6.-(1) Η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας προβαίνει σε αξιολόγηση της αναλογικότητας σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, πριν από τη θέσπιση νέων ή την τροποποίηση υφιστάμενων νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων ή/και οποιωνδήποτε άλλων μέτρων ή/και κανόνων, περιλαμβανομένων αυτών που προέρχονται από επαγγελματικές ενώσεις ή/και φορείς, για τον περιορισμό της πρόσβασης σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή της άσκησης των επαγγελμάτων αυτών στη Δημοκρατία:
(2) Η έκταση της αναφερόμενης στο εδάφιο (1) αξιολόγησης είναι αναλογική προς τη φύση, το περιεχόμενο και τον αντίκτυπο της διάταξης.
(3) Κάθε νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που περιορίζει την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών στη Δημοκρατία συνοδεύεται από επεξήγηση αρκούντως λεπτομερή, ώστε να καθίσταται δυνατή η διαπίστωση της συμμόρφωσης με την αρχή της αναλογικότητας.
(4) Οι λόγοι, βάσει των οποίων μια νομοθετική, κανονιστική ή διοικητική διάταξη που περιορίζει την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα ή την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών στη Δημοκρατία, θεωρείται δικαιολογημένη και αναλογική, τεκμηριώνονται με ποιοτικά και όπου είναι εφικτό και κρίνεται σκόπιμο από την Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας με ποσοτικά στοιχεία.
(5) Η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας διασφαλίζει ότι η αξιολόγηση που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (1) διενεργείται με αντικειμενικό και ανεξάρτητο τρόπο.
(6) Η Αρμόδια Αρχή Αξιολόγησης της Αναλογικότητας μετά τη θέσπιση των αναφερόμενων στις διατάξεις του εδαφίου (1) διατάξεων ελέγχει τη συμμόρφωσή τους με την αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη οποιεσδήποτε εξελίξεις έχουν προκύψει.