Αναλογικότητα

9.-(1) Η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή/και οποιωνδήποτε άλλων μέτρων ή/και κανόνων, περιλαμβανομένων αυτών που προέρχονται από επαγγελματικές ενώσεις ή/και φορείς, που περιορίζουν τη πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, διασφαλίζει ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι κατάλληλες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και δεν υπερβαίνουν τα αναγκαία όρια για την επίτευξη του στόχου αυτού.

(2) Ειδικότερα, για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας εξετάζει-

(α) τη φύση των κινδύνων που σχετίζονται με τους επιδιωκόμενους στόχους δημόσιου συμφέροντος, ιδιαίτερα των κινδύνων για τους αποδέκτες των υπηρεσιών, περιλαμβανομένων των καταναλωτών, των επαγγελματιών ή τρίτων·

(β) κατά πόσο οι υφιστάμενες διατάξεις ειδικού ή γενικότερου χαρακτήρα που περιέχονται, μεταξύ άλλων, σε οποιαδήποτε νομοθεσία σχετική με την ασφάλεια των προϊόντων ή σε οποιαδήποτε νομοθεσία σχετική με την προστασία των καταναλωτών, δεν επαρκούν για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου·

(γ) κατά πόσο η διάταξη είναι η ενδεδειγμένη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου και κατά πόσο ανταποκρίνεται σε αυτόν το στόχο με συνεπή και συστηματικό τρόπο και, ως εκ τούτου, αντιμετωπίζει τους εντοπισθέντες κινδύνους κατά τρόπο παρόμοιο με συγκρίσιμες δραστηριότητες·

(δ) τον αντίκτυπο στην ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων και των υπηρεσιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις επιλογές των καταναλωτών και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών·

(ε) τη δυνατότητα χρήσης λιγότερο περιοριστικών μέσων για την επίτευξη του στόχου δημόσιου συμφέροντος:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που οι διατάξεις δικαιολογούνται μόνο με βάση την προστασία των καταναλωτών και σε περίπτωση που οι εντοπισθέντες κίνδυνοι περιορίζονται στη σχέση μεταξύ του επαγγελματία και του καταναλωτή και ως εκ τούτου δεν επηρεάζουν αρνητικά τρίτους, η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας αξιολογεί ειδικότερα κατά πόσον ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί με λιγότερο περισταλτικά μέσα από τον περιορισμό της πρόσβασης στις επαγγελματικές δραστηριότητες·

(στ) την επίπτωση των διατάξεων, σε συνδυασμό με άλλες απαιτήσεις που περιορίζουν την πρόσβαση σε επάγγελμα, ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού, και ειδικότερα τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω διατάξεις σε συνδυασμό με άλλες απαιτήσεις, συμβάλλουν στον ίδιο στόχο δημόσιου συμφέροντος και είναι αναγκαίες για την επίτευξή του.

(3) Για τους σκοπούς της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2), η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας αξιολογεί τις επιπτώσεις της διάταξης, όταν συνδυάζεται με μία ή περισσότερες απαιτήσεις και συγκεκριμένα τις ακόλουθες:

(α) Αποκλειστικές δραστηριότητες, προστατευόμενος επαγγελματικός τίτλος ή οποιαδήποτε άλλη μορφή ρύθμισης νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος·

(β) υποχρεώσεις υποβολής σε συνεχή επαγγελματική εξέλιξη·

(γ) κανόνες σχετικοί με την οργάνωση του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος, την επαγγελματική δεοντολογία και την εποπτεία·

(δ) υποχρεωτική εγγραφή σε επαγγελματική οργάνωση ή φορέα, συστήματα καταχώρισης ή αδειοδότησης, ειδικότερα όταν αυτές οι απαιτήσεις συνεπάγονται την κατοχή ειδικού επαγγελματικού προσόντος·

(ε) ποσοτικούς περιορισμούς και ειδικότερα απαιτήσεις που περιορίζουν τον αριθμό των αδειών άσκησης μιας δραστηριότητας ή καθορίζουν έναν ελάχιστο ή μέγιστο αριθμό υπαλλήλων, διευθυντών ή εκπροσώπων που διαθέτουν ειδικά επαγγελματικά προσόντα·

(στ) ειδικές απαιτήσεις σε σχέση με τη νομική μορφή ή απαιτήσεις που σχετίζονται με την εταιρική συμμετοχή ή τη διοίκηση μιας εταιρείας, στο βαθμό που αυτές οι απαιτήσεις συνδέονται άμεσα με την άσκηση του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματοςˑ

(ζ) εδαφικούς περιορισμούς, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων που το επάγγελμα είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο σε τμήματα της επικράτειας της Δημοκρατίας, με τρόπο διαφορετικό από αυτόν με τον οποίο είναι νομοθετικά κατοχυρωμένο σε άλλα τμήματα·

(η) περιορισμούς σε σχέση με την άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος από κοινού ή σε εταιρεία, καθώς και κανόνες περί ασυμβίβαστου·

(θ) ασφαλιστική κάλυψη ή άλλα μέσα προσωπικής ή συλλογικής προστασίας όσον αφορά την επαγγελματική ευθύνη·

(ι) γλωσσικές γνώσεις, στο βαθμό που είναι αναγκαίες για την άσκηση του νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος·

(ια) σταθερές ελάχιστες και/ή μέγιστες τιμολογήσεις·

(ιβ) απαιτήσεις όσον αφορά τη διαφήμιση.

(4) Η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας εξετάζει περαιτέρω, όπου κρίνεται αναγκαίο ανάλογα με την περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και το περιεχόμενο της νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης, τα ακόλουθα:

(α) Τη διασύνδεση μεταξύ του πεδίου των δραστηριοτήτων που αφορούν ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ή περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτό και του απαιτούμενου επαγγελματικού προσόντος·

(β) τη διασύνδεση μεταξύ της πολυπλοκότητας των σχετικών καθηκόντων και της ανάγκης να κατέχουν αυτοί που ασκούν τα εν λόγω καθήκοντα ειδικά επαγγελματικά προσόντα, ειδικότερα όσον αφορά το επίπεδο, τη φύση και τη διάρκεια της κατάρτισης ή της πείρας που απαιτείται·

(γ) τη δυνατότητα να αποκτηθούν τα επαγγελματικά προσόντα μέσω άλλων επιλογών, ανεξαρτήτως ρύθμισής τους από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις της Δημοκρατίας·

(δ) κατά πόσο και για ποιο λόγο οι αποκλειστικές δραστηριότητες που συνδέονται με ορισμένα επαγγέλματα μπορούν ή δεν μπορούν να ασκούνται από κοινού με άλλα επαγγέλματα·

(ε) το βαθμό αυτονομίας στην άσκηση ενός νομοθετικά κατοχυρωμένου επαγγέλματος και ο αντίκτυπος των οργανωτικών και εποπτικών ρυθμίσεων στην επίτευξη του επιδιωκόμενου στόχου, ειδικότερα όταν οι δραστηριότητες που σχετίζονται με ένα νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα ασκούνται υπό τον έλεγχο και την ευθύνη ενός κατάλληλα ειδικευμένου επαγγελματία·

(στ) τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις που ενδέχεται να μειώνουν ή να αυξάνουν την ασύμμετρη πληροφόρηση μεταξύ επαγγελματιών και καταναλωτών·

(5) Πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή/και οποιωνδήποτε άλλων μέτρων ή/και κανόνων, περιλαμβανομένων αυτών που προέρχονται από επαγγελματικές ενώσεις ή/και φορείς, η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας διασφαλίζει επιπλέον τη συμμόρφωση των ειδικών απαιτήσεων σχετικά με την προσωρινή ή περιστασιακή παροχή υπηρεσιών, οι οποίες προβλέπονται στο Μέρος II του περί Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, με την αρχή της αναλογικότητας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται-

(α) η αυτόματη προσωρινή εγγραφή ή η τυπική προσχώρηση σε επαγγελματική οργάνωση ή σε επαγγελματικό φορέα σύμφωνα με τις διατάξεις, της παραγράφου (α) του άρθρου 10 του περί της Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμων·

(β) η δήλωση σε περίπτωση μετακίνησης του παρόχου, σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 11 του περί της Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, τα απαιτούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (3) του εν λόγω άρθρου δικαιολογητικά ή οποιαδήποτε άλλη αντίστοιχη απαίτηση·

(γ) η καταβολή τέλους ή τυχόν χρεώσεων που απαιτούνται για τις διοικητικές διαδικασίες, σε σχέση με την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα, ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, τις οποίες αναλαμβάνει ο πάροχος των υπηρεσιών.

(6) Οι διατάξεις του εδαφίου (5) δεν εφαρμόζονται για μέτρα τα οποία αποσκοπούν να διασφαλίσουν την τήρηση των ισχυόντων όρων εργασίας που εφαρμόζει η Δημοκρατία σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο.

(7) Σε περίπτωση που οι διατάξεις του παρόντος άρθρου αφορούν τη νομοθετική κατοχύρωση επαγγελμάτων υγείας για τις οποίες δεν ισχύουν ειδικές απαιτήσεις ως αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 4 και έχουν επιπτώσεις στην ασφάλεια των ασθενών, η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας λαμβάνει υπόψη το στόχο της διασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας του ανθρώπου.