Για σκοπούς-
(α) εναρμόνισης με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2019/1937/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2019 σχετικά με την προστασία προσώπων που αναφέρουν παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης», και
(β) καθίδρυσης ενός αποτελεσματικού πλαισίου ειδικής έννομης προστασίας εκείνων των εργαζομένων στον δημόσιο ή στον ιδιωτικό τομέα, οι οποίοι προβαίνουν σε αποκάλυψη πληροφοριών και στοιχείων που περιήλθαν στην κατοχή τους ή υπέπεσαν, αντιστοίχως, στην αντίληψή τους εντός του εργασιακού τους χώρου, για τα οποία έχουν την εύλογη πεποίθηση ότι είναι αληθή και σχετίζονται με παραβάσεις του εθνικού δικαίου,
Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:
1. Ο παρών Νόμος θα αναφέρεται ως ο περί της Προστασίας Προσώπων που Αναφέρουν Παραβάσεις του Ενωσιακού και Εθνικού Δικαίου Νόμος του 2022.
2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδικήματα διαφθοράς» σημαίνει τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, τον περί του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Ποινικοποίηση της Διαφθοράς (Κυρωτικό) Νόμο, τον περί Πρόληψης της Διαφθοράς Νόμο, τον περί Αθέμιτης Κτήσης Περιουσιακού Οφέλους από Αξιωματούχους και Λειτουργούς του Δημοσίου Νόμου, καθώς και τα αδικήματα που προβλέπονται στον περί Ποινικού Κώδικα Νόμο και εμπεριέχουν το στοιχείο του δεκασμού, της δωροληψίας ή της κατάχρησης εξουσίας ή εμπιστοσύνης∙
«άμεση διάκριση» σημαίνει τη λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση που υφίσταται ένα πρόσωπο σε σχέση με αυτή που υφίσταται, υπέστη ή θα υφίστατο σε ανάλογη κατάσταση ένα άλλο πρόσωπο∙
«αναφερόμενος» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο κατονομάζεται στην αναφορά ή στη δημόσια αποκάλυψη ως πρόσωπο στο οποίο αποδίδεται η παράβαση ή με το οποίο σχετίζεται το εν λόγω πρόσωπο∙
«αναφέρων» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο το οποίο αναφέρει ή αποκαλύπτει δημόσια πληροφορίες, σχετικά με παραβάσεις, τις οποίες απέκτησε στο πλαίσιο των εργασιακών δραστηριοτήτων του∙
«αναφορά» σημαίνει την παροχή πληροφοριών, προφορικώς ή γραπτώς, επωνύμως ή ανωνύμως, σχετικά με παραβάσεις∙
«αντίποινα» σημαίνει οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση πράξη ή παράλειψη η οποία συμβαίνει σε εργασιακό πλαίσιο και είναι αποτέλεσμα εσωτερικής ή εξωτερικής αναφοράς ή δημόσιας αποκάλυψης, και η οποία προκαλεί ή ενδέχεται να προκαλέσει αδικαιολόγητη βλάβη στον αναφέροντα∙
«αρμόδια αρχή» σημαίνει υπηρεσία, αρχή, οργανισμό, υπουργό, υφυπουργό, τμήμα, συμβούλιο, έφορο ή επίτροπο που βάσει του ενωσιακού ή του εθνικού δικαίου παραλαμβάνει αναφορές στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του ή έχει υπό την ευθύνη του την εποπτεία ή/και τη διερεύνηση πράξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, καθώς και οποιαδήποτε άλλη αρχή, υπηρεσία, οργανισμό ορίζεται ως τέτοια με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου∙
«αυτοτελώς εργαζόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου∙
«δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» σημαίνει κάθε πληροφορία που αφορά σε ταυτοποιημένο ή ταυτοποιήσιμο φυσικό πρόσωπο∙
«δημόσια αποκάλυψη» σημαίνει τη διάθεση στο κοινό πληροφοριών σχετικά με παραβάσεις.
«δημόσιος τομέας» ή «νομικό πρόσωπο δημοσίου τομέα» σημαίνει τη δημόσια υπηρεσία ως ορίζεται στο Άρθρο 122 του Συντάγματος, κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή για την οποία γίνεται πρόνοια στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό και περιλαμβάνει την Αστυνομία, την Πυροσβεστική Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, το Στρατό της Δημοκρατίας, καθώς και κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που θεσμοθετείται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία, καθώς και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου και κρατική ή ημικρατική εταιρεία, όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύονται στον περί Ασυμβιβάστου προς την Άσκηση των Καθηκόντων Ορισμένων Επαγγελματικών και άλλων Συναφών Δραστηριοτήτων τους Νόμο∙
«δημόσιoς υπάλληλoς» σημαίνει πρόσωπο πoυ κατέχει δημόσια θέση είτε μόνιμα είτε προσωρινά είτε με αναπλήρωση·
«διάκριση» σημαίνει άμεση ή έμμεση διάκριση και περιλαμβάνει παρενόχληση και εντολή για την εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης∙
«διαμεσολαβητής» σημαίνει φυσικό πρόσωπο που στηρίζει τον αναφέροντα στη διαδικασία αναφοράς σε εργασιακό πλαίσιο και τηρεί τη βοήθεια εμπιστευτική∙
«Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» σημαίνει το δικαστήριο που ιδρύθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 12 του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου∙
«έμμεση διάκριση» υφίσταται όταν σε περίπτωση που εκ πρώτης όψεως ουδέτερη διάταξη, κριτήριο, πρακτική, πράξη ή παράλειψη θέτει πρόσωπο σε μειονεκτική θέση, σε σύγκριση με άλλα πρόσωπα που είναι σε ανάλογη κατάσταση, εκτός εάν αυτή η διάταξη, το κριτήριο, η πρακτική, η πράξη ή η παράλειψη μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά από νόμιμο σκοπό και τα μέσα για την επίτευξη του σκοπού αυτού είναι κατάλληλα, ανάλογα και αναγκαία·
«ενημέρωση» σημαίνει την παροχή ενημέρωσης στον αναφέροντα για τα μέτρα που προβλέπεται να ληφθούν ή έχουν ληφθεί στο πλαίσιο της παρακολούθησης και για τους λόγους της εν λόγω παρακολούθησης∙
«εξωτερική αναφορά» σημαίνει την προφορική ή γραπτή παροχή πληροφοριών σχετικά με παραβάσεις σε αρμόδια αρχή μέσω εξωτερικού διαύλου αναφοράς∙
«εργασιακό πλαίσιο» σημαίνει τις τρέχουσες ή παλαιότερες εργασιακές δραστηριότητες στον δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα, ανεξαρτήτως της φύσης των εν λόγω δραστηριοτήτων, μέσω των οποίων πρόσωπο αποκτά πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις και στο πλαίσιο των οποίων το εν λόγω πρόσωπο δυνατό να υποστεί αντίποινα σε περίπτωση που ανέφερε τις εν λόγω πληροφορίες∙
«εργοδοτούμενος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο εργάζεται δυνάμει σύμβασης εργασίας ή σύμβασης μαθητείας ή υπό περιστάσεις βάσει των οποίων δύναται να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου στον ιδιωτικό ή στον δημόσιο τομέα, με πλήρη ή μερική απασχόληση, για ορισμένο ή αόριστο, συνεχή ή μη, χρόνο και περιλαμβάνει μέτοχο σε ιδιωτική εταιρεία, ο οποίος εργάζεται στην εταιρεία αυτή, όχι όμως βάσει σύμβασης εργασίας ούτε κάτω από περιστάσεις υπό τις οποίες δύναται να συναχθεί η ύπαρξη σχέσης εργοδότη και εργοδοτουμένου:
«εσωτερική αναφορά» σημαίνει την προφορική ή γραπτή παροχή πληροφοριών σχετικά με παραβάσεις εντός νομικού προσώπου του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα μέσω εσωτερικού διαύλου αναφοράς∙
«ιδιωτικός τομέας» σημαίνει νομικό πρόσωπο που δεν περιλαμβάνεται στο ορισμό του όρου «δημόσιος τομέας»∙
«Κανονισμός ΕΕ 2016/679» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων)»∙
«Κανονισμός ΕΕ 2018/1725» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2018 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ»∙
«παρακολούθηση» σημαίνει οποιαδήποτε πράξη επιτελεί ο αποδέκτης αναφοράς ή η αρμόδια αρχή, με σκοπό την αξιολόγηση της ακρίβειας των ισχυρισμών που περιλαμβάνονται στην αναφορά και, ενδεχομένως, την αντιμετώπιση της αναφερόμενης παράβασης μέσω μέτρων, όπως εσωτερική διερεύνηση, έρευνα, δίωξη, αγωγή για ανάκτηση κονδυλίων ή περάτωση της διαδικασίας∙
«μονομερής βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας» σημαίνει οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη ή εν γένει συμπεριφορά του εργοδότη ή άλλου προσώπου, το οποίο είναι αρμόδιο ή υπεύθυνο για τον καθορισμό ή την τροποποίηση των συνθηκών απασχολήσεως, που προκαλεί άμεση ή έμμεση, υλική ή ηθική, ζημιά στον εργαζόμενο ή προσβάλλει, με οποιοδήποτε τρόπο, την προσωπικότητα ή την αξιοπρέπειά του·
«παραβάσεις» σημαίνει πράξεις ή παραλείψεις οι οποίες-
(α) είναι παράνομες και σχετίζονται με ενωσιακές πράξεις και τομείς που εμπίπτουν στο προβλεπόμενο στο άρθρο 4 καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής· ή
(β) αντιβαίνουν στο αντικείμενο ή τον σκοπό των κανόνων που προβλέπονται στις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) ενωσιακές πράξεις και στους τομείς, που εμπίπτουν στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4· ή
(γ) είναι παράνομες και εμπίπτουν στο προβλεπόμενο στο άρθρο 31 καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής·
«παρενόχληση» σημαίνει ανεπιθύμητη από τον αποδέκτη της συμπεριφορά, η οποία έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός προσώπου, ιδίως όταν δημιουργεί εκφοβιστικό, εχθρικό, εξευτελιστικό, ταπεινωτικό ή επιθετικό περιβάλλον·
«πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις» σημαίνει πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων εύλογων υπονοιών, σχετικά με πραγματικές ή δυνητικές παραβάσεις, οι οποίες έχουν διαπραχθεί ή είναι πολύ πιθανόν να διαπραχθούν στο νομικό πρόσωπο στο οποίο εργάζεται ή έχει εργαστεί ο αναφέρων ή σε άλλα νομικά πρόσωπα με τα οποία ο αναφέρων είχε επαφή μέσω της εργασίας του, καθώς και σχετικά με απόπειρες απόκρυψης παραβιάσεων∙
«ΣΛΕΕ» σημαίνει τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι η ενίσχυση της επιβολής του δικαίου και των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας σε συγκεκριμένους τομείς μέσω της θέσπισης κοινών προτύπων που θα διασφαλίζουν υψηλό επίπεδο προστασίας των προσώπων που αναφέρουν παραβάσεις του ενωσιακού και εθνικού δικαίου.
4.-(1) Ανεξαρτήτως οποιωνδήποτε σχετικών διατάξεων σε άλλο Νόμο ή Κανονισμούς, ο παρών Νόμος καθορίζει την προστασία που απολαμβάνουν πρόσωπα που αναφέρουν τις ακόλουθες παραβάσεις του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης:
(α) Παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των πράξεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης που ορίζονται στο Παράρτημα και αφορούν τους ακόλουθους τομείς:
(i) Δημόσιων συμβάσεων∙
(ii) χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, προϊόντων και αγορών και πρόληψης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρημα-τοδότησης της τρομοκρατίας∙
(iii) ασφάλειας των προϊόντων και συμμόρφωσης∙
(iv) ασφάλειας των μεταφορών∙
(v) προστασίας του περιβάλλοντος∙
(vi) προστασίας από την ακτινοβολία και πυρηνικής ασφάλειας∙
(vii) ασφάλειας των τροφίμων και των ζωοτροφών, υγείας και καλής μεταχείρισης των ζώων∙
(viii) δημόσιας υγείας∙
(ix) προστασίας των καταναλωτών∙
(x) προστασίας της ιδιωτικής ζωής και των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ασφάλειας των συστημάτων δικτύου και πληροφοριών∙
(β) παραβάσεις που θίγουν τα οικονομικά συμφέροντα της Ένωσης που αναφέρονται στο άρθρο 325 της ΣΛΕΕ, όπως ειδικότερα καθορίζονται στα σχετικά ενωσιακά μέτρα∙
(γ) παραβάσεις σχετιζόμενες με την εσωτερική αγορά, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 2 άρθρου 26 της ΣΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένων παραβάσεων των κανόνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης περί ανταγωνισμού και κρατικών ενισχύσεων και παραβάσεων που αφορούν την εσωτερική αγορά σχετικά με πράξεις που παραβαίνουν τους κανόνες για τη φορολογία των εταιρειών ή διακανονισμούς, σκοπός των οποίων είναι η διασφάλιση φορολογικού πλεονεκτήματος που ματαιώνει το αντικείμενο ή τον σκοπό της εφαρμοστέας νομοθεσίας περί φορολογίας εταιρειών.
(2) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στον βαθμό που ένα ζήτημα δεν ρυθμίζεται υποχρεωτικά στις τομεακές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αναφέρονται στο Μέρος II του Παραρτήματος, οι οποίες προβλέπουν ειδικούς κανόνες περί αναφοράς παραβάσεων.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν εφαρμόζονται στις αναφορές παραβάσεων κανόνων για ζητήματα ή συμβάσεις που άπτονται ζητημάτων άμυνας ή ασφάλειας, εκτός εάν καλύπτονται από τις σχετικές πράξεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(4) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν επηρεάζουν την εφαρμογή του ενωσιακού και του εθνικού δικαίου που αφορά-
(α) την προστασία των διαβαθμισμένων πληροφοριών,
(β) την προστασία του δικηγορικού και του ιατρικού απορρήτου,
(γ) το απόρρητο των δικαστικών διασκέψεων,
(δ) τους κανόνες ποινικής δικονομίας.
(5) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου δεν θίγουν το δικαίωμα των εργαζομένων να συμβουλεύονται τους εκπροσώπους τους ή τις συνδικαλιστικές ενώσεις τους και την προστασία τους έναντι κάθε αδικαιολόγητου επιζήμιου μέτρου η οποία απορρέει από τις εν λόγω διαβουλεύσεις, καθώς και την αυτονομία των κοινωνικών εταίρων και το δικαίωμά τους να συνάπτουν συλλογικές συμβάσεις.
5.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε πρόσωπα-
(α) που εργάζονται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα και έχουν αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις σε εργασιακό πλαίσιο και πρόκειται, μεταξύ άλλων, τουλάχιστον για τα εξής πρόσωπα που-
(i) έχουν την ιδιότητα του «εργαζομένου», κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στην παράγραφο 1 του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ, συμπεριλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων:
(ii) έχουν την ιδιότητα του «μη μισθωτού», κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 49 ΣΛΕΕ:
(iii) έχουν την ιδιότητα του μετόχου και πρόσωπα που ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μιας επιχείρησης, περιλαμβανομένων μη εκτελεστικών μελών, καθώς και εθελοντών και αμειβόμενων ή μη αμειβόμενων ασκουμένων∙
(iv) εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών.
(β) που αναφέρουν ή αποκαλύπτουν δημόσια πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης η οποία έχει έκτοτε λήξει.
(γ) αναφέροντες των οποίων η εργασιακή σχέση δεν έχει ακόμη αρχίσει, σε περιπτώσεις που πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσληψης ή σε άλλο στάδιο διαπραγμάτευσης πριν από τη σύναψη σύμβασης ή την έναρξη της εργοδότησης.
(2) Τα μέτρα για την προστασία των αναφερόντων που καθορίζονται στο Κεφάλαιο VI εφαρμόζονται επίσης, κατά περίπτωση, σε-
(α) διαμεσολαβητές,
(β) τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τον αναφέροντα και ενδεχομένως να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο, περιλαμβανομένων συναδέλφων του αναφέροντος ή συγγενών αυτού, εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού. και
(γ) νομικά πρόσωπα τα οποία ο αναφέρων έχει στην ιδιοκτησία του, για τα οποία εργάζεται ή συνδέεται με άλλο τρόπο με εργασιακή σχέση.
6.-(1) Πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 το οποίο αναφέρει παραβάσεις έχει δικαίωμα προστασίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εφόσον-
(α) είχε βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις που ανέφερε ήταν αληθείς κατά τον χρόνο της αναφοράς και ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, και
(β) υπέβαλε αναφορά είτε εσωτερικά, όπως προβλέπεται στο άρθρο 7, είτε εξωτερικά όπως προβλέπεται στο άρθρο 11, ή προέβη σε δημόσια αποκάλυψη όπως προβλέπεται στο άρθρο 16:
(2) Πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, το οποίο αναφέρει σε οικεία θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ένωσης παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους έχει δικαίωμα προστασίας, όπως ορίζεται στον παρόντα Νόμο, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με πρόσωπο που υποβάλλει αναφορά εξωτερικά.
7.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 11 και 16, πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 δύναται να παρέχει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις, αρχικά μέσω εσωτερικού διαύλου αναφοράς και διαδικασιών που προβλέπονται στο παρόν Μέρος, πριν από την αναφορά σε αρμόδια αρχή, στις περιπτώσεις που η παράβαση δυνατόν να αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικότητα εσωτερικά και εφόσον ο αναφέρων θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων.
(2) Κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με τη συγκεκριμένη χρήση των εσωτερικών διαύλων αναφοράς παρέχονται στο πλαίσιο των πληροφοριών που δίδονται από νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 και από αρμόδια αρχή δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (i) της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 13 και του άρθρου 14.
8.-(1) Τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού και δημοσίου τομέα καθιερώνουν διαύλους και διαδικασίες για εσωτερική αναφορά και για παρακολούθηση, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, όπου αυτό προνοείται από το εθνικό δίκαιο.
(2)(α) Οι διατάξεις του εδαφίου (1) εφαρμόζονται-
(i) σε νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα με πενήντα (50) ή περισσότερους εργαζομένους:
(ii) σε όλα τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα:
(β) Με την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που επιβάλλονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου σε νομικά πρόσωπα να τηρούν την εμπιστευτικότητα και να παρέχουν απαντήσεις, καθώς και να αντιμετωπίζουν την αναφερόμενη παράβαση, νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα με πενήντα (50) έως διακόσιους σαράντα εννέα (249) εργαζόμενους μπορούν να έχουν κοινούς εσωτερικούς διαύλους για την παραλαβή και για τη διερεύνηση των αναφορών.
(γ) Οι αρχές τοπικής διοίκησης δύναται να κάνουν χρήση κοινών εσωτερικών διαύλων αναφοράς, νοουμένου ότι οι κοινοι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς είναι αυτόνομοι και διακριτοί από τους σχετικούς εξωτερικούς διαύλους αναφοράς.
(3) Οι αναφερόμενοι στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου δίαυλοι και διαδικασίες παρέχουν τη δυνατότητα στα πρόσωπα που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 5 να αναφέρουν πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις.
(4) Οι δίαυλοι αναφοράς δύναται να αποτελούν αντικείμενο εσωτερικής διαχείρισης από πρόσωπο ή υπηρεσία που έχει ορισθεί για τον σκοπό αυτό ή να παρέχονται εξωτερικά από τρίτο πρόσωπο.
(5) Οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) του άρθρου 9 διασφαλίσεις και απαιτήσεις εφαρμόζονται σε εντεταλμένα τρίτα μέρη που διαχειρίζονται τον δίαυλο αναφορών για λογαριασμό νομικού προσώπου του ιδιωτικού τομέα.
9.-(1) Οι διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς και παρακολούθησης περιλαμβάνουν-
(α) διαύλους για την παραλαβή των αναφορών, οι οποίοι σχεδιάζονται, θεσπίζονται και λειτουργούν κατά ασφαλή τρόπο που διασφαλίζει την προστασία της εμπιστευτικότητας της ταυτότητας του αναφέροντος και κάθε τρίτου προσώπου που κατονομάζεται στην αναφορά, και εμποδίζει την πρόσβαση σε αυτή σε μη εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού.
(β) την κοινοποίηση βεβαίωσης παραλαβής της αναφοράς στον αναφέροντα εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία της παραλαβής.
(γ) τον ορισμό αμερόληπτου προσώπου ή υπηρεσίας με αρμοδιότητα την παρακολούθηση των αναφορών, που δυνατόν να είναι το ίδιο πρόσωπο ή υπηρεσία με εκείνο που παραλαμβάνει τις αναφορές και το οποίο θα διατηρήσει επικοινωνία με τον αναφέροντα και, εφόσον απαιτείται, θα ζητεί περαιτέρω πληροφορίες από τον αναφέροντα και θα του παρέχει ενημέρωση.
(δ) την επιμελή παρακολούθηση από το πρόσωπο ή την υπηρεσία που αναφέρεται στην παράγραφο (γ).
(ε) εύλογο χρονικό διάστημα για την παροχή ενημέρωσης, το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες από την ημερομηνία αποστολής βεβαίωσης παραλαβής ή, εάν δεν έχει αποσταλεί βεβαίωση στον αναφέροντα, τους τρεις (3) μήνες από τη λήξη του επταημέρου μετά την υποβολή της αναφοράς.
(στ) την παροχή σαφών και εύκολα προσβάσιμων πληροφοριών για τις διαδικασίες υπό τις οποίες δύναται να υποβληθεί αναφορά εξωτερικά σε αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΙΙΙ και, κατά περίπτωση, σε θεσμικά και λοιπά όργανα ή οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
(2) Οι προβλεπόμενοι στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) δίαυλοι παρέχουν τη δυνατότητα υποβολής αναφοράς γραπτώς ή προφορικώς ή/και με τους δύο τρόπους.
(3) Προφορική αναφορά δυνατό να γίνει μέσω τηλεφώνου ή άλλων συστημάτων φωνητικών μηνυμάτων και, κατόπιν αιτήσεως του αναφέροντος, μέσω προσωπικής συνάντησης εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος.
10.-(1) Νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα τα οποία δεν υποχρεούνται να καθιερώσουν διαύλους και διαδικασίες εσωτερικής αναφοράς, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 8, ενθαρρύνονται όπως ορίζουν κατάλληλα πρόσωπα ή υπηρεσίες σύμφωνα με τις δυνατότητες και τη διάρθρωσή τους, για να παραλαμβάνουν και να παρακολουθούν αναφορές:
(2) Πρόσωπα ή υπηρεσίες κατάλληλες να παραλαμβάνουν και να παρακολουθούν αναφορές σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) δυνατόν να οριστούν οι υπεύθυνοι συμμόρφωσης, υπεύθυνοι επαγγελματικής ακεραιότητας, νομικοί υπεύθυνοι, οικονομικοί διευθυντές, επικεφαλής ελεγκτές, μέλη του διοικητικού συμβουλίου.
11.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 16, ο αναφέρων παρέχει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις χρησιμοποιώντας τους διαύλους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 12 και 13, αφού έχει προηγουμένως υποβάλει αναφορά μέσω του εσωτερικού διαύλου αναφοράς ή υποβάλλοντας εξωτερική αναφορά απευθείας σε αρμόδια αρχή.
(2) Η διαδικασία του εσωτερικού διαύλου διακόπτεται στην περίπτωση κατά την οποία ο αναφέρων έχει υποβάλει αναφορά μέσω εσωτερικού διαύλου και, ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον αυτού, υποβάλλει εξωτερική αναφορά:
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία ο αναφέρων υποβάλλει ταυτόχρονα εξωτερική αναφορά σε περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, ενημερώνει αυτές σχετικά προς τούτο και οι αρμόδιες αρχές συντονίζονται μεταξύ τους για τον χειρισμό της αναφερόμενης παραβίασης.
12.-(1) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων οποιουδήποτε ειδικού ενωσιακού κανόνα που προβλέπει τη δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών διαύλων αναφοράς για ορισμένους τομείς, οι αρμόδιες αρχές-
(α) καθορίζουν ανεξάρτητο και αυτόνομο εξωτερικό δίαυλο για την παραλαβή και τη διαχείριση των πληροφοριών σχετικά με παραβάσεις,
(β) βεβαιώνουν αμέσως και σε κάθε περίπτωση εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της αναφοράς την εν λόγω παραλαβή, εκτός εάν ζητηθεί ρητώς κάτι διαφορετικό από τον αναφέροντα ή εάν η αρμόδια αρχή πιστεύει ευλόγως ότι η βεβαίωση αναφοράς δυνατό να θέσει σε κίνδυνο την προστασία της ταυτότητας του αναφέροντος,
(γ) παρακολουθούν επιμελώς τις αναφορές,
(δ) παρέχουν ενημέρωση στον αναφέροντα εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, το οποίο δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες ή τους έξι (6) μήνες σε δεόντως αιτιολογημένες περιπτώσεις,
(ε) κοινοποιούν στον αναφέροντα το τελικό αποτέλεσμα των ερευνών που διενεργήθηκαν με βάση την αναφορά,
(στ) διαβιβάζουν εν ευθέτω χρόνω τις πληροφορίες της αναφοράς στα αρμόδια θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατά περίπτωση, για περαιτέρω διερεύνηση,
(ζ) δύνανται, αφού εξετάσουν δεόντως το θέμα, να αποφασίσουν-
(i) ότι η αναφερόμενη παράβαση είναι ήσσονος σημασίας και δεν απαιτεί περαιτέρω παρακολούθηση πέραν της περάτωσης της διαδικασίας χωρίς αυτό να επηρεάζει άλλες υποχρεώσεις ή άλλες εφαρμοστέες διαδικασίες για την αντιμετώπιση της αναφερόμενης παραβίασης ή την προστασία η οποία παρέχεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου έναντι της εσωτερικής ή εξωτερικής αναφοράς,
(ii) την περάτωση της διαδικασίας σχετικά με επαναλαμβανόμενες αναφορές, οι οποίες δεν περιλαμβάνουν σημαντικές νέες πληροφορίες για παραβάσεις σε σχέση με προηγούμενη αναφορά για την οποία οι σχετικές διαδικασίες έχουν περατωθεί, εκτός εάν νέες νομικές ή πραγματικές περιστάσεις δικαιολογούν διαφορετική παρακολούθηση:
(2) Σε περίπτωση μεγάλης εισροής αναφορών, οι αρμόδιες αρχές δύνανται να εξετάζουν κατά προτεραιότητα τις αναφορές σοβαρών παραβάσεων ή παραβάσεων ουσιωδών διατάξεων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου με την επιφύλαξη του χρονικού διαστήματος που ορίζεται στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1).
(3) Σε περίπτωση που ο αναφέρων υποβάλει αναφορά σε δίαυλο που δεν είναι αρμόδιος για την αντιμετώπιση της καταγγελλόμενης παράβασης, ο εν λόγω δίαυλος διαβιβάζει την αναφορά στην αρμόδια αρχή, εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος και με ασφαλή τρόπο, και ο αναφέρων ενημερώνεται χωρίς καθυστέρηση για τη διαβίβασή της.
13. Οι εξωτερικοί δίαυλοι αναφοράς θεωρούνται ανεξάρτητοι και αυτόνομοι για σκοπούς του παρόντος Νόμου, εάν-
(α) λειτουργούν κατά τρόπο που διασφαλίζει την πληρότητα, την ακεραιότητα και την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών και εμποδίζουν την πρόσβαση σε αυτές από μη εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους της αρμόδιας αρχής.
(β) επιτρέπουν την διατήρηση και αποθήκευση πληροφοριών σύμφωνα με το άρθρο 19, ώστε να υπάρχει η δυνατότητα να διεξαχθούν περαιτέρω έρευνες.
(γ) παρέχουν τη δυνατότητα αναφοράς γραπτώς και προφορικώς:
(δ) διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που αναφορά παραλαμβάνεται από μέλος του προσωπικού άλλο από εκείνο που είναι υπεύθυνο για τον χειρισμό αναφορών, το μέλος του προσωπικού που παρέλαβε την αναφορά δεν δύναται να αποκαλύπτει πληροφορίες που δυνατόν να ταυτοποιήσουν τον αναφέροντα ή τον αναφερόμενο και διαβιβάζει αμέσως την αναφορά, χωρίς τροποποίηση, στα μέλη του προσωπικού που είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό των αναφορών.
(ε) ορίζουν μέλη προσωπικού υπεύθυνα για τον χειρισμό αναφορών, τα οποία εκπαιδεύονται ειδικά για τον χειρισμό αναφορών, κυρίως για-
(i) την παροχή πληροφοριών σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, σχετικά με τις διαδικασίες για την υποβολή αναφοράς.
(ii) την παραλαβή αναφορών και εφαρμογή μέτρων παρακολούθησής τους.
(iii) τη διατήρηση επαφής με τον αναφέροντα με σκοπό την ενημέρωσή του και εφόσον απαιτείται την παροχή από αυτόν περαιτέρω πληροφοριών.
14. Οι αρμόδιες αρχές δημοσιεύουν στη διαδικτυακή ιστοσελίδα τους σε χωριστό, εύκολα αναγνωρίσιμο και προσβάσιμο τμήμα, τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Τις προϋποθέσεις για παροχή προστασίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙
(β) τα στοιχεία επικοινωνίας τους, ιδίως τις ηλεκτρονικές και ταχυδρομικές διευθύνσεις και τους αριθμούς τηλεφώνου, καθώς και δήλωση αναφορικά με την καταγραφή ή μη των τηλεφωνικών συνομιλιών∙
(γ) τις διαδικασίες που εφαρμόζονται στις αναφορές παραβάσεων, περιλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ζητήσουν από τον αναφέροντα να διευκρινίσει τις αναφερόμενες πληροφορίες ή να παράσχει συμπληρωματικές πληροφορίες, τη χρονική προθεσμία απάντησης στον αναφέροντα, καθώς και το είδος και το περιεχόμενο της απάντησης∙
(δ) το καθεστώς απορρήτου που ισχύει για τις αναφορές, και ιδίως τις πληροφορίες σχετικά με την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 17 του παρόντος Νόμου, τα άρθρα 5 και 13 του Κανονισμού ΕΕ 2016/679, τον περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου, το άρθρο 15 του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμος, και το άρθρο 15 του Κανονισμού ΕΕ 2018/1725∙
(ε) το είδος της παρακολούθησης που πρόκειται να εφαρμοστεί για τις αναφορές∙
(στ) τα μέσα και τις διαδικασίες προστασίας κατά των αντιποίνων και τη διαθεσιμότητα εμπιστευτικών συμβουλών για πρόσωπα που επιθυμούν να υποβάλουν αναφορά∙
(ζ) δήλωση, η οποία αναφέρει ρητώς τους όρους υπό τους οποίους τα πρόσωπα που υποβάλλουν αναφορά σε αρμόδια αρχή προστατεύονται από την ευθύνη λόγω παράβασης του απορρήτου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 23∙
(η) στοιχεία επικοινωνίας κέντρου πληροφοριών που συστήνεται για σκοπούς στήριξης των αναφερόντων.
15. Οι αρμόδιες αρχές επανεξετάζουν τις διαδικασίες για την παραλαβή αναφορών και τα μέτρα παρακολούθησής τους σε τακτική βάση και τουλάχιστον ανά τριετία και, κατά την εξέταση των εν λόγω διαδικασιών, λαμβάνουν υπόψη την εμπειρία τους και την εμπειρία άλλων αρμόδιων αρχών προσαρμόζοντας τις διαδικασίες τους αναλόγως.
16.-(1) Πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε δημόσια αποκάλυψη σχετικά με παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους έχει δικαίωμα προστασίας δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου VI, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Ο αναφέρων υπέβαλε πρώτα αναφορά εσωτερικά και εξωτερικά ή μόνο εξωτερικά σύμφωνα με τα Κεφάλαια II και III, αλλά δεν αναλαμβάνεται καμία ενδεδειγμένη ενέργεια ως ανταπόκριση στην αναφορά εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 και της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 12· ή
(β) έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι-
(i) η παραβίαση δυνατόν να συνιστά άμεσο ή έκδηλο κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον ή/και τη δημόσια υγεία, περιλαμβανομένων των περιπτώσεων της κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή του κινδύνου μη αναστρέψιμης βλάβης, ή
(ii) σε περίπτωση εξωτερικής αναφοράς, υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παράβαση, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, όπως όταν αποδεικτικά στοιχεία δυνατόν να συγκαλυφθούν ή να καταστραφούν ή όταν αρχή δυνατό να βρίσκεται σε αθέμιτη σύμπραξη με τον υπαίτιο της παράβασης ή να είναι αναμεμειγμένη στην παράβαση.
17.-(1) Η ταυτότητα του αναφέροντος και κάθε άλλη πληροφορία από την οποία δυνατόν να συναχθεί, άμεσα ή έμμεσα, η ταυτότητα του αναφέροντος, δεν αποκαλύπτεται σε οποιονδήποτε άλλον πέρα από τα εξουσιοδοτημένα μέλη του προσωπικού τα οποία είναι αρμόδια να λαμβάνουν ή να παρακολουθούν τις αναφορές, χωρίς τη ρητή συγκατάθεση του εν λόγω προσώπου.
(2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), η ταυτότητα του αναφέροντος, καθώς και κάθε άλλη πληροφορία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) δύναται να αποκαλύπτεται μόνον σε περίπτωση που η εν λόγω αποκάλυψη αποτελεί αναγκαία και αναλογική υποχρέωση που επιβάλλεται από το ενωσιακό ή εθνικό δίκαιο, στο πλαίσιο ερευνών των εθνικών αρχών ή δικαστικών διαδικασιών, μεταξύ άλλων, με σκοπό τη διασφάλιση των δικαιωμάτων υπεράσπισης του αναφερομένου.
(3) (α) Τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές, προτού προβούν σε αποκάλυψη δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2), ενημερώνουν τον αναφέροντα, εκτός αν η ενημέρωση αυτή υπονομεύει τις έρευνες ή τις δικαστικές διαδικασίες.
(β) Κατά την ενημέρωση του αναφέροντος, τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές αποστέλλουν σε αυτόν γραπτή αιτιολόγηση στην οποία εξηγούν τους λόγους αποκάλυψης των συγκεκριμένων εμπιστευτικών στοιχείων.
(4) Τόσο οι εσωτερικοί δίαυλοι αναφοράς όσο και οι αρμόδιες αρχές που λαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις, στις οποίες περιλαμβάνονται εμπορικά απόρρητα, δεν δύνανται να χρησιμοποιούν ούτε να αποκαλύπτουν τα εν λόγω εμπορικά απόρρητα για σκοπούς που υπερβαίνουν το αναγκαίο για την ορθή παρακολούθηση της αναφοράς.
18.-(1) Οποιαδήποτε επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, περιλαμβανομένης της ανταλλαγής ή της διαβίβασης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τις αρμόδιες αρχές, πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού ΕΕ 2016/679, του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα Νόμου και του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα από Αρμόδιες Αρχές για σκοπούς της Πρόληψης, Διερεύνησης, Ανίχνευσης ή Δίωξης Ποινικών Αδικημάτων ή της Εκτέλεσης Ποινικών Κυρώσεων και για την Ελεύθερη Κυκλοφορία των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(2) Κάθε ανταλλαγή ή διαβίβαση πληροφοριών από τα θεσμικά και λοιπά όργανα ή τους οργανισμούς της Ένωσης πραγματοποιείται σύμφωνα με τον Κανονισμό ΕΕ 2018/1725.
(3) Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία εκδήλως δεν σχετίζονται με τον χειρισμό συγκεκριμένης αναφοράς δεν συλλέγονται και, σε περίπτωση που συλλεχθούν τυχαία, διαγράφονται χωρίς άσκοπη καθυστέρηση.
19.-(1) Ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού τομέα και τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές τηρούν αρχεία για κάθε αναφορά που παραλαμβάνουν, σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 17, απαιτήσεις εμπιστευτικότητας:
(2)(α) Σε περίπτωση που για την υποβολή αναφοράς χρησιμοποιείται τηλεφωνική γραμμή ή άλλο σύστημα τηλεφωνικών μηνυμάτων με καταγραφή της συνομιλίας, με την επιφύλαξη της εξασφάλισης της συναίνεσης του αναφέροντος, τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να τεκμηριώσουν την προφορική υποβολή αναφοράς με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
(i) Με καταγραφή της συνομιλίας σε σταθερή και ανακτήσιμη μορφή∙
(ii) με πλήρη και ακριβή τήρηση των πρακτικών της συνομιλίας από τα μέλη του προσωπικού τα οποία είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό της αναφοράς.
(β) Τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν σε κάθε περίπτωση στον αναφέροντα τη δυνατότητα να επαληθεύσει, να διορθώσει και να συμφωνήσει με τη μεταγραφή της συνομιλίας, υπογράφοντάς την.
(3)(α) Σε περίπτωση που, για την υποβολή αναφοράς χρησιμοποιείται τηλεφωνική γραμμή ή άλλο σύστημα τηλεφωνικών μηνυμάτων χωρίς καταγραφή της συνομιλίας, τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να τεκμηριώσουν την προφορική υποβολή αναφοράς, με τη μορφή επακριβών πρακτικών της συνομιλίας που συντάσσονται από τα μέλη του προσωπικού που είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό της αναφοράς.
(β) Τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν σε κάθε περίπτωση στον αναφέροντα τη δυνατότητα να επαληθεύσει, να διορθώσει και να συμφωνήσει με τα πρακτικά της συνομιλίας, υπογράφοντάς τα.
(4)(α) Σε περίπτωση που πρόσωπο ζητήσει συνάντηση με τα αρμόδια μέλη του προσωπικού των νομικών προσώπων του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα ή των αρμόδιων αρχών για να υποβάλει αναφορά σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 9 και την παράγραφο (γ) του άρθρου 13, τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές διασφαλίζουν, με την επιφύλαξη της συναίνεσης του αναφέροντος, ότι τηρούνται πλήρη και επακριβή πρακτικά της συνάντησης σε σταθερή και ανακτήσιμη μορφή.
(β) Τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές έχουν το δικαίωμα να τηρούν πρακτικά της συνάντησης με έναν από τους ακόλουθους τρόπους:
(i) Με καταγραφή της συνομιλίας σε σταθερή και ανακτήσιμη μορφή∙
(ii) με ακριβή πρακτικά της συνάντησης που συντάσσονται από τα μέλη του προσωπικού τα οποία είναι υπεύθυνα για τον χειρισμό της αναφοράς.
(γ) Τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα και οι αρμόδιες αρχές παρέχουν σε κάθε περίπτωση στον αναφέροντα τη δυνατότητα να επαληθεύσει, να διορθώσει και να συμφωνήσει με τα πρακτικά της συνάντησης, υπογράφοντάς τα.
20.-(1) Tα φυσικά και τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και δημοσίου τομέα που υπόκεινται στις διατάξεις του παρόντος Νόμου απαγορεύεται να προβαίνουν σε αντίποινα οποιασδήποτε μορφής κατά προσώπου από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, συμπεριλαμβανομένων των απειλών και αποπειρών αντεκδίκησης.
(2) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αντίποινα δύνανται, μεταξύ άλλων, να λάβουν την ακόλουθη μορφή:
(α) Παύση, απόλυση ή ισοδύναμα μέτρα∙
(β) υποβιβασμό ή στέρηση προαγωγής∙
(γ) μεταβίβαση καθηκόντων, αλλαγή τόπου εργασίας, μείωση μισθού, μεταβολή του ωραρίου εργασίας∙
(δ) στέρηση κατάρτισης∙
(ε) αρνητική αξιολόγηση επιδόσεων ή αρνητική επαγγελματική σύσταση∙
(στ) επιβολή ή εφαρμογή πειθαρχίας, επίπληξης ή άλλου πειθαρχικού μέτρου, περι-λαμβανομένης χρηματικής ποινής∙
(ζ) καταναγκασμό, εκφοβισμό, παρενόχληση ή περιθωριοποίηση∙
(η) διάκριση, μειονέκτημα ή άδικη αντιμετώπιση∙
(θ) μη μετατροπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης σε μόνιμη, ενώ ο εργαζόμενος είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι θα του προσφερθεί μόνιμη απασχόληση∙
(ι) μη ανανέωση ή πρόωρη διακοπή σύμβασης προσωρινής απασχόλησης∙
(ια) βλάβη, περιλαμβανομένης προσβολής της φήμης, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ή οικονομική ζημία, περιλαμβανομένης επιχειρηματικής ζημίας και απώλειας εισοδήματος∙
(ιβ) καταχώριση σε μαύρη λίστα βάσει τομεακής ή κλαδικής επίσημης ή ανεπίσημης συμφωνίας, που μπορεί να συνεπάγεται ότι το πρόσωπο δεν πρόκειται να βρει θέση εργασίας στον τομέα ή στον κλάδο στο μέλλον∙
(ιγ) πρόωρη διακοπή ή ακύρωση σύμβασης για εμπορεύματα ή υπηρεσίες∙
(ιδ) ακύρωση άδειας ή έγκρισης∙
(ιε) παραπομπή για ψυχιατρική ή ιατρική παρακολούθηση∙
(ιστ) μονομερής βλαπτική μεταβολή των συνθηκών εργασίας.
(3) Σε περίπτωση κατά την οποία επιβλήθηκαν σε βάρος προσώπου, για το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5, αντίποινα οποιασδήποτε μορφής, το πρόσωπο αυτό δύναται να ζητήσει από το νομικό πρόσωπο του ιδιωτικού ή δημόσιου τομέα την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που βρίσκονταν πριν από την επιβολή των αντιποίνων, νοουμένου ότι αυτό είναι αντικειμενικά δυνατό και δεν καθίσταται δυσανάλογα επαχθές για τον υπόχρεο:
21.-(1) Πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 έχει πρόσβαση, κατά περίπτωση, στα ακόλουθα μέτρα στήριξης:
(α) Εύκολη και δωρεάν για το κοινό πρόσβαση σε πλήρεις και ανεξάρτητες πληροφορίες και συμβουλές σχετικά με τις διαδικασίες και τα μέσα έννομης προστασίας που είναι διαθέσιμα για την προστασία έναντι αντιποίνων και τα δικαιώματά του.
(β) αποτελεσματική συνδρομή από τις αρμόδιες αρχές ενώπιον οποιασδήποτε αρχής που εμπλέκεται στην προστασία τους έναντι αντιποίνων∙
(γ) νομική αρωγή σε ποινικές υποθέσεις και σε διασυνοριακές διαδικασίες σε αστικές υποθέσεις σύμφωνα με τον περί Νομικής Αρωγής Νόμο.
(2) Η απαίτηση για τέτοια πρόσβαση ικανοποιείται με τη σύνταξη, από τα νομικά πρόσωπα του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα και τις αρμόδιες αρχές, ειδικού εντύπου στο οποίο περιλαμβάνονται αναγκαίες πληροφορίες, συμβουλές και μέσα έννομης προστασίας και το οποίο διατίθεται με τα κατάλληλα μέσα σε κάθε ενδιαφερόμενο πρόσωπο.
(3) Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως μεριμνά με κάθε πρόσφορο μέσο, ιδίως μέσω του διαδικτύου, όπως παρέχεται η σχετική πληροφόρηση στο ευρύ κοινό.
22. Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε αναφορά και ακολούθως συμμετέχει ως μάρτυρας σε οποιαδήποτε ποινική διαδικασία που έχει σχέση με την αναφορά, θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας, σύμφωνα με τον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο και εφαρμόζονται, ανάλογα με την περίπτωση, όλα ή οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙΙ του εν λόγω Νόμου:
23.-(1) Πρόσωπο, από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5 προστατεύεται έναντι αντιποίνων, και
(α) με την επιφύλαξη των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 4, όταν αναφέρει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις ή προβαίνει σε δημόσια αποκάλυψη σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, δεν θεωρείται ότι παραβαίνει οποιονδήποτε περιορισμό όσον αφορά την αποκάλυψη πληροφοριών και δεν υπέχει καμία απολύτως ευθύνη σε σχέση με την εν λόγω αναφορά ή δημόσια αποκάλυψη, εφόσον είχε βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι η αναφορά ή η δημόσια αποκάλυψη των εν λόγω πληροφοριών ήταν αναγκαία για να αποκαλυφθεί παράβαση σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(β) δεν υπέχει ευθύνη σε σχέση με την απόκτηση των πληροφοριών ή την πρόσβαση στις πληροφορίες που αναφέρονται ή αποκαλύπτονται δημόσια, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω απόκτηση ή πρόσβαση δεν συνιστά αυτοτελώς ποινικό αδίκημα:
(γ) έχει πρόσβαση σε μέσα έννομης προστασίας έναντι αντιποίνων, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, προσωρινών μέτρων εν αναμονή της απόφασης της νομικής διαδικασίας.
(δ) δεν υπέχει καμία απολύτως ευθύνη απορρέουσα από αναφορές ή δημόσιες αποκαλύψεις που έγιναν, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, στο πλαίσιο δικαστικής διαδικασίας, περιλαμβανομένης, μεταξύ άλλων, διαδικασίας για δυσφήμηση, προσβολή των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, παράβαση της υποχρέωσης τήρησης του απορρήτου, παράβαση των κανόνων για την προστασία προσωπικών δεδομένων, αποκάλυψη εμπορικού απορρήτου, ή για αιτήσεις αποζημίωσης βάσει του ιδιωτικού, του δημόσιου ή του συλλογικού εργατικού δικαίου:
(ε) έχει πλήρη πρόσβαση στα ένδικα μέσα και αποζημίωση για τις ζημίες που υφίσταται.
(2) Στο πλαίσιο αστικής δικαστικής ή άλλης διαδικασίας σχετικά με βλάβη την οποία υπέστη πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 5, και με την επιφύλαξη ότι το εν λόγω πρόσωπο αποδεικνύει ότι προέβη σε αναφορά ή σε δημόσια αποκάλυψη και υπέστη βλάβη, τεκμαίρεται ότι η βλάβη έγινε σε αντίποινα για την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη, εκτός εάν το πρόσωπο που έλαβε το μέτρο που προκάλεσε τη βλάβη αποδείξει ότι το εν λόγω μέτρο βασίστηκε σε δεόντως αιτιολογημένους λόγους.
(3) Πρόσωπο, το οποίο αναφέρει ή αποκαλύπτει δημόσια πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου, οι οποίες περιλαμβάνουν εμπορικά απόρρητα, και το εν λόγω πρόσωπο πληροί τους όρους που τίθενται στον παρόντα Νόμο, η εν λόγω αναφορά ή δημοσιοποίηση θεωρείται νόμιμη, υπό τις προϋποθέσεις που τίθενται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 του περί της Προστασίας της Τεχνογνωσίας και των Επιχειρηματικών Πληροφοριών που δεν έχουν Αποκαλυφθεί (Εμπορικό Απόρρητο) από την Παράνομη Απόκτηση, Χρήση και Αποκάλυψή τους Νόμου.
24.-(1) Κάθε πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου δύναται να διεκδικήσει τα δικαιώματά του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, ακόμα και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι έγινε η παράβαση έχει λήξει, και να χρησιμοποιήσει κάθε πρόσφορο και νόμιμο μέσο για τη στοιχειοθέτηση της παραβάσεως και της πάσης φύσεως ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής.
(1Α) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), πρόσωπο το οποίο θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να καταχωρίσει αίτηση για έκδοση προσωρινού διατάγματος για την αποτροπή ή τον τερματισμό αντιποίνων, απειλών και προσπαθειών αντεκδίκησης, εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημερομηνία που έλαβε χώρα το περιστατικό το οποίο στοιχειοθετεί την παράβαση.
(2) Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, εάν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το βάρος της απόδειξης ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου φέρει ο αντίδικός του.
25.-(1) Επιφυλασσόμενης της αποκλειστικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, του Εφετείου και του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και εφόσον ο παρών Νόμος δεν προβλέπει διαφορετικά, αρμοδιότητα για την εκδίκαση των εργατικών διαφορών έχει το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών.
(2) Σε περίπτωση αγωγής ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και υπό τον όρο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαιώματος σε δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο επιδικάζει στον δικαιούχο το μεγαλύτερο από τα ακόλουθα δύο ποσά:
(α) Την επιδικαστέα, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος, δίκαιη και εύλογη αποζημίωση· ή
(β) ολόκληρη τη θετική ζημιά, περιλαμβανομένων των αποδοχών υπερημερίας, και χρηματική ικανοποίηση για τυχόν ηθική ή σωματική βλάβη του ενάγοντος που προκλήθηκε από την απόφαση, πράξη ή παράλειψη, η οποία κηρύχθηκε άκυρη σύμφωνα με την παράγραφο 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
(3) Το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών επιδικάζει δίκαιη και εύλογη αποζημίωση, η οποία καλύπτει τουλάχιστον ολόκληρη τη θετική ζημιά, περιλαμβανομένων των αποδοχών υπερημερίας, και περιλαμβάνει χρηματική ικανοποίηση για τυχόν ηθική ή σωματική βλάβη του αιτητή που προκλήθηκε από τον παραβάτη:
(4) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του άρθρου 3 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, σε περίπτωση απόλυσης κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, εκτός από την επιδίκαση της κατά το εδάφιο (3) αποζημίωσης και χωρίς να εξετάσει την καλή ή κακή πίστη του εργοδότη, διατάσσει την επαναπρόσληψη του εργαζόμενου και υποχρεώνει τον εργοδότη να αποδέχεται τις υπηρεσίες του, εφόσον ο εργαζόμενος το έχει ζητήσει ως θεραπεία:
(5) Χωρίς επηρεασμό της γενικότητας των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου, οι οποίες εφαρμόζονται σε περιπτώσεις απολύσεων που έγιναν κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, κατά την εκδίκαση από το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών των αναφερόμενων στο εδάφιο (1) διαφορών εφαρμόζονται οι διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 24 σε σχέση με την αντιστροφή του βάρους απόδειξης.
(6) Σε περίπτωση που η απόφαση του αρμόδιου Δικαστηρίου για αποζημιώσεις βασίζεται σε πράξη ή παράλειψη δημόσιου υπαλλήλου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 70 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου.
26. Η απόλυση αναφέροντα, καθώς και οποιαδήποτε βλαπτική μεταβολή των συνθηκών απασχόλησής ή μέτρο αντιποίνου είναι απολύτως άκυρη, εκτός εάν ο εργοδότης αποδείξει ότι η απόλυση ή η βλαπτική μεταβολή οφείλεται σε λόγο άσχετο προς τη διενέργεια από αυτόν αναφοράς.
27.-(1) Κάθε εργοδότης προστατεύει τους εργαζομένους του από κάθε πράξη προϊσταμένου τους ή προσώπου που είναι υπεύθυνο γι’ αυτούς ή οποιουδήποτε άλλου εργαζόμενου η οποία συνιστά αντίποινα λόγω της διενέργειας αναφοράς.
(2)(α) Κάθε εργοδότης, αμέσως μόλις περιέλθουν σε γνώση του συγκεκριμένα αντίποινα λόγω της διενέργειας αναφοράς, λαμβάνει κάθε πρόσφορο μέτρο για την άρση και τη μη επανάληψη των αντιποίνων, καθώς και για την άρση των συνεπειών τους.
(β) Σε περίπτωση που εργοδότης δεν λάβει τα αναφερόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα, είναι συναδικοπραγήσας με το πρόσωπο που διέπραξε τις εν λόγω πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
(3)(α) Κάθε εργοδότης λαμβάνει κάθε πρόσφορο και έγκαιρο μέτρο, για να αποτρέψει τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πράξεις:
(β) Σε περίπτωση που εργοδότης δεν λάβει τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) μέτρα και διαπράττονται οι προβλεπόμενες στο εδάφιο (1) πράξεις προς εργαζόμενό του αναφέροντα, τότε αυτός είναι συναδικοπραγήσας με το πρόσωπο που διέπραξε τις εν λόγω πράξεις, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.
28.-(1) Ο παρών Νόμος δεν επηρεάζει τις διατάξεις του ενωσιακού ή/και εθνικού δικαίου αναφορικά με τα δικαιώματα πραγματικής προσφυγής αναφερομένου και αμερόληπτου δικαστηρίου, καθώς και το τεκμήριο αθωότητας και τα δικαιώματα υπεράσπισης, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης και του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελό του.
(2) Η ταυτότητα του αναφερομένου προστατεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια ερευνών που άρχισαν με βάση την αναφορά ή τη δημόσια αποκάλυψη.
(3) Οι κανόνες που ορίζονται στα άρθρα 13, 18 και 19 όσον αφορά την προστασία της ταυτότητας του αναφέροντος εφαρμόζονται και για την προστασία της ταυτότητας του αναφερομένου.
29. Άνευ επηρεασμού οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου Νόμου ή Κανονισμών, πρόσωπο που υπέστη ζημιά από ψευδείς ή παραπλανητικές αναφορές ή ψευδείς ή παραπλανητικές δημόσιες αποκαλύψεις έχει αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του αναφέροντος.
30. Τα δικαιώματα και τα μέσα έννομης προστασίας που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο δεν μπορούν να αρθούν ή να περιοριστούν από συμφωνία, πολιτική, τύπο ή όρο απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένης συμφωνίας για διαιτησία πριν από την έγερση διαφοράς.
31. Το παρόν Μέρος καθορίζει την προστασία που απολαμβάνουν πρόσωπα που αναφέρουν τα ακόλουθα:
(α) Πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονται με διάπραξη ή πιθανή διάπραξη ποινικού αδικήματος και ιδιαίτερα αδικημάτων διαφθοράς·
(β) πράξεις ή παραλείψεις που σχετίζονται με μη συμμόρφωση προσώπου με οποιαδήποτε νόμιμη υποχρέωση επιβάλλεται σε αυτό·
(γ) παραβάσεις που θέτουν ή πιθανόν να θέσουν σε κίνδυνο την ασφάλεια ή την υγεία οποιουδήποτε προσώπου·
(δ) παραβάσεις που προκαλούν ή πιθανόν να προκαλέσουν ζημιά στο περιβάλλον.
32.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται σε πρόσωπα τα οποία-
(α) εργάζονται στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα και έχουν αποκτήσει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις σε εργασιακό πλαίσιο και πρόκειται για πρόσωπα τα οποία-
(i) έχουν την ιδιότητα του εργαζομένου κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 45 της ΣΛΕΕ, περιλαμβανομένων των δημοσίων υπαλλήλων:
Νοείται ότι, στον ορισμό του όρου “εργαζόμενος” περιλαμβάνεται ο όρος “εργοδοτούμενος”·
(ii) έχουν την ιδιότητα του μη μισθωτού κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τις διατάξεις του άρθρου 49 της ΣΛΕΕ:Νοείται ότι, στον ορισμό του όρου “μη μισθωτός” περιλαμβάνεται ο όρος “αυτοτελώς εργαζόμενος”·
(iii) έχουν την ιδιότητα του μετόχου ή ανήκουν στο διοικητικό, διαχειριστικό ή εποπτικό όργανο μίας επιχείρησης, περιλαμβανομένων μη εκτελεστικών μελών, εθελοντών και αμειβόμενων ή μη αμειβόμενων ασκουμένων∙
(iv) εργάζονται υπό την εποπτεία και τις οδηγίες αναδόχων, υπεργολάβων και προμηθευτών∙
(β) αναφέρουν ή αποκαλύπτουν δημόσια σχετικές με παραβάσεις πληροφορίες, οι οποίες έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εργασιακής σχέσης η οποία έχει έκτοτε λήξει·
(γ) δεν έχουν αρχίσει την εργασιακή σχέση, στην περίπτωση κατά την οποία πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις έχουν αποκτηθεί κατά τη διάρκεια της διαδικασίας πρόσληψης ή σε άλλο στάδιο διαπραγμάτευσης πριν από τη σύναψη σύμβασης ή την έναρξη της εργοδότησης.
(2) Τα μέτρα για την προστασία των αναφερόντων τα οποία ορίζονται στο Κεφάλαιο V, εφαρμόζονται κατά περίπτωση σε-
(α) διαμεσολαβητές.
(β) τρίτα πρόσωπα που συνδέονται με τον αναφέροντα και που ενδεχομένως να υποστούν αντίποινα σε εργασιακό πλαίσιο, περιλαμβανομένων συναδέλφων του αναφέροντος ή συγγενών αυτού εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι τέταρτου βαθμού. και
(γ) νομικά πρόσωπα, τα οποία ο αναφέρων έχει στην ιδιοκτησία του, για τα οποία εργάζεται ή συνδέεται με άλλο τρόπο με εργασιακή σχέση.
33.-(1) Πρόσωπο, από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 το οποίο αναφέρει παραβάσεις σχετικά με πράξεις που καθορίζονται στο άρθρο 31, έχει δικαίωμα προστασίας δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Μέρους, εφόσον-
(α) είχε βάσιμους λόγους να θεωρεί ότι οι πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις που ανέφερε ήταν αληθείς κατά τον χρόνο της αναφοράς και ότι οι πληροφορίες αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους. και
(β) υπέβαλε αναφορά είτε εσωτερικά, σύμφωνα με το άρθρο 34, είτε εξωτερικά σύμφωνα με το άρθρο 35, ή προέβη σε δημόσια αποκάλυψη, σύμφωνα με το άρθρο 36:
34. Πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 δύναται να παρέχει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις, αρχικά μέσω των εσωτερικών διαύλων αναφοράς, οι οποίοι προβλέπονται στο Κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους ΙΙ, τηρουμένων των διαδικασιών που προβλέπονται στο εν λόγω Κεφάλαιο, πριν από την αναφορά σε αρμόδια αρχή, στις περιπτώσεις που η παράβαση μπορεί να αντιμετωπισθεί με αποτελεσματικότητα εσωτερικά και εφόσον ο αναφέρων θεωρεί ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων:
35.-(1) Με την επιφύλαξη της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 36, ο αναφέρων αναφέρει πληροφορίες σχετικά με παραβάσεις χρησιμοποιώντας τους διαύλους και τις διαδικασίες που προβλέπονται στα άρθρα 11 και 12, αφού έχει προηγουμένως υποβάλει αναφορά μέσω του εσωτερικού διαύλου αναφοράς, ή υποβάλλοντας αναφορά απευθείας σε αρμόδια αρχή:
(2) Η διαδικασία του εσωτερικού διαύλου διακόπτεται στην περίπτωση κατά την οποία ο αναφέρων έχει υποβάλει αναφορά μέσω εσωτερικού διαύλου και, ενόσω εκκρεμεί η διαδικασία ενώπιον αυτού, υποβάλλει εξωτερική αναφορά:
(3)Σε περίπτωση κατά την οποία ο αναφέρων υποβάλλει ταυτόχρονα εξωτερική αναφορά σε περισσότερες από μία αρμόδιες αρχές, ενημερώνει αυτές σχετικά προς τούτο και οι αρμόδιες αρχές συντονίζονται μεταξύ τους για τον χειρισμό της αναφερόμενης παραβίασης.
36.-(1) Πρόσωπο από τα προβλεπόμενα στο άρθρο 32 το οποίο προβαίνει σε δημόσια αποκάλυψη σχετικά με παραβάσεις που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Μέρους έχει δικαίωμα προστασίας δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου V, εάν πληρούται οποιαδήποτε από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Ο αναφέρων υπέβαλε προηγουμένως αναφορά εσωτερικά και εξωτερικά, ή μόνο εξωτερικά σύμφωνα με τα Κεφάλαια II και IΙΙ, αλλά δεν αναλαμβάνεται καμία ενδεδειγμένη ενέργεια ως ανταπόκριση στην αναφορά εντός του χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 και στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 12· ή
(β) έχει βάσιμους λόγους να πιστεύει ότι-
(i) η παραβίαση δυνατόν να συνιστά άμεσο ή έκδηλο κίνδυνο για το δημόσιο συμφέρον ή/και τη δημόσια υγεία, περιλαμβανομένων περιπτώσεων κατάστασης έκτακτης ανάγκης ή κινδύνου μη αναστρέψιμης βλάβης∙ ή
(ii) σε περίπτωση εξωτερικής αναφοράς, υπάρχει κίνδυνος αντιποίνων ή υπάρχει μικρή προοπτική να αντιμετωπισθεί αποτελεσματικά η παράβαση, λόγω των ιδιαίτερων περιστάσεων της υπόθεσης, όπως όταν αποδεικτικά στοιχεία δυνατόν να συγκαλυφθούν ή να καταστραφούν ή όταν αρχή δυνατόν να βρίσκεται σε αθέμιτη σύμπραξη με τον υπαίτιο της παράβασης ή να είναι αναμεμειγμένη στην παράβαση.
37. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου VI του Μέρους ΙΙ εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν στις περιπτώσεις του παρόντος Κεφαλαίου και τα πρόσωπα που εμπίπτουν στο προσωπικό πεδίο εφαρμογής που προβλέπεται στο άρθρο 32 απολαμβάνουν τα ίδια μέτρα προστασίας ως καταγράφονται στο Κεφάλαιο VI του Μέρους ΙΙ.
38. Ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες ποινές σε διατάξεις οποιουδήποτε Νόμου αναφορικά με αδικήματα διαφθοράς-
(α) το ανώτατο όριο ποινής που δυνατόν να επιβληθεί από το δικαστήριο σε πρόσωπο που καταδικάζεται, κατόπιν δικής του παραδοχής, για διάπραξη ή συμμετοχή σε αδίκημα διαφθοράς που αφορά δωροδοκία λειτουργού του δημοσίου ή αξιωματούχου, είναι το ήμισυ του ανώτατου ορίου της ποινής που προβλέπεται στον οικείο νόμο για το αδίκημα της διαφθοράς, εάν ως αποτέλεσμα της ουσιώδους του συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές άρχισε η ποινική δίωξη εναντίον του λειτουργού του δημοσίου ή του αξιωματούχου.
(β) το ανώτατο όριο ποινής που δυνατόν να επιβληθεί από το δικαστήριο σε λειτουργό του δημοσίου ή αξιωματούχο που καταδικάζεται, κατόπιν δικής του παραδοχής, για διάπραξη ή συμμετοχή σε αδίκημα διαφθοράς, είναι το ήμισυ του ανώτατου ορίου της ποινής που προβλέπεται στον οικείο νόμο για το αδίκημα της διαφθοράς, εάν ως αποτέλεσμα της ουσιώδους του συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές άρχισε η ποινική δίωξη εναντίον άλλων, ανώτερων του ιδίου λειτουργών του δημοσίου ή αξιωματούχων για τη συμμετοχή τους στο αδίκημα, και εάν μεταβιβάσει στο δημόσιο παν ληφθέν από τον ίδιο περιουσιακό όφελος.
39.-(1) Φυσικό πρόσωπο το οποίο-
(α) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει την υποβολή αναφοράς. ή
(β) προβαίνει σε αντίποινα σε βάρος προσώπου από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 5 ή 32. ή
(γ) κινεί κακόβουλη διαδικασία κατά προσώπου από τα προβλεπόμενα στα άρθρα 5 ή 32. ή
(δ) παραβαίνει την υποχρέωση τήρησης του εμπιστευτικού χαρακτήρα της ταυτότητας του αναφερόντος, κατά τα αναφερόμενα στο άρθρο 17.
είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του προβαίνει σε ψευδείς αναφορές ή σε ψευδείς δημόσιες αποκαλύψεις είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
40.-(1) Νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί για οποιοδήποτε αδίκημα προβλέπεται στον παρόντα Νόμο το οποίο διαπράττεται για λογαριασμό του εν λόγω νομικού προσώπου από οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί είτε ατομικά είτε ως μέλος οργάνου του νομικού αυτού προσώπου ή/και ασκεί εντός του νομικού προσώπου διευθυντική εξουσία, η οποία στηρίζεται είτε σε εξουσία αντιπροσώπευσης είτε σε εξουσία λήψης αποφάσεων για λογαριασμό του νομικού προσώπου είτε σε εξουσία άσκησης ελέγχου εντός του νομικού προσώπου.
(2) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του εδαφίου (1), νομικό πρόσωπο υπέχει την ίδια ευθύνη και δύναται να διωχθεί σε περίπτωση που η έλλειψη εποπτείας ή ελέγχου εκ μέρους του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) προσώπου καθιστά δυνατή τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος προβλέπεται στον παρόντα Νόμο για λογαριασμό του νομικού προσώπου από πρόσωπο ιεραρχικά υπαγόμενο σε αυτό.
(3) Σε περίπτωση που νομικό πρόσωπο κριθεί ένοχο δυνάμει των εδαφίων (1) και (2), υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000).
(4) Η μη λήψη επανορθωτικών μέτρων δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 20 από πρόσωπο του ιδιωτικού ή του δημόσιου τομέα θεωρείται επιβαρυντικός παράγοντας.
41.-(1) Το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται να εκδίδει Κανονισμούς, για τη ρύθμιση κάθε θέματος το οποίο απορρέει από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό περαιτέρω ρυθμίσεως.
(2) [Διαγράφηκε].
(3) Το Υπουργικό Συμβούλιο, μετά από πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως δύναται να καθορίσει με διάταγμα επιπλέον αρμόδιες αρχές για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
41Α. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, προς διευκόλυνση του κοινού για σκοπούς υποβολής εξωτερικής αναφοράς βάσει των άρθρων 11 και 35 του παρόντος Νόμου, αναρτά στην ιστοσελίδα του κατάλογο με όλες τις αρμόδιες αρχές.
41Β. Οι αρμόδιες αρχές ενημερώνουν το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως τον πρώτο μήνα κάθε έτους για τον αριθμό των αναφορών που έλαβαν μέσω εξωτερικού διαύλου αναφοράς κατά το προηγούμενο έτος.