17.-(1) Η ταυτότητα του αναφέροντος και κάθε άλλη πληροφορία από την οποία δυνατόν να συναχθεί, άμεσα ή έμμεσα, η ταυτότητα του αναφέροντος, δεν αποκαλύπτεται σε οποιονδήποτε άλλον πέρα από τα εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού τα οποία είναι αρμόδια να λαμβάνουν ή να παρακολουθούν τις αναφορές, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εν λόγω προσώπου.
(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), η ταυτότητα του αναφέροντος, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αποκαλύπτεται μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω αποκάλυψη αποτελεί αναγκαία και αναλογική υποχρέωση που επιβάλλεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, στο πλαίσιο ερευνών των εθνικών αρχών ή δικαστικών διαδικασιών, μεταξύ άλλων, με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναφερομένου.
(3) (α) Τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές, προτού προβούν σε αποκάλυψη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), ενημερώνουν τον αναφέροντα, εκτός αν η ενημέρωση αυτή υπονομεύει τις έρευνες ή τις δικαστικές διαδικασίες.
(β) Κατά την ενημέρωση του αναφέροντος, τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές αποστέλλουν σε αυτόν γραπτή αιτιολόγηση στην οποία εξηγούν τους λόγους αποκάλυψης των συγκεκριμένων εμπιστευτικών στοιχείων.
(4) Τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται εμπορικά απόρρητα, δεν δύνανται να χρησιμοποιούν ούτε να αποκαλύπτουν τα εν λόγω εμπορικά απόρρητα για σκοπούς που υπερβαίνουν το αναγκαίο για την ορθή παρακολούθηση της αναφοράς.