Για σκοπούς-
(α)εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς», και
(β)ρύθμισης και προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στη Δημοκρατία και εφαρμογής της πράξης της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης», όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 487/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος του 2022.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αγαθό» σημαίνει οποιοδήποτε πράγμα αποτιμητό σε χρήμα και ικανό να αποτελέσει το αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής·
«’ρθρο 101 ΣΛΕΕ» σημαίνει το ’ρθρο 101 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«’ρθρο 102 ΣΛΕΕ» σημαίνει το ’ρθρο 102 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Αρχή Ανταγωνισμού» σημαίνει την αρχή ή τις αρχές των Κρατών Μελών που είναι αρμόδιες για την προστασία του ανταγωνισμού, και οι οποίες έχουν καθοριστεί ως τέτοιες από τα κράτη μέλη βάσει του άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο 1 του άρθρου 4 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και το εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου·
«δεσπόζουσα θέση» σημαίνει τη θέση οικονομικής ισχύος που απολαμβάνει επιχείρηση, που την καθιστά ικανή να παρακωλύει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά και της επιτρέπει να ενεργεί σε αισθητό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές και τους πελάτες της και κατ επέκταση ανεξάρτητα από τους καταναλωτές·
«δήλωση επιεικούς μεταχείρισης» σημαίνει την προφορική ή γραπτή δήλωση που υποβάλλεται αυτοβούλως, από ή εκ μέρους επιχείρησης ή φυσικού προσώπου, προς την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ή προς Αρχή Ανταγωνισμού, ή αντίγραφό της, στην οποία περιγράφονται στοιχεία που η επιχείρηση ή το φυσικό πρόσωπο γνωρίζουν για τη σύμπραξη, και ο ρόλος τους σε αυτή, και η οποία καταρτίστηκε ειδικά με σκοπό την υποβολή της στην Επιτροπή ή στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή σε Αρχή Ανταγωνισμού, προκειμένου να εξασφαλισθεί απαλλαγή από την επιβολή προστίμων, ή μείωσή τους, κατ' εφαρμογή του Προγράμματος Επιεικούς Μεταχείρισης, μη περιλαμβανομένων αποδεικτικών στοιχείων που υπάρχουν ανεξαρτήτως της διαδικασίας εφαρμογής του παρόντος Νόμου, και ασχέτως εάν οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνονται στον φάκελο Αρχής Ανταγωνισμού, ως προϋπάρχουσες πληροφορίες·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Δημόσιο» σημαίνει το κράτος, τους δήμους ή τις κοινότητες·
«δημοσιονομικό μονοπώλιο» σημαίνει επιχείρηση που έχει μονοπωλιακή θέση σε αγορά λόγω των αποκλειστικών δικαιωμάτων που της παρέχει το κράτος·
«Δικαστήριο» σημαίνει αρμόδιο δικαστήριο·
«έλεγχος συγκεντρώσεων επιχειρήσεων» σημαίνει τον έλεγχο των συγκεντρώσεων επιχειρήσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου
«εμπόριο» σημαίνει κάθε φύσεως οικονομική δραστηριότητα·
«εναρμονισμένη πρακτική» σημαίνει μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φθάσει στο στάδιο σύναψης συμφωνίας, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους ανταγωνισμού με μία πρακτική συνεργασίας μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων·
«ενιαίος τίτλος» σημαίνει τον ενιαίο τίτλο που προβλέπεται στο άρθρο 55·
«ένωση επιχειρήσεων» σημαίνει εταιρεία, συνεταιρισμό, ένωση, σύλλογο, ίδρυμα ή σώμα προσώπων, με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που εκπροσωπεί τα εμπορικά συμφέροντα αυτόνομων επιχειρήσεων και λαμβάνει αποφάσεις ή συνάπτει συμφωνίες προς προώθηση των συμφερόντων αυτών·
«ενωσιακό δίκαιο του ανταγωνισμού» σημαίνει τα ’ρθρα 101 έως 109 της ΣΛΕΕ και το δυνάμει αυτών θεσπιζόμενο παράγωγο δίκαιο·
«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού που ιδρύεται δυνάμει του άρθρου 8·
«επιχειρηματικά απόρρητα» σημαίνει επαγγελματικά μυστικά σχετικά με τις επαγγελματικές δραστηριότητες επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, η αποκάλυψη των οποίων θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή βλάβη στην εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων:
«επιχείρηση» σημαίνει τον φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο χρηματοδότησής του·
«εσωτερικά έγγραφα» σημαίνει τα προπαρασκευαστικά έγγραφα και τα έγγραφα εσωτερικής χρήσης, περιλαμβανομένων σημειωμάτων, σχεδίων ή άλλων εγγράφων εργασίας και επικοινωνίας, της Επιτροπής, της Υπηρεσίας, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή Αρχής Ανταγωνισμού, καθώς και την αλληλογραφία μεταξύ της Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή άλλων δημοσίων αρχών ή υπηρεσιών της Δημοκρατίας ή Κράτους Μέλους ή τρίτων χωρών, ή Αρχών Ανταγωνισμού ή μεταξύ των αρχών αυτών:
«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙
«Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού» σημαίνει το δίκτυο δημόσιων αρχών που αποτελείται από τις Αρχές Ανταγωνισμού και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, με σκοπό να αποτελέσει δημόσιο χώρο συζήτησης και συνεργασίας για την εφαρμογή και επιβολή των διατάξεων του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 487/2009 του Συμβουλίου, της 25ης Μαΐου 2009, για την εφαρμογή του άρθρου 81 παράγραφος 3 της συνθήκης σε ορισμένες κατηγορίες συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της Οδηγίας 95/46/ΕΚ, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κύκλος εργασιών» σημαίνει τον συνολικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων και αφορά όλες τις οικονομικές δραστηριότητές της·
«μη διαβαθμισμένες πληροφορίες» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Κανόνων Ασφαλείας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών, Εγγράφων και Υλικού και για Συναφή Θέματα Νόμο·
«Οδηγία (ΕΕ) 2019/1» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2019/1 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την παροχή αρμοδιοτήτων στις αρχές ανταγωνισμού των κρατών μελών ώστε να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τους κανόνες και για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·
«οικονομική δραστηριότητα» σημαίνει οποιαδήποτε δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή παροχή υπηρεσιών·
«πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως» σημαίνει πληροφορίες, εκτός από επιχειρηματικά απόρρητα, οι οποίες είναι δυνατόν να θεωρηθούν ως εμπιστευτικές, καθ ότι η αποκάλυψή τους θα μπορούσε να βλάψει ουσιωδώς ένα πρόσωπο ή επιχείρηση, περιλαμβανομένων και πληροφοριών που παρέχονται από τρίτα πρόσωπα για επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, οι οποίες είναι σε θέση να ασκήσουν πολύ μεγάλη οικονομική ή εμπορική πίεση στους ανταγωνιστές τους ή στους εμπορικούς εταίρους, πελάτες ή προμηθευτές τους:
«Πρόγραμμα Επιεικούς Μεταχείρισης» σημαίνει το πρόγραμμα που εκδίδεται με Κανονισμούς δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 65 για σκοπούς ρύθμισης των κριτηρίων και προϋποθέσεων για την χορήγηση από την Επιτροπή απαλλαγής ή μείωσης του διοικητικού προστίμου που διαφορετικά θα επιβαλλόταν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 29 σε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων για παράβαση των διατάξεων του άρθρου 3 και/ή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ αναφορικά με τη συμμετοχή σε μυστική σύμπραξη·
«Πρόεδρος» σημαίνει-
(α) τον Πρόεδρο της Επιτροπής· και
(β) για τους σκοπούς διατάξεων άλλων από τις διατάξεις των άρθρων 9 έως 17, το μέλος της Επιτροπής το οποίο αναπληροί τον Πρόεδρο·
«προϊόν» σημαίνει οποιοδήποτε αγαθό ή υπηρεσία·
«ΣΛΕΕ» σημαίνει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«Συμβουλευτική Επιτροπή Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων» σημαίνει τη Συμβουλευτική Επιτροπή που συστάθηκε δυνάμει του ’ρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
«σύμπραξη» σημαίνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή προφορική, εκτελεστή κατά νόμο ή μη, συμφωνία δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ένωσης επιχειρήσεων, αλλά δεν περιλαμβάνει συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική-
(α) μητρικής και θυγατρικής εταιρείας, εάν-
(i) αυτές αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα εντός της οποίας η θυγατρική εταιρεία δεν έχει πραγματική ελευθερία καθορισμού του δικού της τρόπου ενέργειας στην αγορά, και
(ii) η συμφωνία ή η εναρμονισμένη πρακτική αφορά αποκλειστικά τον καταμερισμό δραστηριοτήτων μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας·
(β) δύο ή περισσότερων θυγατρικών εταιρειών της ίδιας μητρικής εταιρείας, εφόσον αυτές αποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα με τη μητρική εταιρεία·
«συμφωνία» σημαίνει τη σύμπτωση των βουλήσεων δύο τουλάχιστον επιχειρήσεων ανεξαρτήτως της μορφής εκδηλώσεώς της·
«Υπηρεσία» σημαίνει την προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) του άρθρου 21 Υπηρεσία της Επιτροπής·
«υπηρεσίες» σημαίνει την ανάληψη και εκτέλεση κάθε φύσης υποχρεώσεων, με εξαίρεση την παραγωγή και την προμήθεια αγαθών, και περιλαμβάνει τις επαγγελματικές υπηρεσίες, με εξαίρεση τις υπηρεσίες που παρέχονται στον εργοδότη δυνάμει σύμβασης μισθώσεως εργασίας· και
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας.
3.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 4 και 5, απαγορεύονται οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της Δημοκρατίας, και ιδίως εκείνες οι οποίες συνίστανται-
(α) στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό των τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διάθεσης, της τεχνολογικής ανάπτυξης ή των επενδύσεων·
(γ) στη γεωγραφική ή άλλη κατανομή των αγορών ή των πηγών προμήθειας·
(δ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό.
(ε) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεώς τους ή σύμφωνα με τις κρατούσες εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2) Συμφωνίες, αποφάσεις και εναρμονισμένες πρακτικές οι οποίες εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1) και δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 4 και 5 καθίστανται άκυρες εξ υπαρχής, χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής.
4.-(1) Κάθε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική η οποία εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 3 επιτρέπεται και είναι έγκυρη χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση σχετικής απόφασης της Επιτροπής, εάν συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Συμβάλλει στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής των προϊόντων ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, εξασφαλίζοντας συγχρόνως στους καταναλωτές δίκαιο μέρος από το όφελος που προκύπτει·
(β) δεν επιβάλλει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς μη απαραίτητους για την επίτευξη των στόχων αυτών· και
(γ) δεν παρέχει στις επιχειρήσεις αυτές τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα των σχετικών προϊόντων.
(2) Το βάρος απόδειξης ότι σύμπραξη είναι επιτρεπτή και έγκυρη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω εδάφιο.
5.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, Διατάγματα που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, με τα οποία οι διατάξεις του άρθρου 3 κηρύσσονται ανεφάρμοστες σε συγκεκριμένες κατηγορίες συμπράξεων.
(2) Στις συμπράξεις για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος Νόμου και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, οι διατάξεις των Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που εκδίδονται δυνάμει της παραγράφου 3 του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ εφαρμόζονται κατ αναλογία στον βαθμό που δεν υπάρχει αντίθετη διάταξη σε Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) και, σε τέτοια περίπτωση, οι συμπράξεις τεκμαίρονται επιτρεπτές και έγκυρες δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος ρυθμίζει την ίδια κατηγορία συμπράξεων στο πλαίσιο του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(3)(α) Το βάρος απόδειξης ότι σύμπραξη εκπίπτει του πεδίου εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 3, δυνάμει Διατάγματος που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται το εν λόγω Διάταγμα.
(β) Το βάρος απόδειξης ότι κατηγορία συμπράξεων είναι επιτρεπτή και έγκυρη, δυνάμει του Ευρωπαϊκού Κανονισμού που αναφέρεται στις διατάξεις του εδαφίου (2), βαρύνει την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που επικαλείται τον εν λόγω Ευρωπαϊκό Κανονισμό.
(4)(α) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) δεν εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κηρύσσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του άρθρου 3:
(β) Η Επιτροπή δύναται να αποφασίσει ότι σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Ευρωπαϊκού Κανονισμού κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2), δεν εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού:
(5) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά σε αυτό.
6.-(1) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις της δεσπόζουσας θέσης, που κατέχει ή κατέχουν στο σύνολο ή μέρος της εγχώριας αγοράς ενός προϊόντος, η οποία κατάχρηση δύναται να συνίσταται ιδίως-
(α) στην άμεση ή έμμεση επιβολή αθέμιτων τιμών αγοράς ή πώλησης ή άλλων μη θεμιτών όρων συναλλαγής·
(β) στον περιορισμό της παραγωγής ή της διάθεσης ή της τεχνολογικής ανάπτυξης, προς ζημιά των καταναλωτών·
(γ) στην εφαρμογή άνισων όρων επί ισοδύναμων συναλλαγών έναντι των εμπορικώς συναλλασσόμενων επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα αυτές να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στον ανταγωνισμό·
(δ) στην εξάρτηση της σύναψης συμφωνιών από την αποδοχή εκ μέρους των αντισυμβαλλόμενων πρόσθετων υποχρεώσεων, οι οποίες, εκ της φύσεως τους ή σύμφωνα με τις εμπορικές συνήθειες, δεν έχουν σχέση με το αντικείμενο των συμφωνιών αυτών.
(2)(α) Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία βρίσκεται προς αυτή ή αυτές μία επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους, ακόμη και ως προς ένα ορισμένο είδος αγαθών ή υπηρεσιών, και δεν διαθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση.
(β) Η καταχρηστική εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης δύναται να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.
7.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται-
(α) σε συμφωνίες που αναφέρονται σε μισθούς και όρους απασχόλησης και εργασίας·
(β) σε επιχειρήσεις που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση υπηρεσιών γενικού οικονομικού συμφέροντος ή που έχουν χαρακτήρα δημοσιονομικού μονοπωλίου, κατά το μέτρο που η εφαρμογή των διατάξεων αυτών εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που τους έχει ανατεθεί από το Δημόσιο.
(2) Για τους σκοπούς της παραγράφου (β) του εδαφίου (1), τεκμαίρεται ότι η εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εμποδίζει νομικά ή πραγματικά την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής των αναφερόμενων επιχειρήσεων όταν δεν υπάρχει οικονομικός ή τεχνικός τρόπος στη διάθεση αυτών των επιχειρήσεων, ο οποίος να συνάδει με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και να επιτρέπει την εκπλήρωση της ιδιαίτερης αποστολής που έχει ανατεθεί σε αυτές τις επιχειρήσεις από το Δημόσιο.
(3) Το βάρος απόδειξης ότι συμφωνίες ή επιχειρήσεις εκπίπτουν του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), βαρύνει τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που επικαλούνται το εν λόγω εδάφιο.
8.-(1) Ιδρύεται ανεξάρτητη Επιτροπή, καλούμενη «Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού», της οποίας η συγκρότηση, η λειτουργία, οι αρμοδιότητες, οι εξουσίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Επιτροπή διαθέτει τους αναγκαίους οικονομικούς, τεχνικούς και τεχνολογικούς πόρους, καθώς και επαρκές, εξειδικευμένο, προσωπικό και ως προς τούτο διαθέτει τμήμα νομικής και οικονομικής υποστήριξης, με σκοπό την αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων, αρμοδιοτήτων και εξουσιών της και την ενεργή συμμετοχή και συνεισφορά σε συναφείς ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς και ιδιαίτερα στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του περί της Δημοσιονομικής Ευθύνης και του Δημοσιονομικού Πλαισίου Νόμου, η Επιτροπή διαθέτει ανεξαρτησία ως προς τον τρόπο διάθεσης των κονδυλίων του προϋπολογισμού της.
9.-(1) Η Επιτροπή είναι πενταμελής και απαρτίζεται από τον Πρόεδρο και άλλα τέσσερα (4) μέλη που διορίζονται με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, ύστερα από πρόταση του Υπουργού, ο οποίος ενημερώνει προηγουμένως σχετικά την Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού.
(2)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) και της παραγράφου (γ), ως Πρόεδρος και μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα υψηλού επαγγελματικού και ηθικού επιπέδου που είναι σε θέση να εκτελούν τα καθήκοντα και να ασκούν τις εξουσίες που τους παρέχονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και είναι ικανά να συμβάλουν στην πραγμάτωση των σκοπών του.
(β) Στη θέση του Προέδρου της Επιτροπής διορίζεται πρόσωπο το οποίο είναι δικηγόρος ασκών το επάγγελμα αυτού επί δέκα (10) έτη ή διατελεί ή έχει διατελέσει δικαστής οποιασδήποτε βαθμίδας.
(γ) Ως μέλη της Επιτροπής διορίζονται πρόσωπα που διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα και πείρα στον νομικό ή/και οικονομικό τομέα, ιδίως σε θέματα ανταγωνισμού:
(δ) Δεν επιτρέπεται ο διορισμός προσώπου ως Προέδρου ή ως μέλους της Επιτροπής σε περίπτωση που-
(i) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή κατ αυτού εκδόθηκε διάταγμα διορισμού συνδίκου ή ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) κηρύχθηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα, το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος·
(iv) λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του·
(v) διατηρεί ή απέκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του κατά την άσκηση των καθηκόντων του·
(vi) είναι μέλος συντεχνίας.
(ε) Ο Πρόεδρος και τα άλλα τέσσερα (4) μέλη της Επιτροπής υπηρετούν υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης.
(3) Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι πενταετής και δύναται να ανανεωθεί για ακόμη μία φορά, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2).
(4)(α)(i) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής κενωθεί πριν από τη λήξη της θητείας του, το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού, προβαίνει στον διορισμό νέου Προέδρου ή άλλου μέλους για τον υπόλοιπο χρόνο της θητείας του Προέδρου ή του άλλου μέλους, ανάλογα με την περίπτωση, του οποίου η θέση έχει κενωθεί, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2).
(ii) Η θητεία του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής που διορίζεται δυνάμει της παρούσας παραγράφου, δύναται να ανανεωθεί μέχρι δύο (2) φορές, νοουμένου ότι κατά τον πρώτο του διορισμό ο Πρόεδρος ή το άλλο μέλος καλείται να υπηρετήσει για περίοδο μικρότερη των δύο (2) ετών και έξι (6) μηνών.
(β) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής είναι κενή δεν επηρεάζεται η νόμιμη συγκρότησή της και η εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
(γ) Σε περίπτωση που η θέση του Προέδρου κενούται πριν από τη λήξη της θητείας του, μέχρι τον διορισμό νέου Προέδρου, κατ εφαρμογή της παραγράφου (α), η Επιτροπή συνεχίζει να λειτουργεί με τα λοιπά μέλη της.
(5)Σε περίπτωση που-
(α) ο Πρόεδρος κωλύεται προσωρινά στην άσκηση των καθηκόντων του από οποιαδήποτε αιτία, ή
(β) η θέση του Προέδρου είναι κενή, εκκρεμούντος του διορισμού νέου Προέδρου,
ο Πρόεδρος αναπληρούται από μέλος της Επιτροπής που εκλέγεται μεταξύ των μελών που συμμετέχουν στη συνεδρία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, χρέη προεδρεύοντος εκτελεί το πρεσβύτερο μέλος.
(6) Ελάττωμα αναφορικά με το διορισμό του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής δεν επηρεάζει τη νόμιμη συγκρότησή της και την εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
10.-(1) Δεν επιτρέπεται στον Πρόεδρο και στα μέλη της Επιτροπής να έχουν οποιοδήποτε οικονομικό ή άλλο συμφέρον, το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης τους κατά την άσκηση των κατά τον παρόντα Νόμο αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.
(2) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων και την άσκηση των εξουσιών τους στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες-
(α) δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν εντολές από κρατικό ή οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα·
(β) ενεργούν ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε πολιτικές ή εξωτερικές παρεμβάσεις·
(γ) απέχουν από κάθε πράξη ασυμβίβαστη με την εκτέλεση των καθηκόντων και/ή με την άσκηση των εξουσιών τους για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.
(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη, μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή, δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, όταν αυτές αφορούν σε υποθέσεις στις οποίες συμμετείχαν στη λήψη αποφάσεων, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται ενώπιον της Επιτροπής για σκοπούς επανεξέτασης ή ανάκλησης.
(4) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3) και τηρουμένων του περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από Πρώην Κρατικούς Αξιωματούχους και Ορισμένους Πρώην Υπαλλήλους του Δημοσίου και Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα Νόμου, ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη για περίοδο δύο (2) ετών μετά την αποχώρησή τους από την Επιτροπή δεν απασχολούνται με διαδικασίες που αφορούν στον παρόντα Νόμο και οποιονδήποτε άλλο Νόμο στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, που θα μπορούσαν να προκαλέσουν σύγκρουση συμφερόντων.
(5) Η Επιτροπή δημοσιεύει, ύστερα από έγκριση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού κώδικα δεοντολογίας, ο οποίος αφορά τους κανόνες σχετικά με τη σύγκρουση συμφερόντων του Προέδρου και των μελών, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.
11.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο καθορίζει με απόφασή του τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα του Προέδρου και των άλλων μελών της Επιτροπής.
(2) Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν τροποποιεί κατά δυσμενή τρόπο τους όρους εργασίας, την αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα που καθορίζονται βάσει του εδαφίου (1), κατά τη διάρκεια της θητείας μέλους της Επιτροπής, για το οποίο οι εν λόγω όροι εργασίας, η αντιμισθία και τα άλλα ωφελήματα είχαν ούτως καθοριστεί.
12. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής εφαρμόζουν το ωράριο εργασίας για τους δημόσιους υπαλλήλους που καθορίζεται εκάστοτε από το Υπουργικό Συμβούλιο.
13. Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής δεν επιτρέπεται να ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία ή να ασχολούνται σε επιχείρηση οποιασδήποτε φύσης ή να δέχονται με πληρωμή οποιαδήποτε άλλη απασχόληση πέραν των καθηκόντων τους.
14.-(1) Η θέση του Προέδρου ή άλλου μέλους της Επιτροπής κενούται, σε περίπτωση-
(α) λήξης της θητείας του· ή
(β)θανάτου του· ή
(γ) παραίτησής του κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2)· ή
(δ) κωλύματος στην άσκηση των καθηκόντων του για χρονική περίοδο πέραν των έξι (6) μηνών· ή
(ε) έκπτωσής του, η οποία κηρύσσεται από το Υπουργικό Συμβούλιο κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3).
(2) Ο Πρόεδρος ή άλλο μέλος της Επιτροπής δύναται να υποβάλει γραπτώς στο Υπουργικό Συμβούλιο την παραίτησή του, η οποία επενεργεί αμέσως, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη αποδοχή της από το Υπουργικό Συμβούλιο, και δεν υπόκειται σε ανάκληση.
(3)(α) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να κηρύξει έκπτωτο τον Πρόεδρο ή άλλο μέλος της Επιτροπής σε περίπτωση που-
(i) κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης ή κατ αυτού εκδόθηκε διάταγμα διορισμού συνδίκου ή ήλθε σε συμβιβασμό με τους πιστωτές του·
(ii) κηρύχθηκε σε κατάσταση φρενοβλάβειας ή άνοιας·
(iii) καταδικάστηκε για ποινικό αδίκημα ατιμωτικό ή που ενέχει ηθική αισχρότητα το οποίο συνιστά κώλυμα διορισμού στη δημόσια υπηρεσία ή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος·
(iv) λόγω πνευματικής ή σωματικής ανικανότητας ή αναπηρίας ή ασθένειας αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του, είτε μόνιμα είτε για τέτοιο χρόνο, ώστε να καθίσταται ανέφικτη η συνέχιση της υπηρεσίας του·
(v) διατήρησε ή απόκτησε οικονομικό ή άλλο συμφέρον το οποίο δύναται να επηρεάσει το αμερόληπτο της κρίσης του και δεν υπέβαλε την παραίτησή του·
(vi) έχει αποφασιστεί από Δικαστήριο ότι καταχράστηκε τη θέση του κατά τρόπο ώστε τυχόν συνέχιση της θητείας του να αποβεί επιβλαβής για το δημόσιο συμφέρον·
(vii) έχει καταδικαστεί για το αδίκημα της εκ προθέσεως παράβασης της υποχρέωσης προς εχεμύθεια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40·
(viii) ύστερα από εισήγηση της Επιτροπής, σε περίπτωση αδικαιολόγητης αποχής από την άσκηση των καθηκόντων του και ιδιαίτερα ύστερα από αδικαιολόγητη απουσία από τις συνεδρίες της Επιτροπής για τρεις (3) συνεχείς φορές·
(ix) αποφασιστεί από Δικαστήριο ότι ενήργησε κατόπιν πολιτικής ή άλλης εξωτερικής παρέμβασης κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του·
(x) παραβιάζει τις διατάξεις του άρθρου 13.
(β) Προτού κηρύξει έκπτωτο οποιοδήποτε πρόσωπο δυνάμει της παραγράφου (α), το Υπουργικό Συμβούλιο παρέχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του και στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων (3), (4) και (6) του άρθρου 43 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.
15. Ο Πρόεδρος συγκαλεί την Επιτροπή σε συνεδρία σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 16 και προεδρεύει αυτής και, τηρουμένου του εδαφίου (3) του άρθρου 17, υπογράφει κάθε άλλο σημαντικό έγγραφο.
16.-(1)(α) Ο Πρόεδρος συγκαλεί συνεδρία της Επιτροπής οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίο.
(β) Σε περίπτωση που ζητήσουν γραπτώς τουλάχιστον τρία (3) μέλη της Επιτροπής, που καθορίζουν συγχρόνως και τα προς συζήτηση θέματα, ο Πρόεδρος οφείλει να συγκαλέσει συνεδρία το συντομότερο δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση εντός προθεσμίας επτά (7) ημερών.
(2) Η πρόσκληση σε συνεδρία είναι γραπτή και απευθύνεται στα μέλη της Επιτροπής μέσω ηλεκτρονικών, ψηφιακών ή άλλων πρόσφορων μέσων.
(3) Η ημερήσια διάταξη καταρτίζεται από τον Πρόεδρο και κοινοποιείται μαζί με την πρόσκληση σε συνεδρία:
17.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (γ) του εδαφίου (4) και του εδαφίου (5) του άρθρου 9, η Επιτροπή συνεδριάζει νομίμως εάν στη συνεδρία παρίστανται τουλάχιστον τρία (3) μέλη.
(2) Οι αποφάσεις της Επιτροπής λαμβάνονται κατά πλειοψηφία και, σε περίπτωση ισοψηφίας, επικρατεί η ψήφος του Προέδρου ή του προεδρεύοντος.
(3) Ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής που παρίστανται στις συνεδρίες υπογράφουν τα πρακτικά και τις αποφάσεις της Επιτροπής.
18.-(1) Η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης παράβασης, εφόσον ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία, διαπιστώσει πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(2)(α)(i) Η Επιτροπή καταρτίζει γραπτή έκθεση προς ενημέρωση των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, περί των αιτιάσεων που διατυπώνονται σε βάρος τους, συνοδευόμενη με υποστηρικτικά στοιχεία ή έγγραφα, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41.
(ii) Η εν λόγω έκθεση αιτιάσεων κοινοποιείται προς αυτές ή σε δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο των εν λόγω επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, με οποιοδήποτε τρόπο με τον οποίο γίνεται κλήτευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64.
(β) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, αντίγραφο της εν λόγω έκθεσης αιτιάσεων δύναται να κοινοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64 στο πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία:
(3) Σε περίπτωση που μεταβληθούν τα υφιστάμενα στοιχεία ενώπιον της Επιτροπής ή προκύψουν νέα στοιχεία, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε τροποποίηση των αιτιάσεων που διατυπώνονται εναντίον των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και στην κατάρτιση και κοινοποίηση τροποποιημένης έκθεσης αιτιάσεων προς τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων.
(4) Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής για εξέταση πιθανολογούμενων παραβάσεων ή καταγγελιών υποβαλλόμενων δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για οποιαδήποτε άλλη διαδικασία προβλέπεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους Κανονισμούς, δύναται να παρίστανται-
(α) κατόπιν πρόσκλησης της Επιτροπής-
(i) τα πρόσωπα που υπέβαλαν την καταγγελία αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,
(ii) τα πρόσωπα που εμπλέκονται στη διαδικασία και/ή καταγγελία, αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο,
(iii) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της Επιτροπής, θα βοηθήσει στην εξέταση της παράβασης και/ή της καταγγελίας, αυτοπροσώπως, ή διά εξουσιοδοτημένου δικηγόρου ή αντιπροσώπου, ή αυτοπροσώπως μαζί με τον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο∙
(β) οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού που υπηρετεί στην Υπηρεσία, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή:
(5) Σε όλους τους κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλουμένους να παραστούν τάσσεται εύλογη υπό τις περιστάσεις προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.
(6)(α) Σε όλους τους αναφερόμενους στην παράγραφο (α) του εδάφιου (4) παρισταμένους παρέχεται κάθε δυνατή ευκαιρία προς υποβολή γραπτών παρατηρήσεων και τάσσεται προς τούτο εύλογη προθεσμία, η οποία σε δικαιολογημένες περιπτώσεις δύναται να παραταθεί.
(β) Η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη γραπτές παρατηρήσεις οι οποίες υποβλήθηκαν μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας.
(γ) Οι γραπτές παρατηρήσεις υποβάλλονται σε έντυπη, καθώς και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας.
(7) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (4) παριστάμενοι, κατά την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων, προσδιορίζουν επακριβώς σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 41, τυχόν επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αιτιολογώντας την άποψή τους για έκαστο εξ αυτών και κοινοποιούν τόσο στην Επιτροπή όσο και στα εμπλεκόμενα μέρη τις παρατηρήσεις τους, στις οποίες περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή ή/και ψευδωνυμοποίηση.
(8) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδάφιου (7), δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή για τα οποία δεν υπεβλήθη ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός εάν η Επιτροπή, κατ εξαίρεση, χαρακτηρίσει, κατά την κρίση της, τέτοιες πληροφορίες, έγγραφα και/ή μέρη των εγγράφων ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.
(9) Σε περίπτωση που επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή οποιοδήποτε πρόσωπο προς τα οποία κοινοποιήθηκε η έκθεση αιτιάσεων ή αντίγραφο αυτής παραλείψει και/ή αρνηθεί να υποβάλει οποιεσδήποτε γραπτές παρατηρήσεις εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται να προχωρήσει στην έκδοση απόφασης για τις κατ ισχυρισμό παραβάσεις που περιέχονται στην έκθεση αιτιάσεων.
(10)(α) Οι αναφερόμενοι στην παράγραφο (α) του εδαφίου (4) καλούμενοι να παραστούν έχουν το δικαίωμα, στο πλαίσιο της υποβαλλόμενης από αυτούς γραπτής ανάπτυξης της υπόθεσής τους, να αιτηθούν την ανάπτυξη των επιχειρημάτων τους στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιον της Επιτροπής.
(β) Η Επιτροπή δύναται να εγκρίνει ή απορρίψει το πιο πάνω αίτημα και, με απόφασή της, να καθορίσει τη χρονική διάρκεια της ανάπτυξης των επιχειρημάτων των καλουμένων, στο πλαίσιο προφορικής διαδικασίας ενώπιόν της.
19.-(1) Ανεξαρτήτως της εξέτασης των πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕE και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει να κινήσει διαδικασία εξέτασης άλλων παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και προς τούτο κοινοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 64, στο εμπλεκόμενο πρόσωπο τους λόγους επί των οποίων κρίνει ότι πιθανολογείται παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Κατά τις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής για εξέταση άλλων πιθανολογούμενων παραβάσεων σύμφωνα με το εδάφιο (1), ακολουθούνται κατ αναλογία οι διατάξεις των εδαφίων (4) έως (10) του άρθρου 18.
20.-(1) Οι αποφάσεις της Επιτροπής εκδίδονται εντός εύλογου χρόνου, ο καθορισμός του οποίου εξαρτάται από τις εκάστοτε ειδικές συνθήκες.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, οι αιτιολογημένες αποφάσεις της Επιτροπής κοινοποιούνται προς κάθε εμπλεκόμενο φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα και, εξαιρουμένων των τελικών αποφάσεων, που εκδίδονται στη βάση των εδαφίων (5), (6) και (7) του άρθρου 44, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον διαδικτυακό της τόπο.
(3) Η Επιτροπή, τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου, φροντίζει όπως η δημοσίευση των αποφάσεών της γίνεται χωρίς την αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα φυσικών προσώπων, εκτός από τις περιπτώσεις όπου, κατά την κρίση της, θεωρεί ότι η εν λόγω δημοσίευση είναι απολύτως απαραίτητη και ανάλογη σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), οι αποφάσεις της Επιτροπής αποκτούν ισχύ από την ημέρα που κοινοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο:
(5) Οι αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο, δυνάμει των διατάξεων του ’ρθρου 146 του Συντάγματος και η Επιτροπή συμμετέχει ως αντίδικος ενώπιον του δικαστηρίου και απολαύει των ιδίων δικαιωμάτων με τους διαδίκους στις εν λόγω διαδικασίες.
21.-(1) Η Υπηρεσία της Επιτροπής στελεχώνεται, λειτουργεί και έχει τις αρμοδιότητες που καθορίζονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2)(α) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, περιλαμβανομένου του Διευθυντή της, είναι μέλη της δημόσιας υπηρεσίας και διορίζονται όπως προβλέπεται στις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
(β) Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας ορίζει μέλος του προσωπικού της Υπηρεσίας για να ασκεί καθήκοντα Γραμματέα της Επιτροπής.
(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, σε περίπτωση κατάργησης της Υπηρεσίας, τα μέλη του προσωπικού της εντάσσονται στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας ή σε οποιοδήποτε άλλο Υπουργείο ή ανεξάρτητη υπηρεσία, χωρίς οποιαδήποτε αλλαγή στους όρους υπηρεσίας τους, παρ όλο που τα καθήκοντα τα οποία θα εκτελούν δυνατό να διαφοροποιηθούν.
(4) Πρόσωπα τα οποία, κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, είναι μέλη της Υπηρεσίας η οποία προβλεπόταν στις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 15Α των περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 1989 έως (Αρ. 2) του 2000 ή της Υπηρεσίας που προβλεπόταν στις διατάξεις του άρθρου 19 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων 2008 και 2014, από την εν λόγω ημερομηνία θεωρούνται μέλη της Υπηρεσίας, η οποία προβλέπεται στο εδάφιο (1), χωρίς επηρεασμό των όρων υπηρεσίας τους, της αρχαιότητας, του διορισμού ή της προαγωγής τους ή των ωφελημάτων αφυπηρέτησής τους.
(5) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, τα άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και τα άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή, επιτρέπεται να παρίστανται στις συνεδριάσεις και/ή διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής και να παρέχουν κάθε δυνατή διευκόλυνση προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της και, υπό την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (4) του άρθρου 18, η παρουσία τους αυτή δεν επηρεάζει την εγκυρότητα των αποφάσεων της Επιτροπής.
(6) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, τα άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και τα άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή, μετά την αποχώρηση τους από την Επιτροπή, δεν απασχολούνται με διαδικασίες δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες, που αφορούν υποθέσεις στις οποίες συμμετείχαν στη δέουσα προκαταρκτική έρευνα, συμπεριλαμβανομένων αυτών που βρίσκονται ενώπιον της Επιτροπής για σκοπούς επανεξέτασης ή ανάκλησης:
(7) Τηρουμένου του εδαφίου (8), ο Διευθυντής της Υπηρεσίας προΐσταται διοικητικά και είναι υπεύθυνος για την Υπηρεσία.
(8) Ο Πρόεδρος είναι η αρμόδια αρχή για τους σκοπούς του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, ο οποίος ενεργεί συνήθως μέσω του Διευθυντή της Υπηρεσίας.
(9) Ο Γραμματέας της Επιτροπής, παρίσταται στις συνεδριάσεις και/ή στις διαδικασίες ενώπιον της Επιτροπής και τηρεί πρακτικά.
22.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών ή Διαταγμάτων εκδιδόμενων δυνάμει αυτού ή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Επιτροπή δύναται να δημιουργήσει αμισθί πρόγραμμα πρακτικής εκπαίδευσης για σκοπούς απόκτησης από ενδιαφερόμενους εμπειρίας και γνώσης στην εφαρμογή του ενωσιακού και εθνικού δικαίου του ανταγωνισμού και προς τούτο δύναται να εκδώσει και δημοσιεύσει οποιουσδήποτε σχετικούς με αυτό εσωτερικούς κανονισμούς.
(2) Τα πρόσωπα που απασχολούνται στο πρόγραμμα πρακτικής εκπαίδευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις εχεμύθειας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 40.
23. Η Υπηρεσία είναι αρμόδια για-
(α) την εκτέλεση έργων γραμματείας της Επιτροπής·
(β) την τήρηση των μητρώων τα οποία αναφέρονται στις διατάξεις του άρθρου 25·
(γ) τη συλλογή και τον έλεγχο πληροφοριών, καθώς και τη λήψη δηλώσεων και πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της Επιτροπής·
(δ) την εισαγωγή καταγγελιών, την ετοιμασία έκθεσης ευρημάτων επί της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας και την υποβολή αυτής, καθώς και την υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή·
(ε) τη διενέργεια των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αναγκαίων κοινοποιήσεων και δημοσιεύσεων·
(στ) την ετοιμασία και υποβολή στην Επιτροπή εισηγητικής έκθεσης αναφορικά με επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και/ή την ανάγκη αποκάλυψης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 40·
(ζ) την ετοιμασία και υποβολή εισηγητικής έκθεσης, για σκοπούς προκαταρκτικής εκτίμησης από την Επιτροπή, αναφορικά με την ανάληψη δεσμεύσεων από επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30·
(η) την παροχή προς την Επιτροπή κάθε δυνατής διευκόλυνσης προς εκπλήρωση των αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της.
24.Σε περίπτωση που κατά τη διάρκεια ή ως αποτέλεσμα διερεύνησης υπόθεσης, που αφορά ενδεχόμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, κατόπιν καταγγελίας ή αυτεπάγγελτα και/ή σε κλάδους της οικονομίας ή τύπους συμφωνιών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 31, διαπιστωθεί ή δημιουργηθεί εύλογη υποψία για ενδεχόμενη παράβαση της νομοθεσίας που αφορά την προστασία καταναλωτών, η Επιτροπή ενημερώνει γραπτώς τον Υπουργό μέσω της Υπηρεσίας.
25.-(1) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη της τήρησης μητρώου καταγγελιών και αυτεπάγγελτων ερευνών της Επιτροπής, στο οποίο καταχωρίζονται όλες οι υποβληθείσες καταγγελίες σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 και οι αυτεπάγγελτες έρευνες της Επιτροπής.
(2) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη της τήρησης μητρώου αποφάσεων επί συμπράξεων ή πράξεων, στο οποίο καταχωρούνται-
(α) οι αποφάσεις της Επιτροπής επί θεμάτων σχετιζόμενων με τις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ·
(β) οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Διοικητικού Δικαστηρίου επί των θεμάτων που καθορίζονται στην παράγραφο (α).
(3) Τα τηρούμενα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου μητρώα είναι δημόσια, υπό την επιφύλαξη-
(α) της υποχρέωσης διαφύλαξης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων και/ή των προσώπων που υπέβαλαν καταγγελία και/ή τρίτων προσώπων·
(β) της προστασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679 και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(4) Η Υπηρεσία έχει την ευθύνη για την τήρηση των ακόλουθων μητρώων, τα οποία δεν είναι δημόσια και τυγχάνουν προστασίας ως επιχειρηματικά απόρρητα ή ως πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως και περιορισμένης πρόσβασης:
(α) Μητρώο αιτήσεων για χορήγηση αριθμού προτεραιότητας για την υποβολή αίτησης απαλλαγής από το διοικητικό πρόστιμο ή μείωσης του διοικητικού προστίμου·
(β) μητρώο αιτήσεων απαλλαγής από το διοικητικό πρόστιμο και μείωσης του διοικητικού προστίμου·
(γ) μητρώο συνοπτικών αιτήσεων για απαλλαγή από το διοικητικό πρόστιμο ή μείωση του διοικητικού προστίμου.
26.-(1) Η Επιτροπή συνιστά την ανεξάρτητη Αρχή Ανταγωνισμού της Δημοκρατίας για την εφαρμογή των διατάξεων του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, σύμφωνα με τις διατάξεις του ’ρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003.
(2) Τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η Επιτροπή έχει τις ακόλουθες αρμοδιότητες:
(α) Να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6, είτε αυτεπάγγελτα είτε κατόπιν καταγγελίας·
(β) να αποφασίζει αν οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου 3 παράνομες συμπράξεις, πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων του εδάφιου (1) του άρθρου 4·
(γ) να αποφασίζει αν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση Διατάγματος, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 5, εμπίπτει σε κατηγορία συμπράξεων για την οποία το εν λόγω Διάταγμα κηρύσσει ανεφάρμοστες τις διατάξεις του άρθρου 3·
(δ) να αποφασίζει αν σύμπραξη, αναφορικά με την οποία γίνεται επίκληση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 5, εμπίπτει στην κατηγορία συμπράξεων την οποία ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός ρυθμίζει στα πλαίσια του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού·
(ε) να αποφασίζει αν συμφωνία ή επιχείρηση δεν πληροί τις προϋποθέσεις των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 7·
(στ) να αποφασίζει, κατόπιν δέουσας έρευνας, αναφορικά με παραβάσεις των διατάξεων του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, είτε κατόπιν καταγγελίας είτε αυτεπάγγελτα ή όπως άλλως ορίζει ο Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
(ζ) να αποφασίζει αν οι συμπράξεις που εμπίπτουν στις διατάξεις της παραγράφου 1 του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ δύναται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ ή δυνάμει ενωσιακής δευτερογενούς νομοθεσίας για την εφαρμογή της παραγράφου 3 του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορία συμπράξεων·
(η) να επιβάλλει διοικητικά πρόστιμα και διοικητικές κυρώσεις, όπως ορίζεται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτού εκδοθέντες Κανονισμούς·
(θ) να αποφασίζει για τη λήψη προσωρινών μέτρων στις περιπτώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 34·
(ι) να ανακαλεί το ευεργέτημα της εφαρμογής Κανονισμού απαλλαγής το οποίο εκδίδει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σχετικά με συγκεκριμένη σύμπραξη, όταν η γεωγραφική αγορά είναι η κυπριακή αγορά, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 29 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003·
(ια) να εκδίδει ανακοινώσεις, συστάσεις και κατευθυντήριες γραμμές για ενημέρωση οποιουδήποτε ενδιαφερομένου σχετικά με θέματα της αρμοδιότητάς της και των ενώπιόν της διαδικασιών·
(ιβ) να εκδίδει ανακοινώσεις αναφορικά με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με τις οποίες να ενημερώνει όλα τα υποκείμενα των εν λόγω δεδομένων σχετικά με τις αρμοδιότητές της που περιλαμβάνουν τη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τουςꞏ
(ιγ) να παρέχει γνώμη σε θέματα της αρμοδιότητάς της προς φορέα του Δημοσίου:
Νοείται ότι, η παρεχόμενη γνώμη δεν δεσμεύει την Επιτροπή ως προς το περιεχόμενο μεταγενέστερης απόφασής της ούτε επηρεάζει την εγκυρότητα τέτοιας απόφασης·
(ιδ) να λαμβάνει απόφαση για ανάληψη δεσμεύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30·
(ιε) να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31·
(ιστ) να καθορίζει, με απόφασή της, τα κριτήρια προτεραιότητας για την εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αναφορικά με την εφαρμογή των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27 και να εξετάζει υποθέσεις κατά προτεραιότητα στη βάση των εν λόγω κριτηρίων·
(ιζ) οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα της παρέχεται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού ή η εθνική και/ή ενωσιακή νομοθεσία.
(3) Τηρουμένων των διατάξεων του περί της Ρύθμισης των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου, η Επιτροπή δύναται-
(α) να εξασφαλίζει απευθείας υπηρεσίες σε θέματα σχετιζόμενα με την άσκηση των δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων και εξουσιών της και εκτέλεση των καθηκόντων της ή με την προς τούτο εκπαίδευση του προσωπικού της Υπηρεσίας, και
(β) να συνάπτει για τους πιο πάνω σκοπούς συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, βάσει διαδικασίας που καθορίζει η ίδια.
(4) Η Επιτροπή κατά την άσκηση των καθηκόντων, εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ ή/και την εφαρμογή των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή κατά τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, συλλέγει, επεξεργάζεται και τηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται ή λαμβάνονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις Αρχές Ανταγωνισμού, δημόσιες και ανώνυμες πηγές:
Νοείται ότι, η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) και των διατάξεων των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει την εφαρμογή των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 12 έως 14, 15, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, καθώς και την αρχή της διαφάνειας, η οποία προβλέπεται στο στοιχείο α) της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του εν λόγω Κανονισμού, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
27.-(1) Η Επιτροπή, με απόφασή της η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, γνωστοποιεί τα κριτήρια, τα οποία λαμβάνει υπόψη για την κατά προτεραιότητα εκτέλεση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και των στρατηγικών της στόχων.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) απόφαση της Επιτροπής εκδίδεται κατόπιν διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης, λαμβάνοντας υπόψη, ιδίως, το δημόσιο συμφέρον, τις πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και/ή στους καταναλωτές και τις προθεσμίες παραγραφής, όπως αυτές καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 49.
(3) Η Επιτροπή δύναται να τροποποιεί την απόφασή της που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίο.
(4) Η Επιτροπή δύναται να απορρίπτει καταγγελίες που υποβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44, σε περίπτωση που κρίνει ότι αυτές δεν αποτελούν προτεραιότητα για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
28.-(1) Η Επιτροπή δύναται να συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές, στις οποίες έχουν χορηγηθεί αρμοδιότητες σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας της Δημοκρατίας και να παρέχει τη συνδρομή της σε αυτές, εφόσον της ζητηθεί.
(2) Η Επιτροπή δύναται να ζητεί τη συνδρομή των ως άνω ρυθμιστικών ή άλλων αρχών, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26 και να ανταλλάσσει πληροφορίες με αυτές.
(3) Η Επιτροπή δύναται να συνάπτει πρωτόκολλα συνεργασίας με ρυθμιστικές ή άλλες αρχές της Δημοκρατίας ή άλλες εθνικές Αρχές Ανταγωνισμού, σε σχέση με τις αρμοδιότητές της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 26.
29.Η Επιτροπή δύναται, με απόφασή της, να λαμβάνει τα ακόλουθα μέτρα σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, που διαπράττουν επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων:
(α) Να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη σοβαρότητα και διάρκεια της παράβασης, όπως προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 47·
(β) να υποχρεώνει τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων όπως, εντός ταχθείσας προθεσμίας, τερματίσουν τη διαπιστωθείσα παράβαση και αποφύγουν επανάληψή της στο μέλλον:
(γ) να επιβάλλει όρους και διορθωτικά μέτρα συμπεριφοράς ή μέτρα διαρθρωτικού χαρακτήρα, αναλογικά προς τη διαπραχθείσα παράβαση, τα οποία είναι αναγκαία για τον αποτελεσματικό τερματισμό της εν λόγω παράβασης:
30.-(1)(α) Σε περίπτωση που η Επιτροπή σκοπεύει να εκδώσει απόφαση, με την οποία να απαιτεί τον τερματισμό παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων προσφέρονται να αναλάβουν δεσμεύσεις για να ανταποκριθούν στις αντιρρήσεις της Επιτροπής κατά την προκαταρκτική εκτίμηση, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να καθιστά τις δεσμεύσεις αυτές υποχρεωτικές για τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων νοουμένου ότι αυτές θα κριθούν ικανοποιητικές.
(β) Η απόφαση της Επιτροπής-
(i) δύναται να αφορά σε καθορισμένο χρονικό διάστημα και
(ii) προβλέπει ότι δεν συντρέχουν πλέον λόγοι να αναλάβει περαιτέρω δράση.
(2) Η Επιτροπή, προτού εκδώσει απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), ζητεί τις απόψεις συμμετεχόντων στην αγορά.
(3) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων μέτρα παρακολούθησης της υλοποίησης των δεσμεύσεων που έχουν καταστεί υποχρεωτικές δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
(4) Κατά την εξέταση έκδοσης απόφασης ανάληψης δεσμεύσεων ισχύουν οι διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (8) του άρθρου 18.
31.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39, η Επιτροπή δύναται, όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία, να διεξάγει έρευνα σε συγκεκριμένο κλάδο της οικονομίας ή σε συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους.
(2)(α) Κατά την έρευνα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), η Επιτροπή δύναται να ζητεί οποιεσδήποτε πληροφορίες που απαιτούνται για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και να διενεργεί κάθε αναγκαίο προς τούτο έλεγχο.
(β) Η Επιτροπή δύναται ιδίως να ζητήσει από τις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων να της γνωστοποιήσουν οποιαδήποτε συμφωνία, απόφαση ή εναρμονισμένη πρακτική.
(3) Η Επιτροπή δύναται να δημοσιεύει έκθεση για τα αποτελέσματα της έρευνάς της σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας ή συγκεκριμένους τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους και να γνωστοποιεί τις παρατηρήσεις και/ή εισηγήσεις της στα αρμόδια Υπουργεία, ή Τμήματα, ή Οργανισμούς.
(4) Η Επιτροπή δύναται να χρησιμοποιεί τα στοιχεία τα οποία προκύπτουν από την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) έρευνα για διερεύνηση πιθανών παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
32.-(1) Η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και εξουσιών της, όπως καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 18, 19, 26, 29, 30, 31 και 34, έχει ανακριτικό και/ή διερευνητικό χαρακτήρα και η Επιτροπή δύναται να υποβάλλει ερωτήματα, να ζητεί διευκρινίσεις και επεξηγήσεις από τα εμπλεκόμενα μέρη, να διατάσσει την προσαγωγή αποδεικτικών στοιχείων, να καλεί μάρτυρες και να ορίζει επίδικα θέματα, με σκοπό την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Τα αποδεικτικά στοιχεία που γίνονται δεκτά κατά την ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία περιλαμβάνουν έγγραφα, προφορικές δηλώσεις, ηλεκτρονικά μηνύματα, ανεξαρτήτως εάν αυτά φαίνεται ότι δεν έχουν αναγνωσθεί ή έχουν διαγραφεί, καταγραφές, καθώς και κάθε άλλο αντικείμενο το οποίο περιέχει πληροφορίες, ανεξαρτήτως της μορφής τους, του τρόπου καταγραφής τους και του μέσου επί του οποίου είναι αποθηκευμένες οι πληροφορίες.
33.Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, η Επιτροπή δύναται, κατόπιν αιτήματος ή αυτεπαγγέλτως, να ανακαλέσει ή να τροποποιήσει οποιαδήποτε απόφασή της και ιδίως τις εκδοθείσες δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 29 ή 30 ή 34 αποφάσεις της, σε περίπτωση που-
(α) μεταβλήθηκε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό στο οποίο στηρίχθηκε η απόφασή της.
(β) δεν τηρήθηκαν οι όροι, τα μέτρα ή οι δεσμεύσεις που επιβλήθηκαν από αυτή ή αναλήφθηκαν από τα μέρη στην εκδοθείσα απόφαση.
(γ) η απόφασή της στηρίχθηκε στην παροχή ανακριβών, ψευδών, ελλιπών ή παραπλανητικών πληροφοριών ή στην απόκρυψη των αληθών.
(δ) οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων παραλείψουν και/ή αρνηθούν να συμμορφωθούν με τα μέτρα που επιβλήθηκαν από αυτή στην εκδοθείσα απόφασή της.
34.-(1)(α) Η Επιτροπή δύναται να διατάσσει τη λήψη προσωρινών μέτρων και να θέτει τους κατά την κρίση της αναγκαίους κατά περίπτωση όρους.
(β) Τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα, επιτακτικά ή απαγορευτικά, οφείλουν να μην υπερβαίνουν σε έκταση τα υπό τις περιστάσεις απολύτως αναγκαία και να εφαρμόζονται, είτε για ορισμένο χρονικό διάστημα το οποίο δύναται να παραταθεί εφόσον αυτό κριθεί αναγκαίο, είτε έως ότου ληφθεί οριστική απόφαση.
(2) Η Επιτροπή ενεργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου είτε αυτεπαγγέλτως, είτε κατ αίτηση των ενδιαφερομένων και η εν λόγω αίτηση δύναται να υποβληθεί μονομερώς ή διά κλήσεως όλων των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εφόσον συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Στοιχειοθετείται ευλόγως ισχυρή εκ πρώτης όψεως υπόθεση παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ,
(β) συντρέχει επείγουσα περίπτωση, λόγω σοβαρού κινδύνου ανεπανόρθωτης βλάβης στον ανταγωνισμό.
(3)(α) Αίτηση για λήψη προσωρινών μέτρων δύναται να υποβληθεί μονομερώς από ενδιαφερόμενο μέρος.
(β) Η αίτηση γίνεται δεκτή μόνο εφόσον συνοδεύεται από καταγγελία που διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 44 ή έπεται της καταγγελίας ή εφόσον υποβάλλεται κατά τη διάρκεια της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και εφόσον καθορίζονται σε αυτή επακριβώς και με σαφήνεια τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα.
(4) Η Επιτροπή δύναται με την απόφασή της για λήψη προσωρινών μέτρων να ζητήσει από τον αιτητή την καταβολή εγγύησης για ζημιές οι οποίες τυχόν να προκληθούν στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων κατά της οποίας διατάσσονται τα προσωρινά μέτρα, σε περίπτωση που δεν διαπιστωθεί οποιαδήποτε παράβαση.
(5) Κατά την εξέταση έκδοσης προσωρινών μέτρων ισχύουν οι διαδικασίες που προβλέπονται στις διατάξεις των εδαφίων (4) έως (8) του άρθρου 18.
35. Η Επιτροπή συμμετέχει στις συνεδριάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμπράξεων και Δεσποζουσών Θέσεων, κατά τα οριζόμενα στον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1/2003, εκπροσωπούμενη από μέλος της Επιτροπής ή του προσωπικού της Υπηρεσίας, το οποίο ορίζεται από την Επιτροπή.
36.-(1) Η Επιτροπή έχει την εξουσία να συλλέγει πληροφορίες τις οποίες κρίνει απαραίτητες για την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, καθώς και επ ονόματι και για λογαριασμό άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, απευθύνουσα σχετικό προς τούτο γραπτό αίτημα, το οποίο είναι αναλογικό, προς επιχειρήσεις, ενώσεις επιχειρήσεων ή άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ή δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς.
(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, η αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία που δεν δύναται να είναι μικρότερη των είκοσι (20) ημερών και οι ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση μη συμμόρφωσης προς την πιο πάνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών.
(3)(α) Το πρόσωπο, η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας προς τους οποίους απευθύνεται το αίτημα, έχει υποχρέωση προς πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών, τα οποία υποβάλλονται σε έντυπη, καθώς και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας, εντός της ταχθείσας προθεσμίας.
(β) Η υποχρέωση παροχής όλων των απαραίτητων πληροφοριών καλύπτει τις πληροφορίες στις οποίες το πρόσωπο, η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας έχει πρόσβαση:
(4)(α) Σε περίπτωση που η απάντηση και/ή οι πληροφορίες που παρέχονται από το πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, τον δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα στους οποίους απευθύνεται το αίτημα για παροχή πληροφοριών, είναι ελλιπείς, ασαφείς ή χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων και/ή διερεύνησης, η Επιτροπή δύναται να προβεί στην υποβολή νέου αιτήματος προς το εν λόγω πρόσωπο, την επιχείρηση, την ένωση επιχειρήσεων, το δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα με σκοπό τη λήψη όλων των απαιτούμενων πληροφοριών και/ή απαραίτητων διευκρινίσεων και/ή επεξηγήσεων.
(β) Στο προβλεπόμενο στην παράγραφο (α) αίτημα καθορίζεται η προθεσμία προς παροχή των εν λόγω πληροφοριών και/ή διευκρινίσεων, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών, καθώς και οι ενδεχόμενες κυρώσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 47, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με την πιο πάνω υποχρέωση.
(5) Σε περίπτωση υποβολής αιτήματος δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) ή (4)-
(α) όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου,
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου, και
(γ) τα πρόσωπα που, βάσει Νόμου ή καταστατικού, είναι επιφορτισμένα με την εκπροσώπηση εταιρειών ή ενώσεων που στερούνται νομικής προσωπικότητας,
έχουν υποχρέωση όπως παρέχουν πλήρως και επακριβώς όλες τις αιτούμενες πληροφορίες για λογαριασμό του εμπλεκόμενου προσώπου, της επιχείρησης ή της ένωσης επιχειρήσεων ή του ιδιωτικού φορέα, εντός της ταχθείσας προθεσμίας:
(6) Δεόντως εξουσιοδοτημένοι δικηγόροι ή εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι δύναται να παρέχουν για λογαριασμό των προβλεπόμενων στο εδάφιο (1) προσώπων όλες τις αιτούμενες πληροφορίες:
(7) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή, κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας, δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για το σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(8) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(9) Η προβλεπόμενη στο παρόν άρθρο συλλογή πληροφοριών και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και/ή από τα άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και/ή από τα άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή.
37.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, να κλητεύσει οποιοδήποτε νομικό ή φυσικό πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων συμπεριλαμβανομένου εκπρόσωπου επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκπροσώπων άλλων νομικών προσώπων ή ιδιωτικό φορέα, καθώς και κάθε φυσικό πρόσωπο, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων και πληροφοριών, εφόσον αυτοί ενδέχεται να κατέχουν πληροφορίες σχετικές με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(2) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) συνεντεύξεις διενεργούνται από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και/ή εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού των Αρχών Ανταγωνισμού.
(3) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) συνεντεύξεις δύναται να διεξαχθούν με οποιοδήποτε πρόσφορο μέσο και οι δηλώσεις που λαμβάνονται από τα πιο πάνω πρόσωπα δύναται να καταγράφονται σε οποιαδήποτε μορφή, εφόσον αυτά ενημερωθούν για το γεγονός.
(4) Πριν από την έναρξη της συνέντευξης γνωστοποιείται στο πρόσωπο, με το οποίο υπάρχει πρόθεση να διεξαχθεί συνέντευξη, η νομική βάση και ο σκοπός της συνέντευξης, και ενημερώνεται για την καταγραφή της συνέντευξης και για τις ενδεχόμενες κυρώσεις σε περίπτωση εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, ή στην περίπτωση άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με την κλήτευση ή την παροχή δήλωσης.
(5) Αντίγραφο της καταγεγραμμένης συνέντευξης τίθεται στη διάθεση του προσώπου που την έχει δώσει, για σκοπούς επαλήθευσης των όσων έχουν δηλωθεί και, αφού την υπογράψει, ακολούθως του παραχωρείται αντίγραφο.
(6) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(7) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις αρμοδιότητές της δυνάμει του παρόντος άρθρου εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, συμπεριλαμβανομένων διοικητικών, εργατικών, και μεταφραστικών εξόδων.
38.-(1) Η Επιτροπή δύναται, κατά την άσκηση των προβλεπόμενων στις διατάξεις του παρόντος Νόμου αρμοδιοτήτων, εξουσιών και καθηκόντων της, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού, να διενεργεί όλους τους αναγκαίους αιφνίδιους ή μη ελέγχους σε επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, και προς τούτο έχει την εξουσία-
(α) να εισέρχεται σε κάθε γραφείο, χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο επιχειρήσεων και ενώσεων επιχειρήσεων, εξαιρουμένων των κατοικιών·
(β) να ελέγχει τα αρχεία, τα βιβλία, τους λογαριασμούς, καθώς και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του μέσου αποθήκευσής τους και να έχει πρόσβαση σε όλες τις πληροφορίες στις οποίες οι υπό έλεγχο επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων έχουν πρόσβαση·
(γ) να λαμβάνει ή να αποκτά υπό οποιαδήποτε μορφή αντίγραφο ή απόσπασμα αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλα αρχεία που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως της μορφής αποθήκευσής τους και οπουδήποτε και αν αυτά φυλάσσονται, και, σε περίπτωση που κρίνεται σκόπιμο, να συνεχίζει την έρευνα πληροφοριών στους χώρους της Επιτροπής ή σε άλλους καθορισμένους χώρους και να επιλέγει αντίγραφα ή αποσπάσματα αυτών·
(δ) να σφραγίζει οποιονδήποτε επαγγελματικό χώρο και αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς και άλλα έγγραφα κατά την περίοδο και στο βαθμό που απαιτούνται για τον έλεγχο·
(ε) να υποβάλλει σε κάθε εκπρόσωπο ή μέλος του προσωπικού της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων ερωτήσεις και να ζητεί επεξηγήσεις για τα πραγματικά περιστατικά ή για έγγραφα που σχετίζονται με το αντικείμενο και το σκοπό του ελέγχου και να καταγράφει τις απαντήσεις.
(2)(α) Οι προβλεπόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται και οι σχετικές εξουσίες ασκούνται, κατ εντολή της Επιτροπής και κατόπιν γραπτής εξουσιοδότησης, από τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας και από εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού των Αρχών Ανταγωνισμού.
(β) Σε περίπτωση που κριθεί αναγκαίο από την Επιτροπή, οι εν λόγω λειτουργοί συνοδεύονται από άλλους λειτουργούς, ήτοι δημόσιους υπαλλήλους και/ή λειτουργούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα και/ή από πρόσωπα με εξειδικευμένες γνώσεις που δυνατόν να εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή.
(3) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) έλεγχοι διενεργούνται κατόπιν γραπτής εντολής της Επιτροπής που καθορίζει το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας, την ημερομηνία έναρξής της, τη διάταξη στην οποία στηρίζεται η εξουσία της Επιτροπής και τις ενδεχόμενες κυρώσεις δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 47, σε περίπτωση άρνησης της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων να συμμορφωθεί με την εντολή της Επιτροπής.
(4) Οι έλεγχοι διενεργούνται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση της εμπλεκόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, εκτός εάν η Επιτροπή κρίνει ότι η παροχή ειδοποίησης θα υποβοηθήσει στο ερευνητικό έργο.
(5) Η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία διενεργείται ο έλεγχος δύναται να συμβουλευθεί τον δικηγόρο ή νομικό σύμβουλό της κατά τη διάρκεια του ελέγχου, η παρουσία όμως αυτού δεν συνιστά νομική προϋπόθεση για την εγκυρότητα του ελέγχου και/ή υπεράσπιση για τη μη και/ή πλημμελή συμμόρφωση στην εντολή της Επιτροπής.
(6) Εφόσον κρίνεται σκόπιμο, η Επιτροπή ζητεί τη συνδρομή της Αστυνομίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή η διενέργεια του ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου ή ως προληπτικό μέτρο.
(7) Κάθε επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων η οποία υπόκειται σε έλεγχο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και κάθε πρόσωπο στο οποίο υποβάλλονται ερωτήσεις ή από το οποίο ζητούνται επεξηγήσεις, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στον ερευνώντα λειτουργό οποιαδήποτε-
(α) διευκόλυνση,
(β) πληροφορία, και
(γ) δήλωση περί της αλήθειας των πληροφοριών που παρέχει στον ερευνώντα λειτουργό,
ο δε ερευνών λειτουργός δύναται να απαιτεί και να λαμβάνει τέτοια διευκόλυνση, πληροφορία και δήλωση.
(8) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 62, πρόσωπο το οποίο-
(α) αρνείται ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7), ή
(β) αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που αποτελεί αντικείμενο έρευνας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ή παρέχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, ή αρνείται ή παραλείπει να παράσχει στην Επιτροπή ή σε εξουσιοδοτημένο από αυτήν πρόσωπο πληροφορία, δήλωση, αρχείο, βιβλίο, λογαριασμό ή άλλο έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, που ζητείται κατά την άσκηση των εξουσιών της που προβλέπονται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου,
είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (85.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(9) Σε περίπτωση ποινικής δίωξης για αδίκημα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (8)-
(α) αναφορικά με την άρνηση ή παράλειψη συμμόρφωσης με υποχρέωση που επιβάλλεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7), αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι είχε εύλογη αιτία για την εν λόγω άρνηση ή παράλειψη·
(β) αναφορικά με την παροχή ψευδούς, ελλιπούς, ανακριβούς ή παραπλανητικής πληρο-φορίας, δήλωσης, αρχείου, βιβλίου, λογαριασμού ή άλλου εγγράφου επαγγελματικής δραστηριότητας, αποτελεί υπεράσπιση για τον κατηγορούμενο, εάν αποδείξει ότι παρείχε την πληροφορία, τη δήλωση, το αρχείο, το βιβλίο, τον λογαριασμό ή έγγραφο επαγγελματικής δραστηριότητας, με καλή πίστη και χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν ψευδές, ελλιπές, ανακριβές ή παραπλανητικό.
(10) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η κοινοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(11) Οι πληροφορίες που παρέχονται στην Επιτροπή κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας δύναται να χρησιμοποιούνται μόνο για τον σκοπό για τον οποίο ζητήθηκαν, εξαιρουμένων των περιπτώσεων όπου αυτό επιβάλλεται για την εφαρμογή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
(12) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις δυνάμει του παρόντος άρθρου αρμοδιότητές της εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, περιλαμβανομένων διοικητικών, εργατικών και μεταφραστικών.
39.-(1) Δεν επιτρέπεται η διενέργεια ελέγχου σε οποιονδήποτε χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο άλλο από αυτό που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 38 ή σε κατοικίες των διευθυντών, διοικητικών στελεχών και λοιπών μελών του προσωπικού των εμπλεκομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων, εκτός κατόπιν έκδοσης δεόντως αιτιολογημένου δικαστικού εντάλματος.
(2) Η Επιτροπή κατά την άσκηση της προβλεπόμενης στις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξουσίας, αλλά και εξ ονόματος άλλων Αρχών Ανταγωνισμού δύναται να υποβάλει αίτηση στο Δικαστήριο για έκδοση εντάλματος, με το οποίο να διατάσσεται η διενέργεια ελέγχου, εφόσον υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι στους αναφερόμενους στο εδάφιο (1) χώρους φυλάσσονται αρχεία, λογαριασμοί, βιβλία, άλλα έγγραφα τα οποία συνδέονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα και το αντικείμενο του ελέγχου τα οποία ενδέχεται να είναι σημαντικά για την απόδειξη παράβασης των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(3)(α) Το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα που επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί, τηρουμένων των αναλογιών, τις εξουσίες που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β), (γ) και (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 38, κατά τη διενέργεια ελέγχου σε κατοικίες και σε οποιονδήποτε άλλο χώρο, γήπεδο και μεταφορικό μέσο.
(β) Το ως άνω ένταλμα εκδίδεται εφόσον το Δικαστήριο ικανοποιείται ότι η αίτηση που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (2) δικαιολογείται από τα γεγονότα.
(4) Η διαδικασία υποβολής και εκδίκασης της αίτησης διέπεται από διαδικαστικό κανονισμό τον οποίο εκδίδει το Ανώτατο Δικαστήριο και, μέχρι την έκδοση τέτοιου κανονισμού, η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση εξουσιοδοτημένου λειτουργού.
(5) Κάθε ένταλμα έρευνας φέρει την υπογραφή του δικαστή που το εκδίδει, την ημερομηνία και ώρα έκδοσης, καθώς και βεβαίωση του δικαστή ότι έχει εύλογα ικανοποιηθεί για την ανάγκη έκδοσης του εν λόγω εντάλματος.
(6) Οι διατάξεις των εδαφίων (2), (4), (5) και (6) του άρθρου 38 εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, και στις περιπτώσεις διενέργειας ελέγχου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.
(7) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η γνωστοποίηση πληροφοριών στην Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003, δεν θεωρείται ότι παραβιάζει οποιονδήποτε περιορισμό στην κοινοποίηση πληροφοριών που επιβάλλεται δυνάμει σύμβασης ή δυνάμει νομοθετικής, κανονιστικής ή διοικητικής διάταξης και δεν επισύρει για το πρόσωπο που προβαίνει στην κοινοποίηση οποιαδήποτε νομική ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω κοινοποίηση.
(8) Σε περίπτωση που η Επιτροπή ασκεί τις δυνάμει του παρόντος άρθρου αρμοδιότητές της εξ ονόματος άλλης Αρχής Ανταγωνισμού, δύναται να ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, περιλαμβανομένων μεταφραστικών, διοικητικών και εργατικών.
40.-(1) Ο Πρόεδρος και τα άλλα μέλη της Επιτροπής, οι υπάλληλοι της Υπηρεσίας και άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς και άτομα που είναι τοποθετημένα ή αποσπασμένα στην Επιτροπή που λαμβάνουν γνώση, ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων, επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσης, καθώς και δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, έχουν υποχρέωση προς εχεμύθεια και οφείλουν να μην κοινοποιούν και/ή δημοσιοποιούν αυτές, εκτός κατά την έκταση όπου επιβάλλεται-
(α) για να αποδειχθεί οποιαδήποτε παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕˑ
(β) προς εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) για σκοπούς συμμόρφωσης με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου.
(2) Την αναφερόμενη στο εδάφιο (1) υποχρέωση προς εχεμύθεια έχει και κάθε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λαμβάνει γνώση των πληροφοριών αυτών κατ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου κατά τις προβλεπόμενες στον παρόντα Νόμο διαδικασίες και κατ εφαρμογή του Προγράμματος Επιεικούς Μεταχείρισης.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του παρόντος άρθρου, εκ προθέσεως παράβαση της προβλεπόμενης σε αυτό υποχρέωσης προς εχεμύθεια συνιστά, προκειμένου περί δημόσιων υπαλλήλων, πειθαρχικό αδίκημα τιμωρούμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
(4) Καμία διάταξη του παρόντος Νόμου δεν εμποδίζει την κοινοποίηση και/ή δημοσιοποίηση πληροφοριών για σκοπούς εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού και του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, με εξαίρεση τις δηλώσεις επιεικούς μεταχείρισης.
41.-(1) Τα στοιχεία, πληροφορίες και έγγραφα που συλλέγονται ή υποβάλλονται στο πλαίσιο της προκαταρκτικής διερεύνησης καταγγελιών ή αυτεπάγγελτων ερευνών και τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής αποτελούν μέρος του φακέλου της υπόθεσης:
(2)(α) Κατά την υποβολή ή συλλογή πληροφοριών, δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39 και 44, και την υποβολή γραπτών παραστάσεων δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 18 και 50, πρόσωπο, επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ιδιωτικός ή δημόσιος φορέας, προσδιορίζει εντός ταχθείσας προθεσμίας, έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει επιχειρηματικά απόρρητα και/ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως αιτιολογώντας την άποψή του για έκαστο εξ αυτών, και παρέχει ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή στην οποία περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή.
(β) Για σκοπούς διασφάλισης της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, προσδιορίζονται με σαφήνεια τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα οποία έχουν υποβληθεί σε σχέση με τις εξουσίες και αρμοδιότητες της Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και κατά τις ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίες σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 18 και 19.
(3) Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή, δεν θεωρούνται επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εκτός σε περίπτωση που η Επιτροπή αποφασίσει διαφορετικά.
(4) Σε περίπτωση διαφωνίας με το αίτημα χαρακτηρισμού πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή επιχειρηματικών απορρήτων, η Υπηρεσία κατ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή τον μη χαρακτηρισμό των πληροφοριών ως τέτοιες, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.
(5) Σε περίπτωση που η αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κρίνεται αναγκαία στη βάση των διατάξεων του άρθρου 40, η Υπηρεσία κατ εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου (στ) του άρθρου 23 γνωστοποιεί εγγράφως στον αιτούντα την πρόθεσή της να εισηγηθεί στην Επιτροπή την αποκάλυψη αυτών, εκθέτοντας τους σχετικούς λόγους και τάσσει προθεσμία εντός της οποίας ο αιτών δύναται να στείλει εγγράφως τις απόψεις του.
(6) Με την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής μελέτης των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως και/ή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, λαμβανομένων υπόψη των απόψεων που τυχόν λήφθηκαν δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (4), η Υπηρεσία υποβάλλει στην Επιτροπή σχετική εισηγητική έκθεση.
(7) Με την υποβολή της δυνάμει της προβλεπόμενης στο εδάφιο (6) εισηγητικής έκθεσης, η Επιτροπή αποφασίζει για τον χαρακτηρισμό του εγγράφου ή της πληροφορίας ή/και την ανάγκη για αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο, την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, τον ιδιωτικό ή δημόσιο φορέα:
(8) Η Επιτροπή ενεργώντας δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, δύναται να εκδίδει ανακοινώσεις αναφορικά με τον χαρακτηρισμό και τη μεταχείριση των επιχειρηματικών απορρήτων και πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως.
(9) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, την παροχή ενημέρωσης στα υποκείμενα των δεδομένων σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12 έως 14, καθώς και της αρχής της διαφάνειας σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(10) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (9), η Επιτροπή καταγράφει τους λόγους οποιουδήποτε περιορισμού που εφαρμόζεται, συμπεριλαμβανομένης της εκτίμησης της αναγκαιότητας και αναλογικότητας του περιορισμού:
42.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 62, επιχείρηση και/ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 ή κοινοποιήθηκαν οι λόγοι επί των οποίων κρίνεται ότι πιθανολογείται παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19, έχει δικαίωμα πρόσβασης στα μη επιχειρηματικά απόρρητα ή στις πληροφορίες μη εμπιστευτικής φύσεως και έγγραφα που αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου της υπόθεσης:
(2) Η Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφασή της, μετά από σχετικό αίτημα, δύναται να παρέχει πρόσβαση σε επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, εν όλω ή εν μέρει, εφόσον η πρόσβαση σε αυτά είναι αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων στις οποίες κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων και μόνο σε πρόσωπο του οποίου η πρόσβαση στα εν λόγω επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως κρίθηκε απολύτως αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων υπεράσπισης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων στις οποίες κοινοποιήθηκε έκθεση αιτιάσεων.
(3) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων που αφορούν την προστασία επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως, δεν επιτρέπεται στην Επιτροπή να στηρίξει απόφασή της πάνω σε έγγραφο που δεν κοινοποιήθηκε ή υποδείχθηκε, ή στο οποίο δεν δόθηκε πρόσβαση στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα.
(4) Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής, εάν η Επιτροπή προτίθεται να στηρίξει την απόφασή της σε έγγραφο το οποίο δεν κοινοποίησε ή υπέδειξε, ή στο οποίο δεν δόθηκε πρόσβαση στην επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία ή η αυτεπάγγελτη έρευνα, έχει υποχρέωση να το κοινοποιήσει προς την εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων και να της δώσει εύλογο χρόνο για να το εξετάσει.
(5) Πληροφορίες και/ή στοιχεία που συντάσσονται, συγκεντρώνονται, ετοιμάζονται-
(α) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου,
(β) από την Επιτροπή και/ή την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή Αρχή Ανταγωνισμού για σκοπούς της ενώπιον της Επιτροπής διαδικασίας,
δεν δύναται να χρησιμοποιηθούν από την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων στην οποία έχει δοθεί πρόσβαση σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, σε διαδικασίες ενώπιον των Δικαστηρίων και διαδικασίες ενώπιον άλλων Αρχών Ανταγωνισμού μέχρι να περατωθεί η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία και εκδοθεί απόφαση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29.
(6) Σε περίπτωση που βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της η Επιτροπή δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, και πριν την έκδοση απόφασης, δύναται να χορηγεί σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα που υπέβαλαν καταγγελία, τηρουμένων των διατάξεων των άρθρων 40 και 41, πρόσβαση στα μη επιχειρηματικά απόρρητα και στις πληροφορίες μη εμπιστευτικής φύσεως του φακέλου της υπόθεσης:
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 26 και χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, δεν επιτρέπεται σε τρίτα πρόσωπα η πρόσβαση σε πληροφορίες του διοικητικού φάκελου υποθέσεων είτε που εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής είτε που έχουν ολοκληρωθεί.
(8)(α) Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις των στοιχείων ε) και η) της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δύναται, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, κατά την άσκηση των εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (α) έως (ιστ) του εδαφίου (2) του άρθρου 26 και των άρθρων 18 και 19, να περιορίζει, εν όλω ή εν μέρει, το δικαίωμα πρόσβασης, διαγραφής και περιορισμού της επεξεργασίας των υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 15, 17 και 18 του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, των οποίων τα εν λόγω δεδομένα υποβάλλονται σε επεξεργασία, για σκοπούς ιδίως, διασφάλισης των ερευνητικών μέσων και χρησιμοποιούμενων μεθόδων, της συνεργασίας και αμοιβαίας συνδρομής με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και/ή τις Αρχές Ανταγωνισμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή/και των άρθρων 11 έως 16 και 22 Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 ή των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων υποκειμένων των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(β) Η Επιτροπή προς τούτο, καταγράφει τους λόγους των περιορισμών και ενημερώνει το οικείο υποκείμενο των δεδομένων, στην απάντησή της στο αίτημα πρόσβασης, διαγραφής ή περιορισμού της επεξεργασίας, για τους εφαρμοζόμενους περιορισμούς και τους ουσιώδεις λόγους αυτών, καθώς και για τη δυνατότητά του να υποβάλει καταγγελία στην Επίτροπο Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ή να προσφύγει ενώπιον του Δικαστηρίου:
(γ) Οι περιορισμοί εξακολουθούν να ισχύουν για όσο χρονικό διάστημα συντρέχουν οι λόγοι που τους αιτιολογούν, ενώ όταν πάψουν να συντρέχουν οι εν λόγω λόγοι, η Επιτροπή αίρει τους περιορισμούς και ενημερώνει σχετικά το υποκείμενο των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
(9) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των διατάξεων του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, οι διαδικασίες που διέπουν τις εργασίες της Επιτροπής καθορίζονται από την ίδια, η οποία δύναται να εκδίδει ανακοινώσεις, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ια) του εδαφίου (2) του άρθρου 26, αναφορικά με την πρόσβαση στον διοικητικό φάκελο.
43.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου, τα επιχειρηματικά απόρρητα και/ή οι πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως στις οποίες έχουν πρόσβαση πρόσωπα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 41 και του εδαφίου (9) του άρθρου 44, δύναται να χρησιμοποιηθούν μόνο για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, ενώπιον της Επιτροπής.
(2) Τα επιχειρηματικά απόρρητα και/ή οι πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως που συλλέγονται και/ή υποβάλλονται για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου, αποτελούν μέρος του διοικητικού φακέλου, ο οποίος υποβάλλεται στο Διοικητικό Δικαστήριο, για σκοπούς έκδοσης απόφασης επί προσφυγής υποβαλλόμενης κατ αποφάσεων της Επιτροπής, δυνάμει των διατάξεων του ’ρθρου 146 του Συντάγματος:
(3) Ο Αρχιπρωτοκολλητής του Δικαστηρίου λαμβάνει όλα τα δέοντα μέτρα για προστασία των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών.
44.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει πρόσωπο που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.
(3) Η καταγγελία γίνεται αποδεκτή από την Επιτροπή, εφόσον υποβάλλεται γραπτώς, σε έντυπη ή/και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας, υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία, ή εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία και περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι.
(4) Σε περίπτωση που η καταγγελία δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, η Επιτροπή δύναται-
(α) να αποδεχθεί την καταγγελία στην περίπτωση που κρίνει τις υποβληθείσες πληροφορίες ως ικανοποιητικές για την εξέταση της καταγγελίας, ή
(β) να ζητήσει διευκρινίσεις και/ή συμπλήρωση στοιχείων:
(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), εφόσον παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την καταγγελία.
(β) Στην αναφερόμενη στην παράγραφο (α) περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε χρήση των υποβληθέντων στοιχείων κατά την κρίση της ή/και για διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, αυτεπαγγέλτως.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), η Επιτροπή, εφόσον λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δύναται είτε να θεωρήσει τα στοιχεία επαρκή και να προχωρήσει στην αποδοχή της καταγγελίας, είτε να ζητήσει την υποβολή πρόσθετων διευκρινίσεων τάσσοντας προς τούτο νέα προθεσμία, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών.
(β)(i)Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν λάβει απάντηση εντός της νέας ταχθείσας προθεσμίας ή κρίνει τις διευκρινίσεις που έχουν ληφθεί ως μη ικανοποιητικές, απορρίπτει την καταγγελία.
(ii) Στην αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (i) περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε χρήση των υποβληθέντων στοιχείων κατά την κρίση της ή/και για διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, αυτεπαγγέλτως.
(γ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρήσει τα στοιχεία επαρκή, προχωρεί στην αποδοχή της καταγγελίας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), σε περίπτωση που καταγγελία προφανώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής ή το πρόσωπο που προβαίνει στην καταγγελία στερείται εννόμου συμφέροντος ή η καταγγελία δεν εμπίπτει στις προτεραιότητες της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27, η Επιτροπή την απορρίπτει και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο που την υπέβαλε.
(8) Με την αποδοχή της καταγγελίας, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας των πιθανολογούμενων παραβάσεων που αναφέρονται στην καταγγελία.
(9) Κατόπιν γραπτού αιτήματος της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία, χορηγείται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41, αντίγραφο της καταγγελίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν δυσχεραίνεται η έρευνα της Επιτροπής.
(10) Η Επιτροπή δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας ή της διαδικασίας, να αποφασίσει τη συνεξέταση καταγγελιών και/ή αυτεπάγγελτων ερευνών ή το διαχωρισμό αυτών, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο για οποιονδήποτε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο.
(11) Σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής έρευνας της Υπηρεσίας και την υποβολή έκθεσης ευρημάτων, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υποβληθείσα καταγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ή ότι, βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, εκδίδει σχετική απόφαση.
(12) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ύστερα από την ολοκλήρωση της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας που διενεργείται από την Υπηρεσία και την υποβολή έκθεσης ευρημάτων, διαπιστώσει ότι υπάρχει πιθανολογούμενη παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18.
45.-(1) Αίτημα για απόσυρση καταγγελίας που υποβλήθηκε στην Επιτροπή επιτρέπεται οποιαδήποτε στιγμή πριν ή κατά τη διεξαγωγή της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας από την Υπηρεσία:
(2)(α) Το αίτημα απόσυρσης της καταγγελίας υποβάλλεται γραπτώς προς την Επιτροπή και υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία αυτοπροσώπως ή διά εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου.
(β) Αίτημα υπό όρο ή αίρεση δεν λαμβάνεται υπόψη.
(γ) Αίτημα επαναφοράς αποσυρθείσας καταγγελίας δεν επιτρέπεται.
46.-(1)(α) Τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας έχουν υποχρέωση να γνωστοποιούν στην Επιτροπή όλες τις ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και στοιχεία σχετιζόμενα με ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεών του που περιέρχονται σε γνώση τους ένεκα της θέσης τους ή κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων.
(β) Η αναφερόμενη στην παράγραφο (α) γνωστοποίηση συνιστά δέουσα εκτέλεση υπηρεσιακού καθήκοντος, εντός της έννοιας των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, παράλειψη δε αυτής συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα τιμωρούμενο κατά τα οριζόμενα στις οικείες πειθαρχικές διατάξεις.
(2) Κάθε πρόσωπο δύναται να γνωστοποιεί ανώνυμα στην Επιτροπή ενδεχόμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου που περιέρχονται σε γνώση του και σχετικά με αυτές στοιχεία.
(3) Η Επιτροπή αξιολογεί τις πιο πάνω γνωστοποιήσεις και αποφασίζει κατά πόσο θα κινήσει διαδικασία εξέτασης αυτεπάγγελτης έρευνας ή κατά πόσο αυτές θα χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο υφιστάμενης έρευνας.
47.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 29, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει στις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων, στα φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή στους ιδιωτικούς φορείς που παραβαίνουν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή παραλείπουν να συμμορφωθούν με αυτές τα ακόλουθα διοικητικά πρόστιμα:
(α) Διοικητικό πρόστιμο έως δέκα τοις εκατό (10%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος της απόφασής της, σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων-
(i) έχει διαπιστωθεί δυνάμει απόφασης της Επιτροπής ότι παραβίασαν τις διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ·
(ii) δεν συμμορφώνονται με τις εκδοθείσες, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του άρθρου 29 και του άρθρου 34, αποφάσεις της Επιτροπής·
(iii) δεν εκπληρώνουν αναληφθείσες από αυτές δεσμεύσεις, οι οποίες έχουν καταστεί υποχρεωτικές σύμφωνα με εκδοθείσα, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 30, απόφαση·
(iv) παραλείπουν να συμμορφωθούν, εντός της ταχθείσας προθεσμίας, με υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου για παροχή των αιτούμενων πληροφοριών·
(β) διοικητικό πρόστιμο έως ένα τοις εκατό (1%) επί του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος της απόφασης σε περίπτωση-
(i) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 και 37ˑ
(ii) άρνησης παραλαβής γραπτού αιτήματος της Επιτροπής για τη συλλογή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 36ˑ
(iii) άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με κλήτευση ή παροχή δήλωσης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37ˑ
(iv) παροχής ελλιπών και/ή αλλοιωμένων αιτηθέντων αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών ή άλλων εγγράφων που σχετίζονται με την επιχειρηματική δραστηριότητα στο πλαίσιο ελέγχου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38ˑ
(v) άρνησης συμμόρφωσης με εντολή της Επιτροπής για έλεγχο, εκδοθείσας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 38ˑ
(vi) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβίασης σφραγίδας που τοποθετήθηκε δυνάμει των διατάξεων της υπό παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 38ˑ
(vii) παροχής ανακριβών ή παραπλανητικών απαντήσεων και/ή παράλειψης ή άρνησης παροχής πλήρους απάντησης σε ερώτηση που υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 38ˑ
(γ) διοικητικό πρόστιμο έως πέντε τοις εκατό (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος της απόφασής της για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, από την ημερομηνία που ορίζει η απόφαση, σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων-
(i) δεν συμμορφώνονται με τις εκδοθείσες, δυνάμει των διατάξεων των παραγράφων (β) και (γ) του άρθρου 29 και του άρθρου 34, αποφάσεις της Επιτροπής
(ii) παραλείπουν να συμμορφωθούν πλήρως με την απόφαση της Επιτροπής για ανάληψη δεσμεύσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30
(iii) παραλείπουν να παρέχουν τις αιτούμενες πληροφορίες εντός της ταχθείσας προθεσμίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36
(iv) παραλείπουν να συμμορφωθούν με κλήση της Επιτροπής ή αρνούνται ή παραλείπουν να συμμορφωθούν με κλήση της Επιτροπής για παροχή δήλωσης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37
(v) παραλείπουν να συμμορφωθούν με εντολή της Επιτροπής για διενέργεια ελέγχου σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 38·
(δ) διοικητικό πρόστιμο ύψους έως είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000) σε φυσικά πρόσωπα σε περίπτωση-
(i) εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλιπών, ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 και 37
(ii) άρνησης παραλαβής γραπτού αιτήματος της Επιτροπής για τη συλλογή πληροφοριών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 36
(iii) άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με κλήση ή παροχή δήλωσης εκδοθείσας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37ˑ
(iv) μη συμμόρφωσης με υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου για παροχή των αιτούμενων πληροφοριών εντός της ταχθείσας προθεσμίαςˑ
(ε) διοικητικό πρόστιμο ύψους έως πέντε χιλιάδων ευρώ (5.000) σε φυσικά πρόσωπα για κάθε ημέρα από την ημερομηνία που ορίζει η απόφαση-
(i) παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών εντός ταχθείσας προθεσμίας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36·
(ii) παράλειψης συμμόρφωσης με κλήτευση από την Επιτροπή ή παροχή δήλωσης, σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης συμμόρφωσης με κλήτευση για παροχή δήλωσης ή παροχή δήλωσης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 37.
(2)(α) Για τον υπολογισμό του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων, η Επιτροπή χρησιμοποιεί τα καλύτερα διαθέσιμα στοιχεία.
(β) Σε περίπτωση που τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων είναι ελλιπή ή αναξιόπιστα, η Επιτροπή δύναται να υπολογίσει τον κύκλο εργασιών της εν λόγω επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων βάσει στοιχείων τα οποία θα εξασφαλιστούν ή/και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών θεωρεί σχετικές και κατάλληλες και προς τούτο δύναται να απευθυνθεί σε δημόσιες αρχές της Δημοκρατίας για σκοπούς συλλογής των εν λόγω πληροφοριών.
(3)(α) Για σκοπούς επιβολής διοικητικών προστίμων, η έννοια της επιχείρησης εφαρμόζεται τόσο στις μητρικές εταιρείες, όσο και στους νόμιμους και/ή οικονομικούς διαδόχους των επιχειρήσεων.
(β) Σε περίπτωση που η παράβαση που διέπραξε η ένωση επιχειρήσεων συνδέεται με τις δραστηριότητες των μελών της, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο έως το άθροισμα του δέκα τοις εκατό (10%) του κύκλου εργασιών κάθε επιχείρησης που είναι μέλος της παραβαίνουσας ένωσης επιχειρήσεων και που δραστηριοποιείται στην αγορά που επηρεάζεται από την παράβαση.
(4) Η Επιτροπή δύναται να αναπροσαρμόζει το διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με την ύπαρξη επιβαρυντικών και/ή ελαφρυντικών περιστάσεων, ιδίως λαμβανομένου υπόψη του κατά πόσο η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων έχει παραβεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου εκ προθέσεως ή εξ αμελείας και/ή τυχόν αποζημίωση που καταβλήθηκε ως αποτέλεσμα συναινετικού διακανονισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου.
(5) H Επιτροπή δύναται να απαλλάξει από διοικητικό πρόστιμο ή να μειώσει το ύψος του διοικητικού προστίμου που θα επιβαλλόταν διαφορετικά σε μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, στη βάση των κριτηρίων και προϋποθέσεων που καθορίζονται στο Πρόγραμμα Επιεικούς Μεταχείρισης.
(6) Για σκοπούς επιβολής διοικητικών προστίμων, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να γνωστοποιεί τον τρόπο αξιολόγησης της σοβαρότητας και διάρκειας της παράβασης, καθώς και τις επιβαρυντικές και ελαφρυντικές περιστάσεις που δύναται να ληφθούν υπόψη για σκοπούς καθορισμού του επιβληθέντος προστίμου.
48.-(1) Σε περίπτωση που επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο σε ένωση επιχειρήσεων, λαμβανομένου υπόψη του κύκλου εργασιών των μελών της, και η εν λόγω ένωση επιχειρήσεων δεν είναι αξιόχρεη, είναι υποχρεωμένη να ζητήσει συνεισφορές από τις επιχειρήσεις που την απαρτίζουν προκειμένου να καλύψει το ποσό του διοικητικού προστίμου.
(2) Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας που έχει ορίσει η Επιτροπή, δεν πραγματοποιηθούν οι συνεισφορές στο ακέραιο, η Επιτροπή δύναται να απαιτήσει την καταβολή του διοικητικού προστίμου απευθείας από καθεμία από τις επιχειρήσεις, οι εκπρόσωποι των οποίων ανήκαν στα εμπλεκόμενα όργανα λήψης αποφάσεων της ένωσης επιχειρήσεων.
(3) Η Επιτροπή, όταν έχει απαιτήσει πληρωμή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2), στην περίπτωση που είναι απαραίτητη για την εξασφάλιση της πλήρους πληρωμής του διοικητικού προστίμου, δύναται να απαιτεί πληρωμή του υπολοίπου από οποιοδήποτε μέλος της ένωσης επιχειρήσεων που δραστηριοποιείτο στην αγορά στην οποία συνέβη η παράβαση.
(4) Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληρωμή βάσει των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3) από επιχειρήσεις που αποδεικνύουν ότι δεν εφάρμοσαν την παράνομη απόφαση της ένωσης επιχειρήσεων και ότι, είτε δεν είχαν αντιληφθεί την ύπαρξή της, είτε ότι αποστασιοποιήθηκαν ενεργά από αυτήν, προτού η Επιτροπή αρχίσει να διερευνά την υπόθεση.
(5) Η οικονομική ευθύνη κάθε επιχείρησης, όσον αφορά την καταβολή διοικητικού προστίμου το οποίο επιβλήθηκε σε ένωση επιχειρήσεων στην οποία η επιχείρηση είναι μέλος, δεν υπερβαίνει το δέκα τοις εκατό (10%) του κύκλου εργασιών της επιχείρησης αυτής, για κάθε παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και/ή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
49.-(1) Η Επιτροπή στερείται της εξουσίας προς επιβολή διοικητικών προστίμων για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού, εάν δεν ασκήσει την εξουσία αυτή εντός των ακόλουθων προθεσμιών:
(α) Εντός τριών (3) ετών, προκειμένου περί παραβάσεων των διατάξεων αναφορικά με το αίτημα παροχής πληροφοριών ή τη διενέργεια ερευνών σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 36 έως 39ˑ
(β) εντός πέντε (5) ετών, προκειμένου περί των υπολοίπων παραβάσεων.
(2) Η προθεσμία προσμετράται από την ημέρα που συντελέστηκε η παράβαση, σε περίπτωση δε που η παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ εξακολούθηση, η προθεσμία προσμετράται από την ημέρα που έπαυσε η παράβαση.
(3) Η προθεσμία διακόπτεται από πράξεις της Επιτροπής που αποβλέπουν στη διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας ή σε διαδικασία εξέτασης πιθανολογούμενης παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, στις οποίες συγκαταλέγονται ιδίως-
(α) η εκκίνηση διαδικασίας εξέτασης από μέρους της Επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 18
(β) το γραπτό αίτημα της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών σε τουλάχιστον μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που είναι εμπλεκόμενη στην προκαταρκτική έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 36
(γ) η κλήτευση από την Επιτροπή προς μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που είναι εμπλεκόμενη στην προκαταρκτική έρευνα για λήψη δηλώσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 37
(δ) η γραπτή εντολή της Επιτροπής προς μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που είναι εμπλεκόμενη στην προκαταρκτική έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 38
(ε) δικαστικό ένταλμα προς μία επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που είναι εμπλεκόμενη στην προκαταρκτική έρευνα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 39:
(στ) η γραπτή ειδοποίηση της Επιτροπής για εκκίνηση διαδικασίας εξέτασης πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 36 έως 39, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 19.
(4) Η προθεσμία αρχίζει εκ νέου μετά από κάθε διακοπή που προβλέπεται στο εδάφιο (3) και η παραγραφή επέρχεται το αργότερο την ημέρα παρέλευσης προθεσμίας ίσης ΅ε το διπλάσιο της προθεσμίας παραγραφής, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή δεν έχει επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, και παρατείνεται κατά χρονικό διάστημα ίσο ΅ε το χρόνο αναστολής της παραγραφής σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6).
(5) Η προβλεπόμενη προθεσμία για την επιβολή διοικητικών προστίμων αναστέλλεται για όσο καιρό η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί αντικείμενο εκκρεμούσας διαδικασίας ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Διοικητικού Δικαστηρίου.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), η προθεσμία διακόπτεται για όσο διάστημα εκκρεμεί έρευνα για την εφαρμογή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ ενώπιον Αρχής Ανταγωνισμού ή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά με παράβαση που αφορά την ίδια συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων ή εναρμονισμένη πρακτική ή άλλη συμπεριφορά απαγορευμένη από τις διατάξεις του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ:
(β) Η διακοπή ή αναστολή παύει την ημέρα κατά την οποία η Αρχή Ανταγωνισμού ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή περατώνει τη διαδικασία εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
50.-(1) Τα διοικητικά πρόστιμα για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ επιβάλλονται από την Επιτροπή με αιτιολογημένη απόφαση, κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και αφού ληφθεί υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παράβασης σε κάθε περίπτωση.
(2) Η Επιτροπή, προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ειδοποιεί την επηρεαζόμενη επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή πρόσωπο, για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας την εν λόγω επιχείρηση ή την ένωση επιχειρήσεων ή το πρόσωπο για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας στην εν λόγω επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή πρόσωπο το δικαίωμα υποβολής γραπτών παραστάσεων, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών.
51.-(1)(α) Σε περίπτωση μη πληρωμής διοικητικού προστίμου, που επιβλήθηκε κατ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου εντός ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσμίας, ή, εάν δεν προβλέπεται διαφορετικά στην απόφαση της Επιτροπής, εντός εξήντα (60) ημερών από την ημέρα κοινοποίησης της απόφασης της Επιτροπής, με την πληρωμή του εν λόγω διοικητικού προστίμου καταβάλλεται ετήσιος τόκος από την ημέρα που η ταχθείσα για πληρωμή προθεσμία έχει παρέλθει.
(β) Το ύψος του νόμιμου τόκου καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί του Ενιαίου Δημοσίου Επιτοκίου Υπερημερίας Νόμου.
(2) Η Επιτροπή κατ εξαίρεση του εδαφίου (1), δύναται να αποφασίζει κατόπιν υποβολής αιτιολογημένου αιτήματος από επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων την καταβολή των διοικητικών προστίμων σε δόσεις.
53. Η Επιτροπή αποδέχεται αιτήματα από Αρχές Ανταγωνισμού για την κοινοποίηση εξ ονόματός τους σε αποδέκτη που καθορίζει η τελευταία-
(α) προκαταρκτικών αιτιάσεων σχετικά με πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ και οποιεσδήποτε αποφάσεις για την εφαρμογή των εν λόγω άρθρων·
(β) οποιασδήποτε άλλης διαδικαστικής πράξης, η οποία εκδίδεται στο πλαίσιο διαδικασιών εκτέλεσης και η οποία θα πρέπει να κοινοποιηθεί·
(γ)κάθε άλλου σχετικού εγγράφου που αφορά την εφαρμογή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, καθώς και κάθε εγγράφου που συνδέεται με την εφαρμογή αποφάσεων που επιβάλλουν πρόστιμο ή περιοδικές χρηματικές ποινές.
54.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 56, Αρχή Ανταγωνισμού δύναται να υποβάλλει αίτηση στην αρμόδια αρχή εκτέλεσης για εκτέλεση απόφασής της σε σχέση με την επιβολή προστίμου ή περιοδικών χρηματικών ποινών και η αρμόδια αρχή εκτέλεσης οφείλει να λάβει τα μέτρα εκτέλεσης, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) η Αρχή Ανταγωνισμού έχει καταβάλει εύλογες προσπάθειες στην επικράτειά της και έχει βεβαιωθεί ότι η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, έναντι των οποίων το πρόστιμο ή η περιοδική χρηματική ποινή είναι εκτελεστά, δεν έχουν επαρκείς πόρους στην επικράτεια της Αρχής Ανταγωνισμού, ώστε να καταστεί δυνατή η είσπραξη του προστίμου ή της ποινής·
(β) πληρούνται οι διατάξεις του άρθρου 55.
(2) Για τις περιπτώσεις που δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του εδαφίου (1), ιδίως όταν η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, έναντι των οποίων είναι εκτελεστό το πρόστιμο ή η περιοδική χρηματική ποινή δεν είναι εγκατεστημένες στο κράτος μέλος της Αρχής Ανταγωνισμού, η αρμόδια αρχή εκτέλεσης δύναται να εκτελέσει την απόφαση της Αρχής Ανταγωνισμού για επιβολή προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι-
(α) έχει υποβληθεί αίτηση από την Αρχή Ανταγωνισμού∙
(β) πληρούνται οι διατάξεις του άρθρου 55, με εξαίρεση την παράγραφο (δ) του εδαφίου (3) του εν λόγω άρθρου.
(3) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, «αρμόδια αρχή εκτέλεσης» σημαίνει το Επαρχιακό Δικαστήριο, στην κατά τόπο δικαιοδοσία του οποίου έχει την έδρα της η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, έναντι της οποίας το πρόστιμο ή η περιοδική χρηματική ποινή είναι εκτελεστά.
(4) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου, αίτηση για εκτέλεση απόφασης δύναται να υποβληθεί μόνο για τελεσίδικη απόφαση.
(5) Οι τυχόν προθεσμίες παραγραφής για την εκτέλεση απόφασης επιβολής προστίμου ή περιοδικής χρηματικής ποινής καθορίζονται σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο.
55.-(1) Οι αιτήσεις για σκοπούς κοινοποίησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53 ή εκτέλεσης απόφασης επιβολής προστίμου ή χρηματικής ποινής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 54, υποβάλλονται μέσω ενιαίου τίτλου που συνοδεύεται από αντίγραφο της απόφασης ή πράξης, της οποίας ζητείται η κοινοποίηση ή εκτέλεση και διεκπεραιώνονται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(2) Ο ενιαίος τίτλος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ορίζει-
(α) το όνομα και τη γνωστή διεύθυνση του αποδέκτη, καθώς και κάθε άλλο σχετικό στοιχείο ή πληροφορία χρήσιμη για την ταυτοποίηση του αποδέκτη·
(β) περίληψη των σχετικών γεγονότων και περιστάσεων·
(γ) περίληψη του συνημμένου αντιγράφου της πράξης που πρόκειται να κοινοποιηθεί·
(δ) το όνομα, τη διεύθυνση και άλλα στοιχεία επικοινωνίας όσον αφορά την Αρχή Ανταγωνισμού που υποβάλλει την αίτηση και
(ε) σε περίπτωση υποβολής αίτησης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 53, την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να πραγματοποιηθεί η κοινοποίηση της πράξης.
(3) Ο ενιαίος τίτλος που υποβάλλεται σε σχέση με τις αιτήσεις που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 54, πέραν των απαιτήσεων που προβλέπονται στις διατάξεις του εδαφίου (2), περιέχει-
(α) πληροφορίες σχετικά με την απόφαση που επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος της Αρχής Ανταγωνισμού·
(β) την ημερομηνία τελεσιδικίας της απόφασης·
(γ) το ποσό του προστίμου ή της περιοδικής χρηματικής ποινής· και
(δ) πληροφορίες που αποδεικνύουν τις εύλογες προσπάθειες τις οποίες κατέβαλε η Αρχή Ανταγωνισμού για την εκτέλεση της απόφασης στην επικράτειά της.
(4) Ο προβλεπόμενος στο εδάφιο (1) ενιαίος τίτλος συντάσσεται στην ελληνική γλώσσα, εκτός εάν η Αρχή Ανταγωνισμού, η οποία υποβάλλει την αίτηση και η αρμόδια αρχή εκτέλεσης ή η Επιτροπή έχουν συμφωνήσει διμερώς, κατά περίπτωση, ότι ο ενιαίος τίτλος δύναται να συνταχθεί σε άλλη γλώσσα.
(5) Η αρμόδια αρχή εκτέλεσης δύναται να ανακτήσει από το εισπραχθέν, εξ ονόματος της Αρχής Ανταγωνισμού, πρόστιμο ή χρηματική ποινή το σύνολο των εξόδων που υπέστη.
(6) Εφόσον η αρμόδια αρχή εκτέλεσης ή η Επιτροπή ζητήσει την καταβολή εύλογων εξόδων, συμπεριλαμβανομένων μεταφραστικών, διοικητικών και εργατικών εξόδων, η Αρχή Ανταγωνισμού καταβάλλει τα σχετικά έξοδα.
(7) Ο προβλεπόμενος στο εδάφιο (1) ενιαίος τίτλος αποτελεί τη μοναδική βάση των μέτρων επιβολής και δεν υπόκειται σε αναγνώριση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση.
56.-(1) Η αρμόδια αρχή εκτέλεσης ή η Επιτροπή δύναται να μην αποδέχεται αίτημα που της υποβάλλεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 53 ή 54, σε περίπτωση που-
(α) η αίτηση δεν πληροί τις απαιτήσεις που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 53, 54 ή 55ˑ ή
(β) εύλογα αποδεικνύεται ότι η κοινοποίηση ή εκτέλεση της αίτησης θα ήταν προδήλως αντίθετη προς τη δημόσια τάξη της Δημοκρατίας.
(2) Σε περίπτωση που η αρμόδια αρχή εκτέλεσης ή η Επιτροπή προτίθεται να απορρίψει αίτημα που υποβάλλεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 53 ή 54 ή απαιτείται η υποβολή πρόσθετων πληροφοριών, επικοινωνεί με την Αρχή Ανταγωνισμού.
57.-(1) Διαφωνίες όσον αφορά-
(α) τη νομιμότητα της πράξης προς κοινοποίηση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 ή εκτέλεσης τελεσίδικης απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54, και
(β) τη νομιμότητα του ενιαίου τίτλου που επιτρέπει την εκτέλεση στο κράτος μέλος που υποβάλλεται η αίτηση,
εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των αρχών του κράτους μέλους της Αρχής Ανταγωνισμού που υποβάλλει αίτημα κοινοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 53 ή αίτημα εκτέλεσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 54.
(2) Διαφωνίες όσον αφορά τα μέτρα επιβολής που λαμβάνονται στη Δημοκρατία ή όσον αφορά την εγκυρότητα κοινοποίησης, εμπίπτουν στη δικαιοδοσία των αρμόδιων αρχών της Δημοκρατίας και διέπονται από το κυπριακό δίκαιο.
58.-(1) Σε περίπτωση που η Επιτροπή προέβη σε ενημέρωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 11 του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και αποφασίσει ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχιστεί η διαδικασία εφαρμογής του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ σε σχέση με καταγγελία ή αυτεπάγγελτη έρευνα, ενημερώνει σχετικά την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(2) Η Επιτροπή ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Δίκτυο Ανταγωνισμού για την έκδοση απόφασης δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34 σε σχέση με την εφαρμογή του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
(3) Τηρουμένου του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε επίσημα έγγραφα που κατέχει η Επιτροπή για την εκτέλεση των καθηκόντων της δύναται να κοινοποιηθούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή ή/και στις Αρχές Ανταγωνισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
59.Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση απόφασης της Επιτροπής εκδοθείσας δυνάμει οποιωνδήποτε από τις διατάξεις των άρθρων 26, 29 και 30, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ (340.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
60. Πρόσωπο το οποίο παραλείπει να συμμορφωθεί ή ενεργεί κατά παράβαση της εκδοθείσας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34 απόφασης της Επιτροπής με την οποία διατάσσεται η λήψη προσωρινών μέτρων διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες σαράντα χιλιάδες ευρώ (340.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
61.Πρόσωπο που παραβαίνει την υποχρέωση προς εχεμύθεια δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 40, διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια πεντακόσια ευρώ (1.500) ή και στις δύο αυτές ποινές.
62.-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία, κατά τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή στους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς, διαπράττεται ποινικό αδίκημα από νομικό πρόσωπο, την ευθύνη για το αδίκημα φέρουν, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο-
(α) όλα τα μέλη του διοικητικού ή διαχειριστικού συμβουλίου, ή της επιτροπής που διαχειρίζεται τις υποθέσεις του νομικού προσώπου, και
(β) ο γενικός διευθυντής ή ο διευθυντής ή ο διευθύνων σύμβουλος του νομικού προσώπου,
και η ποινική δίωξη για το αδίκημα δύναται να στραφεί εναντίον του νομικού προσώπου και εναντίον όλων ή οποιωνδήποτε των πιο πάνω προσώπων.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία πράξη ή παράλειψη νομικού προσώπου επιφέρει, κατά τα διαλαμβανόμενα στις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ή σε Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού, την επιβολή διοικητικού προστίμου από την Επιτροπή, την ευθύνη για την πράξη ή παράλειψη και για την καταβολή του εν λόγω διοικητικού προστίμου, φέρουν, εκτός από τα ίδια τα νομικά πρόσωπα, τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1).
63. Τελεσίδικη απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ από μέρους επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων αποτελεί αμάχητο τεκμήριο και δύναται να χρησιμοποιηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο υπέστη ζημιά που προκλήθηκε από την παράβαση, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγωγών Αποζημίωσης για Παραβάσεις του Δικαίου του Ανταγωνισμού Νόμου.
64. Οι προβλεπόμενες στις διατάξεις του παρόντος Νόμου κλητεύσεις επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου ενώπιον της Επιτροπής διενεργούνται-
(α) διά συστημένου ταχυδρομείου στη διεύθυνση του κύριου χώρου εργασίας ή στο εγγεγραμμένο γραφείο της κλητευόμενης επιχείρησης, ένωσης επιχειρήσεων ή του εν λόγω προσώπου ή στο γραφείο του νομικού εκπροσώπου της κλητευόμενης επιχείρησης, ένωσης επιχειρήσεων ή του εν λόγω προσώπου·
(β) μέσω τηλεομοιότυπου ή οποιασδήποτε άλλης ηλεκτρονικής μορφής στον κύριο χώρο εργασίας ή στον χώρο εργασίας του διευθυντή ή στο γραφείο του νομικού εκπροσώπου της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεων ή του εν λόγω προσώπου·
(γ) με διά χειρός παράδοση, ανεξαρτήτως του χώρου στον οποίο βρίσκεται, σε διευθυντή ή αξιωματούχο ή εξουσιοδοτημένο πρόσωπο της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεως, ή στο εν λόγω πρόσωπο ή σε νομικό εκπρόσωπο αυτών· ή
(δ) με διά χειρός παράδοση της κλήτευσης ή εναποθετημένης στον κύριο χώρο εργασίας της κλητευόμενης επιχείρησης ή του εν λόγω προσώπου, στο εγγεγραμμένο γραφείο της κλητευόμενης επιχείρησης, της ένωσης επιχειρήσεων ή στο γραφείο του νομικού εκπροσώπου της κλητευόμενης επιχείρησης, ένωσης επιχειρήσεων ή του εν λόγω προσώπου.
65.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή για τη ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος το οποίο με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού, οι οποίοι δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(2) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), οι αναφερόμενοι σε αυτό Κανονισμοί δύναται να ρυθμίζουν-
(α) τα περί των αιτήσεων προς έκδοση κεκυρωμένου αποσπάσματος των προβλεπόμενων στις διατάξεις του άρθρου 25 τηρούμενων μητρώων
(β) τη διαδικασία που ακολουθείται ενώπιον της Επιτροπής κατά την εξέταση παραβάσεων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου
(γ) τον καθορισμό του τρόπου απαλλαγής και/ή της μείωσης των διοικητικών προστίμων για παραβάσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου
(δ) τον καθορισμό της διαδικασίας γνωστοποίησης πληροφοριών για πιθανολογούμενες παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 46 και την προστασία των προσώπων που προβαίνουν σε τέτοια γνωστοποίηση.
(3) Οι δυνάμει του παρόντος άρθρου εκδιδόμενοι Κανονισμοί δύναται να προβλέπουν ποινικά αδικήματα τα οποία, σε περίπτωση καταδίκης προσώπου για τη διάπραξή τους, τιμωρούνται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (350.000), καθώς και την επιβολή διοικητικών προστίμων που δεν υπερβαίνουν τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (350.000).
(4) Κανονισμοί οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτούς διαφορετικά.
(5) Η έκδοση Κανονισμών δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου δεν αποτελεί προϋπόθεση για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρι δε την έκδοση Κανονισμών για τον καθορισμό συγκεκριμένου θέματος, η Επιτροπή δύναται να ρυθμίζει το εν λόγω θέμα με απόφασή της, εξαιρουμένων των θεμάτων που αφορούν ποινικά αδικήματα.
66.Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διαδικαστικούς κανονισμούς που δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για την εφαρμογή των διατάξεων-
(α) του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1/2003 και ειδικότερα των άρθρων 15 και 16 αυτού·
(β) του εδαφίου (4) του άρθρου 39·
(γ) του άρθρου 54.
67.-(1) Η Επιτροπή καταρτίζει και υποβάλλει στον Υπουργό και στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, ετήσια έκθεση σχετικά με τις δραστηριότητές της.
(2) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) έκθεση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με το διορισμό και τυχόν παύση του Προέδρου και των μελών της Επιτροπής, το ύψος των πόρων που διατέθηκαν κατά το υπό ανασκόπηση έτος, τυχόν μεταβολές σε σύγκριση με προηγούμενα έτη, καθώς και πληροφορίες αναφορικά με θέματα πολιτικής και στρατηγικής προτεραιοτήτων για την προστασία του ανταγωνισμού για το έτος που αφορά η εν λόγω έκθεση και για το επόμενο έτος.
68. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, ο Πρόεδρος και τα μέλη της Επιτροπής, τα μέλη του προσωπικού της Υπηρεσίας, άτομα που εργάζονται στην Επιτροπή, στη βάση συμβάσεων παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιοδήποτε άλλο καθεστώς, δεν υπέχουν ευθύνη για οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψή τους ή για οποιαδήποτε γνώμη εξέφρασαν ή για έκθεση ή άλλο έγγραφο ετοίμασαν κατά την καλόπιστη εκπλήρωση των καθηκόντων, των αρμοδιοτήτων ή εξουσιών τους δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή δυνάμει οποιουδήποτε άλλου Νόμου στη βάση του οποίου παρέχονται στην Επιτροπή εξουσίες και αρμοδιότητες.
69.Σε περίπτωση που ο παρών Νόμος ή οι Κανονισμοί ή τα Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού δεν ρυθμίζουν ρητώς συγκεκριμένο θέμα, το Δικαστήριο ή η Επιτροπή, ανάλογα με την περίπτωση, εφαρμόζει κατ αναλογία τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου του ανταγωνισμού.
70.-(1) Ο Υπουργός δύναται, κατόπιν αιτιολογημένης γνώμης της Επιτροπής, με διάταγμά του το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να τροποποιεί ή αντικαθιστά τα Παραρτήματα του παρόντος Νόμου και οποιοδήποτε παράρτημα Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Υπουργός δύναται με διάταγμά του το οποίο δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας να καθορίζει τα τέλη τα οποία επιβάλλει η Επιτροπή για τις υπηρεσίες που παρέχει αυτή ή η Υπηρεσία της.
(3) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, εκτός εάν προβλέπεται σε αυτό διαφορετικά.
71.-(1) ’νευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (2), με τον παρόντα Νόμο, καταργούνται οι περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμοι του 2008 και 2014.
(2) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 8, η καθιδρυθείσα δυνάμει των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού συνεχίζει να υφίσταται, να λειτουργεί και να έχει τις αρμοδιότητες, τις εξουσίες και τα καθήκοντα που καθορίζονται από ή δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρι τη λήξη της θητείας της και τη συγκρότηση Επιτροπής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9.
72.-(1) Τα Διατάγματα, οι Κανονισμοί και οι αποφάσεις της Επιτροπής που εκδόθηκαν δυνάμει των διατάξεων των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, εκτός εάν προσκρούουν προς τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, συνεχίζουν να ισχύουν ως να είχαν εκδοθεί δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μέχρις ότου τροποποιηθούν ή ανακληθούν ή καταργηθούν.
(2) Σε περίπτωση που σε οποιονδήποτε άλλο Νόμο ή Κανονισμό ή ατομική διοικητική πράξη γίνεται αναφορά στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 1989 έως (Αρ. 2) του 2000 και/ή στους περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμους του 2008 και 2014, η εν λόγω αναφορά θεωρείται ως αναφορά στον παρόντα Νόμο, τηρουμένων των αναλογιών.
(3) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (4), διαδικασία διεκπεραίωσης υποθέσεων, εξέτασης καταγγελιών και διενέργειας αυτεπάγγελτων ερευνών, περιλαμβανομένης της διαδικασίας λήψης προσωρινών μέτρων οι οποίες κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου εκκρεμούν ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που είχε ιδρυθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8 των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 θεωρούνται εκκρεμούσες ενώπιον της Επιτροπής και εξετάζονται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Στις περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ή μη συμμόρφωσης με απόφαση της Επιτροπής, οι οποίες συντελέστηκαν πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, εφαρμόζονται, σε σχέση με την επιβολή προστίμου, οι διατάξεις των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
(’ρθρα 44 και 70)
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ
ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 44 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΝΟΜΟΥ («Ο ΝΟΜΟΣ»)
I. Πληροφορίες σχετικά ΅ε το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία και την επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων κατά της οποίας στρέφεται η καταγγελία
1.Να δοθούν πλήρη στοιχεία για την ταυτότητα του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία (όνομα ή επωνυμία, διακριτικός τίτλος και διεύθυνση επικοινωνίας ή της έδρας της επιχείρησης). Στην περίπτωση που το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία είναι επιχείρηση, να προσδιοριστεί ο όμιλος επιχειρήσεων στον οποίο ανήκει αυτή και να δοθεί συνοπτική περιγραφή της φύσης και του πεδίου των επαγγελματικών της δραστηριοτήτων. Να δηλωθεί, επίσης, ένα άτομο/υπεύθυνος επαφών ή εξουσιοδοτημένος δικηγόρος (αριθμός τηλεφώνου, αριθμός τηλεομοιότυπου, ταχυδρομική και ηλεκτρονική διεύθυνση), από τον οποίο ΅πορούν να ληφθούν, εφόσον ζητηθούν, επιπλέον πληροφορίες.
2.Να δοθούν πλήρη στοιχεία για την ταυτότητα της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων κατά της οποίας στρέφεται η καταγγελία (επωνυμία, διακριτικός τίτλος και διεύθυνση της έδρας της επιχείρησης). Να σημειωθούν, εφόσον συντρέχει περίπτωση, όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τον όμιλο επιχειρήσεων στον οποίο ανήκει, καθώς και η φύση και το πεδίο των δραστηριοτήτων της.
3.Να δηλωθεί η θέση του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία, έναντι της καταγγελλόμενης επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων και/ή της σχέσης του ΅ε αυτή (π.χ. πελάτης/καταναλωτής, προμηθευτής, ανταγωνιστής).
II. Λεπτομέρειες για την ισχυριζόμενη παράβαση και αποδεικτικά στοιχεία
4.Να γίνει λεπτομερής παράθεση των περιστατικών από τα οποία, κατά τη γνώμη του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία, τεκμηριώνεται παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, να γίνει υπαγωγή των περιστατικών στις αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ.
i.Γενικά στοιχεία για το είδος των αγαθών που επηρεάζονται από τις κατ ισχυρισμό παραβάσεων
5.Να αναφερθεί το είδος των αγαθών (προϊόντων ή υπηρεσιών) που επηρεάζονται από τις κατ ισχυρισμό παραβάσεις.
6.Να καταγραφεί ο τρόπος λειτουργίας της αγοράς του είδους των αγαθών που επηρεάζονται από τις κατ ισχυρισμό παραβάσεις, τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε όλα τα επίπεδα εμπορίου (π.χ. παραγωγή, προμήθεια, χονδρική ή λιανική πώληση) και να δοθούν επεξηγήσεις αναφορικά με τις μεταξύ αυτών εμπορικές σχέσεις.
ii.Στοιχεία αναφορικά ΅ε τις καταγγελλόμενες πρακτικές
7.Να δοθούν όλες οι διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά ΅ε τις καταγγελλόμενες συμφωνίες ή πρακτικές των επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων κατά των οποίων στρέφεται η καταγγελία. Να περιγραφεί ΅ε κάθε δυνατή λεπτομέρεια η θέση και η εμπορική συμπεριφορά των καταγγελλομένων επιχειρήσεων ή ενώσεων επιχειρήσεων.
8.Να υποβληθούν όλα τα έγγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία και τα οποία αφορούν ή συνδέονται άμεσα ΅ε τα εκτιθέμενα στην καταγγελία πραγματικά περιστατικά (π.χ. κείμενα συμφωνιών, πρακτικά διαπραγματεύσεων ή συσκέψεων, όροι συναλλαγών, επαγγελματικά έγγραφα, εγκύκλιοι, αλληλογραφία, σημειώσεις τηλεφωνικών συνδιαλέξεων).
9.Να δηλωθεί το όνομα και η διεύθυνση επικοινωνίας των προσώπων που είναι σε θέση να καταθέσουν για τα εκτιθέμενα στην καταγγελία πραγματικά περιστατικά και ιδίως των προσώπων που επηρεάζονται από τις κατ ισχυρισμό παραβάσεις. Να υποβληθούν στατιστικές, έρευνες αγοράς ή άλλα δεδομένα, που τυχόν βρίσκονται στην κατοχή του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία και τα οποία αναφέρονται στα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά, ιδίως εφόσον αποτυπώνουν τις εξελίξεις στην αντίστοιχη αγορά (π.χ. στοιχεία για τις τιμές, τις τάσεις των τιμών, τους φραγμούς στην είσοδο νέων επιχειρήσεων στην αγορά, τυχόν περιστατικά εισόδου και/ ή εξόδου επιχειρήσεων από την αγορά).
10.Να καταγραφούν οι απόψεις του προσώπου που υποβάλλει στην καταγγελία σχετικά ΅ε τη γεωγραφική έκταση των κατ ισχυρισμό παραβάσεων και να επεξηγηθούν, εφόσον γίνεται επίκληση παράβασης του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, σε ποιο βαθμό το εμπόριο μεταξύ κρατών ΅ελών είναι δυνατόν να επηρεασθεί από την καταγγελλόμενη συμπεριφορά.1
ΙΙΙ. Έννομο συμφέρον
11.Να δοθούν εξηγήσεις από το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία αναφορικά με το πώς έχει υποστεί ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή πως τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα των κατ ισχυρισμό παραβάσεων.
IV. Διαδικασίες ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή εθνικών Δικαστηρίων ή Αρχών Ανταγωνισμού ή Οργάνων της Δημοκρατίας
12.Να αναφερθεί κατά πόσο το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία έχει τυχόν απευθυνθεί για το ίδιο ή συναφές ζήτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε Αρχή Ανταγωνισμού και/ή αν έχει ασκηθεί ένδικο μέσο ενώπιον Δικαστηρίων ή έχει προβεί σε καταγγελίες/παράπονα που αφορούν το αντικείμενο της καταγγελίας του σε Όργανα της Δημοκρατίας. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, να γίνει πλήρης αναφορά στις διαδικασίες που εκκρεμούν ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή Δικαστηρίου ή Αρχής Ανταγωνισμού ή Όργανα της Δημοκρατίας, που έχει επιληφθεί του ζητήματος και στα στοιχεία τα οποία έχουν υποβληθεί προς αυτά.
V. Νο΅ι΅οποιητικά έγγραφα
13.Να προσκομιστούν έγγραφα νομιμοποίησης των νομικών συμβούλων ή εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων (ως το Παράρτημα ΙΙ), που θα εκπροσωπούν τον πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία στην παρούσα διαδικασία.
14.Να υποβληθεί υπεύθυνη δήλωση που να βεβαιώνει ότι όλα τα στοιχεία που περιέχονται στο έντυπο καταγγελίας, καθώς και τα συνη΅΅ένα σε αυτό έγγραφα είναι αληθή και ανταποκρίνονται ΅ε πληρότητα και ακρίβεια στην πραγματικότητα.
Ημερομηνία
Υπογραφή
Σφραγίδα
Oδηγίες για την υποβολή της καταγγελίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 44 του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου
1. Σκοπός του παρόντος Παραρτήματος
Στο παρόν Παράρτημα προσδιορίζονται οι πληροφορίες που υποβάλλονται στην Επιτροπή, σύμφωνα ΅ε το άρθρο 44 του Νόμου για παράβαση των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ ΅ε σκοπό την άσκηση των προβλεπόμενων από το Νόμο εξουσιών της.
2. Πώς Υποβάλλεται η Καταγγελία
2.1 Η καταγγελία συντάσσεται ΅ε βάση το παρόν Παράρτημα, σε μία από τις επίσημες γλώσσες της Δημοκρατίας και υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία ή εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο αυτού. Σε περίπτωση που η καταγγελία υποβάλλεται από νομικό πρόσωπο τότε θα φέρει τη σφραγίδα αυτού.
2.2 Η καταγγελία περιέχει πληροφοριακά στοιχεία σύμφωνα με το παρόν Παράρτημα, τα οποία ΅αζί ΅ε τα συνοδευτικά έγγραφα υποβάλλονται σε ένα (1) αντίτυπο στην Επιτροπή. Το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία οφείλει να υποβάλλει πληροφορίες σχετικά ΅ε:
− την ταυτότητά του και, κατά περίπτωση, την επιχειρηματική του δραστηριότητα,
− την ταυτότητα και την επιχειρηματική δραστηριότητα των καταγγελλομένων,
− τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία, κατά την άποψή του, συνιστούν παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ, τα οποία οφείλει να περιγράφει ΅ε κάθε δυνατή λεπτομέρεια,
− τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία οφείλει, επίσης, να καταθέσει ΅ε κάθε δυνατή λεπτομέρεια,
− τα προϊόντα ή υπηρεσίες (αγαθά) τα οποία σχετίζονται ΅ε τα πραγματικά περιστατικά της καταγγελίας και τις κατ ισχυρισμό παραβάσεις, καθώς και τις συνθήκες ανταγωνισμού σε σχέση με αυτά,
− τις επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε όλα τα επίπεδα εμπορίου (π.χ. παραγωγή, προμήθεια, χονδρική ή λιανική πώληση) των προϊόντων ή υπηρεσιών (αγαθά) και να δοθούν επεξηγήσεις αναφορικά με τις μεταξύ αυτών εμπορικές σχέσεις,
− τη γεωγραφική έκταση της καταγγελλόμενης συμπεριφοράς,
− προηγούμενες ή τρέχουσες τυχόν διαδικασίες ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ή Δικαστηρίων ή Αρχών Ανταγωνισμού κράτους ΅έλους της ΕΕ ή Οργάνων της Δημοκρατίας για το ίδιο θέμα.
2.3. Η υποβολή της καταγγελίας μπορεί να γίνει με την παράδοση: (α) ιδιοχείρως στο γραφείο της Επιτροπής ή (β) ΅ε ταχυ΅εταφορά - courier ή (γ) ΅ε συστη΅ένη επιστολή, συνοδευόμενη από απόδειξη παράδοσης.
2.4. Επιπρόσθετα, η παράδοση πρέπει να γίνεται με αποστολή ΅έσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στη διεύθυνση chairman@competition.gov.cy ΅ε συνη΅΅ένη ενυπόγραφη καταγγελία σε ΅ορφή αρχείου PDF ή με άλλο πρόσφορο μέσο που ήθελε καθορίσει η Επιτροπή.
2.5. Η συμπληρωμένη καταγγελία ΅ε τα συνοδευτικά έγγραφα υποβάλλεται σε ψηφιακή, επεξεργάσιμη και μη επεξεργάσιμη μορφή.
3. Επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως
Τα άρθρα 40, 41 και 42 του Νόμου, όπως ισχύουν και εφαρμόζονται, ρυθμίζουν την προστασία και το χειρισμό των επιχειρηματικών απορρήτων ή των πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως.
Το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία εφόσον θεωρεί ότι ορισμένα από τα στοιχεία ή τις πληροφορίες που περιέχονται στην καταγγελία ή στα συνοδευτικά αυτής έγγραφα αποτελούν επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως, τα οποία εάν δημοσιευθούν ή κοινοποιηθούν καθ οιονδήποτε τρόπο σε τρίτους ενδέχεται να βλάψουν ουσιωδώς τα συμφέροντά του, υποβάλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένο αίτημα εμπιστευτικής αντιμετώπισης αυτών. Το εν λόγω αίτημα πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένο και να παραθέτει με ακρίβεια και σαφήνεια τους λόγους αντιμετώπισης έκαστου εξ αυτών ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως. Παράλληλα θα πρέπει να προσκομιστεί ξεχωριστή ΅η εμπιστευτική εκδοχή της καταγγελίας και των συνοδευτικών αυτής εγγράφων στην οποία περιλαμβάνεται ουσιώδης συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή.
Τα έγγραφα που περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως θα πρέπει να φέρουν την ένδειξη «Μη Προσβάσιμα- Ε.Α.» ή «Μη Προσβάσιμα-Π.Ε.Φ».
Οι πληροφορίες, τα έγγραφα και τα μέρη των εγγράφων, για τα οποία δεν υποβλήθηκε αιτιολογημένη δήλωση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή πληροφοριών εμπιστευτικής φύσεως ή ξεχωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή, δεν θεωρούνται ως επιχειρηματικά απόρρητα ή πληροφορίες εμπιστευτικής φύσεως.
4. Προστασία Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα
Η Επιτροπή, σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (4) του άρθρου 26 του Νόμου, κατά την άσκηση των καθηκόντων, εξουσιών και αρμοδιοτήτων της δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή/και του ’ρθρου 101 ΣΛΕΕ ή/και του ’ρθρου 102 ΣΛΕΕ ή/και των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1/2003 ή κατά τον έλεγχο συγκεντρώσεων επιχειρήσεων, συλλέγει, επεξεργάζεται και τηρεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού (ΕΕ) 2016/679, δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που αποκτώνται ή λαμβάνονται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ιδιωτικούς και δημόσιους φορείς, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τις Αρχές Ανταγωνισμού, δημόσιες και ανώνυμες πηγές.
Τέτοια στοιχεία συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων στοιχεία ταυτότητας του προσώπου, στοιχεία επικοινωνίας [(ηλεκτρονική) διεύθυνση, τηλέφωνο και τηλεομοιότυπο εργασίας και περιστασιακά στοιχεία ιδιωτικής επικοινωνίας], επαγγελματικά δεδομένα και δεδομένα που αφορούν ή παρέχονται σε σχέση με το αντικείμενο της έρευνας ή της διαδικασίας, τη θέση και τα καθήκοντα του φυσικού προσώπου σε μία επιχείρηση (π.χ. γενικός διευθυντής, διευθυντής μάρκετινγκ κλπ.) και ενδεχομένως, τις δηλώσεις και αρχεία ιδιωτών ή που αποδίδονται σε ιδιώτες.
Για σκοπούς διασφάλισης της προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία οφείλει κατά την υποβολή της να προσκομίζει στην Επιτροπή ξεχωριστό αντίγραφο της καταγγελίας του και των συνημμένων αυτής, στο οποίο να προσδιορίζει με σαφήνεια τα στοιχεία που εμπίπτουν στην έννοια των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.
[1] Βλ. την Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2004/C 101/07): Κατευθυντήριες Γρα΅΅ές σχετικά ΅ε την έννοια του επηρεασ΅ού του ε΅πορίου των άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ
[(’ρθρα 18, 19, 36(6) και 44(3)]
ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΣΗ ΠΟΥ ΥΠΟΒΑΛΛΕΤΑΙ
ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18, 19, 36(6) ΚΑΙ 44(3)
[ΤΟΠΟΣ, ΗΗ/MM/ΧΧΧΧ]
Προς:
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
Ταχυδρομική διεύθυνση
Ηλ. διεύθυνση: CHAIRMAN@COMPETITION.GOV.CY
Θέμα: Εξουσιοδότηση [ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΟΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ]
[ΟΝΟΜΑ ΦΥΣΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ ή ΕΠΩΝΥΜΙΑ ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ + ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ], [συμπεριλαμβανομένων όλων των θυγατρικών και συνδεδεμένων εταιρειών της1] [ιδίως εκείνων που αναφέρονται στον συνημμένο κατάλογο], δεόντως εκπροσωπούμενο από την/τον [ΥΠΕΥΘΥΝΟ ΠΡΟΣΩΠΟ] ορίζει τους [ΟΝΟΜΑΤΑ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ], [ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ] ή [ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ], [ΠΛΗΡΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΓΡΑΦΕΙΟΥ] να την/τον εκπροσωπήσουν, όσον αφορά διαδικασίες της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού (στο εξής «η Επιτροπή») δυνάμει των διατάξεων του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 2021 και των άρθρων [101 και/ή 102] της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την υπόθεση [ΑΡΙΘΜΟΣ ΚΑΙ ΤΙΤΛΟΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΟΠΟΥ ΕΦΑΡΜΟΖΕΤΑΙ] (εφεξής «η διαδικασία»).
Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι δύναται να προβούν, για λογαριασμό και επ ονόματος του/της, σε όλες τις σχετικές με τη διαδικασία ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων της κατάθεσης, της παραλαβής των εγγράφων, των αιτήσεων παροχής πληροφοριών και της εκπροσώπησης της/του σε συνεδριάσεις της Επιτροπής. Οι εξουσιοδοτημένοι αντιπρόσωποι δύναται επίσης να λαμβάνουν, για λογαριασμό και επ ονόματος της/του, κοινοποίηση των αποφάσεων και επίσημων πράξεων που εκδίδει η Επιτροπή.
Υπογραφή,_______________________
[ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΞΟΥΣΙΟΔΟΤΗΜΕΝΟΥ ΦΥΣΙΚΟΥ ή ΝΟΜΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ]δεόντως εξουσιοδοτημένος/νη να υπογράψει για λογαριασμό της/του [ΟΝΟΜΑ]
1Το πληρεξούσιο μπορεί να υποβληθεί από μία επιχείρηση του ομίλου εξ ονόματος όλων των εμπλεκόμενων θυγατρικών και συνδεδεμένων εταιρειών, εάν όλες οι εμπλεκόμενες θυγατρικές και συνδεδεμένες εταιρείες δηλώσουν εγγράφως στην Επιτροπή ότι εξουσιοδοτούν ρητώς την εν λόγω επιχείρηση να χορηγήσει το εν λόγω πληρεξούσιο.