38.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, να διενεργεί όλους τους αναγκαίους αιφνίδιους ή μη ελέγχους σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, και προς τούτο έχει την εξουσία-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους και να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στις οποίες οι υπό έλεγχο επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται, και, σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, να συνεχίζει την έρευνα πληροφοριών στους χώρους της Επιτροπής ή σε άλλους καθορισμένους χώρους και να επιλέγει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων ερωτήσεις και να ζητεί επεξηγήσεις για τα πραγματικά περιστατικά ή για έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2)(α) Οι προβλεπόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται, κατ’ εντολή της Επιτροπής και κατόπιν γραπτής εξουσιοδότησης, από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και από εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού των Αρχών Ανταγωνισμού.
(β) Σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους και/ή λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και/ή από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατόν να εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή.
(3) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν γραπτής εντολής της Επιτροπής που καθορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, την ημερομηνία έναρξής της, τη διάταξη στην οποία στηρίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 47, σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί με την εντολή της Επιτροπής.
(4) Οι έλεγχοι διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της εμπλεκόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία διενεργείται ο έλεγχος δύναται να συμβουλευθεί τον δικηγόρο ή νομικό σύμβουλό της κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για την εγκυρότητα του ελέγχου και/ή υπεράσπιση για τη μη και/ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διενέργεια του ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ως προληπτικό μέτρο.
(7) Κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων η οποία υπόκειται σε έλεγχο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον ερευνώντα λειτουργό οποιαδήποτε-
(α) διευκόλυνση,
(β) πληροφορία, και
(γ) δήλωση περί της αλήθειας των πληροφοριών που παρέχει στον ερευνώντα λειτουργό,
ο δε ερευνών λειτουργός δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 62, πρόσωπο το οποίο-
(α) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7), ή
(β) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση των εξουσιών της που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8)-
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληρο-φορίας, δήλωσης, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, τη δήλωση, το αρχείο, το βιβλίο, τον λογαριασμό ή έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
(10) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(11) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(12) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις δυνάμει του παρόντος άρθρου αρμοδιότητές της εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, περιλαμβανομένων διοικητικών, εργατικών και μεταφραστικών.