και διακανονισμού, του όγκου, της φύσης και οποιουδήποτε άλλου παράγοντα αφορά την εκτέλεση της εντολής. Εντούτοις, όταν υπάρχουν συγκεκριμένες οδηγίες του πελάτη, η ΚΕΠΕΥ εκτελεί την εντολή σύμφωνα με αυτές τις οδηγίες.

(β) Όταν η ΚΕΠΕΥ εκτελεί εντολή για λογαριασμό ιδιώτη πελάτη, το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα προσδιορίζεται συνολικά, λαμβάνοντας υπόψη την τιμή του χρηματοοικονομικού μέσου και το κόστος που συνδέεται με την εκτέλεση, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα έξοδα που βαρύνουν τον πελάτη και συνδέονται άμεσα με την εκτέλεση της εντολής, περιλαμβανομένων των τελών του τόπου εκτέλεσης, των τελών εκκαθάρισης και διακανονισμού και κάθε άλλης λοιπής αμοιβής που καταβάλλεται σε τρίτους που συμμετέχουν στην εκτέλεση της εντολής.

(γ) Για τους σκοπούς της επίτευξης του βέλτιστου δυνατού αποτελέσματος σύμφωνα με την παράγραφο (α), όταν υπάρχουν περισσότεροι του ενός ανταγωνιστικοί τόποι για την εκτέλεση μιας εντολής που αφορά χρηματοοικονομικό μέσο, προκειμένου να αξιολογηθούν και να συγκριθούν τα αποτελέσματα για τον πελάτη που θα επιτυγχάνονταν με την εκτέλεση της εντολής σε κάθε έναν από τους τόπους εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών της ΚΕΠΕΥ και που μπορούν να εκτελέσουν τη σχετική εντολή, στην εν λόγω αξιολόγηση λαμβάνονται υπόψη οι προμήθειες που εισπράττει η ίδια η ΚΕΠΕΥ και τα κόστη για την εκτέλεση της εντολής σε κάθε έναν από τους επιλέξιμους τόπους εκτέλεσης.

(2) H ΚΕΠΕΥ δεν λαμβάνει καμία αμοιβή, έκπτωση ή μη χρηματικό όφελος για να δρομολογεί εντολές πελατών σε έναν συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης ή εκτέλεσης, κατά παράβαση των απαιτήσεων σχετικά με τις συγκρούσεις συμφερόντων ή τις αντιπαροχές, που ορίζονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, στο άρθρο 17(3) και στα άρθρα 24 και 25.

(3) Κάθε τόπος διαπραγμάτευσης και κάθε συστηματικός εσωτερικοποιητής, όσον αφορά τα χρηματοοικονομικά μέσα που υπόκεινται στην υποχρέωση διαπραγμάτευσης, σύμφωνα με τα Άρθρα 23 και 28 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και κάθε τόπος εκτέλεσης, όσον αφορά τα λοιπά χρηματοοικονομικά μέσα, οφείλει να διαθέτει στο κοινό, χωρίς οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις και τουλάχιστον σε ετήσια βάση, δεδομένα που σχετίζονται με την ποιότητα της εκτέλεσης των συναλλαγών που διενεργούνται στο συγκεκριμένο τόπο. Οι εν λόγω περιοδικές αναφορές περιλαμβάνουν λεπτομέρειες σχετικά με τις τιμές, το κόστος, την ταχύτητα και την πιθανότητα εκτέλεσης μεμονωμένων χρηματοοικονομικών μέσων. Η ΚΕΠΕΥ, μετά την εκτέλεση μιας συναλλαγής για λογαριασμό πελάτη, πληροφορεί τον πελάτη σε ποιον τόπο εκτελέστηκε η εντολή.

(4) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να καταρτίζει και να εφαρμόζει αποτελεσματικές ρυθμίσεις για τη συμμόρφωσή της με το εδάφιο (1). Ειδικότερα, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να καταρτίζει και να εφαρμόζει πολιτική εκτέλεσης εντολών που να της επιτρέπει να επιτυγχάνει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τις εντολές των πελατών της, σύμφωνα με το εδάφιο (1).

(5)(α) Η πολιτική εκτέλεσης εντολών περιέχει, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, πληροφορίες σχετικά με τους διάφορους τόπους όπου η ΚΕΠΕΥ εκτελεί τις εντολές των πελατών της και τους παράγοντες που επηρεάζουν την επιλογή τόπου εκτέλεσης, και περιλαμβάνει τουλάχιστον τους τόπους εκείνους όπου η ΚΕΠΕΥ δύναται συστηματικά να επιτυγχάνει το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για την εκτέλεση των εντολών των πελατών.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να παρέχει στους πελάτες της κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί και να λαμβάνει εκ των προτέρων τη συναίνεση των πελατών της σχετικά με την εν λόγω πολιτική εκτέλεσης εντολών. Οι εν λόγω πληροφορίες επεξηγούν σαφώς, με επαρκείς λεπτομέρειες και με τρόπο εύκολα κατανοητό από τους πελάτες, πώς οι εντολές εκτελούνται από την ΚΕΠΕΥ για λογαριασμό του πελάτη.

(γ) Όταν η ακολουθούμενη πολιτική εκτέλεσης εντολών προβλέπει τη δυνατότητα εκτέλεσης εντολών των πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, ειδικότερα, να ενημερώνει τους πελάτες της για τη δυνατότητα αυτή και να εξασφαλίζει εκ των προτέρων τη ρητή συναίνεση των πελατών της, προτού εκτελέσει τις εντολές πελατών εκτός τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΚΕΠΕΥ δύναται να εξασφαλίζει την εν λόγω συναίνεση υπό μορφή γενικής συμφωνίας ή για μεμονωμένες συναλλαγές.

(6) Η ΚΕΠΕΥ που εκτελεί εντολές πελατών συνοψίζει και δημοσιοποιεί σε ετήσια βάση, για κάθε κατηγορία χρηματοοικονομικών μέσων, τους πέντε πρώτους τόπους εκτέλεσης από άποψη όγκου συναλλαγών, στους οποίους εκτέλεσε εντολές πελατών κατά το προηγούμενο έτος, καθώς και πληροφορίες για την ποιότητα εκτέλεσης που επιτεύχθηκε.

(7) Η ΚΕΠΕΥ που εκτελεί εντολές πελατών οφείλει να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθεί ως προς την εκτέλεση εντολών, ώστε να εντοπίζει και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να διορθώνει τυχόν ανεπάρκειες. Ειδικότερα, η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αξιολογεί, σε τακτική βάση, κατά πόσο οι τόποι εκτέλεσης που περιλαμβάνονται στην πολιτική εκτέλεσης εντολών επιτυγχάνουν το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για τους πελάτες της, ή κατά πόσο χρειάζεται να επιφέρει αλλαγές στις ρυθμίσεις εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί, λαμβάνοντας υπόψη, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που δημοσιεύονται δυνάμει των διατάξεων των εδαφίων (3) και (6). Η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους πελάτες, με τους οποίους έχει συνεχή πελατειακή σχέση, κάθε ουσιαστική αλλαγή των ρυθμίσεων και της πολιτικής που ακολουθεί ως προς την εκτέλεση εντολών.

(8) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να είναι σε θέση να αποδείξει στους πελάτες της, εάν αυτοί το ζητήσουν, ότι έχει εκτελέσει τις εντολές τους σύμφωνα με την πολιτική εκτέλεσης εντολών που ακολουθεί η ΚΕΠΕΥ και να αποδείξει στην Επιτροπή, εάν αυτή το ζητήσει, τη συμμόρφωσή της με το παρόν άρθρο.

Κανόνες χειρισμού των εντολών πελατών

29.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών, εφαρμόζει διαδικασίες και μηχανισμούς που παρέχουν έγκαιρη, δίκαιη και ταχεία εκτέλεση των εντολών των πελατών της, σε σχέση με τις εντολές άλλων πελατών της ή τις θέσεις διαπραγμάτευσης της ίδιας. Οι εν λόγω διαδικασίες ή μηχανισμοί επιτρέπουν την εκτέλεση κατά τα άλλα συγκρίσιμων εντολών πελατών με βάση το χρόνο λήψης τους από την ΚΕΠΕΥ.

(2) Σε περίπτωση οριακής εντολής πελάτη που αφορά μετοχές εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης και που δεν εκτελείται αμέσως με τις τρέχουσες συνθήκες της αγοράς, η ΚΕΠΕΥ οφείλει, εκτός εάν ο πελάτης δώσει ρητά άλλες οδηγίες, να λάβει μέτρα για να διευκολύνει την ταχύτερη δυνατή εκτέλεση της εντολής, δημοσιοποιώντας αμέσως την οριακή εντολή του πελάτη με τρόπο εύκολα προσβάσιμο στους άλλους συμμετέχοντες στην αγορά. Η ΚΕΠΕΥ θεωρείται ότι εκπλήρωσε την εν λόγω υποχρέωσή της εάν έχει διαβιβάσει την οριακή εντολή του πελάτη σε τόπο διαπραγμάτευσης. Η Επιτροπή δύναται να απαλλάσσει από την υποχρέωση δημοσιοποίησης της οριακής εντολής που είναι μεγάλου μεγέθους, σε σύγκριση με το κανονικό μέγεθος της αγοράς, σύμφωνα με το Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Υποχρεώσεις των ΚΕΠΕΥ όταν ορίζουν συνδεδεμένους αντιπροσώπους

30.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (5), η ΚΕΠΕΥ δύναται να ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους για την προώθηση των υπηρεσιών της, για την προσέλκυση πελατών ή δυνητικών πελατών ή τη λήψη εντολών από πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και τη διαβίβασή τους, για τη διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων και για την παροχή συμβουλών σχετικά με τα χρηματοοικονομικά μέσα και υπηρεσίες που προσφέρει η ΚΕΠΕΥ.

(2)(α) Η ΚΕΠΕΥ, που αποφασίζει να ορίσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο, εξακολουθεί να ευθύνεται πλήρως και άνευ όρων για κάθε πράξη ή παράλειψη του συνδεδεμένου αντιπροσώπου, όταν αυτός ενεργεί για λογαριασμό της. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος κοινοποιεί την ιδιότητα υπό την οποία ενεργεί και την ΚΕΠΕΥ την οποία αντιπροσωπεύει όποτε έρχεται σε επαφή με πελάτη ή δυνητικό πελάτη ή προτού συναλλαχθεί μαζί του.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να ελέγχει τις δραστηριότητες των συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, ώστε να διασφαλίζει ότι η ίδια συνεχίζει να συμμορφώνεται με τον παρόντα Νόμο ακόμα και όταν ενεργεί μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

(3)(α) Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία εγγράφονται στο δημόσιο μητρώο που συστήνει η Επιτροπή.

(β) Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι γίνονται δεκτοί για εγγραφή στο δημόσιο μητρώο μόνο εφόσον διαπιστωθεί ότι έχουν επαρκώς καλή φήμη και κατέχουν τις κατάλληλες γενικές, εμπορικές και επαγγελματικές γνώσεις και ικανότητες που τους επιτρέπουν να παρέχουν την επενδυτική υπηρεσία ή την παρεπόμενη υπηρεσία και να ανακοινώνουν με ακρίβεια στον πελάτη ή το δυνητικό πελάτη όλες τις σχετικές πληροφορίες για την προτεινόμενη υπηρεσία.

(γ) Το μητρώο επικαιροποιείται τακτικά και είναι δημόσια διαθέσιμο.

(4) Η ΚΕΠΕΥ, που ορίζει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, οφείλει να λαμβάνει επαρκή μέτρα ώστε να αποφεύγεται κάθε ενδεχόμενο δυσμενών επιπτώσεων των μη υποκείμενων στον παρόντα Νόμο δραστηριοτήτων του συνδεδεμένου αντιπροσώπου στις δραστηριότητες που αυτός ασκεί για λογαριασμό της ΚΕΠΕΥ.

(5) Η ΚΕΠΕΥ ορίζει ως συνδεδεμένους αντιπροσώπους μόνο πρόσωπα που είναι εγγεγραμμένα στο δημόσιο μητρώο που αναφέρεται στο εδάφιο (3) ή στα αντίστοιχα δημόσια μητρώα άλλων κρατών μελών τα οποία έχουν συσταθεί δυνάμει των οικείων νομοθεσιών τους που θεσπίζονται προς συμμόρφωση με το Άρθρο 29, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(6) Η Επιτροπή δύναται με οδηγίες της να θεσπίζει διατάξεις αυστηρότερες από τις οριζόμενες στο παρόν άρθρο ή να επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις για τους εγγεγραμμένους εντός της Δημοκρατίας συνδεδεμένους αντιπροσώπους.

Παροχή υπηρεσιών σε επαγγελματίες πελάτες

30Α.-(1) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (4) του άρθρου 25-

(α) εφαρμόζονται επί επενδυτικών συμβουλών και επί της διαχείρισης χαρτοφυλακίου, και

(β) δεν εφαρμόζονται επί άλλων υπηρεσιών που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες.

(2) Οι απαιτήσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (γ) του εδαφίου (2) και στο εδάφιο (6) του άρθρου 26 δεν εφαρμόζονται επί υπηρεσιών που παρέχονται σε επαγγελματίες πελάτες, εκτός εάν οι εν λόγω πελάτες ενημερώσουν εγγράφως την ΚΕΠΕΥ είτε σε ηλεκτρονική μορφή, είτε σε έντυπη μορφή ότι επιθυμούν να επωφεληθούν από τα δικαιώματα που προβλέπονται στις συγκεκριμένες διατάξεις.

(3) Η ΚΕΠΕΥ τηρεί αρχείο των ανακοινώσεων πελατών που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

Συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους

31.-(1)(α) ΚΕΠΕΥ που έχει λάβει άδεια να εκτελεί εντολές για λογαριασμό πελατών και/ή να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό και/ή να λαμβάνει και να διαβιβάζει εντολές, δύναται να διακανονίζει ή να διενεργεί συναλλαγές με επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του άρθρου 25, εξαιρουμένου του εδαφίου (5Α) αυτού, του άρθρου 26, του άρθρου 28 και του εδαφίου (1) του άρθρου 29, όσον αφορά τις συναλλαγές αυτές ή οποιαδήποτε παρεπόμενη υπηρεσία άμεσα σχετιζόμενη με αυτές τις συναλλαγές.

(β) Στη σχέση της με τους επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους, η ΚΕΠΕΥ ενεργεί δίκαια, με εντιμότητα και επαγγελματισμό και επικοινωνεί με τρόπο που είναι ακριβής, σαφής και μη παραπλανητικός, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση του επιλέξιμου αντισυμβαλλόμενου και τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες.

(2)(α) Επιλέξιμοι αντισυμβαλλόμενοι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, είναι οι ΚΕΠΕΥ, οι λοιπές ΕΠΕΥ, τα πιστωτικά ιδρύματα, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, οι ΟΣΕΚΑ, οι εταιρείες διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, τα συνταξιοδοτικά ταμεία και οι εταιρείες διαχείρισής τους και άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από κράτος μέλος ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις κυπριακού δικαίου ή δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι εθνικές κυβερνήσεις και τα αντίστοιχα γραφεία τους, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό επίπεδο, οι κεντρικές τράπεζες, η Κεντρική Τράπεζα και οι υπερεθνικοί οργανισμοί.

(β) Η κατηγοριοποίηση ως επιλέξιμου αντισυμβαλλομένου βάσει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου δε θίγει το δικαίωμα των οντοτήτων αυτών να ζητήσουν να αντιμετωπιστούν, είτε γενικά είτε για συγκεκριμένες συναλλαγές, ως πελάτες των οποίων οι σχέσεις με την ΚΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις των άρθρων 25, 26, 28 και 29.

(3)(α) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους άλλες επιχειρήσεις που πληρούν προκαθορισμένες αναλογικές απαιτήσεις, περιλαμβανομένων και ποσοτικών ορίων. Σε περίπτωση συναλλαγής στην οποία οι δυνητικοί αντισυμβαλλόμενοι είναι εγκατεστημένοι σε τόπους διαφορετικών δικαιοδοσιών, η ΚΕΠΕΥ αποδέχεται το καθεστώς της άλλης επιχείρησης όπως αυτό καθορίζεται από τη νομοθεσία ή τις πράξεις του κράτους μέλους εγκατάστασης της επιχείρησης αυτής.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, όταν διενεργεί συναλλαγές με τέτοιες επιχειρήσεις, σύμφωνα με την παράγραφο (α), λαμβάνει από το δυνητικό της αντισυμβαλλόμενο ρητή επιβεβαίωση ότι δέχεται να αντιμετωπιστεί ως επιλέξιμος αντισυμβαλλόμενος. Η επιβεβαίωση αυτή λαμβάνεται είτε με μορφή γενικής συμφωνίας είτε για κάθε μεμονωμένη συναλλαγή.

(4)(α) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους οντότητες τρίτων χωρών οι οποίες είναι ισοδύναμες με τις κατηγορίες οντοτήτων που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Η Επιτροπή αναγνωρίζει ως επιλέξιμους αντισυμβαλλομένους επιχειρήσεις τρίτων χωρών, όπως εκείνες που αναφέρονται στο εδάφιο (3), υπό τις ίδιες προϋποθέσεις και με τις ίδιες απαιτήσεις που ορίζονται στο εδάφιο (3).

ΤΜΗΜΑ 3 - Διαφάνεια και ακεραιότητα της αγοράς
Παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ και προς άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις

32.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, θεσπίζουν και διατηρούν αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες σχετικά με τους συγκεκριμένους ΠΜΔ ή ΜΟΔ, για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών, συμμετεχόντων ή χρηστών τους προς τους κανόνες του ΠΜΔ ή ΜΟΔ. Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, παρακολουθούν τις εντολές που αποστέλλονται, περιλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που καταρτίζουν τα μέλη, οι συμμετέχοντες ή οι χρήστες τους μέσω των συστημάτων τους, προκειμένου να εντοπίζονται παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης, ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο, και χρησιμοποιούν τους αναγκαίους πόρους ώστε να εξασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα της εν λόγω παρακολούθησης.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ενημερώνουν αμέσως την Επιτροπή για σημαντικές παραβάσεις των κανόνων του, ή συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες των συστημάτων σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο.

(β) Η Επιτροπή ανακοινώνει στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α).

(γ) Όσον αφορά ενέργειες που ενδέχεται να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η Επιτροπή πρέπει να είναι πεπεισμένη ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά, προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, παρέχουν, επίσης, πλήρη υποστήριξη στην Επιτροπή για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης της αγοράς που διαπράττεται στα συστήματά τους ή μέσω αυτών.

Αναστολή και διαγραφή χρηματοοικονομικών μέσων από τη διαπραγμάτευση σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ

33.-(1) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της Επιτροπής, κατά το άρθρο 70(2), να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοοικονομικού μέσου, ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δύναται να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο δεν πληροί πλέον τους κανόνες του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, εκτός εάν η αναστολή ή η διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και που αναστέλλουν τη διαπραγμάτευση ή διαγράφουν ένα χρηματοοικονομικό μέσο, οφείλουν να αναστείλουν τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψουν και τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοοικονομικού μέσου. Οι ΚΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δημοσιοποιούν την απόφαση σχετικά με την αναστολή ή τη διαγραφή χρηματοοικονομικού μέσου και κάθε συναφούς παραγώγου, και ανακοινώνουν τις σχετικές αποφάσεις στην Επιτροπή.

(β) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε στη Δημοκρατία, η Επιτροπή απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, άλλους ΠΜΔ, άλλους ΜΟΔ και τους συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους τυγχάνει διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου και σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο κατά παράβαση των Άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(γ) Η Επιτροπή αμέσως δημοσιοποιεί και ανακοινώνει στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών την απόφαση η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (β).

(δ) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε σε άλλο κράτος μέλος και η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους γνωστοποιεί σχετική απόφαση στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από τις ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, άλλους ΠΜΔ, άλλους ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους τυγχάνει διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή διαπραγμάτευσης ή η διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο, κατά παράβαση των άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(ε) Η Επιτροπή, όταν λαμβάνει την κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, ανακοινώνει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβάνοντας και μια αιτιολόγηση, εάν ελήφθη απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοοικονομικό μέσο ή τα αναφερόμενα στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος παράγωγα τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο.

(στ) Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται, επίσης, όταν αίρεται η αναστολή της διαπραγμάτευσης του χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο .

(ζ) Η διαδικασία γνωστοποίησης που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζεται, επίσης, στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή ή διαγραφή από τη διαπραγμάτευση ενός χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, λαμβάνεται από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιγ) ή (ιδ).

ΤΜΗΜΑ 4 - Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ
Αγορές ανάπτυξης ΜΜΕ

34.-(1) Ο διαχειριστής ενός ΠΜΔ στη Δημοκρατία δύναται να υποβάλει στην Επιτροπή αίτηση για εγγραφή του ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

(2) Η Επιτροπή δύναται να εγγράψει τον ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εάν η Επιτροπή λάβει την αίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και ικανοποιηθεί ότι ο ΠΜΔ πληροί τις απαιτήσεις του εδαφίου (3).

(3) Οι ΠΜΔ υπόκεινται σε αποτελεσματικούς κανόνες, συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι πληρούνται τα εξής:

(α) Τουλάχιστον 50% των εκδοτών, των οποίων τα χρηματοοικονομικά μέσα εισάγονται προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ, είναι ΜΜΕ, κατά τον χρόνο που το ΠΜΔ εγγράφεται ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ και σε κάθε επόμενο ημερολογιακό έτος·

(β) ορίζονται κατάλληλα κριτήρια για την αρχική εισαγωγή προς διαπραγμάτευση και τη μετέπειτα παραμονή των χρηματοοικονομικών μέσων των εκδοτών στην αγορά·

(γ) κατά την εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων στην αγορά, διατίθενται επαρκείς δημοσιευμένες πληροφορίες που να επιτρέπουν στους επενδυτές να λαμβάνουν εμπεριστατωμένη απόφαση για το αν θα επενδύσουν ή όχι στα χρηματοοικονομικά μέσα, είτε διατίθεται κατάλληλο πληροφοριακό έγγραφο εισαγωγής είτε ενημερωτικό δελτίο, εφόσον εφαρμόζονται οι απαιτήσεις του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου , σχετικά με δημόσια προσφορά που πραγματοποιείται σε συνδυασμό με την αρχική εισαγωγή του χρηματοοικονομικού μέσου προς διαπραγμάτευση στον ΠΜΔ·

(δ) υπάρχει κατάλληλη συνεχής περιοδική χρηματοοικονομική πληροφόρηση από ή για λογαριασμό ενός εκδότη στην αγορά, παραδείγματος χάριν ελεγμένες ετήσιες εκθέσεις·

(ε) εκδότες στην αγορά όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 21), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, πρόσωπα που ασκούν διευθυντικά καθήκοντα σε εκδότη όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 25) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και οι έχοντες στενό δεσμό με αυτά όπως ορίζονται στο Άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, συμμορφώνονται με τις σχετικές απαιτήσεις που εφαρμόζονται για αυτούς βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014·

(στ) οι ρυθμιστικές πληροφορίες σχετικά με τους εκδότες στην αγορά αποθηκεύονται και διαδίδονται δημόσια·

(ζ) υπάρχουν αποτελεσματικά συστήματα και έλεγχοι με στόχο την αποφυγή και τον εντοπισμό της κατάχρησης της αγοράς για τη συγκεκριμένη αγορά όπως απαιτείται από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014.

(4) Τα κριτήρια που προβλέπονται στο εδάφιο (3) δεν θίγουν τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται ΠΜΔ, με άλλες υποχρεώσεις βάσει του παρόντος Νόμου σχετικά με τη λειτουργία των ΠΜΔ. Επίσης, δεν αποτρέπουν την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, που διαχειρίζεται τον ΠΜΔ, από την επιβολή πρόσθετων απαιτήσεων εκτός των καθοριζόμενων στο εν λόγω εδάφιο.

(5) Η Επιτροπή δύναται να διαγράψει από το μητρώο έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, σε οποιαδήποτε από τις εξής περιπτώσεις:

(α) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται την αγορά αιτείται τη διαγραφή του·

(β) οι απαιτήσεις του εδαφίου (3) δεν πληρούνται πλέον όσον αφορά τον ΠΜΔ.

(6) Στην περίπτωση που η Επιτροπή καταχωρίσει ή διαγράψει έναν ΠΜΔ ως αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, βάσει του παρόντος άρθρου, γνωστοποιεί όσο το δυνατόν συντομότερα στην ΕΑΚΑΑ την εν λόγω καταχώριση ή διαγραφή.

(7) Στην περίπτωση που ένα χρηματοοικονομικό μέσο ενός εκδότη εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε μία αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, το χρηματοοικονομικό μέσο δύναται επίσης να διαπραγματεύεται σε άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ, εφόσον ο εκδότης έχει ενημερωθεί και δεν έχει φέρει αντίρρηση. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση, όσον αφορά την άλλη αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - Δικαιώματα των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων
Ελευθερία παροχής επενδυτικών υπηρεσιών και άσκησης δραστηριοτήτων

35.-(1) Κάθε ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας και εποπτεύεται από αρμόδια αρχή κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία σύμφωνα με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή, προκειμένου περί πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες ελεύθερα στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι αυτές οι υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας της. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκήσει επενδυτικές δραστηριότητες σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για πρώτη φορά ή να τροποποιήσει το φάσμα των υπηρεσιών ή δραστηριοτήτων που ήδη παρέχει με τον τρόπο αυτό, διαβιβάζει τις ακόλουθες πληροφορίες στην Επιτροπή:

(i) Το κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να δραστηριοποιηθεί·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο δηλώνονται ειδικότερα οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες, καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες, που προτίθεται να παρέχει/ασκήσει στο εν λόγω κράτος μέλος και κατά πόσον προτίθεται να το πράξει μέσω της χρήσης συνδεδεμένων αντιπροσώπων, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία∙ εάν η ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους, διαβιβάζει στην Επιτροπή την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων.

(β) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που η ΚΕΠΕΥ σκοπεύει να χρησιμοποιήσει για επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν μια ΕΠΕΥ προτίθεται να χρησιμοποιήσει στη Δημοκρατία, στην οποία προτίθεται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους, οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής της, η Επιτροπή δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Επιτροπή από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ.

(3)(α) Η Επιτροπή, εντός μηνός από τη λήψη των πληροφοριών που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), τις διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(β) Η ΕΠΕΥ που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αρχίσει να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, όταν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της διαβιβάσει στην Επιτροπή τις σχετικές με την ΕΠΕΥ πληροφορίες που αναφέρονται στο Άρθρο 34, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν σύμφωνα με την παράγραφο (α) του εδαφίου (2), η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί γραπτώς τη μεταβολή στην Επιτροπή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή αυτή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για την εν λόγω μεταβολή.

(5)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να παρέχει, μέσω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς επίσης και να παρέχει παρεπόμενες υπηρεσίες, σύμφωνα με το Άρθρο 34, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα την ταυτότητα των εν λόγω αντιπροσώπων.

(β) Όταν ένα αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία, η Κεντρική Τράπεζα διαβιβάζει, εντός μηνός από την παραλαβή όλων των πληροφοριών, στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει ορισθεί ως σημείο επικοινωνίας σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, την ταυτότητα των συνδεδεμένων αντιπροσώπων που το πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει για την παροχή υπηρεσιών στο εν λόγω κράτος μέλος.

(γ) Όταν ένα πιστωτικό ίδρυμα προτίθεται να χρησιμοποιήσει, στη Δημοκρατία στην οποία προτίθεται να παρέχει υπηρεσίες, συνδεδεμένους αντιπροσώπους οι οποίοι είναι εγκατεστημένοι στο κράτος μέλος καταγωγής του, η Κεντρική Τράπεζα δημοσιεύει την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων, κατόπιν διαβίβασής της εν λόγω ταυτότητας στην Κεντρική Τράπεζα από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του πιστωτικού ιδρύματος.

(6) ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, δύναται να παρέχει στη Δημοκρατία κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διαπραγμάτευση στις αγορές αυτές από εξ αποστάσεως χρήστες, μέλη ή συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία.

(7) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ ανακοινώνει στην Επιτροπή το άλλο κράτος μέλος στο οποίο προτίθεται να παρέχει μηχανισμούς που αναφέρονται στο εδάφιο (6). H Επιτροπή διαβιβάζει, εντός μηνός, την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους όπου ο ΠΜΔ ή ο ΜΟΔ προτίθεται να παρέχει τέτοιους μηχανισμούς. Η Επιτροπή, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του ΠΜΔ, γνωστοποιεί χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής του ΠΜΔ, την ταυτότητα των εξ αποστάσεως μελών ή συμμετεχόντων στον ΠΜΔ που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος.

Εγκατάσταση υποκαταστήματος

36.-(1) ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα δύναται να παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, μέσω της άσκησης του δικαιώματος εγκατάστασης, είτε με την εγκατάσταση υποκαταστήματος είτε με τη χρήση συνδεδεμένου αντιπροσώπου εγκατεστημένου στη Δημοκρατία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω υπηρεσίες και δραστηριότητες καλύπτονται από την άδεια λειτουργίας που χορηγήθηκε στην ΕΠΕΥ ή στο πιστωτικό ίδρυμα, στο άλλο κράτος μέλος καταγωγής της/του. Η παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών επιτρέπεται μόνο σε συνδυασμό με επενδυτική υπηρεσία ή/και επενδυτική δραστηριότητα.

(2)(α) Κάθε ΚΕΠΕΥ που επιθυμεί να εγκαταστήσει υποκατάστημα σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία ή να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους εγκατεστημένους σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία, στο οποίο δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, οφείλει πρώτα να το γνωστοποιήσει στην Επιτροπή και να της παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες:

(i) Τα άλλα κράτη μέλη στα οποία προτίθεται να εγκαταστήσει υποκατάστημα ή στα οποία δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα αλλά σχεδιάζει να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους που είναι εγκατεστημένοι σε αυτά·

(ii) πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο αναφέρονται μεταξύ άλλων οι επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες καθώς και οι παρεπόμενες υπηρεσίες που θα προσφέρονται·

(iii) στην περίπτωση υποκαταστήματος, την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, καθώς και κατά πόσο το υποκατάστημα προτίθεται να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένους αντιπροσώπους και την ταυτότητα των εν λόγω συνδεδεμένων αντιπροσώπων·

(iv) στην περίπτωση χρησιμοποίησης συνδεδεμένων αντιπροσώπων σε ένα κράτος μέλος στο οποίο η ΚΕΠΕΥ δεν έχει εγκαταστήσει υποκατάστημα, περιγραφή της προτιθέμενης χρήσης των συνδεδεμένων αντιπροσώπων και την οργανωτική δομή, περιλαμβανομένων των διαδικασιών αναφοράς, προσδιορίζοντας τον τρόπο με τον οποίο οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι εντάσσονται στην εταιρική δομή της ΚΕΠΕΥ·

(v) τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, από την οποία είναι δυνατόν να παραλαμβάνονται έγγραφα·

(vi) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος ή του συνδεδεμένου αντιπροσώπου.

(β) Όταν μια ΕΠΕΥ χρησιμοποιεί συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής της ΕΠΕΥ, ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος εξομοιώνεται με υποκατάστημα, σε περίπτωση που έχει εγκατασταθεί υποκατάστημα, και υπόκειται, σε κάθε περίπτωση στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(3) Εκτός εάν η Επιτροπή έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης της ΚΕΠΕΥ, λαμβανομένων υπόψη των δραστηριοτήτων που προτίθενται να ασκηθούν, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά την ΚΕΠΕΥ.

(4) Επιπρόσθετα από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), η Επιτροπή διαβιβάζει επίσης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στοιχεία σχετικά με το εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης του οποίου η ΚΕΠΕΥ είναι μέλος, σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ. Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών αυτών, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής.

(5) Εάν η Επιτροπή αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στην ενδιαφερόμενη ΚΕΠΕΥ εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(6) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, το υποκατάστημα δύναται να εγκατασταθεί και να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία.

(7)(α) Κάθε αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να χρησιμοποιήσει συνδεδεμένο αντιπρόσωπο εγκατεστημένο σε κράτος μέλος άλλο από τη Δημοκρατία για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, καθώς και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, το γνωστοποιεί στην Κεντρική Τράπεζα και της παρέχει τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2).

(β) Εκτός εάν η Κεντρική Τράπεζα έχει λόγους να αμφιβάλλει για την επάρκεια της διοικητικής δομής ή της χρηματοοικονομικής κατάστασης του αδειοδοτημένου πιστωτικού ιδρύματος, διαβιβάζει, εντός τριών μηνών από τη λήψη τους, όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2), στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας, σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, και ενημερώνει σχετικά το αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα.

(γ) Εάν η Κεντρική Τράπεζα αρνηθεί να διαβιβάσει τις πληροφορίες αυτές στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιεί τους λόγους της άρνησής της στο ενδιαφερόμενο αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών.

(δ) Με τη λήψη από την Επιτροπή ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής σύμφωνα με το Άρθρο 35, παράγραφος 7, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ελλείψει τέτοιας λήψης, το αργότερο εντός δύο μηνών από την ημερομηνία διαβίβασης της ανακοίνωσης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής στην Επιτροπή, ο συνδεδεμένος αντιπρόσωπος δύναται να αρχίσει τις δραστηριότητές του στη Δημοκρατία. Ο εν λόγω συνδεδεμένος αντιπρόσωπος υπόκειται στις περί υποκαταστημάτων διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(8)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζει ότι οι υπηρεσίες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, συνάδουν με τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με οποιεσδήποτε πρόσθετες απαιτήσεις επιβληθούν από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, με οδηγίες της, δυνάμει του άρθρου 25(12) του παρόντος Νόμου.

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει το δικαίωμα να εξετάζει τις ρυθμίσεις του υποκαταστήματος μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους, αντιστοίχως, και να ζητεί όποιες αλλαγές είναι απολύτως απαραίτητες ώστε να της δοθεί η δυνατότητα να επιβάλλει την τήρηση των υποχρεώσεων τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 του παρόντος Νόμου και τα Άρθρα 14 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των μέτρων που έχουν θεσπιστεί κατ’ εφαρμογή τους, όσον αφορά τις υπηρεσίες ή/και δραστηριότητες που παρέχει στη Δημοκρατία το υποκατάστημα.

(9) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ με εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ δύναται, κατά την άσκηση των καθηκόντων της, και, αφού ενημερώσει την Επιτροπή, να προβαίνει σε επιτόπιους ελέγχους στο υποκατάστημα της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία.

(10) Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου μιας από τις πληροφορίες που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το εδάφιο (2), η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει γραπτώς την Επιτροπή για τη μεταβολή αυτή, ένα μήνα τουλάχιστον πριν επιφέρει τη μεταβολή. Η Επιτροπή ενημερώνει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής για τη σχετική μεταβολή.

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας

37. ΕΠΕΥ, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, που έχει λάβει άδεια λειτουργίας για να εκτελεί εντολές πελατών ή να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό δύναται να γίνει μέλος ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή να έχει πρόσβαση σε αυτήν, με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:

(α) Άμεσα, με την εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Δημοκρατία·

(β) αποκτώντας την ιδιότητα του εξ’ αποστάσεως μέλους ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή το δικαίωμα εξ αποστάσεως πρόσβασης στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, χωρίς υποχρέωση εγκατάστασης της ΕΠΕΥ στη Δημοκρατία, όταν οι διαδικασίες και τα συστήματα διαπραγμάτευσης της εν λόγω αγοράς δεν απαιτούν φυσική παρουσία για τη διενέργεια συναλλαγών στην αγορά.

Πρόσβαση στα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού και δικαίωμα επιλογής του συστήματος διακανονισμού

38.-(1)(α) Με την επιφύλαξη των τίτλων III, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, οι ΕΠΕΥ έχουν δικαίωμα άμεσης ή έμμεσης πρόσβασης σε συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού στη Δημοκρατία για την οριστικοποίηση ή την τακτοποίηση της οριστικοποίησης συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα.

(β) Η άμεση ή έμμεση πρόσβαση των ΕΠΕΥ στα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) συστήματα υπόκειται στα ίδια, χωρίς διακρίσεις, διαφανή και αντικειμενικά κριτήρια, όπως αυτά που εφαρμόζονται στα τοπικά μέλη ή τους συμμετέχοντές τους. Η χρήση των εν λόγω συστημάτων ουδόλως περιορίζεται στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα που διενεργούνται σε τόπο διαπραγμάτευσης στη Δημοκρατία.

(2) Ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας οφείλει να προσφέρει σε όλα τα μέλη και τους συμμετέχοντές της το δικαίωμα να επιλέγουν το σύστημα διακανονισμού των συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα οι οποίες διενεργούνται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Υπάρχουν τόσοι σύνδεσμοι και ρυθμίσεις, μεταξύ του επιλεγόμενου συστήματος διακανονισμού και κάθε άλλου συστήματος ή υποδομής, όσοι απαιτούνται για την εξασφάλιση αποδοτικού και οικονομικού διακανονισμού της συγκεκριμένης συναλλαγής·

(β) η Επιτροπή συμφωνεί ότι οι τεχνικές προϋποθέσεις, για το διακανονισμό των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας μέσω συστήματος διακανονισμού άλλου από εκείνο που επιλέγει η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, είναι τέτοιες που να επιτρέπουν την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία των χρηματοοικονομικών αγορών:

Νοείται ότι η εν λόγω εκτίμηση της Επιτροπής δεν θίγει τις αρμοδιότητες των εθνικών κεντρικών τραπεζών ως εποπτών των συστημάτων διακανονισμού ή άλλων εποπτικών αρχών που έχουν αρμοδιότητα για αυτά τα συστήματα, και ότι η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία που ήδη ασκούν αυτοί οι φορείς, ώστε να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας.

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού ως προς τους ΠΜΔ

39.-(1)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού, κράτους μέλους άλλου από τη Δημοκρατία, κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(β) Οι ΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος για να διαχειρίζονται ΠΜΔ δύνανται να συνάπτουν με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού της Δημοκρατίας κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και το διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν τα μέλη ή οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων τους.

(2)(α) Η Επιτροπή δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους από ΚΕΠΕΥ και διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του συγκεκριμένου ΠΜΔ και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 38(2) προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

(β) Για να μην υπάρχει αλληλοεπικάλυψη της εποπτείας, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι εθνικές κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IV - Παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από επιχειρήσεις τρίτων χωρών
ΤΜΗΜΑ 1 - Παροχή υπηρεσιών ή άσκηση δραστηριοτήτων μέσω της εγκατάστασης υποκαταστήματος
Εγκατάσταση υποκαταστήματος

40.-(1) Επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στη Δημοκρατία επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, οφείλει να εγκαταστήσει, για τον σκοπό αυτό, υποκατάστημα στη Δημοκρατία.

(2) Το υποκατάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) λαμβάνει, κατά περίπτωση, προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεία στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει κατάλληλη άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιεσδήποτε συστάσεις της Financial Action Task Force (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·

(β) έχουν συμφωνηθεί, μεταξύ αφενός της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας και αφετέρου της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση, ρυθμίσεις συνεργασίας που συμπεριλαμβάνουν πρόνοιες για την ανταλλαγή πληροφοριών για το σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών·

(γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο·

(δ) ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορίζονται υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Νόμου·

(ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με τη Δημοκρατία, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης Εισοδήματος και Κεφαλαίου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών·

(στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ.

(3) Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση.

Υποχρέωση παροχής πληροφοριών

41. Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, τα εξής:

(α) Το όνομα της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα και, όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων·

(β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, εγγεγραμμένο γραφείο και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και πρόγραμμα δραστηριοτήτων με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, περιλαμβανομένης της περιγραφής οποιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους·

(γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10·

(δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.

Χορήγηση άδειας λειτουργίας

42.-(1)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι-

(i) πληρούνται οι όροι του άρθρου 40∙ και

(ii) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας δύναται να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3).

(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης κατά πόσο της χορηγείται ή όχι η άδεια λειτουργίας.

(2)(α) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του χορηγείται άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 17, 18, 19, 20, 21, 24, 25, 26, 28, 29(1), 31, 32 και 33 του παρόντος Νόμου, στα Άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού ή/και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση.

(β) Η οργάνωση και λειτουργία υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας για θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο δεν υπόκεινται σε επιπρόσθετες απαιτήσεις και το υποκατάστημα δεν τυγχάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις ενωσιακές επιχειρήσεις.

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, γνωστοποιούν στην ΕΑΚAA, σε ετήσια βάση, κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία.

(3) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας, που του χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υποβάλλει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

(β) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα του σημείου 3 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση·

(γ) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες του σημείου 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, τη συνολική αξία των χρηματοοικονομικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες·

(δ) τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

(ε) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 40·

(στ) την πολιτική του υποκαταστήματος για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·

(ζ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος·

(η) κάθε άλλη πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.

(4) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, παρέχει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματός της τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που τους χορηγήθηκε άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή των εν λόγω αδειών·

(β) την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από αδειοδοτημένο υποκατάστημα στη Δημοκρατία·

(γ) τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (β)· και

(δ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).

(5) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ομίλου στον οποίο ανήκει υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του  ομίλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2019/2033 και τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή/και με την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2036 νομοθετικές διατάξεις.

Παροχή υπηρεσιών με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη

43.-(1) Σε περίπτωση που, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη, κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η απαίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 40 δεν εφαρμόζεται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, περιλαμβανομένης της σχέσης που αφορά συγκεκριμένα στην παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή στην άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.

(2) Σε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας, χωρίς επηρεασμό των σχέσεων εντός του ομίλου της, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ άλλων, είτε μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της είτε μέσω οντότητας που διατηρεί στενούς δεσμούς μαζί της είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό της οντότητας,  η εν λόγω προσέγγιση δεν λογίζεται ως υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.

(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) πρωτοβουλία πελάτη δεν παρέχει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη με άλλον τρόπο, εκτός μέσω υποκαταστήματος, νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών.

ΤΜΗΜΑ 2 - Ανάκληση άδειας λειτουργίας
Ανάκληση άδειας λειτουργίας

44.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας εάν η επιχείρηση τρίτης χώρας-

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς από αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικών με τη λειτουργία των ΕΠΕΥ διατάξεων οι οποίες εφαρμόζονται και στις επιχειρήσεις τρίτων χωρών και οι οποίες διατάξεις προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία, δια της οποίας ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

ΤΙΤΛΟΣ III ΡΥΘΜΙΖΟΜΕΝΕΣ ΑΓΟΡΕΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Άδεια λειτουργίας και εφαρμοστέο δίκαιο

45.-(1)(α) Η Επιτροπή χορηγεί άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας μόνο σε συστήματα που συμμορφώνονται με τον παρόντα Τίτλο.

(β) Άδεια λειτουργίας ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας χορηγείται μόνον εφόσον η Επιτροπή έχει ικανοποιηθεί ότι τόσο ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας όσο και τα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας πληρούν τουλάχιστον τις απαιτήσεις του παρόντος Τίτλου.

(γ) Προκειμένου περί ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας που είναι νομικό πρόσωπο και που τη διαχειρίζεται ή τη λειτουργεί διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας άλλος από την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, η Επιτροπή με οδηγίες της ορίζει τον τρόπο επιμερισμού των διαφόρων υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο στον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, μεταξύ της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας και του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

(δ) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας παρέχει όλες τις πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων στο οποίο περιγράφονται, μεταξύ άλλων, τα είδη των προτεινόμενων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή, οι οποίες είναι αναγκαίες για να ικανοποιηθεί η Επιτροπή ότι η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας έχει θεσπίσει, κατά τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας της, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για την εκπλήρωση των υποχρεώσεών της δυνάμει του παρόντος Τίτλου.

(2)(α) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας ασκεί τα καθήκοντά του σχετικά με την οργάνωση και λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας υπό την εποπτεία της Επιτροπής.

(β) Η Επιτροπή εξετάζει τακτικά τη συμμόρφωση της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας προς τον παρόντα Τίτλο και ελέγχει ότι η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας συμμορφώνεται κατά πάντα χρόνο προς τις απαιτήσεις για την χορήγηση άδειας λειτουργίας οι οποίες καθορίζονται στον παρόντα Τίτλο.

(3)(α) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας είναι υπεύθυνος να διασφαλίζει ότι η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, την οποία διαχειρίζεται, συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις του παρόντος Τίτλου.

(β) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που αντιστοιχούν στην ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, την οποία διαχειρίζεται, βάσει του παρόντος Νόμου.

(4) Χωρίς επηρεασμό των οικείων διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ, το δημόσιο δίκαιο που διέπει τη διαπραγμάτευση που διεξάγεται στα πλαίσια των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας είναι το κυπριακό δίκαιο.

(5) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας που χορήγησε σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, αν η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας -

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει λειτουργήσει κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

(6) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας.

Απαιτήσεις για το διοικητικό συμβούλιο του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας

46.-(1) Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου κάθε διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας οφείλουν να έχουν κατά πάντα χρόνο επαρκώς καλή φήμη και να διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Η συνολική σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου αντικατοπτρίζει ένα επαρκώς ευρύ φάσμα εμπειρίας.

(2) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν, ειδικότερα, να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

(α)(i) όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας∙ για τον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια οποιασδήποτε νομικής οντότητας που δύναται να κατέχει ταυτόχρονα ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου, λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας∙

(ii) εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν τη Δημοκρατία, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, ο οποίος είναι σημαντικός από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων του, απαγορεύεται να κατέχουν ταυτόχρονα περισσοτέρων του ενός εκ των ακόλουθων συνδυασμών θέσεων σε διοικητικά συμβούλια:

(Α) μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου,

(Β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου∙

(iii) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου, μέσα στον ίδιο όμιλο ή σε επιχειρήσεις στις οποίες ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας έχει ειδική συμμετοχή, θεωρούνται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου∙

(iv) ανεξάρτητα από τις υποπαγραγράφους (i) και (ii), η Επιτροπή δύναται να παρέχει άδεια σε μέλη του διοικητικού συμβουλίου να κατέχουν μία επιπλέον θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου, και ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ για την παροχή τέτοιων αδειών∙

(v) οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου, σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους, δεν λαμβάνονται υπόψη για τον περιορισμό του αριθμού θέσεων μέλους που μπορεί να κατέχει μέλος διοικητικού συμβουλίου∙

(β) το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει συλλογικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία ώστε να μπορεί να κατανοήσει τις δραστηριότητες του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων∙

(γ) κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση ώστε να αξιολογεί αποτελεσματικά και να θέτει υπό αμφισβήτηση, όπου απαιτείται, τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων.

(3) Οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας αφιερώνουν επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για τη μύηση και εκπαίδευση μελών του διοικητικού συμβουλίου.

(4)(α) Οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που είναι σημαντικοί, από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων τους, θεσπίζουν επιτροπή διορισμών, αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στον εν λόγω διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

(β) Η επιτροπή διορισμών διενεργεί τα ακόλουθα:

(i) Εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο ή τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη των κενών θέσεων του διοικητικού συμβουλίου∙ για αυτόν το σκοπό, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, ικανοτήτων, ποικιλομορφίας και εμπειρίας των μελών του διοικητικού συμβουλίου∙ περαιτέρω, συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για συγκεκριμένο διορισμό και υπολογίζει το χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση∙ επιπλέον, αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου όσον αφορά την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο, και ετοιμάζει πολιτική για το πώς θα αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο εν λόγω στόχος·

(ii) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού συμβουλίου, και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τυχόν μεταβολές·

(iii) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τις γνώσεις, τις ικανότητες και την εμπειρία αυτών καθ’ αυτών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου ως συνόλου, και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό συμβούλιο·

(iv) επανεξετάζει, κατά περιόδους, την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων στελεχών, και κάνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο.

(γ) Η επιτροπή διορισμών λαμβάνει υπόψη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, στο βαθμό που είναι δυνατόν και σε συνεχή βάση, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο δεν κυριαρχείται από ένα πρόσωπο ή μικρή ομάδα προσώπων κατά τρόπο που να θίγει τα συμφέροντα του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας ως σύνολο.

(δ) Κατά την άσκηση των καθηκόντων της, η επιτροπή διορισμών δύναται να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων.

(ε) Στις περιπτώσεις όπου, βάσει του κυπριακού δικαίου, το διοικητικό συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οιουδήποτε εκ των μελών του, το παρόν εδάφιο δεν εφαρμόζεται.

(5) Οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας και οι αντίστοιχες επιτροπές διορισμών διασφαλίζουν ευρύ φάσμα προσόντων και ικανοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό συμβούλιο και εφαρμόζουν προς το σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την ποικιλομορφία στο διοικητικό συμβούλιο.

(6)(α) Το διοικητικό συμβούλιο ενός διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας καθορίζει και επιβλέπει την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που εξασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση ενός οργανισμού, συμπεριλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στον οργανισμό και της αποφυγής των συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που να προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς.

(β) Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και αξιολογεί κατά περιόδους την αποτελεσματικότητα ρυθμίσεων διακυβέρνησης του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας και λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για την αντιμετώπιση τυχόν αδυναμιών.

(γ) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

(7)(α) Η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας, εάν δεν έχει ικανοποιηθεί ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, και αφιερώνουν επαρκή χρόνο για την εκτέλεση των καθηκόντων τους, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διοίκηση και την επαρκή μέριμνα για την ακεραιότητα της αγοράς.

(β) Κατά τη διαδικασία χορήγησης άδειας λειτουργίας σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν την επιχειρηματική δραστηριότητα και τη λειτουργία ρυθμιζόμενης αγοράς που έχει ήδη λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τεκμαίρεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του εδαφίου (1).

(8) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιεί στην Επιτροπή την ταυτότητα όλων των μελών του διοικητικού του συμβουλίου και κάθε μεταβολή των μελών του, καθώς και όλες τις πληροφορίες που απαιτούνται για την αξιολόγηση της συμμόρφωσης του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας με τα εδάφια (1) έως (5).

Απαιτήσεις σχετικές με τα πρόσωπα που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας

47.-(1) Τα πρόσωπα που είναι σε θέση να ασκήσουν, άμεσα ή έμμεσα, ουσιαστική επιρροή στη διοίκηση της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας οφείλουν να είναι κατάλληλα.

(2) Ο διαχειριστής αγοράς της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας-

(α) Παρέχει στην Επιτροπή και δημοσιοποιεί πληροφορίες σχετικά με την ιδιοκτησία της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή/και του διαχειριστή της και ιδίως την ταυτότητα και την έκταση των συμφερόντων κάθε προσώπου που είναι σε θέση να ασκήσει ουσιαστική επιρροή στη διοίκησή της·

(β) γνωστοποιεί στην Επιτροπή και δημοσιοποιεί κάθε μεταβίβαση κυριότητας που επιφέρει μεταβολή στην ταυτότητα των προσώπων που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας.

(3) Η Επιτροπή αρνείται να εγκρίνει τις προτεινόμενες μεταβολές στα πρόσωπα που ασκούν ουσιαστική επιρροή στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ή/και στο διαχειριστή της, εάν έχει αντικειμενικούς και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι οι μεταβολές αυτές αποτελούν απειλή για την ορθή και συνετή διοίκηση της ρυθμιζόμενης αγοράς.

Οργανωτικές απαιτήσεις

48.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας -

(α) Διαθέτει μηχανισμούς για το σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που μπορεί να συνεπάγεται για τη λειτουργία της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή για τα μέλη της ή τους συμμετέχοντες σε αυτήν, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των συμφερόντων της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, των ιδιοκτητών ή του διαχειριστή αγοράς και της υγιούς λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, και ειδικότερα όταν αυτές οι συγκρούσεις συμφερόντων ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την εκπλήρωση των λειτουργιών που η Επιτροπή έχει αναθέσει στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας· και

(β) είναι κατάλληλα εξοπλισμένη για να διαχειρίζεται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένη, για να εφαρμόζει κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών κινδύνων για τη λειτουργία της, και για να λαμβάνει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων· και

(γ) διαθέτει μηχανισμούς για την ορθή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, συμπεριλαμβανομένων αποτελεσματικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων· και

(δ) εφαρμόζει διαφανείς και μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες και διαδικασίες που παρέχουν τη δίκαιη και εύρυθμη διεξαγωγή των συναλλαγών, και διατυπώνει αντικειμενικά κριτήρια για την αποδοτική εκτέλεση των εντολών· και

(ε) διαθέτει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που διευκολύνουν την αποδοτική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα πλαίσια των συστημάτων της· και

(στ) διαθέτει, τόσο κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας της όσο και σε συνεχή βάση, επαρκείς οικονομικούς πόρους για να διευκολύνεται η εύρυθμη λειτουργία της, λαμβανομένων υπόψη της φύσης και της κλίμακας των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, καθώς και του φάσματος και της σοβαρότητας των κινδύνων στους οποίους αυτή είναι εκτεθειμένη.

(2) Απαγορεύεται στους διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε οποιαδήποτε από τις ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται.

Ανθεκτικότητα συστημάτων, μέτρα διακοπής διαπραγμάτευσης και ηλεκτρονική διαπραγμάτευση

49.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσής της είναι ανθεκτικά, έχουν επαρκή χωρητικότητα για την εξυπηρέτηση μεγάλων όγκων εντολών και μηνυμάτων, δύνανται να διασφαλίσουν την εύρυθμη διαπραγμάτευση υπό ακραίες συνθήκες πίεσης στην αγορά, δοκιμάζονται πλήρως για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των όρων αυτών, και υπόκεινται σε αποτελεσματικούς μηχανισμούς συνέχισης επιχειρηματικής δραστηριότητας που διασφαλίζουν τη συνέχιση των υπηρεσιών της, σε περίπτωση αστοχίας των συστημάτων διαπραγμάτευσής της.

(2) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διαθέτει-

(α) Γραπτές συμφωνίες με όλες τις ΕΠΕΥ που ακολουθούν στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας· και

(β) πλαίσιο το οποίο εξασφαλίζει τη συμμετοχή επαρκούς αριθμού ΕΠΕΥ στις εν λόγω συμφωνίες, οι οποίες απαιτούν την υποβολή δεσμευτικών προσφορών σε ανταγωνιστικές τιμές έτσι ώστε να παρέχεται ρευστότητα σε τακτική και προβλέψιμη βάση, όπου ενδείκνυται τέτοια απαίτηση με βάση τη φύση και την κλίμακα των συναλλαγών στη συγκεκριμένη ρυθμιζόμενη αγορά.

(3)(α) Η γραπτή συμφωνία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) καθορίζει τουλάχιστον τα ακόλουθα:

(i) Τις υποχρεώσεις της ΕΠΕΥ σε σχέση με την παροχή ρευστότητας και, όπου εφαρμόζεται, οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2)·

(ii) οποιαδήποτε κίνητρα με τη μορφή εκπτώσεων ή σε άλλη μορφή, που προσφέρει η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας σε μια ΕΠΕΥ για να παρέχει ρευστότητα στην αγορά σε τακτική και προβλέψιμη βάση και, όπου εφαρμόζεται, οποιαδήποτε άλλα δικαιώματα που απορρέουν για την ΕΠΕΥ από τη συμμετοχή της στο πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2).

(β) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας παρακολουθεί και επιβάλλει τη συμμόρφωση των ΕΠΕΥ προς τις απαιτήσεις των προαναφερομένων δεσμευτικών γραπτών συμφωνιών. Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ενημερώνει την Επιτροπή σχετικά με το περιεχόμενο της δεσμευτικής γραπτής συμφωνίας και παρέχει, κατόπιν αιτήματος, στην Επιτροπή κάθε περαιτέρω πληροφορία που είναι απαραίτητη για να ικανοποιηθεί η Επιτροπή για τη συμμόρφωση της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας με το παρόν εδάφιο.

(4) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για την απόρριψη εντολών που είτε υπερβαίνουν τα προκαθορισμένα όρια όγκου και τιμών είτε είναι σαφώς εσφαλμένες.

(5)(α) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας οφείλει να είναι σε θέση να προβεί προσωρινά στη διακοπή ή τον περιορισμό της διαπραγμάτευσης σε περίπτωση σημαντικής μεταβολής της τιμής ενός χρηματοοικονομικού μέσου στην αγορά αυτή ή σε συναφή αγορά σε σύντομο χρονικό διάστημα και, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, να είναι σε θέση να προβεί σε ακύρωση, τροποποίηση ή διόρθωση οιασδήποτε συναλλαγής. Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διασφαλίζει ότι οι παράμετροι για τη διακοπή των συναλλαγών έχουν προσαρμοστεί κατάλληλα, κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τη ρευστότητα των διάφορων κατηγοριών και υποκατηγοριών χρηματοοικονομικών μέσων, τη φύση του μοντέλου της αγοράς και τα είδη των χρηστών και που επαρκεί για την αποφυγή σημαντικών διαταράξεων στην εύρυθμη διεξαγωγή διαπραγμάτευσης.

(β) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας αναφέρει στην Επιτροπή τις παραμέτρους για τη διακοπή της διαπραγμάτευσης και οποιαδήποτε σημαντική μεταβολή τους, με τρόπο συνεπή και συγκρίσιμο, και η Επιτροπή, με τη σειρά της, τις αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ. Όταν ρυθμιζόμενη αγορά, η οποία είναι σημαντική από πλευράς ρευστότητας για συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, διακόπτει τη διαπραγμάτευση σε οποιοδήποτε κράτος μέλος, ο εν λόγω τόπος διαπραγμάτευσης διαθέτει τα αναγκαία συστήματα και διαδικασίες που διασφαλίζουν ότι θα ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές προκειμένου οι τελευταίες να συντονίσουν την αντιμετώπιση για το σύνολο της αγοράς και να καθορίσουν κατά πόσον ενδείκνυται να διακόψουν τη διαπραγμάτευση σε άλλους τόπους στους οποίους γίνεται διαπραγμάτευση του χρηματοοικονομικού μέσου μέχρι να αρχίσει εκ νέου η διαπραγμάτευση στην αρχική αγορά.

(6) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, περιλαμβανομένης της απαίτησης όπως τα μέλη ή συμμετέχοντες να εφαρμόζουν κατάλληλες δοκιμές των αλγορίθμων και της παροχής περιβάλλοντος για τη διευκόλυνση της πραγματοποίησης των εν λόγω δοκιμών που -

(α) Διασφαλίζουν ότι τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών δεν μπορούν να δημιουργήσουν ή να συμβάλουν στη διαμόρφωση συνθηκών μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης στην αγορά∙ και

(β) διαχειρίζονται τις συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης που ανακύπτουν από αυτά τα συστήματα αλγοριθμικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων συστημάτων για τον περιορισμό της αναλογίας ανεκτέλεστων εντολών προς τις συναλλαγές που μπορούν να εισαχθούν στο σύστημα από μέλος ή συμμετέχοντα∙ και

(γ) είναι σε θέση να επιβραδύνουν τη ροή των εντολών αν υπάρχει κίνδυνος για εξάντληση της χωρητικότητας του συστήματος∙ και

(δ) περιορίζουν και επιβάλλουν το ελάχιστο βήμα τιμής το οποίο μπορεί να εκτελεστεί στην αγορά.

(7)(α) Ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας που επιτρέπει την άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση διαθέτει αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και ρυθμίσεις, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι -

(i) Τα μέλη ή οι συμμετέχοντες επιτρέπεται να παρέχουν την υπηρεσία αυτή μόνο αν είναι είτε ΕΠΕΥ που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους που συνάδει με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ είτε πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους που συνάδει με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ∙ και

(ii) ορίζονται και εφαρμόζονται κατάλληλα κριτήρια ως προς την καταλληλότητα των προσώπων στα οποία μπορεί να δοθεί πρόσβαση∙ και

(iii) το μέλος ή ο συμμετέχων φέρει την ευθύνη των εντολών και των συναλλαγών που εκτελούνται μέσω της υπηρεσίας αυτής σε σχέση με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(β) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ορίζει κατάλληλα πρότυπα σχετικά με τους ελέγχους κινδύνου και τα όρια για τις συναλλαγές μέσω της πρόσβασης που αναφέρεται στην παράγραφο (α) και οφείλει να διακρίνει και, όταν είναι αναγκαίο, να σταματάει τις εντολές ή τις συναλλαγές προσώπου που χρησιμοποιεί άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, ξεχωριστά από άλλες εντολές ή συναλλαγές του μέλους ή του συμμετέχοντα.

(γ) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διαθέτει ρυθμίσεις για την αναστολή ή τη διακοπή της παροχής άμεσης ηλεκτρονικής πρόσβασης από μέλος ή συμμετέχοντα σε πελάτη, στην περίπτωση μη συμμόρφωσης προς το παρόν εδάφιο.

(8) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διασφαλίζει ότι οι κανόνες της για τις υπηρεσίες συστέγασης συστημάτων είναι διαφανείς, δίκαιοι και χωρίς διακρίσεις.

(9)(α) H ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας διασφαλίζει ότι η δομή των χρεώσεών της, συμπεριλαμβανομένων των χρεώσεων εκτέλεσης, των παρεπόμενων χρεώσεων και οποιωνδήποτε εκπτώσεων, είναι διαφανής, δίκαιη και χωρίς διακρίσεις, καθώς και ότι δεν δημιουργεί κίνητρα για εισαγωγή, τροποποίηση ή ακύρωση εντολών ή για εκτέλεση συναλλαγών με τρόπο που συμβάλλει σε συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή σε κατάχρηση αγοράς. Ειδικότερα, η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας επιβάλλει υποχρεώσεις ειδικής διαπραγμάτευσης σε μεμονωμένες μετοχές ή σε κατάλληλο καλάθι μετοχών σε αντάλλαγμα οποιωνδήποτε εκπτώσεων που παρέχονται.

(β) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας προσαρμόζει τις χρεώσεις της για ακυρωθείσες εντολές ανάλογα με το χρονικό διάστημα παραμονής της εντολής, και προσαρμόζει τις χρεώσεις της για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο στο οποίο εφαρμόζονται.

(γ) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας δύναται να καθορίζει υψηλότερη χρέωση-

(i) Για την εισαγωγή εντολής που στη συνέχεια ακυρώνεται από ότι για εντολή που εκτελείται, και

(ii) σε συμμετέχοντες που εμφανίζουν υψηλή αναλογία ακυρωθεισών εντολών προς εκτελεσθείσες εντολές, και

(iii) σε όσους εφαρμόζουν τεχνικές κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα,

προκειμένου να αντανακλάται η πρόσθετη επιβάρυνση για τη χωρητικότητα του συστήματος.

(10) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας οφείλει να είναι σε θέση να διακρίνει, μέσω επισήμανσης από μέλη ή συμμετέχοντες, τις εντολές που παράγονται από αλγοριθμικές συναλλαγές, τους διάφορους αλγόριθμους που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των εντολών, και τα σχετικά πρόσωπα που δίνουν τις εντολές αυτές. Η ρυθμιζόμενη αγορά διαθέτει τις εν λόγω πληροφορίες στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος της τελευταίας.

(11) Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας παρέχει στην Επιτροπή στοιχεία σχετικά με το βιβλίο εντολών ή πρόσβαση στο βιβλίο εντολών ώστε να είναι δυνατή η παρακολούθηση των συναλλαγών.

Βήμα τιμής

50.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει καθεστώτα βήματος τιμής σε μετοχές, αποθετήρια έγγραφα, διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια, πιστοποιητικά και άλλα παρόμοια χρηματοοικονομικά μέσα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλα χρηματοοικονομικά μέσα για τα οποία καταρτίζονται ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα από την ΕΑΚΑΑ δυνάμει του Άρθρου 49, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η δε εφαρμογή των βημάτων τιμής δεν εμποδίζει τη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας να ταυτίζει εντολές μεγάλου μεγέθους στο ενδιάμεσο των τρεχουσών τιμών αγοράς και πώλησης.

(2) Τα καθεστώτα βήματος τιμής που αναφέρονται στο εδάφιο (1) -

(α) Βαθμονομούνται για να αντικατοπτρίζουν το προφίλ ρευστότητας του χρηματοοικονομικού μέσου σε διάφορες αγορές και το μέσο άνοιγμα τιμής προσφοράς-ζήτησης, λαμβάνοντας υπόψη ότι είναι επιθυμητό να καθίσταται δυνατή η διαμόρφωση ευλόγως σταθερών τιμών χωρίς να περιορίζεται αδικαιολόγητα περαιτέρω μείωση του ανοίγματος τιμών·

(β) προσαρμόζουν το βήμα τιμής για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο καταλλήλως.

Συγχρονισμός των ρολογιών εργασίας

51. Όλοι οι τόποι διαπραγμάτευσης και τα μέλη τους ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς συγχρονίζουν τα ρολόγια εργασίας που χρησιμοποιούν για να καταγράφουν την ημερομηνία και την ώρα κάθε συμβάντος που επιδέχεται αναφοράς.

Εισαγωγή χρηματοοικονο-μικών μέσων προς διαπραγμάτευση

52.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει σαφείς και διαφανείς κανόνες για την εισαγωγή χρηματοοικονομικών μέσων προς διαπραγμάτευση, οι οποίοι διασφαλίζουν ότι κάθε χρηματοοικονομικό μέσο που εισάγεται προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά τυγχάνει δίκαιης, εύρυθμης και αποδοτικής διαπραγμάτευσης και, στην περίπτωση κινητών αξιών, ότι είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμες.

(2) Στην περίπτωση παραγώγων, οι κανόνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) διασφαλίζουν, ειδικότερα, ότι ο σχεδιασμός της σύμβασης παραγώγων επιτρέπει την ομαλή διαμόρφωση των τιμών του, καθώς και την ύπαρξη αποτελεσματικών συνθηκών διακανονισμού.

(3)(α) Επιπρόσθετα από τις υποχρεώσεις των εδαφίων (1) και (2), η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικούς μηχανισμούς που επιτρέπουν να εξακριβωθεί κατά πόσο οι εκδότες των εισηγμένων προς διαπραγμάτευση στη ρυθμιζόμενη αγορά κινητών αξιών συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις που τους επιβάλλει το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το εναρμονιστικό, με το εν λόγω δίκαιο, κυπριακό δίκαιο, όσον αφορά την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση πληροφοριών.

(β) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει μηχανισμούς που διευκολύνουν την πρόσβαση των μελών της ή των συμμετεχόντων σε αυτήν στις πληροφορίες που δημοσιοποιούνται βάσει του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του εναρμονιστικού, με το εν λόγω δίκαιο, κυπριακού δικαίου.

(4) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει τους αναγκαίους μηχανισμούς για την τακτική επανεξέταση της συμμόρφωσης των χρηματοοικονομικών μέσων που εισάγει προς διαπραγμάτευση προς τις απαιτήσεις εισαγωγής.

(5) Κινητή αξία που έχει εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας δύναται, στη συνέχεια, να εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε άλλες ρυθμιζόμενες αγορές, ακόμη και χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη, με την επιφύλαξη των οικείων διατάξεων του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου. Ο εκδότης ενημερώνεται από τη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας για το γεγονός ότι οι αξίες του διαπραγματεύονται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά. Ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (3) υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών απευθείας σε ρυθμιζόμενη αγορά που έχει εισαγάγει προς διαπραγμάτευση τους τίτλους του χωρίς τη συγκατάθεσή του.

Αναστολή διαπραγμάτευσης και διαγραφή χρηματοοικονομικών μέσων σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας

53.-(1) Χωρίς επηρεασμό του κατά το άρθρο 70(2) δικαιώματος της Επιτροπής να απαιτεί την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση, ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δύναται να αναστείλει τη διαπραγμάτευση ή να διαγράψει από τη διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικό μέσο το οποίο δεν συνάδει πλέον με τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, εκτός εάν η αναστολή ή η διαγραφή αυτή ενδέχεται να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς της Δημοκρατίας.

(2)(α) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας, ο οποίος αναστέλλει τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει χρηματοοικονομικό μέσο, αναστέλλει επίσης από τη διαπραγμάτευση ή διαγράφει τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την υποστήριξη των στόχων της αναστολής διαπραγμάτευσης ή της διαγραφής του υποκείμενου χρηματοοικονομικού μέσου. Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δημοσιοποιεί την απόφασή του σχετικά με την αναστολή από τη διαπραγμάτευση ή τη διαγραφή του χρηματοοικονομικού μέσου και κάθε σχετικού παραγώγου, και ανακοινώνει τις σχετικές αποφάσεις στην Επιτροπή.

(β) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε στη Δημοκρατία, η Επιτροπή απαιτεί από τις άλλες ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, τους ΠΜΔ, ΜΟΔ και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο κατά παράβαση των Άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(γ) Η Επιτροπή αμέσως δημοσιοποιεί και ανακοινώνει στην ΕΑΚΑΑ και τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, την απόφαση την οποία λαμβάνει δυνάμει της παραγράφου (β), συμπεριλαμβανομένης αιτιολόγησης εάν έλαβε απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοπιστωτικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοπιστωτικό μέσο.

(δ) Όπου η αναστολή ή διαγραφή αποφασίστηκε σε άλλο κράτος μέλος και η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους γνωστοποιεί σχετική απόφαση στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας, ΠΜΔ, ΜΟΔ, και συστηματικούς εσωτερικοποιητές που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της και στους οποίους αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης το εν λόγω χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος του παρόντος Νόμου, τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο, την αναστολή διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγου, όταν η αναστολή ή διαγραφή οφείλεται σε υπόνοια για κατάχρηση της αγοράς, σε δημόσια προσφορά εξαγοράς ή στη μη δημοσιοποίηση προνομιακών πληροφοριών σχετικά με τον εκδότη ή το χρηματοοικονομικό μέσο κατά παράβαση των Άρθρων 7 και 17 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, εκτός εάν τέτοια αναστολή ή διαγραφή θα μπορούσε να βλάψει σημαντικά τα συμφέροντα των επενδυτών ή την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς.

(ε) Η Επιτροπή, όταν λαμβάνει την κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (δ) γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, ανακοινώνει την απόφασή της στην ΕΑΚΑΑ και τις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές, συμπεριλαμβανομένης αιτιολόγησης εάν έλαβε απόφαση να μην ανασταλεί η διαπραγμάτευση ή να μη διαγραφεί το χρηματοοικονομικό μέσο ή τα παράγωγα που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο.

(στ) Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται επίσης όταν αίρεται η αναστολή από τη διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικού μέσου ή των παραγώγων όπως αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος και τα οποία σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο.

(ζ) Η διαδικασία γνωστοποίησης που αναφέρεται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζεται, επίσης, στην περίπτωση που η απόφαση για αναστολή διαπραγμάτευσης ή διαγραφή ενός χρηματοοικονομικού μέσου ή παραγώγων που αναφέρονται στα σημεία 4 έως 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος που σχετίζονται με ή έχουν ως σημείο αναφοράς το συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο λαμβάνεται από την Επιτροπή, δυνάμει του άρθρου 70(2)(ιγ) και (ιδ).

Πρόσβαση σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας

54.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει, εφαρμόζει και διατηρεί διαφανείς και χωρίς διακρίσεις κανόνες, βασιζόμενους σε αντικειμενικά κριτήρια, όσον αφορά την πρόσβαση ή την απόκτηση της ιδιότητας μέλους στη ρυθμιζόμενη αγορά.

(2) Οι κανόνες που αναφέρονται στο εδάφιο (1) ορίζουν όλες τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα μέλη της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, οι οποίες απορρέουν από-

(α) Τη συγκρότηση και διοίκηση της ρυθμιζόμενης αγοράς· και

(β) τους κανόνες που διέπουν τις συναλλαγές στην αγορά· και

(γ) τα επαγγελματικά πρότυπα που επιβάλλονται στο προσωπικό των ΕΠΕΥ ή πιστωτικών ιδρυμάτων που δραστηριοποιούνται στην αγορά· και

(δ) τους όρους που καθορίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (3) για τα μέλη ή συμμετέχοντες που δεν είναι ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα· και

(ε) τους κανόνες και διαδικασίες εκκαθάρισης και διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στη ρυθμιζόμενη αγορά.

(3) Οι ρυθμιζόμενες αγορές της Δημοκρατίας δύνανται να δέχονται, ως μέλη ή συμμετέχοντες, ΕΠΕΥ, πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους που συνάδει με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ και άλλα πρόσωπα τα οποία διαθέτουν -

(α) Επαρκώς καλή φήμη· και

(β) επαρκές επίπεδο συναλλακτικής ικανότητας, επιδεξιότητας και εμπειρίας· και

(γ) όπου εφαρμόζεται, επαρκείς οργανωτικές ρυθμίσεις· και

(δ) επαρκείς πόρους για το ρόλο που καλούνται να επιτελέσουν, λαμβανομένων υπόψη των διάφορων οικονομικών ρυθμίσεων που έχει ενδεχομένως θεσπίσει η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας για να εγγυάται τον επαρκή διακανονισμό των συναλλαγών.

(4) Προκειμένου περί συναλλαγών που διενεργούνται σε ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας, τα μέλη και οι συμμετέχοντες δεν έχουν υποχρέωση να εφαρμόζουν έναντι αλλήλων τις υποχρεώσεις τις οποίες επιβάλλουν τα άρθρα 25, 26, 28 και 29. Τα μέλη όμως της ρυθμιζόμενης αγοράς, ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν, τηρούν τις προβλεπόμενες στα άρθρα 25, 26, 28 και 29 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό πελατών, εκτελούν τις εντολές τους σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(5) Οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ή την απόκτηση της ιδιότητας μέλους ή τη συμμετοχή σε αυτήν προβλέπουν την άμεση ή εξ αποστάσεως συμμετοχή των ΕΠΕΥ και των πιστωτικών ιδρυμάτων.

(6)(α) Ρυθμιζόμενη αγορά άλλου κράτους μέλους δύναται να παρέχει τις κατάλληλες ρυθμίσεις στη Δημοκρατία για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών σε αυτήν την αγορά από τα εξ’ αποστάσεως μέλη ή τους εξ’ αποστάσεως συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία.

(β)(i) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας γνωστοποιεί στην Επιτροπή την πρόθεσή της να παρέχει κατάλληλες ρυθμίσεις σε άλλο κράτος μέλος για να διευκολύνει την πρόσβαση και τη διενέργεια συναλλαγών σε αυτήν την αγορά από εξ’ αποστάσεως μέλη ή τους εξ’ αποστάσεως συμμετέχοντες που είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος. H Επιτροπή διαβιβάζει, εντός ενός μηνός, την πληροφορία αυτή στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας προτίθεται να παρέχει τέτοιες ρυθμίσεις.

(ii) Η Επιτροπή γνωστοποιεί, κατόπιν αιτήματος της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, την ταυτότητα των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή των συμμετεχόντων σε αυτήν, τα οποία μέλη ή συμμετέχοντες είναι εγκατεστημένοι στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής.

(7) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιεί στην Επιτροπή, σε τακτική βάση, τον κατάλογο των μελών της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή των συμμετεχόντων σε αυτήν.

Παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τους κανόνες της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας και προς άλλες εκ του νόμου υποχρεώσεις

55.-(1) Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας θεσπίζει και διατηρεί αποτελεσματικούς μηχανισμούς και διαδικασίες, συμπεριλαμβανομένων των απαιτούμενων πόρων, για την τακτική παρακολούθηση της συμμόρφωσης των μελών της και των συμμετεχόντων σε αυτήν με τους κανόνες της. Η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας παρακολουθεί τις εντολές που αποστέλλουν, συμπεριλαμβανομένων των ακυρώσεων, και τις συναλλαγές που διενεργούν τα μέλη της ή οι συμμετέχοντες σε αυτήν στο πλαίσιο των συστημάτων της, προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή ενέργειες που μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοοικονομικό μέσο.

(2)(α) Ο διαχειριστής αγοράς της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή σχετικά με σημαντικές παραβάσεις των κανόνων της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, με συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή με ενέργειες οι οποίες μπορεί να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή δυσλειτουργίες του συστήματος σε σχέση με χρηματοοικονομικό μέσο.

(β) Η Επιτροπή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α):

Νοείται ότι, όσον αφορά ενέργειες οι οποίες μπορούν να υποδηλώνουν συμπεριφορά που απαγορεύεται δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, η Επιτροπή πρέπει να έχει την πεποίθηση ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί τέτοια συμπεριφορά προτού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και την ΕΑΚΑΑ.

(3) Ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στην Επιτροπή και της παρέχει πλήρη υποστήριξη για τη διερεύνηση και δίωξη της κατάχρησης αγοράς η οποία διαπράττεται στα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας ή μέσω αυτών.

Διατάξεις για τα συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, εκκαθάρισης και διακανονισμού

56.-(1)(α) Χωρίς επηρεασμό των τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας δύναται να συνάπτει με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού άλλου κράτους μέλους κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στο πλαίσιο των συστημάτων της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας.

(β) Χωρίς επηρεασμό των τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η ρυθμιζόμενη αγορά άλλου κράτους μέλους δύναται να συνάπτει με κεντρικό αντισυμβαλλόμενο ή φορέα εκκαθάρισης και σύστημα διακανονισμού της Δημοκρατίας κατάλληλες συμφωνίες για την εκκαθάριση ή/και τον διακανονισμό ορισμένων ή όλων των συναλλαγών που διενεργούν οι συμμετέχοντες στην αγορά στα συστήματα της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας.

(2)(α) Χωρίς επηρεασμό των τίτλων ΙΙΙ, IV ή V του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, η Επιτροπή δεν δύναται να αντιταχθεί στη χρήση κεντρικού αντισυμβαλλομένου, φορέων εκκαθάρισης ή/και συστημάτων διακανονισμού άλλου κράτους μέλους, εκτός εάν αυτό είναι αποδεδειγμένα αναγκαίο για τη διατήρηση της εύρυθμης λειτουργίας της ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, και λαμβανομένων υπόψη των οριζόμενων στο άρθρο 38(2) του παρόντος Νόμου προϋποθέσεων για τα συστήματα διακανονισμού.

(β) Για να μην υπάρχει περιττή επικάλυψη των ελέγχων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την επίβλεψη ή εποπτεία του συστήματος εκκαθάρισης και διακανονισμού που ήδη ασκούν οι κεντρικές τράπεζες ως επόπτες των συστημάτων εκκαθάρισης και διακανονισμού ή άλλες τυχόν εποπτικές αρχές που είναι αρμόδιες για τα εν λόγω συστήματα.

Κατάλογος των ρυθμιζόμενων αγορών της Δημοκρατίας

57. Η Επιτροπή καταρτίζει κατάλογο των ρυθμιζόμενων αγορών της Δημοκρατίας και τον διαβιβάζει στα άλλα κράτη μέλη και στην ΕΑΚΑΑ. Παρόμοια διαβίβαση πραγματοποιείται και για κάθε τροποποίηση του εν λόγω καταλόγου.

ΤΙΤΛΟΣ IV ΟΡΙΑ ΘΕΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΛΕΓΧΟΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΘΕΣΕΩΝ ΣΕ ΠΑΡΑΓΩΓΑ ΕΠΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ
Όρια θέσεων και έλεγχοι διαχείρισης θέσεων σε παράγωγα επί εμπορευμάτων

58.-(1)(α) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει σε ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του Άρθρου 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, θεσπίζει και εφαρμόζει όρια σχετικά με το μέγεθος της καθαρής θέσης που μπορεί να κατέχει ανά πάσα στιγμή ένα πρόσωπο σε παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων και σε σημαντικά ή κρίσιμης σημασίας παράγωγα επί εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, καθώς και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων· τα παράγωγα επί εμπορευμάτων θεωρούνται κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά όταν το άθροισμα όλων των καθαρών θέσεων των κατόχων τελικής θέσης αποτελεί το μέγεθος της ανοικτής συμμετοχής τους και ανέρχεται σε τουλάχιστον τριακόσιες χιλιάδες παρτίδες κατά μέσο όρο για περίοδο ενός έτους και τα όρια καθορίζονται με βάση όλες τις θέσεις που κατέχει ένα πρόσωπο και εκείνες που κατέχονται εξ ονόματός του σε συγκεντρωτικό επίπεδο ομίλου, προκειμένου να-

(i) αποτρέπεται η κατάχρηση της αγοράς∙ και

(ii) υποστηρίζονται ορθοί όροι τιμολόγησης και διακανονισμού, περιλαμβανομένης της αποτροπής δημιουργίας θέσεων που στρεβλώνουν την αγορά και της εξασφάλισης, ιδίως, της σύγκλισης των τιμών των παραγώγων κατά το μήνα παράδοσης και των τιμών για άμεση παράδοση του υποκείμενου εμπορεύματος, με την επιφύλαξη της διαδικασίας διαμόρφωσης τιμής στην αγορά του υποκείμενου εμπορεύματος.

(β) Τα όρια θέσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δεν εφαρμόζονται επί-

(i) θέσεων που κατέχονται από μη χρηματοοικονομική οντότητα ή εξ ονόματός της και οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας·

(ii) θέσεων που κατέχονται από χρηματοοικονομική οντότητα ή εξ ονόματός της, που ανήκει σε κατεξοχήν εμπορικό όμιλο και ενεργεί εξ ονόματος μη χρηματοοικονομικής οντότητας του κατεξοχήν εμπορικού ομίλου, εάν για τις εν λόγω θέσεις μπορεί να διαπιστωθεί με αντικειμενικά μετρήσιμο τρόπο ότι μειώνουν τους κινδύνους που συνδέονται άμεσα με την εμπορική δραστηριότητα της συγκεκριμένης μη χρηματοοικονομικής οντότητας·

(iii) θέσεων που κατέχονται από χρηματοοικονομικούς και μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλομένους για τις θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, προκύπτουν από συναλλαγές που εκτελούνται με σκοπό την εκπλήρωση υποχρέωσης για την παροχή ρευστότητας σε τόπο διαπραγμάτευσης, όπως αναφέρεται στο άρθρο 2 παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, στοιχείο γ), της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

(iv) κάθε άλλης κινητής αξίας η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του ορισμού του όρου «κινητές αξίες» και σχετίζεται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο σημείο 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος.

(2) Τα όρια θέσεων καθορίζουν σαφή ποσοτικά όρια για το ανώτατο μέγεθος θέσης την οποία δύναται να κατέχει πρόσωπο σε παράγωγο επί εμπορευμάτων.

(3)(α) Η Επιτροπή καθορίζει όρια θέσεων για κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων και παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης, με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τα εν λόγω όρια θέσης ισχύουν και επί οικονομικά ισοδύναμων συμβάσεων εξωχρηματιστηριακών παραγώγων.

(β) Η Επιτροπή επανεξετάζει τα όρια θέσης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) σε περίπτωση που υπάρχει σημαντική μεταβολή στην αγορά, περιλαμβανομένης σημαντικής μεταβολής στην παραδοτέα ποσότητα ή τις ανοικτές θέσεις, με βάση τον καθορισμό της παραδοτέας ποσότητας και των ανοικτών θέσεων από την Επιτροπή, και αναπροσαρμόζει τα εν λόγω όρια θέσης με βάση τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζεται σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(4) Η Επιτροπή γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τα ακριβή όρια θέσης που προτίθεται να θέσει σύμφωνα με τη μεθοδολογία υπολογισμού που καθορίζει η ΕΑΚΑΑ δυνάμει του Άρθρου 57, παράγραφος 3, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Η Επιτροπή μεταβάλλει τα όρια θέσης σύμφωνα με τη γνωμοδότηση η οποία της απευθύνεται από την ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή υποβάλλει στην ΕΑΚΑΑ τους λόγους για τους οποίους θεωρεί μη αναγκαία τη συγκεκριμένη μεταβολή. Όταν η Επιτροπή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους.

(5)(α) Σε περίπτωση που τα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες σε τόπους διαπραγμάτευσης, σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες ή σε περίπτωση που τα κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες από μία δικαιοδοσίες και η Δημοκρατία είναι ο τόπος διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών, η Επιτροπή, ως κεντρική αρμόδια αρχή-

(i) ορίζει το ενιαίο όριο θέσης που πρέπει να εφαρμόζεται σε όλες τις συναλλαγές των συγκεκριμένων παραγώγων, και

(ii) συμβουλεύεται τις αρμόδιες αρχές των άλλων τόπων διαπραγμάτευσης στους οποίους τα εν λόγω παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες ή στους οποίους τα εν λόγω κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, σχετικά με το ενιαίο όριο θέσης που θα εφαρμόζεται και για τυχόν αναθεωρήσεις του εν λόγω ενιαίου ορίου θέσης.

(β) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή τόπου διαπραγμάτευσης με υψηλότερο όγκο συναλλαγών είναι άλλη από την Επιτροπή και η Επιτροπή διαφωνεί με το ενιαίο όριο θέσης το οποίο η εν λόγω αρμόδια αρχή ορίζει σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 6, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή παρέχει εγγράφως πλήρη και λεπτομερή τεκμηρίωση των λόγων για τους οποίους θεωρεί ότι δεν πληρούνται οι απαιτήσεις που προβλέπονται στο εν λόγω άρθρο.

(γ) Προκειμένου να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση και επιβολή του ενιαίου ορίου θέσης, η Επιτροπή συνάπτει συμφωνίες συνεργασίας, οι οποίες περιλαμβάνουν την ανταλλαγή σχετικών στοιχείων με άλλες αρμόδιες αρχές που πληρούν οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά ή/και σε περίπτωση που η ίδια η Επιτροπή πληροί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

(i) Αρμόδιες αρχές των τόπων διαπραγμάτευσης όπου τα παράγωγα επί γεωργικών εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε σημαντικές ποσότητες ή τα κρίσιμης σημασίας ή σημαντικά παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης·

(ii) αρμόδιες αρχές των κατόχων θέσης στα εν λόγω παράγωγα.

(6) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης στον οποίο αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων, εφαρμόζουν ελέγχους για τη διαχείριση θέσεων, οι οποίοι περιλαμβάνουν τις ακόλουθες εξουσίες του τόπου διαπραγμάτευσης-

(α) έλεγχο των ανοικτών θέσεων των προσώπων,

(β)πρόσβαση σε πληροφορίες, περιλαμβανομένης κάθε σχετικής τεκμηρίωσης από πρόσωπα, σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό της θέσης ή της έκθεσης που δημιουργήθηκε, πληροφορίες σχετικά με πραγματικούς ή υποκείμενους δικαιούχους, τυχόν ρυθμίσεις εναρμόνισης, καθώς και για κάθε σχετικό στοιχείο του ενεργητικού ή του παθητικού στην υποκείμενη αγορά, περιλαμβανομένων, όπου κρίνεται σκόπιμο, των θέσεων που κατέχονται σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που βασίζονται στο ίδιο υποκείμενο μέσο και παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά σε άλλους τόπους διαπραγμάτευσης και σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων μέσω μελών και συμμετεχόντων,

(γ) απαίτηση από πρόσωπο να κλείνει ή να περιορίζει θέση, σε προσωρινή ή μόνιμη βάση, και να λαμβάνει μονομερώς μέτρα για να διασφαλίζει το κλείσιμο ή τον περιορισμό της θέσης σε περίπτωση που το οικείο πρόσωπο δεν συμμορφώνεται με την εν λόγω απαίτηση, και

(δ) απαίτηση από πρόσωπο να παρέχει, σε προσωρινή βάση, ρευστότητα στην αγορά σε συμφωνημένη τιμή και όγκο, με ρητή πρόθεση τον μετριασμό των επιπτώσεων μεγάλης ή κυρίαρχης θέσης.

(7) Τα όρια θέσεων και οι έλεγχοι για τη διαχείριση θέσεων πρέπει να είναι διαφανείς και χωρίς διακρίσεις, καθορίζοντας πώς εφαρμόζονται στα πρόσωπα και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τη σύνθεση των συμμετεχόντων στην αγορά και τη χρήση, από τους συμμετέχοντες στην αγορά, των συμβάσεων που υποβάλλονται προς διαπραγμάτευση.

(8)(α) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον τόπο διαπραγμάτευσης ενημερώνει την Επιτροπή για τις λεπτομέρειες των ελέγχων διαχείρισης θέσεων.

(β) Η Επιτροπή κοινοποιεί τις ίδιες πληροφορίες, καθώς και τις λεπτομέρειες των ορίων θέσεων που έχει θεσπίσει, στην ΕΑΚΑΑ.

(9) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) όρια θέσεων επιβάλλονται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιστ).

(10)(α) Η Επιτροπή δεν επιβάλλει όρια τα οποία είναι πιο περιοριστικά από αυτά που θεσπίζονται σύμφωνα με το εδάφιο (1), εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, που αιτιολογούνται αντικειμενικά και είναι αναλογικά, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα και την εύρυθμη λειτουργία της συγκεκριμένης αγοράς. Η Επιτροπή δημοσιεύει στο διαδικτυακό της τόπο τις λεπτομέρειες των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων που αποφασίζει να επιβάλει, τα οποία πρέπει να ισχύουν για αρχική περίοδο μη υπερβαίνουσα τους έξι μήνες από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στο διαδικτυακό τόπο. Τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων δύνανται να ανανεωθούν για περαιτέρω περιόδους που δεν υπερβαίνουν τους έξι μήνες κάθε φορά, εάν οι λόγοι για τον περιορισμό εξακολουθούν να ισχύουν. Εάν δεν ανανεωθούν μετά την πάροδο των έξι μηνών, λήγουν αυτόματα.

(β) Όταν η Επιτροπή αποφασίζει να επιβάλει πιο περιοριστικά όρια θέσεων, το γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει αιτιολόγηση για τα πιο περιοριστικά όρια θέσεων.

(γ) Όταν η Επιτροπή επιβάλλει όρια σε αντίθεση με τη γνωμοδότηση της ΕΑΚΑΑ σύμφωνα με το Άρθρο 57, παράγραφος 13, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των πιο περιοριστικών ορίων θέσεων για την αντιμετώπιση της εξαιρετικής περίπτωσης, δημοσιεύει αμέσως στο διαδικτυακό της τόπο ανακοίνωση στην οποία επεξηγεί πλήρως τους λόγους που το πράττει αυτό.

(11) Η Επιτροπή δύναται να ασκεί τις εξουσίες της όσον αφορά την επιβολή κυρώσεων δυνάμει του παρόντος Νόμου για παραβάσεις επί των ορίων θέσεων που καθορίζονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο, για-

(α) Θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία ή στο εξωτερικό, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που έχει θεσπίσει η Επιτροπή σε σχέση με συμβάσεις σε τόπους διαπραγμάτευσης που βρίσκονται ή λειτουργούν στη Δημοκρατία ή οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων·

(β) θέσεις που κατέχουν πρόσωπα τα οποία βρίσκονται ή δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία, οι οποίες υπερβαίνουν τα όρια σε παράγωγα επί εμπορευμάτων που καθορίζουν οι αρμόδιες αρχές σε άλλα κράτη μέλη.

Αναφορά θέσης ανά κατηγορία κατόχου θέσης

59.-(1) Οι ΕΠΕΥ ή οι διαχειριστές αγοράς που διαχειρίζονται τόπο διαπραγμάτευσης όπου αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους-

(α) Δημοσιεύουν εβδομαδιαία αναφορά με τις συνολικές θέσεις ανά κατηγορία προσώπων για τα διάφορα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον τόπο διαπραγμάτευσης που διαχειρίζονται, προσδιορίζοντας τον αριθμό θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπων, τις μεταβολές τους από την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό των συνολικών ανοιχτών θέσεων που αντιπροσωπεύει κάθε κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων που κατέχουν θέση σε κάθε κατηγορία σύμφωνα με το εδάφιο (4), και κοινοποιούν την αναφορά αυτή στην Επιτροπή και στην ΕΑΚΑΑ·

(β) παρέχουν στην Επιτροπή αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν όλα τα πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των μελών ή των συμμετεχόντων και των πελατών τους, στον συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε ημερήσια βάση:

Νοείται ότι, η υποχρέωση που καθορίζεται στην παράγραφο (α) εφαρμόζεται μόνο όταν τόσο ο αριθμός των προσώπων όσο και οι ανοικτές θέσεις τους υπερβαίνουν τα ελάχιστα όρια:

Νοείται περαιτέρω ότι, η αναφορά θέσης δεν εφαρμόζεται σε κάθε άλλη κινητή αξία, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (γ) του ορισμού του όρου «κινητές αξίες» και σχετίζεται με εμπόρευμα ή με υποκείμενο μέσο που αναφέρεται στο σημείο 10 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος.

(2) ΕΠΕΥ που συναλλάσσεται με παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους εκτός τόπου διαπραγμάτευσης, παρέχει, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση-

(α) στην Επιτροπή όταν τα ανωτέρω αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης που εμπίπτει στην εποπτεία της Επιτροπής, ή

(β) στην αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης με τον υψηλότερο όγκο συναλλαγών, όταν τα παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μεγάλους όγκους σε τόπους διαπραγμάτευσης σε περισσότερες της μιας δικαιοδοσίες,

αναλυτική κατάσταση των θέσεων που κατέχουν σε οικονομικά ισοδύναμες συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων και, κατά περίπτωση, σε παράγωγα επί εμπορευμάτων ή δικαιώματα εκπομπής ή παράγωγά τους που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε τόπο διαπραγμάτευσης, καθώς και των θέσεων των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών μέχρι τον τελευταίο πελάτη, σύμφωνα με το Άρθρο 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, όπου έχει εφαρμογή, το Άρθρο 8 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011.

(3) Προκειμένου να καταστεί δυνατή η παρακολούθηση της συμμόρφωσης με το άρθρο 58(1), τα μέλη ρυθμιζόμενων αγορών και ΠΜΔ, ή οι συμμετέχοντες σε αυτούς, και οι πελάτες των ΜΟΔ αναφέρουν στην ΚΕΠΕΥ ή στον διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται τον αντίστοιχο τόπο διαπραγμάτευσης τις λεπτομέρειες σχετικά με τις θέσεις τις οποίες κατέχουν μέσω συμβάσεων που αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης, τουλάχιστον σε καθημερινή βάση, καθώς και τις θέσεις των πελατών τους και των πελατών των εν λόγω πελατών έως τον τελικό πελάτη.

(4)(α) Τα πρόσωπα που κατέχουν θέσεις σε παράγωγο επί εμπορεύματος ή δικαίωμα εκπομπής ή παράγωγά τους κατηγοριοποιούνται από την ΚΕΠΕΥ ή το διαχειριστή αγοράς που διαχειρίζεται το συγκεκριμένο τόπο διαπραγμάτευσης, ανάλογα με τη φύση της κύριας επιχειρηματικής τους δραστηριότητας, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν ισχύουσα άδεια λειτουργίας, ως ένα από τα ακόλουθα:

(i) ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα·

(ii) επενδυτικά κεφάλαια, είτε ως ΟΣΕΚΑ, είτε ως ΔΟΕΕ όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Διαχειριστών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

(iii) άλλοι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων ασφαλιστικών οργανισμών και οργανισμών αντασφάλισης όπως ορίζονται στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και ιδρύματα παροχής επαγγελματικών συντάξεων όπως ορίζονται στην Οδηγία 2003/41/ΕΚ·

(iv) εμπορικές επιχειρήσεις·

(v) στην περίπτωση δικαιωμάτων εκπομπής ή παραγώγων τους, διαχειριστές με υποχρεώσεις συμμόρφωσης βάσει της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

(β) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) αναφορές καθορίζουν τον αριθμό των θέσεων αγοράς και πώλησης ανά κατηγορία προσώπου, τυχόν μεταβολές σε σχέση με την προηγούμενη αναφορά, το ποσοστό του συνόλου των ανοικτών θέσεων ανά κατηγορία, και τον αριθμό των προσώπων σε κάθε κατηγορία.

(γ) Οι προβλεπόμενες στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) αναφορές και οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (2) αναλυτικές καταστάσεις διαφοροποιούν μεταξύ των-

(i) Θέσεων που χαρακτηρίζονται ως θέσεις οι οποίες, κατά τρόπο αντικειμενικά μετρήσιμο, μειώνουν τους κινδύνους που σχετίζονται άμεσα με εμπορικές δραστηριότητες· και

(ii) άλλων θέσεων.

ΤΙΤΛΟΣ V ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΑΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ
Τμήμα 1 - Διαδικασίες χορήγησης άδειας λειτουργίας για παρόχους υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

60. [Διαγράφηκε]
Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

61. [Διαγράφηκε]
Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας

62. [Διαγράφηκε]
Ανάκληση άδειας λειτουργίας

63. [Διαγράφηκε]
Απαιτήσεις για το διοικητικό συμβούλιο του παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων

64. [Διαγράφηκε]
Τμήμα 2 - Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.
Οργανωτικές απαιτήσεις

65. [Διαγράφηκε]
Τμήμα 3 - Όροι για τους Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.
Οργανωτικές απαιτήσεις

66. [Διαγράφηκε]
Τμήμα 4 - Όροι για τους Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.
Οργανωτικές απαιτήσεις

67. [Διαγράφηκε]
ΤΙΤΛΟΣ VI ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ I - Ορισμός, εξουσίες και διαδικασίες προσφυγής
Ορισμός των αρμόδιων αρχών

68. Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ορίζονται ως οι αρμόδιες αρχές οι οποίες ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από τις διάφορες διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του παρόντος Νόμου.

Συνεργασία μεταξύ αρχών στη Δημοκρατία

69.-(1)(α) Η Επιτροπή είναι αρμόδια για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(β) Η Κεντρική Τράπεζα είναι αρμόδια για την εποπτεία και εφαρμογή των διατάξεων που αναφέρονται στο άρθρο 3(3) και (4).

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά μεταξύ τους.

(2) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά και με τις αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία για την εποπτεία των συνταξιοδοτικών ταμείων, των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών διαμεσολαβητών και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.

(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ανταλλάσσουν κάθε πληροφορία ιδιαίτερης σημασίας ή σχετική με την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων τους.

Εποπτικές εξουσίες

70.-(1) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα έχουν όλες τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, που είναι αναγκαίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(2) Οι εξουσίες της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας οι οποίες αναφέρονται στο εδάφιο (1) περιλαμβάνουν, επιπροσθέτως των εξουσιών της Επιτροπής που καθορίζονται στον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο και της Κεντρικής Τράπεζας που αναφέρονται στον Νόμο, τουλάχιστον τις ακόλουθες εξουσίες:

(α) Να έχουν πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε οποιαδήποτε μορφή, που θεωρούν ότι μπορεί να είναι σχετικό με την εκτέλεση των καθηκόντων τους, και να λαμβάνουν το έγγραφο ή αντίγραφό του·

(β) να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών από οιοδήποτε πρόσωπο και, εάν απαιτείται, να καλούν και να θέτουν ερωτήματα σε κάποιο πρόσωπο προκειμένου να αποκτήσουν πληροφορίες·

(γ) να διενεργούν επιτόπιους ελέγχους ή έρευνες·

(δ) να απαιτούν τα υφιστάμενα αρχεία τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή άλλα αρχεία διακίνησης δεδομένων που κατέχει η ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα που υπόκειται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(ε) να απαιτούν τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων ή αμφότερα·

(στ) να απαιτούν την προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας·

(ζ) να απαιτούν πληροφορίες από τους ελεγκτές των ΚΕΠΕΥ, των ρυθμιζόμενων αγορών της Δημοκρατίας και των παρόχων υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων·

(η) να μεριμνούν για την άσκηση ποινικής δίωξης·

(θ) να αναθέτουν σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διενεργούν εξακριβώσεις ή έρευνες·

(ι) να απαιτούν ή να ζητούν την παροχή πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου και κάθε σχετικού εγγράφου, από οιονδήποτε, σχετικά με το μέγεθος και το σκοπό θέσης ή ανοίγματος που δημιουργήθηκε μέσω παράγωγου επί εμπορεύματος, και για κάθε στοιχείο του ενεργητικού ή υποχρέωση στην υποκείμενη αγορά·

(ια) να απαιτούν την προσωρινή ή οριστική διακοπή οποιασδήποτε πρακτικής ή συμπεριφοράς που η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα θεωρεί ότι είναι αντίθετη με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να προλαμβάνουν την επανάληψη της εν λόγω πρακτικής ή συμπεριφοράς·

(ιβ) να λαμβάνουν κάθε μέτρο που διασφαλίζει ότι οι ΕΠΕΥ, οι ρυθμιζόμενες αγορές και άλλα πρόσωπα, για τα οποία εφαρμόζεται ο παρών Νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014, εξακολουθούν να συμμορφώνονται προς τις νομικές απαιτήσεις·

(ιγ) να απαιτούν την αναστολή της διαπραγμάτευσης χρηματοοικονομικού μέσου·

(ιδ) να απαιτούν τη διαγραφή ενός χρηματοοικονομικού μέσου από τη διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά ή σε οποιεσδήποτε άλλες ρυθμίσεις διαπραγμάτευσης·

(ιε) να ζητούν από οποιοδήποτε πρόσωπο να λάβει μέτρα για τη μείωση του μεγέθους μιας θέσης ή ενός ανοίγματος·

(ιστ) να περιορίζουν τη δυνατότητα οποιουδήποτε προσώπου να διενεργεί συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορεύματος, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης ορίων στο μέγεθος της θέσης που μπορεί να κατέχει οποιοδήποτε πρόσωπο οποιαδήποτε στιγμή σύμφωνα με το άρθρο 58 του παρόντος Νόμου·

(ιζ) να εκδίδουν δημόσιες ανακοινώσεις·

(ιη) να απαιτούν τα υπάρχοντα αρχεία διακίνησης δεδομένων που τηρούνται από φορέα εκμετάλλευσης τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών, στις περιπτώσεις που υπάρχουν εύλογες υπόνοιες παράβασης και τα εν λόγω αρχεία ενδέχεται να είναι σχετικά με έρευνα αναφορικά με παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(ιθ) να αναστέλλουν την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις των Άρθρων 40, 41 ή 42 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

(κ) να αναστέλλουν την εμπορική προώθηση ή την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων ή δομημένων καταθέσεων όταν η ΚΕΠΕΥ δεν έχει αναπτύξει ή εφαρμόσει αποτελεσματική διαδικασία έγκρισης προϊόντων ή δεν συμμορφώνεται με άλλο τρόπο προς το άρθρο 17(3) του παρόντος Νόμου·

(κα) να απαιτούν την απομάκρυνση φυσικού προσώπου από το διοικητικό συμβούλιο ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

Διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις

71.-(1) Χωρίς επηρεασμό των εποπτικών εξουσιών της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνει μέτρα για κάθε παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των δυνάμει οποιουδήποτε εξ’ αυτών εκδιδόμενων πράξεων, ή των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και να εφαρμόζονται ακόμα και για παραβάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στα εδάφια (3), (4) και (5).

(2) Σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι ΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο για πτυχές που δεν καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕΥ και του διαχειριστή αγοράς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, βάσει του παρόντος Νόμου, ευθύνεται για μια παράβαση.

(3) Η παράβαση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αντίστοιχα:

(α) Εκ των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

(i) Το άρθρο 8(1)(β),

(ii) τα άρθρα 9(1), (7), (14), (15) και (16), και 10(1)(α), (γ), (δ) και (ε),

(iii) το άρθρο 12(1) και (3),

(iv) το άρθρο 17,

(v) το άρθρο 18,

(vi) το άρθρο 19(1) έως (9), και η πρώτη πρόταση του άρθρου 19(10),

(vii) τα άρθρα 20 και 21,

(viii) το άρθρο 22(1),

(ix) το άρθρο 24,

(x) το άρθρο 25(1) έως (5) και (7) έως (11),

(xi) το άρθρο 26(1) έως (6)

(xii) το άρθρο 27(1)(β), (2) και (3),

(xiii) το άρθρο 28,

(xiv) το άρθρο 29,

(xv) το άρθρο 30(2), (3)(α), (4) και (5),

(xvi) το άρθρο 31(1)(β) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 31(3)(β),

(xvii) το άρθρο 32(1), (2)(α) και (3),

(xviii) το άρθρο 33(1) και (2)(α), (β) και (δ),

(xix) το άρθρο 34(3),

(xx) το άρθρο 35(2), η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(4), το άρθρο 35(5)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(7),

(xxi) το άρθρο 36(2) και (7)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 36(10),

(xxii) το άρθρο 37,

(xxiii) το άρθρο 38(1)(α), η πρώτη πρόταση του άρθρου 38(1)(β), και το άρθρο 38(2) εξαιρουμένης της επιφύλαξης,

(xxiv) το άρθρο 45(1)(δ), (2)(α), 3(α) και (5)(β),

(xxv) το άρθρο 46(1) έως (6) και (8),

(xxvi) το άρθρο 47(1) και (2),

(xxvii) το άρθρο 48,

(xxviii) το άρθρο 49,

(xxix) το άρθρο 50(1),

(xxx) το άρθρο 51,

(xxxi) το άρθρο 52(1) έως (4) και η δεύτερη πρόταση του άρθρου 52(5),

(xxxii) το άρθρο 53(1) και (2)(α), (β) και (δ),

(xxxiii) το άρθρο 54(1), (2) και (3), η πρώτη πρόταση του άρθρου 54(6)(β)(i) και το άρθρο 54(7),

(xxxiv) το άρθρο 55(1), (2)(α) και (3),

(xxxv) το άρθρο 58(1), (2), (6) και (8)(α),

(xxxvi) το άρθρο 59·

(β) εκ των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

(i) το Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3,

(ii) το Άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο.

(iii) το Άρθρο 6,

(iv) το Άρθρο 7, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος,

(v) το Άρθρο 8, παράγραφοι 1, 3 και 4,

(vi) το Άρθρο 10,

(vii) το Άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο,

(viii) το Άρθρο 12, παράγραφος 1,

(ix) το Άρθρο 13, παράγραφος 1,

(x) το Άρθρο 14, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος,

(xi) το Άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και δεύτερο εδάφιο, πρώτη και τρίτη περίοδος, και παράγραφος 2, και παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος,

(xii) το Άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος,

(xiii) το Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, και παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 8 και 9,

(xiv) το Άρθρο 20, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος,

(xv) το Άρθρο 21, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xvi) το Άρθρο 22, παράγραφος 2,

(xvii) το Άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2,

(xviii) το Άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2,

(xix) το Άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 2 έως 5, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 7, πρώτο έως πέμπτο εδάφιο και όγδοο εδάφιο,

(xx) το Άρθρο 27, παράγραφος 1,

(xx1) το Άρθρο 27στ, παράγραφοι 1, 2 και 3, το Άρθρο 27ζ, παράγραφοι 1 έως 5, και το Άρθρο 27θ, παράγραφοι 1 έως 4, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

(xxi) το Άρθρο 28, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

(xxii) το Άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2,

(xxiii) το Άρθρο 30, παράγραφος 1,

(xxiv) το Άρθρο 31, παράγραφοι 2 και 3,

(xxv) το Άρθρο 35, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xxvi) το Άρθρο 36, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xxvii) το Άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 3,

(xxviii) τα Άρθρα 40, 41 και 42.

(4) Θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, χωρίς την απαραίτητη άδεια λειτουργίας ή έγκριση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

(α) άρθρο 5, 6(2), 35, 36, 40 ή 45 του παρόντος Νόμου· ή

(β) Άρθρο 7, παράγραφος 1, τμήμα 3, ή Άρθρο 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το  Άρθρο 2, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το Άρθρο 27β του εν λόγω Κανονισμού.

(5) Η μη συνεργασία ή συμμόρφωση σε έρευνα ή έλεγχο ή αίτημα ή απαίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 70, θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου.

(6) Στην περίπτωση οποιασδήποτε παράβασης που αναφέρεται στα εδάφια (3), (4) και (5), έκαστη εκ της Επιτροπής και Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει τουλάχιστον οποιαδήποτε από τις εξής διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:

(α) Δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 72·

(β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να παύσει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

(γ) στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 44 του παρόντος Νόμου και, στην περίπτωση εγκεκριμένου μηχανισμού ή εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 27ε του εν λόγω Κανονισμού·

(δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την άσκηση καθηκόντων διοίκησης σε ΚΕΠΕΥ·

(ε) προσωρινή απαγόρευση οποιασδήποτε ΚΕΠΕΥ να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ ή να είναι πελάτης σε ΜΟΔ·

(στ) όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·

(ζ) όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·

(η) ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους (στ) και (ζ).

(7) Ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας ως κράτους μέλους βάσει του Άρθρου 70, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(8) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας έχει εξουσία να επιβάλλει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 93, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ.

Δημοσίευση αποφάσεων

72.-(1)(α) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δημοσιεύει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο, κάθε απόφασή της σχετικά με την επιβολή διοικητικής κύρωσης ή μέτρου για παραβάσεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή του παρόντος Νόμου, μετά την ενημέρωση του προσώπου, στο οποίο επιβλήθηκε η κύρωση, σχετικά με τη συγκεκριμένη απόφαση. Η δημοσίευση περιλαμβάνει τουλάχιστον στοιχεία για το είδος και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα των υπαιτίων. Η εν λόγω υποχρέωση δεν ισχύει για τις αποφάσεις για την επιβολή μέτρων διερευνητικής φύσης.

(β) Ανεξάρτητα από την παράγραφο (α), εάν η δημοσίευση της ταυτότητας των νομικών προσώπων ή των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα των φυσικών προσώπων κρίνεται από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα δυσανάλογη, κατόπιν κατά περίπτωση αξιολόγησης που διενεργείται σχετικά με την αναλογικότητα της δημοσίευσης αυτών των δεδομένων, ή σε περίπτωση που η δημοσίευση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών ή διεξαγόμενη έρευνα, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα πράττει τουλάχιστον ένα από τα ακόλουθα:

(i) Καθυστερεί τη δημοσίευση της απόφασης για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου έως τη στιγμή που παύουν να υφίστανται οι λόγοι για τη μη δημοσίευση·

(ii) δημοσιεύει την απόφαση για την επιβολή κύρωσης ή μέτρου χωρίς αναφορά ονομάτων κατά τρόπο σύμφωνο με το κυπριακό δίκαιο, εάν η ανώνυμη αυτή δημοσίευση εξασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των σχετικών δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα·

(iii) δεν δημοσιεύει την απόφαση επιβολής κύρωσης ή μέτρου, στην περίπτωση που θεωρείται ότι οι επιλογές που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) και (ii) δεν επαρκούν για να διασφαλιστεί-

(Α) ότι δεν θα τεθεί σε κίνδυνο η σταθερότητα των χρηματοοικονομικών αγορών·

(Β) η αναλογικότητα της δημοσίευσης των αποφάσεων αυτών, σε σχέση με τις κυρώσεις ή τα μέτρα, που θεωρούνται ήσσονος σημασίας.

(γ) Στην περίπτωση απόφασης για ανώνυμη δημοσίευση της κύρωσης ή μέτρου, η δημοσίευση των σχετικών δεδομένων δύναται να αναβληθεί για εύλογο χρονικό διάστημα, εάν προβλέπεται ότι μέσα στο διάστημα αυτό θα παύσουν να υφίστανται οι λόγοι που δικαιολογούν την ανώνυμη δημοσίευση.

(2) Στην περίπτωση άσκησης προσφυγής, σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, κατά της απόφασης της περί επιβολής κύρωσης ή μέτρου, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δημοσιεύει, επίσης άμεσα, στον επίσημο διαδικτυακό της τόπο, τα στοιχεία για την προσφυγή και τυχόν επακόλουθα στοιχεία σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας προσφυγής. Επιπλέον, δημοσιεύεται κάθε απόφαση που ακυρώνει προηγούμενη απόφαση περί επιβολής κύρωσης ή μέτρου.

(3)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα διασφαλίζουν ότι κάθε δημοσίευση, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, παραμένει στον διαδικτυακό τους τόπο τουλάχιστον για διάστημα πέντε ετών από τη δημοσίευση. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που περιέχονται στη δημοσίευση διατηρούνται στον επίσημο διαδικτυακό τόπο της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας μόνο για το χρονικό διάστημα που απαιτείται, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες περί προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

(β) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνουν την ΕΑΚΑΑ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις ή μέτρα που επιβλήθηκαν χωρίς να δημοσιευτούν, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), καθώς επίσης και για τις προσφυγές κατά των αποφάσεων για τις σχετικές κυρώσεις ή μέτρα και την έκβαση των εν λόγω προσφυγών. Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα μεριμνούν να λαμβάνουν πληροφορίες και την τελική απόφαση για κάθε επιβαλλόμενη ποινική κύρωση, και τις παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ.

(4)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν κάθε έτος στην ΕΑΚΑΑ συγκεντρωτικές πληροφορίες σχετικά με όλες τις κυρώσεις και τα μέτρα που έχουν επιβάλει δυνάμει των εδαφίων (1) και (2). Η υποχρέωση αυτή δεν ισχύει για μέτρα διερευνητικής φύσης.

(β) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν στην ΕΑΚΑΑ, σε ετήσια βάση, ανώνυμα συγκεντρωτικά στοιχεία για όλες τις ποινικές έρευνες που έχουν αναληφθεί και για τις ποινικές κυρώσεις που έχουν επιβληθεί.

(5) Όταν η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ανακοινώνει δημοσίως διοικητικά μέτρα ή κυρώσεις ή ποινικές κυρώσεις, αναφέρει παράλληλα το γεγονός αυτό στην ΕΑΚΑΑ.

Άσκηση των εποπτικών εξουσιών και των εξουσιών επιβολής κυρώσεων

73.-(1) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας ασκεί τις εξουσίες εποπτείας, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 70, και τις εξουσίες για την επιβολή διοικητικών κυρώσεων και τη λήψη μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 71 σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο -

(α) Άμεσα·

(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές·

(γ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές, εάν αυτό προβλέπεται στο κυπριακό δίκαιο.

(2)(α) Κατά τον καθορισμό του είδους και του επιπέδου μιας διοικητικής κύρωσης ή την επιβολή ενός μέτρου, στο πλαίσιο της άσκησης των εξουσιών επιβολής κυρώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 71, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές περιστάσεις, συμπεριλαμβανομένων, όπου είναι σκόπιμο-

(i) Τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης·

(ii) το βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση·

(iii) την οικονομική ισχύ του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου, όπως προκύπτει ειδικότερα από τον συνολικό κύκλο εργασιών του υπαίτιου νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα και τα καθαρά περιουσιακά στοιχεία του υπαίτιου φυσικού προσώπου·

(iv) την σημασία των κερδών που αποκομίστηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το υπαίτιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

(v) τις ζημιές τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν·

(vi) το βαθμό συνεργασίας του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου με την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, χωρίς επηρεασμό της ανάγκης διασφάλισης της παραίτησης από αποκομισθέντα κέρδη ή αποφευχθείσες ζημίες·

(vii) προηγούμενες παραβάσεις του υπαίτιου φυσικού ή νομικού προσώπου.

(β) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να λαμβάνει υπόψη άλλους παράγοντες, επιπλέον των αναφερομένων στην παράγραφο (α), κατά τον προσδιορισμό του είδους και του επιπέδου των διοικητικών κυρώσεων και μέτρων.

Αναφορά παραβάσεων

74.-(1)(α) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας θεσπίζει αποτελεσματικούς μηχανισμούς που καθιστούν δυνατή την αναφορά σε αυτή, ενδεχόμενων ή πραγματικών παραβάσεων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και του παρόντος Νόμου.

(β) Οι μηχανισμοί της παραγράφου (α) περιλαμβάνουν τουλάχιστον-

(i) Ειδικές διαδικασίες για την παραλαβή αναφορών για ενδεχόμενες ή πραγματικές παραβάσεις και την παρακολούθησή τους, συμπεριλαμβανομένης της σύστασης ασφαλών διαύλων επικοινωνίας για τις εν λόγω αναφορές·

(ii) κατάλληλη προστασία, για εργαζομένους χρηματοοικονομικών οργανισμών οι οποίοι αναφέρουν παραβάσεις που διαπράττονται εντός του χρηματοοικονομικού οργανισμού, τουλάχιστον έναντι αντιποίνων, διακρίσεων ή άλλων μορφών άνισης μεταχείρισης·

(iii) προστασία της ταυτότητας, τόσο του προσώπου που αναφέρει τις παραβάσεις, όσο και του φυσικού προσώπου που φέρεται να ευθύνεται για την παράβαση, σε όλα τα στάδια των διαδικασιών, εκτός εάν η δημοσίευση αυτή απαιτείται από το κυπριακό δίκαιο στο πλαίσιο περαιτέρω έρευνας ή μεταγενέστερων διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών.

(2) ΕΠΕΥ, διαχειριστές αγοράς, Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ και  Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ, που έχουν άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και που διαθέτουν παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες και τα υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες για την εσωτερική αναφορά πραγματικών ή ενδεχόμενων παραβάσεων από τους υπαλλήλους τους, μέσω ειδικού, ανεξάρτητου και αυτόνομου διαύλου.

Δικαίωμα προσφυγής

75.-(1) Κάθε απόφαση που λαμβάνεται από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Οδηγιών είναι δεόντως αιτιολογημένη και υπόκειται στο ένδικο μέσο της προσφυγής βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Το προαναφερόμενο δικαίωμα προσφυγής ισχύει, επίσης, εάν δεν ληφθεί απόφαση από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, σχετικά με αίτηση χορήγησης άδειας λειτουργίας που περιλαμβάνει όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, εντός έξι μηνών από την υποβολή της.

(2) Οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους νομιμοποιούμενους φορείς δύναται, με αίτησή του προς πολιτικής δικαιοδοσίας αρμόδιο Δικαστήριο, να ζητήσει την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου, το οποίο, κατά την κρίση του, ενέχεται ή/και ευθύνεται για οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, θίγοντας τα συλλογικά συμφέροντα των καταναλωτών τα οποία ο συγκεκριμένος φορέας προστατεύει:

(α) Δημόσιοι φορείς ή εκπρόσωποί τους·

(β) οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών·

(γ) επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργούν για την προστασία των μελών τους.

Εξωδικαστική επίλυση των παραπόνων των καταναλωτών

76.-(1) Χωρίς επηρεασμό του περί Ορισμένων Θεμάτων Διαμεσολάβησης σε Αστικές Διαφορές Νόμου, οι διατάξεις του περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμου εφαρμόζονται αναφορικά με καταναλωτικές διαφορές που αφορούν την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών και παρεπόμενων υπηρεσιών από ΕΠΕΥ.

(2) Ο Ενιαίος Φορέας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης, ο οποίος συστάθηκε δια των περί της Σύστασης και Λειτουργίας του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσεως Νόμων του 2010 έως 2015 συνεργάζεται με τους ομολόγους του σε άλλα κράτη μέλη για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών.

(3) Η Επιτροπή κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τους προαναφερόμενους στα εδάφια (1) και (2) Νόμους.

Επαγγελματικό απόρρητο

77.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, κάθε πρόσωπο που ασκεί ή έχει ασκήσει δραστηριότητα για λογαριασμό της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, καθώς και οι εντεταλμένοι από την Επιτροπή ή Κεντρική Τράπεζα ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες, υποχρεούνται στην τήρηση του επαγγελματικού απορρήτου. Καμία πληροφορία που περιέρχεται στα πρόσωπα αυτά, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, δεν επιτρέπεται να αποκαλυφθεί σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή αρχή, παρά μόνο υπό συνοπτική ή συγκεντρωτική μορφή που δεν επιτρέπει τον προσδιορισμό της ταυτότητας μεμονωμένων ΕΠΕΥ, διαχειριστών αγοράς, ρυθμιζόμενων αγορών ή άλλου προσώπου, χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων που προβλέπονται στο κυπριακό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο ή σε διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(2) Όταν πρόκειται για ΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς ή ρυθμιζόμενη αγορά που έχει κηρυχθεί σε πτώχευση ή βρίσκεται υπό αναγκαστική εκκαθάριση, οι εμπιστευτικές πληροφορίες, οι οποίες δεν αφορούν τρίτους, δύνανται να αποκαλυφθούν στο πλαίσιο διαδικασιών αστικού ή εμπορικού δικαίου, εφόσον αυτό απαιτείται για τη διεξαγωγή της διαδικασίας.

(3) Χωρίς επηρεασμό των απαιτήσεων που επιβάλλει το κυπριακό ποινικό ή φορολογικό δίκαιο, η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα, και άλλες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα, που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες δυνάμει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δύνανται να τις χρησιμοποιήσουν μόνο κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και για την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, προκειμένου περί της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας, εντός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή, προκειμένου περί των λοιπών αρχών, φορέων και φυσικών ή νομικών προσώπων, για το σκοπό για τον οποίο τους δόθηκαν οι σχετικές πληροφορίες και/ή στα πλαίσια διοικητικών ή δικαστικών διαδικασιών που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Ωστόσο, εφόσον η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ή άλλη αρχή, φορέας ή πρόσωπο που διαβιβάζει τις πληροφορίες συγκατατίθεται, η αρχή που λαμβάνει τις πληροφορίες δύναται να τις χρησιμοποιήσει για άλλους σκοπούς.

(4) Τυχόν εμπιστευτικές πληροφορίες που λαμβάνονται, ανταλλάσσονται ή διαβιβάζονται βάσει του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 υπόκεινται στους όρους περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπει το παρόν άρθρο. Ωστόσο, το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να ανταλλάσσει ή να διαβιβάζει εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και με άλλες νομοθεσίες που ενσωματώνουν Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο κυπριακό δίκαιο ή με Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εφαρμόζονται σε ΕΠΕΥ, πιστωτικά ιδρύματα, συνταξιοδοτικά ταμεία, ΟΣΕΚΑ, ΟΕΕ, ασφαλιστικούς και αντασφαλιστικούς διαμεσολαβητές και ασφαλιστικές επιχειρήσεις, ρυθμιζόμενες αγορές ή διαχειριστές αγοράς, συστήματα κεντρικού αντισυμβαλλομένου, ΚΑΤ ή, διαφορετικά, με τη συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής ή άλλης αρχής ή φορέα ή φυσικού ή νομικού προσώπου που κοινοποίησε τις πληροφορίες.

(5) Το παρόν άρθρο δεν εμποδίζει την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να ανταλλάσσει ή να διαβιβάζει, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, εμπιστευτικές πληροφορίες που δεν έχουν ληφθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους.

Σχέσεις με ελεγκτές

78.-(1)(α) Ελεγκτής, ο οποίος εκτελεί σε ΚΕΠΕΥ, ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας ή εκ της Επιτροπής διαθέτων παρέκκλιση σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης τα καθήκοντα του Άρθρου 34 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ ή του άρθρου 58 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή οποιοδήποτε άλλο εκ του νόμου προβλεπόμενο καθήκον, υποχρεούται να αναφέρει αμέσως στην Επιτροπή κάθε γεγονός ή απόφαση, σχετικά με τη συγκεκριμένη επιχείρηση, που έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων του και που ενδέχεται -

(i) Να συνιστά σημαντική παράβαση των νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων που ορίζουν τις προϋποθέσεις χορήγησης άδειας λειτουργίας ή διέπουν την άσκηση των δραστηριοτήτων ΚΕΠΕΥ·

(ii) να θέτει σε κίνδυνο τη συνέχιση της λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ·

(iii) να οδηγήσει σε άρνηση της έγκρισης των λογαριασμών ή σε διατύπωση επιφυλάξεων.

(β) Ο ελεγκτής υποχρεούται επίσης να αναφέρει τα γεγονότα και τις αποφάσεις, των οποίων έλαβε γνώση κατά την εκπλήρωση ενός εκ των καθηκόντων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) σε επιχείρηση που έχει στενούς δεσμούς με ΚΕΠΕΥ, στην οποία επίσης εκτελεί τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) καθήκοντα.

(2) Η καλόπιστη αναφορά στην Επιτροπή, από ελεγκτές, γεγονότων ή αποφάσεων που προβλέπονται στο εδάφιο (1), δεν αποτελεί παράβαση συμβατικού ή νομικού περιορισμού για την αποκάλυψη πληροφοριών και δεν συνεπάγεται οποιαδήποτε ευθύνη των προσώπων αυτών.

Προστασία δεδομένων

79. Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που συλλέγονται κατά την άσκηση ή στο πλαίσιο της άσκησης των εποπτικών εξουσιών, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου, και σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 45/2001 όπου εφαρμόζεται.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ IΙ - Συνεργασία μεταξύ αρμόδιων αρχών των κρατών μελών και με την ΕΑΚΑΑ
Υποχρέωση συνεργασίας

80.-(1)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, χρησιμοποιώντας τις εξουσίες τους, είτε αυτές προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 είτε στον περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο και στον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο, όταν είναι αναγκαίο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και των καθηκόντων των αρμόδιων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται στους οικείους νόμους που θεσπίζονται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(β) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ζητεί και να λαμβάνει από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας πληροφορίες που σχετίζονται με ποινικές έρευνες ή διαδικασίες ποινικής φύσης που έχουν κινηθεί για πιθανές παραβάσεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, και τις θέτει στη διάθεση των υπόλοιπων αρμόδιων αρχών και της ΕΑΚΑΑ, ώστε να εκπληρώνουν την υποχρέωση αμοιβαίας συνεργασίας και συνεργασίας με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν συνδρομή στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών. Ειδικότερα, ανταλλάσσουν πληροφορίες και συνεργάζονται σε δραστηριότητες έρευνας ή εποπτείας.

(δ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται, επίσης, να συνεργαστούν με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, όσον αφορά τη διευκόλυνση της ανάκτησης των προστίμων.

(ε) Για τη διευκόλυνση και την επιτάχυνση της συνεργασίας, και ειδικότερα της ανταλλαγής πληροφοριών η Επιτροπή καθορίζεται ως σημείο επικοινωνίας, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Όταν η Κεντρική Τράπεζα υπόκειται, βάσει του παρόντος άρθρου, σε υποχρέωση γνωστοποίησης έναντι αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους ή της ΕΑΚΑΑ, προβαίνει στην εν λόγω γνωστοποίηση μέσω της Επιτροπής.

(2)(α) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στο κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς σε κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στο εν λόγω κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.

(β) Στην περίπτωση όπου, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης των αγορών κινητών αξιών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η λειτουργία τόπου διαπραγμάτευσης, ο οποίος έχει εγκαταστήσει μηχανισμούς στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, έχει αποκτήσει ουσιώδη σημασία για τη λειτουργία της αγοράς κινητών αξιών και την προστασία των επενδυτών στη Δημοκρατία ως κράτος μέλος υποδοχής, η Επιτροπή και η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του τόπου διαπραγμάτευσης συνάπτουν αναλογικές ρυθμίσεις συνεργασίας.

(3) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας λαμβάνει τα αναγκαία διοικητικά και οργανωτικά μέτρα για να διευκολύνει τη συνδρομή που προβλέπεται στο εδάφιο (1). Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να ασκεί τις εξουσίες της, για τους σκοπούς της συνεργασίας που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, ακόμα και όταν η ερευνούμενη συμπεριφορά δεν αποτελεί παράβαση του κυπριακού δικαίου.

(4)(α) Εάν η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα έχει βάσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή άλλης νομοθεσίας που θεσπίζεται προς εναρμόνιση με την Οδηγία 2014/65/ΕΕ, ή προς τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, διαπράττονται ή έχουν διαπραχθεί στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους, από οντότητες που δεν υπόκεινται στην εποπτεία της, το γνωστοποιεί, με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο, στην αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους και στην ΕΑΚΑΑ.

(β) Σε περίπτωση λήψης από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα γνωστοποίησης από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με το Άρθρο 79, παράγραφος 4, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, κατά περίπτωση -

(i) Προβαίνει στις δέουσες ενέργειες, ενημερώνει τη γνωστοποιούσα αρμόδια αρχή που την πληροφόρησε και την ΕΑΚΑΑ για τα αποτελέσματα των ενεργειών της και, στο μέτρο του δυνατού, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις, και

(ii) δεν θίγει τις αρμοδιότητες της γνωστοποιούσας αρμόδιας αρχής.

(5)(α) Χωρίς επηρεασμό των εδαφίων (1) και (4), έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και σε άλλες αρμόδιες αρχές στοιχεία αναφορικά με-

(i) Τυχόν απαίτηση για τη μείωση του μεγέθους θέσης ή ανοίγματος, σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε)∙

(ii) τυχόν περιορισμούς της δυνατότητας προσώπων να διενεργούν συναλλαγές σε παράγωγο επί εμπορευμάτων, σύμφωνα με την το άρθρο 70(2)(ιστ).

(β) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση περιλαμβάνει, εφόσον συντρέχει περίπτωση, τις λεπτομέρειες της απαίτησης ή της ζήτησης σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ι), συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του προσώπου ή των προσώπων στα οποία απευθύνεται και τους λόγους, καθώς επίσης και το πεδίο εφαρμογής των ορίων που θεσπίζονται σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιστ), συμπεριλαμβανομένων του ενδιαφερομένου προσώπου, των εφαρμοστέων χρηματοοικονομικών μέσων, τυχόν ορίων στο μέγεθος των θέσεων που δύναται να κατέχει το πρόσωπο ανά πάσα στιγμή, τυχόν εξαιρέσεις βάσει του άρθρου 58 και τους λόγους για τις εξαιρέσεις αυτές.

(γ) Η προβλεπόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση πραγματοποιείται τουλάχιστον 24 ώρες πριν από τη στιγμή κατά την οποία έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ η δράση ή το μέτρο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, δύναται να προβεί στη γνωστοποίηση, σε λιγότερο από 24 ώρες από το χρονικό σημείο που το μέτρο έχει προγραμματιστεί να τεθεί σε ισχύ, σε περιπτώσεις όπου δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ειδοποίηση 24 ώρες πριν.

(δ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει σχετική γνωστοποίηση από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, δύναται να λαμβάνει μέτρα σύμφωνα με το άρθρο 70(2)(ιε) ή (ιστ), εάν ικανοποιείται ότι το μέτρο είναι απαραίτητο για την επίτευξη του στόχου της άλλης αρμόδιας αρχής. Η Επιτροπή ή Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, προβαίνει επίσης σε γνωστοποίηση, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο όταν προτίθεται να λάβει μέτρα.

(ε) Εάν μια ενέργεια, που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) ή (ii) της παραγράφου (α), σχετίζεται με ενεργειακά προϊόντα χονδρικής, η Επιτροπή ενημερώνει επίσης τον Οργανισμό Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενεργείας ο οποίος έχει ιδρυθεί διά του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 713/2009.

(6) Αναφορικά με τα δικαιώματα εκπομπής, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την εποπτεία των αγορών άμεσης παράδοσης (spot) και των αγορών δημοπρασιών και με τις αρμόδιες αρχές, τους διαχειριστές των μητρώων και του λοιπούς δημόσιους φορείς που είναι επιφορτισμένοι με την εποπτεία της συμμόρφωσης προς τον περί της Θέσπισης Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου Νόμο, ούτως ώστε να διασφαλιστεί ότι δύναται να έχει ενοποιημένη εικόνα των αγορών δικαιωμάτων εκπομπής.

(7) Αναφορικά με τα παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας αναφέρει σε και συνεργάζεται με τους δημόσιους φορείς που είναι αρμόδιοι για την επίβλεψη, τη διοίκηση και τη ρύθμιση των φυσικών γεωργικών αγορών, βάσει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013.

Συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών σε εποπτικές δραστηριότητες, σε επιτόπιες εξακριβώσεις ή σε έρευνες

81.-(1)(α) Αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους δύναται να ζητεί τη συνεργασία έκαστης εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σε εποπτικές δραστηριότητες ή για επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα. Στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς εγκατεστημένης σε άλλο κράτος μέλος, η αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές.

(β) Σε περίπτωση ΕΠΕΥ που είναι εξ αποστάσεως μέλη ή συμμετέχοντες ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, η Επιτροπή δύναται να απευθυνθεί απευθείας σε αυτές, οπότε ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής του εξ αποστάσεως μέλους ή συμμετέχοντος.

(2) Όταν υποβάλλεται στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα αίτημα σχετικό με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα, αυτή, ενεργώντας στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της-

(α) Προβαίνει η ίδια στην εξακρίβωση ή έρευνα,

(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρχή να διεξαγάγει την εξακρίβωση ή έρευνα,

(γ) αναθέτει σε ελεγκτές ή εμπειρογνώμονες να διεξαγάγουν την εξακρίβωση ή έρευνα.

Ανταλλαγή πληροφοριών

82.-(1)(α) Η Επιτροπή ανταλλάσσει μαζί με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών που έχουν ορισθεί ως σημεία επικοινωνίας κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 79, παράγραφος 1, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, για τους σκοπούς της εν λόγω Οδηγίας και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αμέσως όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας που προβλέπονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και την εκπλήρωση των καθηκόντων των αρμοδίων αρχών των άλλων κρατών μελών που προβλέπονται από τις διατάξεις οικείας νομοθεσίας που θεσπίζεται κατ’ εφαρμογή της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

(β) Η Επιτροπή, όταν ανταλλάσσει πληροφορίες με άλλες αρμόδιες αρχές βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, δύναται να ορίζει, κατά την ανταλλαγή, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της. Σε περίπτωση που αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους ορίζει, κατά την ανταλλαγή πληροφοριών με την Επιτροπή βάσει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν πρέπει να αποκαλύπτονται χωρίς τη ρητή συγκατάθεσή της, η Επιτροπή μεριμνά ώστε οι εν λόγω πληροφορίες δύνανται να ανταλλάσσονται μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους η εν λόγω αρχή έδωσε τη συγκατάθεσή της.

(2) Η Επιτροπή δύναται να διαβιβάζει στην Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που λαμβάνει, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου και τα άρθρα 78 και 89. Η Επιτροπή δεν διαβιβάζει τις εν λόγω πληροφορίες σε άλλους φορείς ή φυσικά ή νομικά πρόσωπα χωρίς τη ρητή συγκατάθεση της αρμόδιας αρχής που τις κοινοποίησε και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή έδωσε τη συγκατάθεση, πλην δεόντως αιτιολογημένων περιστάσεων. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η Επιτροπή ενημερώνει αμέσως την αρμόδια αρχή που έχει οριστεί ως σημείο επικοινωνίας και που έστειλε τις πληροφορίες.

(3) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα και οι άλλοι φορείς ή τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν εμπιστευτικές πληροφορίες σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή σύμφωνα με τα άρθρα 78 και 89, δύνανται να τις χρησιμοποιούν, μόνο κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, ειδικότερα-

(α) Για να εξακριβώσουν εάν πληρούνται οι όροι ανάληψης δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ και να διευκολύνουν, την παρακολούθηση συμμόρφωσης προς προϋποθέσεις άσκησης της δραστηριότητας ΚΕΠΕΥ τη διοικητική και λογιστική οργάνωση και τους μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου·

(β) για να παρακολουθούν την εύρυθμη λειτουργία των τόπων διαπραγμάτευσης·

(γ) για την επιβολή κυρώσεων·

(δ) στο πλαίσιο διοικητικής προσφυγής κατά απόφασης της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζα·

(ε) στο πλαίσιο δικαστικών διαδικασιών που έχουν κινηθεί κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 75·

(στ) ενώπιον του Ενιαίου Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 76.

(4) Το παρόν άρθρο και τα άρθρα 77 και 89 δεν εμποδίζουν την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα να διαβιβάζει στην ΕΑΚΑΑ, στο ΕΣΣΚ, στις κεντρικές τράπεζες άλλων κρατών μελών, στο Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όταν ενεργούν υπό την ιδιότητα της νομισματικής αρχής και, όπου είναι αναγκαίο, σε άλλες δημόσιες αρχές επιφορτισμένες με την εποπτεία των συστημάτων πληρωμών και διακανονισμού, εμπιστευτικές πληροφορίες που προορίζονται για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Ομοίως, οι εν λόγω αρχές ή φορείς δεν εμποδίζονται να διαβιβάζουν στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα τις πληροφορίες που ενδέχεται να χρειασθούν για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων τους που προβλέπει ο παρών Νόμος ή ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Δεσμευτική διαμεσολάβηση

83. Η Επιτροπή δύναται να αναφέρει στην ΕΑΚΑΑ περιπτώσεις κατά τις οποίες αίτημα σχετικό με ένα από τα ακόλουθα απορρίφθηκε ή δεν διεκπεραιώθηκε εντός εύλογου χρονικού διαστήματος:

(α) Για διεξαγωγή εποπτικής δραστηριότητας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή έρευνας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 81· ή

(β) για ανταλλαγή πληροφοριών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 82.

Άρνηση συνεργασίας

84.-(1) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα δύναται να αρνηθεί να ενεργήσει, κατόπιν αιτήματος για συνεργασία, σε διεξαγωγή έρευνας, επιτόπιας εξακρίβωσης ή εποπτικής δραστηριότητας κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 85 ή να ανταλλάξει πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 82, μόνον εάν-

(α) Έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά των ιδίων προσώπων, ενώπιον δικαστηρίου της Δημοκρατίας·

(β) έχει ήδη εκδοθεί στη Δημοκρατία τελική δικαστική απόφαση για τα ίδια πρόσωπα και για τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

(2) Σε περίπτωση άρνησης, η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα ενημερώνει σχετικά την αιτούσα αρμόδια αρχή και την ΕΑΚΑΑ, παρέχοντας όσο το δυνατόν λεπτομερέστερες πληροφορίες.

Διαβουλεύσεις πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

85.-(1) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του άλλου ενδιαφερόμενου κράτους μέλους ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ, η οποία εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις -

(α) Είναι θυγατρική ΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς ή πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης μιας ΕΠΕΥ ή ενός πιστωτικού ιδρύματος που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος·

(γ) ελέγχεται από τα ίδια φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία ελέγχουν μια ΕΠΕΥ ή ένα πιστωτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος.

(2) Η γνώμη της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων ή των ασφαλιστικών επιχειρήσεων ζητείται από την Επιτροπή, πριν από τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που -

(α) είναι θυγατρική πιστωτικού ιδρύματος ή ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(β) είναι θυγατρική της μητρικής επιχείρησης ενός πιστωτικού ιδρύματος ή μιας ασφαλιστικής επιχείρησης που έχει λάβει άδεια λειτουργίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση· ή

(γ) ελέγχεται από το ίδιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει ένα πιστωτικό ίδρυμα ή μια ασφαλιστική επιχείρηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

(3) Η Επιτροπή -

(α) Διαβουλεύεται με τις άλλες αρμόδιες αρχές που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ειδικότερα, κατά την εκτίμηση της καταλληλότητας των μετόχων ή των μελών και της φήμης και της εμπειρίας των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση που συμμετέχει στη διοίκηση άλλης οντότητας του ιδίου ομίλου∙ και

(β) ανταλλάσσει μαζί τους όλες τις πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα των μετόχων ή των μελών και τη φήμη και της εμπειρία των προσώπων που διευθύνουν πραγματικά την επιχείρηση οι οποίες είναι χρήσιμες στις άλλες ενδιαφερόμενες αρχές, για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας και για τη συνεχή αξιολόγηση της συμμόρφωσης προς τους όρους λειτουργίας.

Εξουσίες της Επιτροπής ως αρμόδιας αρχής κράτους μέλους υποδοχής

86.-(1) Η Επιτροπή δύναται, για στατιστικούς λόγους, να απαιτεί από όλες τις ΕΠΕΥ που έχουν εγκαταστήσει υποκαταστήματα στη Δημοκρατία την υποβολή περιοδικών αναφορών σχετικά με τις δραστηριότητες των υποκαταστημάτων αυτών.

(2) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από τα υποκαταστήματα των ΕΠΕΥ να της παρέχουν τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για την παρακολούθηση της συμμόρφωσής τους προς τις εφαρμοζόμενες σε αυτά τα υποκαταστήματα υποχρεώσεις που καθορίζονται από τον παρόντα Νόμο, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο άρθρο 36(8). Οι απαιτήσεις αυτές δεν δύνανται να είναι πιο αυστηρές από τις απαιτήσεις που ο παρών Νόμος επιβάλλει στις επιχειρήσεις που είναι εγκατεστημένες στη Δημοκρατία για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους προς τις υποχρεώσεις αυτές.

Προληπτικά μέτρα εκ μέρους των κρατών μελών υποδοχής

87.-(1)(α) Εάν η Επιτροπή έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι μια ΕΠΕΥ που ασκεί δραστηριότητες στη Δημοκρατία, υπό καθεστώς ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ή ότι μία ΕΠΕΥ που έχει υποκατάστημα στη Δημοκρατία παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, οι οποίες διατάξεις δεν παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής.

(β) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ή επειδή αυτά τα μέτρα αποδείχθηκαν ανεπαρκή, η ΕΠΕΥ εμμένει σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών της Δημοκρατίας, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:

(i) Αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) ΕΠΕΥ να προβαίνουν σε οιαδήποτε περαιτέρω συναλλαγή στη Δημοκρατία∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση· και

(ii) η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(2)(α) Εάν η Επιτροπή διαπιστώσει ότι ΕΠΕΥ, η οποία διατηρεί υποκατάστημα στη Δημοκρατία, παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι οποίες παρέχουν εξουσίες στην Επιτροπή, η Επιτροπή απαιτεί από την ΕΠΕΥ να θέσει τέλος στην αντικανονική αυτή κατάσταση.

(β) Εάν η εν λόγω ΕΠΕΥ δεν προβεί στις αναγκαίες ενέργειες, η Επιτροπή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι η εν λόγω ΕΠΕΥ θα θέσει τέλος στην αντικανονική της κατάσταση. Η φύση των μέτρων αυτών κοινοποιείται στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής.

(γ) Εάν, παρά τα μέτρα που λήφθηκαν από την Επιτροπή, η ΕΠΕΥ εξακολουθεί να παραβιάζει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και της εύρυθμης λειτουργίας των αγορών∙ η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(δ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(3)(α) Εάν η Επιτροπή, όταν ενεργεί ως η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ παραβαίνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από διατάξεις που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ρυθμιζόμενης αγοράς, του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ.

(β) Εάν, παρά τα μέτρα που έλαβε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής ή επειδή τα μέτρα αυτά αποδεικνύονται ανεπαρκή, η εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή ο εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ συνεχίζουν να εμμένουν σε ενέργειες που είναι σαφώς επιζήμιες για τα συμφέροντα των επενδυτών στη Δημοκρατία ή για την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, η Επιτροπή, αφού ενημερώσει την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα που απαιτούνται για την προστασία των επενδυτών και την εύρυθμη λειτουργία των αγορών, στα οποία περιλαμβάνεται η δυνατότητα να απαγορεύεται στην εν λόγω ρυθμιζόμενη αγορά ή στον ΠΜΔ ή στον ΜΟΔ να παρέχει πρόσβαση στους μηχανισμούς του σε εξ αποστάσεως μέλη του ή σε εξ αποστάσεως συμμετέχοντες, τα οποία μέλη ή συμμετέχοντες είναι εγκατεστημένοι στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή ενημερώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΑΚΑΑ για τα μέτρα αυτά, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

(γ) Επιπλέον, η Επιτροπή δύναται να παραπέμψει το θέμα στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Όλα τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει των εδαφίων (1), (2) ή (3), τα οποία συνεπάγονται κυρώσεις ή περιορισμό των δραστηριοτήτων ΕΠΕΥ ή ρυθμιζόμενης αγοράς, αιτιολογούνται δεόντως και κοινοποιούνται στην ενδιαφερόμενη ΕΠΕΥ ή στη ρυθμιζόμενη αγορά.

Συνεργασία και ανταλλαγή πληροφοριών με την ΕΑΚΑΑ

88.-(1) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται με την ΕΑΚΑΑ, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

(2) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα παρέχουν, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην ΕΑΚΑΑ όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για να επιτελέσει το έργο της, δυνάμει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και σύμφωνα με τα Άρθρα 35 και 36 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ III - Συνεργασία με τρίτες χώρες
Ανταλλαγή πληροφοριών με τρίτες χώρες

89.-(1)(α) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με τις αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών, μόνον εφόσον οι πληροφορίες που ανακοινώνονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που προβλέπονται στο άρθρο 77. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών πρέπει να εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρμόδιων αρχών.

(β) Η διαβίβαση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου.

(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα δύνανται, επίσης, να συνάπτουν συμφωνίες συνεργασίας που να προβλέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών με αρμόδιες αρχές, φορείς και φυσικά ή νομικά πρόσωπα τρίτων χωρών, υπεύθυνα για ένα ή περισσότερα από τα εξής καθήκοντα:

(i) Την εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων, άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, ασφαλιστικών επιχειρήσεων και χρηματοοικονομικών αγορών·

(ii) την εκκαθάριση και πτώχευση ΕΠΕΥ και άλλες παρόμοιες διαδικασίες·

(iii) τη διεξαγωγή των εκ του νόμου απαιτητέων ελέγχων των λογαριασμών ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων, πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά την εκτέλεση των εποπτικών τους καθηκόντων ή, στην περίπτωση εκείνων που διαχειρίζονται συστήματα αποζημίωσης, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους·

(iv) την εποπτεία των φορέων που υπεισέρχονται στις διαδικασίες εκκαθάρισης και πτώχευσης ΕΠΕΥ και σε παρόμοιες διαδικασίες·

(v) την εποπτεία προσώπων επιφορτισμένων με τη διεξαγωγή των εκ του νόμου απαιτητέων ελέγχων των λογαριασμών ασφαλιστικών επιχειρήσεων, πιστωτικών ιδρυμάτων, ΕΠΕΥ και άλλων χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων·

(vi) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται σε αγορές δικαιωμάτων εκπομπής, με σκοπό την εξασφάλιση ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοοικονομικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης·

(vii) την εποπτεία προσώπων που δραστηριοποιούνται στις αγορές παραγώγων επί βασικών γεωργικών προϊόντων, με σκοπό την εξασφάλιση της ενοποιημένης επισκόπησης των χρηματοοικονομικών αγορών και των αγορών άμεσης παράδοσης.

(δ) Οι συμφωνίες συνεργασίας τις οποίες προβλέπει η παράγραφος (γ) δύνανται να συνάπτονται μόνον εφόσον οι πληροφορίες που παρέχονται καλύπτονται από εγγυήσεις επαγγελματικού απορρήτου, τουλάχιστον ισοδύναμες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 77. Αυτή η ανταλλαγή πληροφοριών εξυπηρετεί την εκτέλεση των καθηκόντων των εν λόγω αρχών, φορέων ή φυσικών ή νομικών προσώπων. Εάν η συμφωνία συνεργασίας περιλαμβάνει τη διαβίβαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από κράτος μέλος, εφαρμόζεται το άρθρο 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και, εάν στη διαβίβαση συμμετέχει η ΕΑΚΑΑ, εφαρμόζεται ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001.

(2) Εάν οι πληροφορίες προέρχονται από άλλο κράτος μέλος, δεν δύνανται να κοινοποιηθούν χωρίς τη ρητή συγκατάθεση των αρμόδιων αρχών που τις διαβίβασαν και, κατά περίπτωση, μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους συμφώνησαν οι αρχές αυτές. Το παρόν εδάφιο εφαρμόζεται και σε πληροφορίες που παρέχουν οι αρμόδιες αρχές τρίτων χωρών.

ΤΙΤΛΟΣ VΙI ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΚΕΠΕΥ
Συμπληρωματική εποπτεία ΚΕΠΕΥ

90.-(1) ΚΕΠΕΥ, η οποία ανήκει σε χρηματοπιστωτικό όμιλο ετερογενών δραστηριοτήτων, υπόκειται σε υποχρεώσεις και συμπληρωματική εποπτεία, επιπρόσθετα των διατάξεων του παρόντος Νόμου.

(2) Η Επιτροπή δύναται, με οδηγίες της, να καθορίζει τις υποχρεώσεις και τους κανόνες σχετικά με τη συμπληρωματική εποπτεία της κατά το εδάφιο (1) ΚΕΠΕΥ, τα μέτρα για τη διευκόλυνση της συμπληρωματικής εποπτείας, καθώς και κάθε άλλο ειδικό θέμα ή λεπτομέρεια.

Διοικητικές κυρώσεις

91. Σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Τίτλου ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, η Επιτροπή έχει την εξουσία να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις εκατό εβδομήντα πέντε χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ.

ΤΙΤΛΟΣ VIII ΠΡΟΣΩΠΑ ΠΟΥ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΝΤΑΙ ΣΕ ΚΕΠΕΥ
Πρόσωπα που απασχολούνται σε ΚΕΠΕΥ

92.-(1) Η Επιτροπή δύναται, με οδηγία της, να καθορίζει τα φυσικά πρόσωπα τα οποία οφείλουν να πιστοποιούνται από την Επιτροπή για να εργοδοτούνται ή/και να διορίζονται σε ΚΕΠΕΥ. Η δυνάμει του παρόντος άρθρου οδηγία καθορίζει και κάθε ειδικό θέμα που αφορά, μεταξύ άλλων, την υποχρέωση πιστοποίησης των εν λόγω προσώπων, τη διαδικασία, καθώς και οποιοδήποτε σχετικό θέμα αφορά την εγγραφή και διαγραφή τους στα σχετικά μητρώα για την εγγραφή πιστοποιημένων προσώπων, τα οποία θα συσταθούν και θα τηρούνται δυνάμει τέτοιας οδηγίας.

(2) Στην περίπτωση φυσικών προσώπων που οφείλουν να πιστοποιούνται από την Επιτροπή, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (1), η ΚΕΠΕΥ απασχολεί τέτοια πρόσωπα μόνο όταν αυτά συμμορφώνονται με την οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) και πληρούν τις προϋποθέσεις της εν λόγω οδηγίας.

ΤΙΤΛΟΣ IX ΠΟΙΝΙΚΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ
Υποχρέωση υποβολής ορθών, πλήρων και ακριβών πληροφοριών

93.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποχρέωση δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, να υποβάλλει ή γνωστοποιεί στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ή να δημοσιοποιεί, ή να ανακοινώνει δημόσια, οποιεσδήποτε πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή έντυπα, οφείλει να μεριμνά και να εξασφαλίζει την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβειά τους.

(2) Απαγορεύεται η παροχή ψευδών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή στοιχείων ή εγγράφων ή εντύπων, ή η απόκρυψη ουσιώδους πληροφορίας από οποιαδήποτε αίτηση ή γνωστοποίηση που υποβάλλεται στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ή εντός οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας που προνοείται στον παρόντα Νόμο ή στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες ή και στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014.

Ποινικό αδίκημα και αστική ευθύνη

94.-(1) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με το άρθρο 93 και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(2) Ποινική ευθύνη, για το προβλεπόμενο αδίκημα στο εδάφιο (1), που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του αδικήματος.

(3) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), υπέχουν ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξεως ή της παραλείψεως που στοιχειοθετεί το αδίκημα.

ΤΙΤΛΟΣ X ΤΕΛΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ
Καταβολή τελών και συνδρομών

95.-(1) Για σκοπούς του παρόντος Νόμου, τα πρόσωπα τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του καταβάλλουν τέλη για την υποβολή και εξέταση αιτημάτων, αιτήσεων, γνωστοποιήσεων ή/και κοινοποιήσεων, καθώς και συνδρομές, το ύψος των οποίων καθορίζεται με οδηγίες της Επιτροπής.

(2) Η μη καταβολή των κατά το εδάφιο (1) συνδρομών εντός της προθεσμίας, όπως αυτή καθορίζεται με οδηγίες της Επιτροπής, συνιστά λόγο για την εκ της Επιτροπής αναστολή της άδειας λειτουργίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 71(6)(γ), μέχρι την καταβολή των εν λόγω συνδρομών.

(3) Τα τέλη και οι συνδρομές που καταβάλλονται δυνάμει του εδαφίου (1) λογίζονται στα έσοδα της Επιτροπής.

ΤΙΤΛΟΣ XI ΤΕΛΙΚΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Έκδοση και εφαρμογή οδηγιών

96.-(1) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν την έκδοση οδηγιών, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να εκδίδει οδηγίες για τη ρύθμιση οποιουδήποτε άλλου θέματος στον παρόντα Νόμο, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.

(2) Η εφαρμογή των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου είναι υποχρεωτική για τα πρόσωπα στα οποία αυτές απευθύνονται.

Συνέχιση λειτουργίας υφιστάμενων αδειοδοτημένων ΚΕΠΕΥ

97. ΚΕΠΕΥ που, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, έχουν λάβει ισχύουσα άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 6(1) των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν, για παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, λογίζονται ότι διαθέτουν άδεια λειτουργίας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου. Οι εν λόγω ΚΕΠΕΥ υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού Νόμου εκδιδόμενων οδηγιών και οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών από τις εν λόγω ΚΕΠΕΥ υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

Συνέχιση λειτουργίας υφιστάμενων αδειοδοτημένων ΕΠΕΥ ή πιστωτικών ιδρυμάτων τρίτων χωρών

98. ΕΠΕΥ τρίτων χωρών ή πιστωτικά ιδρύματα τρίτων χωρών, που, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, έχουν λάβει από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, αντιστοίχως, άδεια λειτουργίας, δυνάμει του άρθρου 78(1) των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν, για να παρέχουν επενδυτικές και παρεπόμενες υπηρεσίες ή/και να ασκούν επενδυτικές δραστηριότητες στη Δημοκρατία, λογίζονται ότι διαθέτουν την προβλεπόμενη στο άρθρο 40 του παρόντος Νόμου άδεια λειτουργίας, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου. Οι εν λόγω επιχειρήσεις τρίτης χώρας υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών από τις εν λόγω επιχειρήσεις τρίτης χώρας υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

Συνέχιση λειτουργίας υφιστάμενων αδειοδοτημένων πιστωτικών ιδρυμάτων που παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες

99. Αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα που, πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος άρθρου, έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, δυνάμει της σχετικής νομοθεσίας, από την Κεντρική Τράπεζα για να παρέχουν επενδυτικές υπηρεσίες στη Δημοκρατία, συνεχίζουν να παρέχουν τέτοιες υπηρεσίες, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου. Τα εν λόγω αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών. Οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών από τα εν λόγω αδειοδοτημένα πιστωτικά ιδρύματα υπόκειται στις κυρώσεις που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

Υφιστάμενοι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι

100. Οι συνδεδεμένοι αντιπρόσωποι, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 40(6) των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν, λογίζονται ως εγγεγραμμένοι στο προβλεπόμενο δημόσιο μητρώο στο άρθρο 30(3) του παρόντος Νόμου, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.

Υφιστάμενοι επαγγελματίες πελάτες

101. ΚΕΠΕΥ, που αναφέρεται στο άρθρο 97, επιτρέπεται να συνεχίσει να θεωρεί τους επαγγελματίες πελάτες της ως επαγγελματίες, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό συνάδει με τον παρόντα Νόμο. Η ΚΕΠΕΥ ενημερώνει τους πελάτες της σχετικά με τα κριτήρια που περιλαμβάνει ο παρών Νόμος για την ταξινόμηση των πελατών σε κατηγορίες.

Συνέχιση λειτουργίας Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου

102.-(1) Το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου συνεχίζει να λειτουργεί δυνάμει του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου και οφείλει να συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(2) Αναφορικά με την ερμηνεία του όρου «διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας» στο άρθρο 2(1), το Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου λογίζεται ως διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας.

Μεταβατικές διατάξεις

103.-(1) Οι οδηγίες της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν, συνεχίζουν να ισχύουν μέχρις ότου αντικατασταθούν δυνάμει του παρόντος Νόμου ή άλλης νομοθεσίας.

(2)(α) Μέχρι την 3η Ιανουαρίου 2021 -

(i) Η υποχρέωση εκκαθάρισης που καθορίζεται στο Άρθρο 4 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και οι τεχνικές μείωσης του κινδύνου, που καθορίζονται στο Άρθρο 11, παράγραφος 3, του εν λόγω Κανονισμού, δεν εφαρμόζονται στις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6 που συνάπτονται από μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους οι οποίοι πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 10, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού ή από μη χρηματοοικονομικούς αντισυμβαλλόμενους που αδειοδοτούνται για πρώτη φορά ως ΕΠΕΥ από την 3 Ιανουαρίου 2018∙ και

(ii) οι εν λόγω συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6 δεν θεωρούνται συμβάσεις εξωχρηματιστηριακών παραγώγων για τους σκοπούς του κατωφλίου εκκαθάρισης που ορίζεται στο Άρθρο 10 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012:

Νοείται ότι οι συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6, που επωφελούνται από το μεταβατικό καθεστώς κατά τα οριζόμενα στην παρούσα παράγραφο, υπόκεινται σε όλες τις απαιτήσεις που καθορίζονται στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(β) Η Επιτροπή χορηγεί στις ΚΕΠΕΥ την κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (α) εξαίρεση και κοινοποιεί στην ΕΑΚΑΑ τις συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6 για τις οποίες έχει χορηγήσει σε ΚΕΠΕΥ εξαίρεση σύμφωνα με την παράγραφο (α).

Μεταβατική διάταξη αναφορικά με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που αναφέρεται στο Άρθρο 4.1.1)β) του Kανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013

103Α. Η Επιτροπή ενημερώνει την Κεντρική Τράπεζα σε περίπτωση που τα προβλεπόμενα συνολικά στοιχεία ενεργητικού ΚΕΠΕΥ, η οποία έχει υποβάλει αίτηση άδειας λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του Τίτλου II του παρόντος Νόμου πριν από την 25η Δεκεμβρίου 2019, με σκοπό την άσκηση των δραστηριοτήτων που προβλέπονται στα σημεία 3 και 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, ισούνται με ή υπερβαίνουν τα τριάντα δισεκατομμύρια ευρώ (€30.000.000.000) και ενημερώνει σχετικά την αιτήτρια.

Κατάργηση νόμων

104.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3) και τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4), καταργούνται οι διατάξεις των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν.

(2) Οι διατάξεις των άρθρων 2, 17, 119 και 155(2) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου παραμένουν σε ισχύ.

(3) [Διαγράφηκε].

(4) Τα άρθρα των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμων του 2007 έως 2016 ως διορθώθηκαν, τα οποία καταργούνται διά του εδαφίου (1) και στα οποία παραπέμπουν τα άρθρα των εν λόγω Νόμων τα οποία αναφέρονται στο εδάφιο (2) και (3) συνεφαρμόζονται με τα τελευταία αυτά άρθρα για τους σκοπούς των τελευταίων αυτών άρθρων, ως εάν να μην καταργούνται δια του εδαφίου (1).

Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου

105.-(1) Με την επιφύλαξη των εδαφίων (2) και (3), ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ την 3η Ιανουαρίου 2018.

(2) Τα άρθρα 45(1)(γ) και 74(1) τίθενται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(3) Το άρθρο 66(2) τίθεται σε ισχύ την 3η Σεπτεμβρίου 2019.

(4) Η απαίτηση υποβολής περιοδικών αναφορών στο κοινό που προβλέπεται στο εδάφιο (3) του άρθρου 28 δεν εφαρμόζεται έως και την 28η Φεβρουαρίου 2023.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ
ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΡΩΤΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 2, 6, 12, 26, 33, 42, 53, 58, 59, 60 και 103Α)

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΚΑΙ
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ

ΜΕΡΟΣ Ι

Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες

1. Λήψη και διαβίβαση εντολών σχετικών με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα.
2. Εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών.
3. Διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό.
4. Διαχείριση χαρτοφυλακίου.
5. Παροχή επενδυτικών συμβουλών.
6. Αναδοχή χρηματοοικονομικών μέσων και/ή διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης.
7. Διάθεση χρηματοοικονομικών μέσων χωρίς δέσμευση ανάληψης.
8. Λειτουργία ΠΜΔ.
9. Λειτουργία ΜΟΔ.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙ
Παρεπόμενες υπηρεσίες

1. Φύλαξη και διαχείριση χρηματοοικονομικών μέσων εξ ονόματος πελατών, περιλαμβανομένης της θεματοφυλακής και συναφών υπηρεσιών, όπως η διαχείριση χρηματικών διαθεσίμων/παρεχόμενων ασφαλειών, και με εξαίρεση την τήρηση λογαριασμών αξιών σε ανώτατο επίπεδο («υπηρεσία κεντρικής διατήρησης»), όπως αναφέρεται στο σημείο 2 του τμήματος Α του Παραρτήματος του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014.
2. Παροχή πιστώσεων ή δανείων σε επενδυτή προς διενέργεια συναλλαγής σε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα, στην οποία μεσολαβεί η επιχείρηση που παρέχει την πίστωση ή το δάνειο.
3. Παροχή συμβουλών σε επιχειρήσεις σχετικά με τη διάρθρωση του κεφαλαίου, την κλαδική στρατηγική και συναφή θέματα, καθώς και συμβουλών και υπηρεσιών σχετικά με συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων.
4. Υπηρεσίες ξένου συναλλάγματος, εφόσον συνδέονται με την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών.
5. Έρευνα στον τομέα των επενδύσεων και χρηματοοικονομική ανάλυση ή άλλες μορφές γενικών συστάσεων που σχετίζονται με συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα.
6. Υπηρεσίες σχετιζόμενες με την αναδοχή.
7. Επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες καθώς και παρεπόμενες υπηρεσίες του είδους που αναφέρεται στο Μέρος Ι ή ΙΙ του παρόντος Παραρτήματος σχετικά με τα υποκείμενα μέσα των παραγώγων που περιλαμβάνονται στα σημεία 5, 6, 7 και 10 του Μέρους ΙΙΙ του παρόντος Παραρτήματος, εφόσον σχετίζονται με την παροχή επενδυτικών ή παρεπόμενων υπηρεσιών.

 

ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ

Χρηματοοικονομικά μέσα

1. Κινητές αξίες.
2. Μέσα χρηματαγοράς.
3. Μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων.
4. Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίων (forward-rate agreements) και άλλες συμβάσεις παραγώγων σχετιζόμενες με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, δικαιώματα εκπομπής ή άλλα παράγωγα μέσα, χρηματοοικονομικούς δείκτες ή άλλα χρηματοοικονομικά μεγέθη δεκτικά εκκαθαρίσεως με φυσική παράδοση ή με ρευστά διαθέσιμα.
5. Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που πρέπει να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους, αλλά όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης.
6. Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, με εξαίρεση τα ενεργειακά προϊόντα χονδρικής τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΜΟΔ και πρέπει να εκκαθαρίζονται με φυσική παράδοση.
7. Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις (forwards) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με εμπορεύματα, που μπορούν να εκκαθαριστούν με φυσική παράδοση, εφόσον δεν αναφέρονται άλλως στο σημείο 6 του παρόντος Μέρους και δεν προορίζονται για εμπορικούς σκοπούς και που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων.
8. Παράγωγα μέσα για τη μετακύληση του πιστωτικού κινδύνου.
9. Χρηματοοικονομικές συμβάσεις επί διαφορών (contracts for differences).
10. Συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps), προθεσμιακές συμβάσεις επιτοκίου (forward-rate agreements) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με κλιματικές μεταβλητές, ναύλους ή ποσοστά πληθωρισμού ή άλλες επίσημες οικονομικές στατιστικές, που πρέπει να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα ή μπορούν να εκκαθαριστούν με ρευστά διαθέσιμα κατ’ επιλογή ενός συμβαλλόμενου μέρους όχι λόγω αδυναμίας πληρωμής ή άλλου γεγονότος που επιφέρει τη λύση της σύμβασης, καθώς και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου σχετιζόμενη με περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα, υποχρεώσεις, δείκτες και μέτρα, εφόσον δεν προβλέπεται διαφορετικά στο παρόν Μέρος, που έχουν τα χαρακτηριστικά άλλων παράγωγων χρηματοοικονομικών μέσων, όσον αφορά, μεταξύ άλλων, το κατά πόσον είναι αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε ρυθμιζόμενη αγορά, ΜΟΔ ή ΠΜΔ.
11. Δικαιώματα εκπομπής, τα οποία περιλαμβάνουν μονάδες οποιουδήποτε τύπου που πληρούν τις απαιτήσεις της Οδηγίας 2003/87/ΕΚ.

 



ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρα 2, 40, 43)

ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ ΠΕΛΑΤΕΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΣΚΟΠΟΥΣ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΝΟΜΟΥ

Επαγγελματίας πελάτης είναι ο πελάτης που διαθέτει την εμπειρία, τις γνώσεις και την εξειδίκευση ώστε να λαμβάνει τις δικές του επενδυτικές αποφάσεις και να εκτιμά δεόντως τον κίνδυνο που αναλαμβάνει. Για να θεωρηθεί επαγγελματίας, ο πελάτης πρέπει να πληροί τα ακόλουθα κριτήρια:

ΜΕΡΟΣ I

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΠΕΛΑΤΩΝ ΠΟΥ ΘΕΩΡΟΥΝΤΑΙ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ

Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, θεωρούνται επαγγελματίες για όλες τις επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες και τα χρηματοοικονομικά μέσα:
1. Οι οντότητες που υποχρεούνται να λαμβάνουν άδεια λειτουργίας ή να υπόκεινται σε ρυθμίσεις για να ασκήσουν δραστηριότητες στις χρηματοοικονομικές αγορές∙ ο κατωτέρω κατάλογος θεωρείται ότι περιλαμβάνει όλες τις οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας και ασκούν τις χαρακτηριστικές δραστηριότητες για τις αναφερόμενες οντότητες: οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από ένα κράτος μέλος βάσει Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις κράτους μέλους χωρίς αναφορά σε Οδηγία, και οντότητες που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ή υπόκεινται στις ρυθμίσεις τρίτης χώρας:
(α) Πιστωτικά ιδρύματα.
(β) ΕΠΕΥ.
(γ) Άλλα χρηματοοικονομικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια ή υπόκεινται σε ρυθμίσεις.
(δ) Ασφαλιστικές εταιρείες.
(ε) Οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων και εταιρείες διαχείρισης τους.
(στ) Συνταξιοδοτικά ταμεία και εταιρείες διαχείρισής τους.
(ζ) Διαπραγματευτές σε χρηματιστήρια εμπορευμάτων και συναφών παραγώγων.
(η) Τοπικές επιχειρήσεις.
(θ) Άλλοι θεσμικοί επενδυτές.
2. Μεγάλες επιχειρήσεις που πληρούν δύο από τις ακόλουθες απαιτήσεις μεγέθους, σε βάση επιμέρους εταιρείας:
- σύνολο ισολογισμού: 20 000 000 ευρώ
- καθαρός κύκλος εργασιών: 40 000 000 ευρώ
- ίδια κεφάλαια: 2 000 000 ευρώ
3. Εθνικές και περιφερειακές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων των δημόσιων φορέων που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, κεντρικές τράπεζες, διεθνείς και υπερεθνικοί οργανισμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και άλλοι παρόμοιοι διεθνείς οργανισμοί.
4. Άλλοι θεσμικοί επενδυτές, των οποίων η κύρια δραστηριότητα είναι η επένδυση σε χρηματοοικονομικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων οντοτήτων που έχουν ως αποκλειστικό σκοπό την τιτλοποίηση στοιχείων ενεργητικού ή άλλες χρηματοδοτικές συναλλαγές.
Οι ανωτέρω οντότητες θεωρούνται επαγγελματίες. Πρέπει ωστόσο να έχουν τη δυνατότητα να ζητούν να αντιμετωπιστούν ως μη επαγγελματίες και οι ΕΠΕΥ δύνανται να δεχθούν να τους προσφέρουν υψηλότερο επίπεδο προστασίας. Εάν ο πελάτης μιας ΕΠΕΥ είναι μια από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται ανωτέρω, η ΕΠΕΥ οφείλει, πριν του παράσχει υπηρεσίες, να τον ενημερώσει ότι θεωρείται, με βάση τις πληροφορίες που διαθέτει η ΕΠΕΥ, επαγγελματίας πελάτης και ότι θα αντιμετωπιστεί ως τέτοιος, εκτός εάν η ΕΠΕΥ και ο πελάτης συμφωνήσουν διαφορετικά. Η ΕΠΕΥ οφείλει, επίσης, να ενημερώσει τον πελάτη ότι δύναται να ζητήσει τη μεταβολή των όρων της σύμβασης, για να τύχει υψηλότερης προστασίας.
Ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης έχει ευθύνη να ζητήσει ο ίδιος υψηλότερο επίπεδο προστασίας εάν θεωρεί ότι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει ή να διαχειριστεί σωστά τους κινδύνους που αναλαμβάνει.
Το υψηλότερο επίπεδο προστασίας παρέχεται όταν ο πελάτης που θεωρείται επαγγελματίας συνάπτει γραπτή συμφωνία με την ΕΠΕΥ ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας, για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας της ΕΠΕΥ. Η εν λόγω συμφωνία διευκρινίζει εάν αυτό ισχύει για μία ή περισσότερες συγκεκριμένες υπηρεσίες ή συναλλαγές ή για ένα ή περισσότερα είδη προϊόντων ή συναλλαγών.

 

ΜΕΡΟΣ II

ΠΕΛΑΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΝΤΑΙ ΩΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΕΣ  ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥΣ

1. Κριτήρια κατηγοριοποίησης:

Δύναται επίσης να επιτραπεί σε πελάτες, πέραν εκείνων που αναφέρονται στο Μέρος I του παρόντος Παραρτήματος περιλαμβανομένων των δημόσιων φορέων, των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης, των δήμων και των μεμονωμένων ιδιωτών επενδυτών, να παραιτηθούν από μέρος της προστασίας που τους παρέχουν οι κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας των ΕΠΕΥ.

Επιτρέπεται, συνεπώς, στις ΕΠΕΥ να αντιμετωπίζουν οποιονδήποτε από τους ανωτέρω πελάτες ως επαγγελματία, εφόσον τηρούνται τα κριτήρια και οι διαδικασίες που αναφέρονται κατωτέρω. Οι εν λόγω πελάτες δεν θεωρείται, ωστόσο, ότι έχουν γνώση της αγοράς και πείρα, συγκρίσιμη με εκείνη των πελατών που απαριθμούνται στο Μέρος I του παρόντος Παραρτήματος.

Η παραίτηση από την προστασία των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας θεωρείται ότι ισχύει, μόνο εάν μια κατάλληλη αξιολόγηση της εξειδίκευσης, της εμπειρίας και των γνώσεων του πελάτη επιτρέπει στην ΕΠΕΥ να πειστεί, σε εύλογο βαθμό, ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης των προτεινόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών, ο πελάτης είναι ικανός να λάβει μόνος του επενδυτικές αποφάσεις και να κατανοήσει τους κινδύνους που αυτές ενέχουν.

Τα τεστ καταλληλότητας που εφαρμόζονται στους διαχειριστές και τους διευθυντές οντοτήτων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας, βάσει Οδηγιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το χρηματοοικονομικό τομέα, δύνανται να θεωρηθούν παράδειγμα τέτοιας αξιολόγησης εμπειρίας και γνώσεων. Στην περίπτωση μικρής οντότητας, το πρόσωπο που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω αξιολόγησης είναι το πρόσωπο που εξουσιοδοτείται να διενεργεί συναλλαγές για λογαριασμό της.

Κατά την εν λόγω αξιολόγηση ικανοποιούνται δύο τουλάχιστον από τα ακόλουθα κριτήρια:

- O πελάτης πραγματοποίησε, κατά μέσο όρο, 10 συναλλαγές επαρκούς όγκου, ανά τρίμηνο, στη σχετική αγορά στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων τριμήνων·

- η αξία του χαρτοφυλακίου χρηματοοικονομικών μέσων του πελάτη, οριζόμενου ως καταθέσεις μετρητών συν χρηματοοικονομικά μέσα, υπερβαίνει τις 500 000 ευρώ·

- ο πελάτης κατέχει ή κατείχε, επί ένα έτος τουλάχιστον, επαγγελματική θέση στο χρηματοοικονομικό τομέα, η οποία απαιτεί γνώση των προτεινόμενων συναλλαγών ή υπηρεσιών.

 

2. Διαδικασία:

Οι εν λόγω πελάτες δύνανται να παραιτηθούν από την προστασία των κανόνων επαγγελματικής δεοντολογίας μόνο με την ακόλουθη διαδικασία:

— Οι πελάτες γνωστοποιούν γραπτώς στην ΕΠΕΥ την επιθυμία τους να αντιμετωπιστούν ως επαγγελματίες πελάτες, είτε γενικά, είτε για μια συγκεκριμένη επενδυτική υπηρεσία ή συναλλαγή, είτε για ένα είδος συναλλαγών ή προϊόντων·

— η ΕΠΕΥ τους αποστέλλει γραπτή προειδοποίηση, στην οποία διευκρινίζει σαφώς τις προστασίες και τα δικαιώματα αποζημίωσης που ενδέχεται να απολέσουν·

— οι πελάτες δηλώνουν γραπτώς, σε έγγραφο χωριστό από τη σύμβαση, ότι έχουν επίγνωση των συνεπειών που έχει η απώλεια αυτών των προστασιών.

Πριν αποφασίσει να δεχθεί την παραίτηση από την προστασία αυτή, η ΕΠΕΥ οφείλει να λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να βεβαιωθεί ότι ο πελάτης που επιθυμεί να αντιμετωπιστεί ως επαγγελματίας πελάτης πληροί τα κριτήρια που αναφέρονται στο Τμήμα (1) του παρόντος Μέρους.

Ωστόσο, εάν οι πελάτες έχουν ήδη ταξινομηθεί ως επαγγελματίες με κριτήρια και διαδικασίες ανάλογα με τα προβλεπόμενα ανωτέρω, δεν υπάρχει πρόθεση οι σχέσεις τους με τις ΕΠΕΥ να επηρεαστούν από ενδεχόμενους νέους κανόνες που θεσπίζονται σύμφωνα με το παρόν Παράρτημα.

Οι ΕΠΕΥ οφείλουν να ταξινομούν τους πελάτες με εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες που έχουν διατυπωθεί γραπτώς. Οι επαγγελματίες πελάτες οφείλουν να γνωστοποιούν στην ΕΠΕΥ κάθε μεταβολή που δύναται να επηρεάσει την ταξινόμησή τους. Εάν η ΕΠΕΥ διαπιστώσει ότι ένας πελάτης δεν πληροί πλέον τους όρους βάσει των οποίων αντιμετωπίστηκε ως επαγγελματίας πελάτης, η ΕΠΕΥ λαμβάνει κατάλληλα μέτρα.

Σημείωση
3 του Ν. 44(I)/2020Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 44(Ι)/2020]

Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ κατά τη μεταγενέστερη από τις ακόλουθες ημερομηνίες:

(α) Την 26η Μαρτίου 2020.

(β) την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 44(Ι)/2020] στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Σημείωση
4 του Ν. 78(Ι)/2021Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 78(Ι)/2021]

Ο παρών Νόμος [Σ.Σ: δηλαδή του Ν. 78(Ι)/2021] τίθεται σε ισχύ σε μία από́ τις ακόλουθες ημερομηνίες, οποιαδήποτε από τις δύο είναι η μεταγενέστερη:

(α) Κατά τη 10η Νοεμβρίου 2021∙

(β)κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

Σημείωση
15 του Ν. 159(Ι)/2021́Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 159(Ι)/2021]

15.-(1) Με την επιφύλαξη του εδαφίου (2), ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 159(Ι)/2021] τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.

(2)Οι διατάξεις των άρθρων 2, 3, 6, 9, 10, 11 και 14 τίθενται σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2022.

Σημείωση
14 του Ν. 9(Ι)/2022Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 9(Ι)/2022]

14. Ο παρών Νόμος [Σ.Σ.: δηλαδή ο Ν. 9(Ι)/2022] τίθεται σε ισχύ την 28η Φεβρουαρίου 2022.

Σημείωση
3 του Ν. 18(Ι)/2023Έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 18(Ι)/2023]

Η ισχύς του παρόντος Νόμου [Σ.Σ.: δηλαδή του Ν. 18(Ι)/2023] αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.