44.-(1) Σε καταγγελία παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, δικαιούται κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει έννομο προς τούτο συμφέρον.
(2) Έννομο συμφέρον έχει πρόσωπο που δύναται να αποδείξει ότι υπέστη ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να υποστεί αισθητή οικονομική βλάβη ή ότι τίθεται ή υπάρχει σοβαρός ή πιθανός κίνδυνος να τεθεί σε μειονεκτική στον ανταγωνισμό θέση, ως άμεσο αποτέλεσμα της παράβασης.
(3) Η καταγγελία γίνεται αποδεκτή από την Επιτροπή, εφόσον υποβάλλεται γραπτώς, σε έντυπη και σε ψηφιακή μορφή, η οποία δύναται να τύχει επεξεργασίας, υπογράφεται από το πρόσωπο που υποβάλλει την καταγγελία, ή εξουσιοδοτημένο δικηγόρο ή αντιπρόσωπο του προσώπου που υποβάλλει την καταγγελία και περιέχει όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο Παράρτημα Ι.
(4) Σε περίπτωση που η καταγγελία δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες που προβλέπονται στο Παράρτημα Ι, η Επιτροπή δύναται-
(α) να αποδεχθεί την καταγγελία στην περίπτωση που κρίνει τις υποβληθείσες πληροφορίες ως ικανοποιητικές για την εξέταση της καταγγελίας, ή
(β) να ζητήσει διευκρινίσεις και/ή συμπλήρωση στοιχείων:
(5)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), εφόσον παρέλθει άπρακτη η ταχθείσα προθεσμία, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την καταγγελία.
(β) Στην αναφερόμενη στην παράγραφο (α) περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε χρήση των υποβληθέντων στοιχείων κατά την κρίση της ή/και για διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αυτεπαγγέλτως.
(6)(α) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (4), η Επιτροπή, εφόσον λάβει απάντηση εντός της ταχθείσας προθεσμίας, δύναται είτε να θεωρήσει τα στοιχεία επαρκή και να προχωρήσει στην αποδοχή της καταγγελίας, είτε να ζητήσει την υποβολή πρόσθετων διευκρινίσεων τάσσοντας προς τούτο νέα προθεσμία, η οποία δεν δύναται να είναι μικρότερη των επτά (7) ημερών.
(β)(i)Σε περίπτωση που η Επιτροπή δεν λάβει απάντηση εντός της νέας ταχθείσας προθεσμίας ή κρίνει τις διευκρινίσεις που έχουν ληφθεί ως μη ικανοποιητικές, απορρίπτει την καταγγελία.
(ii) Στην αναφερόμενη στην υποπαράγραφο (i) περίπτωση, η Επιτροπή δύναται να προβεί σε χρήση των υποβληθέντων στοιχείων κατά την κρίση της ή/και για διερεύνηση πιθανολογούμενων παραβάσεων των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, αυτεπαγγέλτως.
(γ) Σε περίπτωση που η Επιτροπή θεωρήσει τα στοιχεία επαρκή, προχωρεί στην αποδοχή της καταγγελίας.
(7) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), σε περίπτωση που καταγγελία προφανώς δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Επιτροπής ή το πρόσωπο που προβαίνει στην καταγγελία στερείται εννόμου συμφέροντος ή η καταγγελία δεν εμπίπτει στις προτεραιότητες της Επιτροπής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 27, η Επιτροπή την απορρίπτει και ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο που την υπέβαλε.
(8) Με την αποδοχή της καταγγελίας, η Επιτροπή δίνει οδηγίες προς την Υπηρεσία για διεξαγωγή προκαταρκτικής έρευνας των πιθανολογούμενων παραβάσεων που αναφέρονται στην καταγγελία.
(9) Κατόπιν γραπτού αιτήματος της επιχείρησης ή ένωσης επιχειρήσεων εναντίον της οποίας στρέφεται η καταγγελία, χορηγείται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 41, αντίγραφο της καταγγελίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν δυσχεραίνεται η έρευνα της Επιτροπής.
(10) Η Επιτροπή δύναται, σε οποιοδήποτε στάδιο της έρευνας ή της διαδικασίας, να αποφασίσει τη συνεξέταση καταγγελιών και/ή αυτεπάγγελτων ερευνών ή το διαχωρισμό αυτών, εφόσον αυτό κρίνεται σκόπιμο για οποιονδήποτε διαδικαστικό ή ουσιαστικό λόγο.
(11) Σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της προκαταρκτικής έρευνας της Υπηρεσίας και την υποβολή έκθεσης ευρημάτων, η Επιτροπή διαπιστώσει ότι η υποβληθείσα καταγγελία δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, ή ότι, βάσει των στοιχείων που έχει ενώπιόν της, δεν προκύπτει εύλογη υποψία για πιθανολογούμενη παράβαση των διατάξεων των άρθρων 3 και/ή 6 και του Άρθρου 101 ΣΛΕΕ και/ή του Άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εκδίδει σχετική απόφαση.
(12) Σε περίπτωση που η Επιτροπή, ύστερα από την ολοκλήρωση της δέουσας προκαταρκτικής έρευνας που διενεργείται από την Υπηρεσία και την υποβολή έκθεσης ευρημάτων, διαπιστώσει ότι υπάρχει πιθανολογούμενη παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 18.